Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Άρθρο του Foreign Affairs μην κατηγορείτε τα ρομπότ για την στασιμότητα των μισθών


Μην κατηγορείτε τα ρομπότ για την στασιμότητα των μισθών
Πώς οι τιμές των ακινήτων και η δύναμη της αγοράς εξηγούν καλύτερα το πρόβλημα
Sahil Mahtani και Chris Miller
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Πριν από έξι μήνες, ο Bill Gates της Microsoft πρότεινε έναν Φόρο [επί των] Ρομπότ, με το σκεπτικό ότι εάν οι εργαζόμενοι πληρώνουν φόρους, το ίδιο θα πρέπει να κάνουν και τα μηχανήματα που παίρνουν τις δουλειές τους [1].
Μια τέτοια πολιτική, σύμφωνα με τα λόγια του Gates, θα «επιβραδύνει την ταχύτητα» της αυτοματοποίησης, επιτρέποντας έτσι στις κοινωνίες να «διαχειριστούν [τον] εκτοπισμό» των εργαζομένων. Η ιδέα λέει με την ευρεία έννοια ότι η αγορά εργασίας [2] δεν λειτουργεί όπως συνήθως λειτουργούσε.
Αλλά από την στιγμή που ο Gates έκανε την δήλωσή του, έχει καταστεί σαφές ότι η φορολόγηση της τεχνολογίας συνεπάγεται ένα κωμικά μεγάλο αριθμό προβλημάτων. Κατ΄αρχήν, τα ρομπότ μπορούν τόσο να μειώσουν όσο και να αυξήσουν [3] την ζήτηση για ανθρώπινη εργασία. Οι αλγόριθμοι αναζήτησης [στο διαδίκτυο] μείωσαν την ανάγκη για ταξιδιωτικούς πράκτορες, αλλά το Uber αύξησε την ζήτηση για οδηγούς. Είναι αδύνατο να προσδιοριστεί ex ante [στμ: εκ των προτέρων] ποια ρομπότ πρέπει να φορολογηθούν.
Άλλοι επεσήμαναν ότι ένας Φόρος Ρομπότ θα ήταν αδύνατο να δομηθεί και να αστυνομευθεί. Εάν ένα ρομπότ είναι, όπως το λέει το λεξικό, κάτι που «είναι ικανό να εκτελέσει αυτόματα μια σύνθετη σειρά ενεργειών», τότε τι είναι ένα πλυντήριο πιάτων; Η φορολόγηση ορισμένων μηχανών και όχι άλλων θα αποτελούσε κανονιστική σύγχυση.
Τέλος, ενώ ο Gates είδε τον Φόρο στα Ρομπότ ως έναν τρόπο αντιμετώπισης των αρνητικών παρενεργειών της ραγδαίας τεχνολογικής αλλαγής, είναι επίσης ένας φόρος επί των επενδύσεων κεφαλαίου -επενδύσεων που κάθε χώρα προσπαθεί να ενθαρρύνει. Δεν είναι περίεργο που, όταν ρωτήθηκε αν θα υποστηρίξει έναν Φόρο Ρομπότ, ο Ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για τις ψηφιακές υποθέσεις δήλωσε: «Αποκλείεται, αποκλείεται».
Προτάσεις όπως ο Φόρος Ρομπότ είναι ελκυστικές επειδή οι χώρες του Ατλαντικού αντιμετωπίζουν στασιμότητα μισθών και ταχεία τεχνολογική αλλαγή, που παράγουν λαϊκιστική αντίδραση [4]. Και φαίνεται ότι τα ρομπότ μπορούν μερικώς να κατηγορηθούν [ως υπαίτια]. Στο Νταβός νωρίτερα φέτος, μια σειρά κορυφαίων στελεχών της Silicon Valley επέστησαν την σχέση μεταξύ των επιπτώσεων της τεχνητής νοημοσύνης και των λαϊκιστικών κινημάτων. Ο Satya Nadella της Microsoft είπε ότι το «μεγαλύτερο μάθημα [που πήρε] το περασμένο έτος» ήταν να εξασφαλίσει ότι «το πλεόνασμα [από] ανακαλύψεις στην τεχνητή νοημοσύνη» δεν συγκεντρώνεται μεταξύ των λίγων. Ο Marc Benioff της Salesforce προειδοποίησε για την πιθανότητα «ψηφιακών προσφύγων» ως αποτέλεσμα των προόδων της αυτοματοποίησης. Στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα είπε στο ακροατήριο: «Το επόμενο κύμα οικονομικών αποδιαρθρώσεων δεν θα προέλθει από το εξωτερικό. Θα προέλθει από τον αμείλικτο ρυθμό του αυτοματισμού που κάνει πολλές, καλές θέσεις εργασίας της μεσαίας τάξης, ξεπερασμένες».
Ωστόσο, η πρόσφατη ακαδημαϊκή δουλειά στην μακροοικονομία υποδηλώνει ότι η σημερινή στασιμότητα των μισθών έχει λιγότερη σχέση με τα ρομπότ [5] και περισσότερη με την αγορά ακινήτων και την ισχύ της αγοράς.
