Εγκλημα και θεωρία
Κώστας Γιαννακίδης
(Πηγή : http://www.protagon.gr)
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση συγκρούονται για την εγκληματικότητα, αλλά στην πραγματικότητα η αντιπαράθεση περιορίζεται μόνο στα Εξάρχεια και στους «Ρουβίκωνες». Ομως ποια κυβέρνηση θα προσπαθήσει, χωρίς στήριξη και συναίνεση, να μετατρέψει το κέντρο της Αθήνας σε πεδίο μάχης;
Στο πρώτο εξάμηνο του 2017 έγιναν 42 δολοφονίες στη χώρα. Στο ίδιο εξάμηνο του 2016 έγιναν 46. Κάπως έτσι «παίζει» ο δείκτης στις περισσότερες κατηγορίες εγκλημάτων. Σε κάποιες ανεβαίνει λίγο, σε άλλες κατεβαίνει αισθητά.
Με τη στατιστική του εγκλήματος υπάρχει πάντα ένα πρόβλημα: δεν ξέρεις ποτέ αν οι αριθμοί ανταποκρίνονται στην πραγματική εικόνα. Το πρώτο εξάμηνο του 2017 είχαμε 78 απόπειρες ανθρωποκτονίας. Στο αντίστοιχο διάστημα του 2016 είχαμε 58 απόπειρες. Αυτό μπορεί να διαβαστεί και ως θεαματική αύξηση, μπορεί, όμως, να αποδοθεί και στην καλύτερη καταγραφή. Ομοίως, όταν βλέπεις ότι μειώθηκαν οι απάτες, πρέπει να έχεις κατά νου ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να μην αποκαλύφθηκαν όλες.
Αυτό που νομίζετε δεν είναι σωστό: από την αρχή της κρίσης ως σήμερα, η βαριά εγκληματικότητα σημείωσε μείωση. Μεγάλη έξαρση σημειώθηκε το 2010 και το 2011, όταν ο κόσμος μάζευε χρήματα στο σπίτι, δίνοντας κίνητρο σε ληστές. Ομως από το 2012 και μετά, οι δείκτες άρχισαν να κινούνται ελαφρώς προς τα κάτω. Και αυτή η τάση δεν έχει πολιτικό πρόσημο. Ιδια ήταν η Αστυνομία και τότε και σήμερα. (Αναλυτικά στοιχεια για την εγκληματικότητα)
Τέλος πάντων, στα χρόνια της κρίσης αυξήθηκε κάπως το μικρό έγκλημα του δρόμου. Ειδικά οι μικροκλοπές σε δημόσιο χώρο είναι η κατηγορία με τη μεγαλύτερη στατιστική επίδοση. Θυμηθείτε ότι στην αρχή της περιπέτειας λέγαμε, περίπου, ότι θα σφαχτούμε στους δρόμους, πάνω στο πλιάτσικο των καταστημάτων. Μετά μας ήρθε και η «ανθρωπιστική κρίση» που έλεγε και ο Τσίπρας. Τίποτα από αυτά δεν έσπειρε το έγκλημα στην κοινωνία.
Βέβαια σε αυτά τα θέματα πολύ συχνά σημασία δεν έχει τι δείχνουν τα στοιχεία, αλλά τι αισθάνεται ο κόσμος. Ας πούμε είναι λογικό αυτές τις μέρες, στον απόηχο της δολοφονίας Ζαφειρόπουλου και της κοπέλας στο νεκροταφείο, η κοινή γνώμη να πιστεύει ότι υπάρχει έξαρση της βίαιης εγκληματικότητας. Κάτι τέτοιο μάλλον δεν θα επαληθευτεί στατιστικά στο τέλος του χρόνου, όταν γίνει ο συνολικός απολογισμός. Από την άλλη, όμως, κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι εδώ έχουμε ποιοτική μεταβολή: είναι άλλο να έχεις έναν νεκρό στον πόλεμο της νύχτας και άλλο μέσα σε δικηγορικό γραφείο στο κέντρο της πρωτεύουσας. Ομως, αλήθεια, πόσα αντίστοιχα περιστατικά υπάρχουν ώστε να δίνουν νέο χρώμα στη συνολική εικόνα;
Στην πραγματικότητα η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται για ένα θέμα: για τα Εξάρχεια και φυσικά τους διάφορους «Ρουβίκωνες» που, στα χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, καβαλούν πιο εύκολα τα κάγκελα. Η επίσημη στατιστική δεν καταγράφει λεπτομερώς ούτε τα επεισόδια στο κέντρο της πόλης, ούτε, φυσικά, τις δράσεις «ακτιβισμού». Καταγράφει τα βίαια περιστατικά στα γήπεδα, δεν μετράει, όμως, τις μολότοφ στα Εξάρχεια. Πρόκειται για περιστατικά που δεν μπορούν να ομονογενοποιηθούν εύκολα. Είναι άλλο να πέσει μία μολότοφ στο Σύνταγμα και άλλο να καεί ένα τρόλεϊ στην Πατησίων.
Η αντιπολίτευση έχει δίκαιο όταν δείχνει τα Εξάρχεια και τη δράση του «Ρουβίκωνα». Και, πράγματι, η κυβέρνηση επιδεικνύει μία ελαστικότητα απέναντι σε όλα αυτά -εδώ έφτασε να τους διαθέσει περιπολικό μετά την εισβολή στη Βουλή… Δεν είναι μόνο τα λίγα ψάρια που μπορεί να αλιεύσει στην εκλογική περιοχή των Εξαρχείων. Είναι η άρνηση της σύγκρουσης και η διάθεση μεταφοράς του προβλήματος στον επόμενο.
Καμία κυβέρνηση, ακόμα και του «αποφασισμένου» Μητσοτάκη, δεν θα «ανακτήσει» τα Εξάρχεια χωρίς διακομματική στήριξη και συναίνεση. Αυτό που περιγράφεται ως «αποκατάσταση» της τάξης απαιτεί τεράστια επιχειρησιακή κινητοποίηση, συγκρούσεις, αίμα και μετατροπή μίας περιοχής του κέντρου σε πεδίο μάχης, με αμφίβολα αποτελέσματα. Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Δύσκολα. Μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση; Στο βαθμό που ο κόσμος την έχει συνηθίσει, ναι, είναι πιο εύκολο.