Τα λάθη της Αγκελα Μέρκελ, μαθήματα για τη Δύση
ROSS DOUTHAT / THE NEW YORK TIMES
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Σε έναν απρόβλεπτο κόσμο είναι πάντα ευχάριστο να αισθάνεσαι δικαιωμένος για τις προφητικές σου δυνάμεις. Και η πολιτική κρίση στη Γερμανία, η αδυναμία της Αγκελα Μέρκελ να συγκροτήσει κυβέρνηση συνασπισμού που περιθωριοποιεί τους ακροδεξιούς στη χώρα, είναι λογικό να εμπνεύσει ένα ηχηρό «τα λέγαμε εμείς» που είχαμε επικρίνει τη Γερμανίδα καγκελάριο και αμφισβητούσαμε τη γοητεία της ως ηγέτιδος του ελεύθερου κόσμου.
Δεν αξίζει αυτόν τον τίτλο, επειδή είναι υπερβολικά επιεικής στην απόφασή της να υποδεχθεί ταχύτατα ένα εκατομμύριο μετανάστες στην καρδιά της Ευρώπης το 2015. Μια απόφαση, που επαινέθηκε για τον ιδεαλισμό της, αλλά τελικά αποδείχθηκε βαθιά ανεύθυνη και αποσταθεροποιητική. Καμία πρόσφατη ενέργεια δεν φώτισε με τόση σαφήνεια την αντιδημοκρατική φύση των ευρωπαϊκών κέντρων αποφάσεων, που κυριαρχείται από το Βερολίνο. Και καμία άλλη δεν υπογράμμισε το χάσμα μεταξύ της συναίνεσης στους κόλπους των ελίτ και της κοινής γνώμης. Αλλωστε καμία άλλη δεν συνέδραμε σε τέτοιο βαθμό στις δυσκολίες που ακολούθησαν: την επιδείνωση του τρομοκρατικού προβλήματος στην Ευρώπη, το σοκ του Brexit, την άνοδο του Τραμπ και τον διευρυνόμενο διχασμό ανάμεσα στον γαλλογερμανικό πυρήνα της Ε.Ε. και τις ανατολικές χώρες.
Είναι λοιπόν ταιριαστό ότι το μεταναστευτικό απέβη μπούμερανγκ και υπονόμευσε άμεσα τη Μέρκελ. Πρώτα στοιχίζοντας τις ψήφους στις τελευταίες γερμανικές εκλογές προς όφελος της Εναλλακτικής για τη Γερμανία και στη συνέχεια καθιστώντας αδύνατη τη συγκρότηση ενός δυνάμει βιώσιμου συνασπισμού, εν μέρει επειδή το κεντρώο φιλελεύθερο FDP βλέπει μια ευκαιρία να τοποθετηθεί δεξιότερα της Μέρκελ στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Ναι, χάρη στις συνεχιζόμενες συνέπειες της βιαστικής απόφασής της και όπως ακριβώς είχαν προβλέψει οι επικριτές της, η Γερμανία κοιτάζει τώρα την άβυσσο, ούτε καν αυτό. Απλώς έχει να επιλέξει ανάμεσα σε μια νέα αναμέτρηση, που θα επιφέρει τις ίδιες διαιρέσεις αλλά θα αφήσει τους εθνικιστές ανέγγιχτους στο 10%-15% του εκλογικού σώματος, και σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας πρωτόγνωρη στα χρονικά για το Βερολίνο αλλά αρκετά φυσιολογική σε άλλες σταθερές δυτικές χώρες.
Αυτό που πέτυχε η Μέρκελ είναι μια ευκαιρία για τους ηγέτες στη Γερμανία και γενικώς στη Δύση να μάθουν από τα λάθη της. Με δεδομένη τη συζήτηση περί κρίσης του δυτικού φιλελευθερισμού, το πολιτικό χάος των τελευταίων ετών έδειξε ότι πολλοί υποτιθέμενοι φορείς του μεταφιλελευθερισμού είναι ανέτοιμοι να προωθήσουν τη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων σε σημείο καμπής. Ο πρόεδρος Τραμπ είναι πολιτικά ανίσχυρος, όχι Καίσαρας. Η Μαρίν Λεπέν δεν κατάφερε να σπάσει το φράγμα του 35% στις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία. Το Ισλαμικό Κράτος έχει σχεδόν ηττηθεί. Το οποίο σημαίνει ότι οι προστάτες του φιλελεύθερου στάτους κβο, όσοι τρίβουν τα χέρια τους με τα τρέχοντα προβλήματα της Μέρκελ, έχουν ακόμη τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι οι επικριτές τους έσφαλλαν και πως η κοσμοθεωρία τους είναι πιο ευπροσάρμοστη στις νέες συνθήκες από ό,τι φαινόταν αρχικά.
Περιορισμένη φαντασία
Η υψηλόβαθμη ανησυχία σχετικά με την πολιτική κρίση στη Γερμανία (προς Θεού όχι κυβέρνηση μειοψηφίας!) αφήνει να εννοηθεί ότι η φαντασία των ελίτ είναι περιορισμένη. Αυτή θα είναι μεταξύ των παραγόντων που θα οδηγήσουν στην κατάρρευση της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, σε περίπτωση που επέλθει τελικά η πτώση.
Στην Ευρώπη της Αγκελα Μέρκελ αυτήν τη στιγμή, θα πρέπει να υπάρξει συμφιλίωση με την ιδέα του Brexit και να σταματήσει η υπερσυγκέντρωση πολιτικών εξουσιών με αντιδημοκρατικά μέσα. Να σπάσουν τα καρτέλ διανοουμένων της δεκαετίας του ’60 που ελέγχουν τον πολιτισμό, δημιουργώντας χώρο για τη θρησκευτική αντίσταση στον μηδενισμό και την αυτοκτονία. Αλλά και την αποδοχή πως οι μέρες των ανοιχτών θυρών στους μετανάστες έχουν παρέλθει και η προσεκτική διαχείριση των ροών είναι βασική πρόκληση για τους ηγέτες που προχωρούν μπροστά.
Ενα πρώτο αναγκαίο βήμα ωστόσο στη χώρα, που πραγματικά ηγείται της ηπείρου, είναι η αναγνώριση ότι αν απειλείται η μακρά πρωτοκαθεδρία της Μέρκελ αυτό δεν είναι σημάδι της κρίσης του φιλελευθερισμού, αλλά ένδειξη ότι μπορεί να αποκατασταθεί η υγεία του.