Η πραγματική αύξηση των μισθών είναι συνάρτηση δύο πραγμάτων: Των μεταβολών στην παραγωγικότητα και των μεταβολών στο μερίδιο της εθνικής παραγωγής που αποδίδεται στην εργασία. Εάν το μερίδιο του ΑΕΠ που πηγαίνει στους εργαζόμενους δεν αλλάζει, τότε οι πραγματικοί μισθοί απλά παρακολουθούν την παραγωγικότητα.
Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η αύξηση των μισθών στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει αποκλίνει από την παραγωγικότητα λόγω της μείωσης του μεριδίου της εργασίας στην [εθνική] παραγωγή. Το 1975, το εργατικό δυναμικό έλαβε το 65% του συνόλου του εισοδήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα, ο αριθμός αυτός είναι κάτω από 60%. Εάν το μερίδιο είχε παραμείνει στα ίδια, οι Αμερικανοί εργαζόμενοι θα λάμβαναν επιπλέον 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. Αντ' αυτού, τα χρήματα αυτά συγκεντρώνονται στους κατόχους κεφαλαίων.
Ορισμένοι παρατηρητές αποδίδουν το μειωμένο μερίδιο της εργατικής τάξης στην μειωμένη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, στην εξωτερική ανάθεση [εργασιών] (outsourcing) ή στην μείωση της ένταξης [νέων μελών] στα συνδικάτα. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ [6], για παράδειγμα, έχει αποδώσει την αργή αύξηση των μισθών στις «κακές» εμπορικές συμφωνίες που ενισχύουν την Κίνα και άλλους παραγωγούς χαμηλού κόστους. Αλλά η μείωση του μεριδίου του εργατικού δυναμικού στο εισόδημα είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, ορατό όχι μόνο σε ολόκληρο τον Βόρειο Ατλαντικό, αλλά και στην Κίνα και την Ιαπωνία. Και το μερίδιο της εργασίας μειώθηκε τόσο στους τομείς εμπορευσίμων όσο και στους μη εμπορευσίμων. Το offshoring [στμ: δηλαδή, η εγκατάσταση επιχειρήσεων σε υπεράκτιες χώρες προκειμένου να επωφεληθούν από ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα], λοιπόν, δεν μπορεί να είναι η κύρια αιτία. Και οι εμπειρικές μελέτες έχουν βρει μια περιορισμένη συσχέτιση μεταξύ της πτώσης της ένταξης στα συνδικάτα και των αλλαγών στο μερίδιο της εργασίας.

01092017-2.jpg
Νεόδμητα σπίτια στην επαρχία Χάιναν της Κίνας, τον Ιανουάριο του 2013. REUTERS

Είναι επίσης δύσκολο να κατηγορήσουμε τα ρομπότ. Όπως επεσήμανε ο οικονομολόγος του Northwestern, Matt Rognlie, τα ρομπότ και οι αυτοματισμοί -ορίζοντάς τους σε γενικές γραμμές- αποτελούν ένα μικρό μέρος του αμερικανικού κεφαλαίου σε αξία, το οποίο αντιπροσωπεύει το 15% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, ένα κλάσμα που ήταν σχεδόν σταθερό τις τελευταίες δεκαετίες. Αντίθετα, η αξία των δομών -κατοικιών, διαμερισμάτων, γραφείων- ισοδυναμεί με το 175% του ΑΕΠ. Τα μερίδια της εργασίας και του κεφαλαίου είναι αριθμοί ροών, ενώ αυτά είναι στοιχεία αποθεμάτων, αλλά η σοβαρή διαφορά κλίμακας μεταξύ του κεφαλαίου που σχετίζεται με την αυτοματοποίηση και του κεφαλαίου που σχετίζεται με την στέγαση θα πρέπει να εφιστά την προσοχή εναντίον του να βλέπουμε τα ρομπότ ως την κύρια αιτία της πρόσφατης αδυναμίας των μισθών. Ενώ η τεχνολογία και ο αυτοματισμός διαδραμάτισαν σαφώς σημαντικό ρόλο στην πρόσφατη οικονομική ανάπτυξη, τα στοιχεία για την συσσώρευση κεφαλαίου δείχνουν ότι δεν μπορούν να εξηγήσουν τις πρόσφατες μειώσεις του μεριδίου αγοράς εργασίας.
Μια καλύτερη εξήγηση για τη μείωση του μεριδίου του εργατικού δυναμικού επί του ΑΕΠ είναι ο μειωμένος ανταγωνισμός και η αύξηση των τιμών των ακινήτων. Οι περισσότεροι άνθρωποι καταλαβαίνουν πώς η μείωση του εταιρικού ανταγωνισμού, ιδίως λόγω της ανόδου των τεχνολογικών γιγάντων όπως η Amazon και η Google, θα μπορούσε να αυξήσει την δυνατότητα των επιχειρήσεων στο να τιμολογούν και να μειώσει τα εισοδήματα των εργαζομένων. Αλλά λίγοι άνθρωποι σκέφτονται ότι τα σπίτια τους έχουν να κάνουν οτιδήποτε σχετικό με την στασιμότητα των μισθών.
