Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Η Ωδή του Κ.Βαϊμάκη σε Εκείνη που άλλαξε για πάντα τον κόσμο προς το καλύτερο


Η αξέχαστη μέρα που έπεσα στο κρεβάτι μαζί σου
Ωδή σε Εκείνη που άλλαξε για πάντα τον κόσμο προς το καλύτερο.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΪΜΑΚΗΣ
Σε γνώρισα πέρυσι τέτοιο καιρό. Αγνοούσα την ύπαρξή σου μέχρι τότε, δεν υπήρχες στον κόσμο μου, δεν σε είχα προσέξει ποτέ, είχα ακούσει για σένα αλλά δεν είχα δώσει ποτέ ιδιαίτερη σημασία.
Σε θεωρούσα μια περιττή πολυτέλεια, μια ανάφτρα, μια που θα μπορούσα άνετα να ζήσω χωρίς να σε γνωρίσω. Κι ας μου έλεγαν οι θαυμαστές σου, πόσο καψούρηδες ήταν μαζί σου, πόσο σε ερωτεύτηκαν από την πρώτη βραδιά που ξάπλωσαν στο κρεβάτι μαζί σου, πόσο ευτυχισμένοι ξύπνησαν το πρωί αγκαλιά σου, ότι το κάθε βράδυ ήταν ακόμα καλύτερο από το προηγούμενο.
Εγώ όμως άργησα να σε γνωρίσω. Λυπάμαι γι’ αυτό, αλλά χαίρομαι που έστω και πέρυσι, έκανα επιτέλους το βήμα, σήκωσα το τηλέφωνο και κανόνισα να έρθεις από το σπίτι. Δεν μου γέμισες είναι η αλήθεια το μάτι όταν σε πρωτοείδα, δεν είπα «ουάου! Τι μωρό είσαι εσύ!», δεν τρελάθηκα να σε χώσω κάτω από τα σεντόνια μου.
Κι ο κόσμος τριγύρω ομόρφυνε
Το βράδυ όμως, που ήρθε η ευλογημένη ώρα του ύπνου, «μπήκα στην πρίζα» όταν μπήκες κι εσύ. Οι λέξεις «ζεστασιά», «θαλπωρή», «κάψα», «κόλαση», είναι πολύ μικρές, πολύ φτωχές, πολύ λίγες για να περιγράψουν το μεγαλείο σου! Διότι εκείνο το βράδυ ανακάλυψα ότι εσύ, η ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΚΟΥΒΕΡΤΑ, είσαι μια από τις σπουδαιότερες εφευρέσεις της ανθρωπότητας. Κι ότι αν πρέπει κάποια στιγμή να στείλουμε τρία πράγματα στους εξωγήινους που θα ανακαλύψουμε σε έναν μακρινό πλανήτη για το «καλώς σας βρήκαμε» και το «to know us better», το ένα απ’ αυτά πρέπει να είναι μια ηλεκτρική κουβέρτα.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, με την ηλεκτρική κουβέρτα στο φουλ, με τον πισινό μου να έχει πάρει μια γλυκιά φωτιά, λίγο πριν κατεβάσω το διακόπτη στο «ένα» για να κοιμηθώ και ρίξω μια μούντζα στο κρύο και στους 5 βαθμούς Κελσίου που κάνει έξω, την ώρα που κοιτάζω υποτιμητικά το air-condition και του λέω «δεν σε χρειάζομαι», σκέφτομαι τι συνέβη στη ζωή μου, στη ζωή μας όλα αυτά τα χρόνια που η ηλεκτρική κουβέρτα κι εγώ, ήμασταν δυο παράλληλες γραμμές που δεν συναντηθήκαμε ποτέ.
Στα 44 μου χρόνια πλέον, την ξέρω την απάντηση: μπορεί το καλοριφέρ στην πολυκατοικία μου να έχει να ανάψει πολλά – πολλά χρόνια, αλλά έχουμε να θυμόμαστε με νοσταλγία τις ένδοξες μέρες ΠΑΣΟΚ, όπου το καλοριφέρ έσβηνε μόνο το 15αύγουστο. Όπου ήταν πιο πιθανό να στερέψουν όλοι οι ωκεανοί του πλανήτη από νερό, παρά οι πολυκατοικίες από πετρέλαιο. Εκείνες τις εποχές, ο λόγος να πάρεις ηλεκτρική κουβέρτα, θα ήταν μόνο για να τη βάλεις στο σκυλόσπιτο και να μην κρυώνει ο Φλοξ ή στα λάστιχα του αυτοκινήτου στο γκαράζ, γιατί το είχες δει στη Formula 1 και σου άρεσε.
Για να μη μιλήσουμε για το άλλο το ΠΟΙΗΜΑ, τούτο δω το κρεβάτι που ονειρεύεται κάθε άνδρας
Σήμερα όμως η ηλεκτρική κουβέρτα είναι είδος πρώτης ανάγκης. «Εκεί μας κατάντησαν οι αλήτες» και το μόνο πετρέλαιο που υπάρχει σε αφθονία, είναι στις ακτές του Αλίμου και του Καλαμακίου. Αλλά δεν θα το βάλουμε κάτω. Δεν θα γονατίσουμε. Δεν θα σκύψουμε το κεφάλι. Θα ανάβουμε τις ηλεκτρικές μας κουβέρτες στο φουλ, αυτόν τον έρωτα με καλώδια, αυτό το θαύμα της επιστήμης, αυτή την ηδονή με μπουτόν και ο κόσμος θα γίνει μονομιάς καλύτερος.