Η ιδεολογία της μεζονέτας
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)Οταν άκουσα ότι βγήκε σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό μια μεζονέτα, σκέφτηκα ότι άρχισε η τελευταία πράξη μιας ολόκληρης ελληνικής εποχής.
Η μεζονέτα, διώροφη κατασκευή με γκαράζ, μερικά τετραγωνικά πράσινο, ενίοτε δε και πισίνα, εν είδει μεγάλης γούρνας, δεν υπήρξε απλώς το είδος της κατοικίας που στέγασε την ευμάρεια της μεσαίας τάξης. Ηταν το σύμβολο της ευρωπαϊκής Ελλάδας που άφηνε οριστικά πίσω της την ψωροκώσταινα.
Χρειάστηκαν καμιά δεκαπενταριά χρόνια μετά την απελευθέρωση για να εκδημοκρατισθούν ο ανελκυστήρας και η κεντρική θέρμανση. Ησαν τα χρόνια της πολυκατοικίας. Χωρίς εξωτερικά χαρακτηριστικά, σε αντίθεση με τους προκατόχους της του Μεσοπολέμου, τα στοιχεία αρ νουβό και μπαουχάους, η πολυκατοικία της αντιπαροχής ήταν μια «βιαστική» κατασκευή. Η Αθήνα χτίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες για να φιλοξενήσει τον πληθυσμό της εσωτερικής μετανάστευσης, έναν πληθυσμό που στην πλειονότητά του θεωρούσε πραγματικό του σπίτι το πατρικό που άφησε πίσω του στο χωριό. Εξ ου και η σχεδόν νομαδική λιτότητα της πολυκατοικίας. Ως τη δεκαετία του ενενήντα, τις ημέρες του Πάσχα ο πληθυσμός εγκατέλειπε την προσωρινή του κατοικία στην Αθήνα για να επιστρέψει στις ρίζες του, εκεί όπου πραγματικά ανήκε ψυχολογικά.
Χρειάστηκαν πολύ περισσότερα χρόνια για να αποκτήσει η Ελλάδα πραγματικούς αυτοκινητόδρομους. Ας βάλουμε ως όριο, εμπειρικό εννοείται, τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, όταν ανοίγει η Αττική Οδός και το μετρό. Σύμβολα εξευρωπαϊσμού, με χρονοκαθυστέρηση, αφού η μεζονέτα είχε ήδη ανοίξει τον δρόμο, μαζί με τα αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού αναγκασμένα να στριμώχνονται ώς τότε στη μιάμιση λωρίδα των εθνικών οδών. Η μεζονέτα ήταν το απώτατο σύνορο της πορείας της μεσαίας τάξης, το Φαρ Ουέστ της. Για χάρη της χτίστηκαν ολόκληρα προάστια, άνοιξαν δρόμοι, φτιάχτηκαν αποχετεύσεις. Για χάρη της εγκαταλείφθηκε το κέντρο της Αθήνας, και τον κενό χώρο τον κατέλαβαν οι πληθυσμοί των μεταναστών.
Τέτοιες μέρες το 2008 η Αθήνα κάηκε, το κράτος κατελύθη, και στους δρόμους κυριαρχούσαν οι συμμορίες των κουκουλοφόρων απέναντι σε μια αστυνομία που την είχε ευνουχίσει η πολιτική της ηγεσία. Αυτή, φοβισμένη, παράλυτη, παρακολουθούσε το έργο της καταστροφής με την ίδια αδράνεια που παρακολουθούσε έναν χρόνο πριν τις φλόγες οι οποίες έφαγαν τη μισή Πελοπόννησο. Η καταστροφή θεωρήθηκε κάτι σαν φυσικό φαινόμενο και η προοδευτική ελίτ της χώρας εξάντλησε τη δύναμη των στερεοτύπων της. Μιλούσαν τότε για τη «γενιά των 700 ευρώ», «για το κλεμμένο μέλλον» και λοιπά δακρύβρεχτα. Το δράμα αποδείχθηκε κωμωδία. Τα παιδιά που έκαιγαν την Αθήνα είχαν 700 ευρώ χαρτζιλίκι, φορούσαν Τίμπερλαντ και κατέβαιναν από τα προάστια. Ηταν τα παιδιά που μεγάλωσαν σε μεζονέτες και απεχθάνονταν και περιφρονούσαν την πόλη, την οποία είχαν εγκαταλείψει οι γονείς τους. Ηθελαν να σβήσουν από τον ορίζοντα τα τελευταία κατάλοιπα της ψωροκώσταινας.
Το 2010 το ελληνικό κράτος πτώχευσε και το φάντασμα της ψωροκώσταινας άρχισε και πάλι να κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Στην αρχή αχνό, όσο όμως περνούσαν τα χρόνια, όλο και πιο απαιτητικό, με προθέσεις μάλλον εκδικητικές. Η ερήμωση του κέντρου της Αθήνας κάλπαζε μαζί με την ανεργία, οι τιμές των ακινήτων κατέρρεαν, η κεντρική θέρμανση έπαψε να λειτουργεί, τα δανεικά έπρεπε να επιστραφούν. Η ιδεολογία της μεζονέτας έχασε την αξιοπιστία της και η μεσαία τάξη που την κατοικούσε κατέρρευσε όπως τα σοσιαλιστικά καθεστώτα μερικές δεκαετίες πριν. Το όνειρο της μεταπολεμικής Ελλάδας πνέει τα λοίσθια. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί είναι η τελευταία πράξη της εποχής της μεζονέτας, μιας Ελλάδας που έζησε τον μύθο της και τώρα τρέχει ασθμαίνουσα και πανικόβλητη πίσω από την πραγματικότητά της.
Παλιότερα οι μεζονέτες έπαιρναν την εκδίκησή τους με τις εσωτερικές τους σκάλες. Συνήθως στενές, ενίοτε στριφτές, γίνονταν εντελώς ακατάλληλες για τον ιδιοκτήτη που έφτανε την τρίτη ηλικία. Ηταν ο καιρός που άρχιζε να νοσταλγεί το διαμέρισμά του στην οδό Πατησίων. Τώρα απλώς κατάσχονται.
Η ελληνική πανωλεθρία δεν είναι μόνον οικονομική. Είναι η πανωλεθρία ενός τρόπου ζωής, κυρίαρχη ιδεολογία του οποίου υπήρξε, εκτός των άλλων, και η μεζονέτα.