Μεγάλο μέρος της αύξησης του μεριδίου του κεφαλαίου έναντι εκείνου του εισοδήματος έχει πάει στην ακίνητη περιουσία -όπως μπορούν να βεβαιώσουν οι σκληρά πιεσμένοι ενοικιαστές ή αγοραστές κατοικιών στο Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό, το μερίδιο της στέγασης στην συνολική [εθνική] παραγωγή είναι τρεις φορές υψηλότερο σήμερα από ό, τι στην δεκαετία του 1950. Ένας βασικός μοχλός των υψηλότερων τιμών κατοικιών σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο είναι οι κανονισμοί που εμποδίζουν την αύξηση της προσφοράς κατοικιών. Οι υψηλότερες τιμές κατοικιών μειώνουν την αύξηση των πραγματικών μισθών, επειδή οι εργαζόμενοι πρέπει να ξοδεύουν μέρος της οποιασδήποτε αύξησης των μισθών τους στο ενοίκιο ή στις πληρωμές υποθηκών που είναι υψηλότερες από αυτές που θα ήταν αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αντίθετα, οι τεχνητοί περιορισμοί στην προσφορά κατοικιών ανεβάζουν τις τιμές των ακινήτων, ωφελώντας μια συγκεκριμένη κατηγορία κατόχων κεφαλαίων -των ιδιοκτητών ακριβών ακινήτων.
Οι κανονισμοί που περιορίζουν την προσφορά κατοικιών υποστηρίζουν τις υψηλές τιμές των κατοικιών και εξασφαλίζουν ότι οι υπάρχοντες ιδιοκτήτες σπιτιών, οι οποίοι είναι συχνά ήδη πλούσιοι, παραμένουν τέτοιοι. Αυτές οι πολιτικές έχουν επίσης αναμορφώσει τα πρότυπα μετανάστευσης των εργαζομένων. Μια νέα έρευνα [7] από τους οικονομολόγους Peter Ganong και Daniel Shoag δείχνει ότι οι επιστάτες κτηρίων κερδίζουν 7% λιγότερο στη Νέα Υόρκη από ό, τι στον βαθύ νότο [στμ: Deep South, οι πολιτείες Τζόρτζια, Αλαμπάμα, Νότια Καρολίνα, Μισισίπι και Λουιζιάνα. Μερικοί συμπεριλαμβάνουν το ανατολικό Τέξας και την βόρεια Φλόριντα, ενίοτε και το Άρκανσο] μετά την προσαρμογή για το κόστος στέγασης. Ωστόσο, το 1960, οι επιστάτες στη Νέα Υόρκη κέρδιζαν 70% περισσότερα από εκείνους στο Deep South, πάλι μετά την προσαρμογή για το κόστος στέγασης. Το υψηλό κόστος στέγασης κλειδώνει τους εργαζομένους χαμηλής ειδίκευσης έξω από περιοχές υψηλού εισοδήματος, μειώνοντας την κινητικότητα των εργαζομένων.
Επειδή οι εργαζόμενοι χαμηλής ειδίκευσης συγκεντρώνονται σε περιοχές χαμηλής παραγωγικότητας, το πλεόνασμα της χαμηλόμισθης εργασίας στις περιοχές αυτές καταστέλλει περαιτέρω την αύξηση του εισοδήματος. Με άλλα λόγια, οι νόμοι περί ζωνών στη Νέα Υόρκη και στο Σαν Φρανσίσκο όχι μόνο οδηγούν τους χαμηλόμισθους εργαζομένους έξω από τις πόλεις, αλλά και μειώνουν τους μισθούς σε άλλες περιοχές της χώρας. Οι μισθοί στις περιοχές με χαμηλότερα εισοδήματα και σε εκείνες με υψηλότερα εισοδήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες σταμάτησαν να συγκλίνουν γύρω στο 1980. Και αυτό, με την σειρά του, αποτελεί μέρος του λόγου εξαιτίας του οποίου μειώθηκε το μερίδιο του εργατικού δυναμικού στο ΑΕΠ.
Οι κυβερνήσεις ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τον περιορισμένο επιχειρηματικό ανταγωνισμό. Οι αντιμονοπωλιακές αρχές της ΕΕ έχουν τιμωρήσει την Google με δισεκατομμύρια δολάρια για παραβιάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, Δημοκρατικοί όπως ο γερουσιαστής Chuck Schumer (από τη Νέα Υόρκη) στρέφονται επίσης στην αντιμονοπωλιακή πολιτική για την ενίσχυση των πραγματικών μισθών.
Αλλά οι πολιτικοί υπήρξαν λιγότερο διατεθειμένοι να κάνουν οτιδήποτε για την ακίνητη περιουσία. Η περικοπή των κανόνων για την οικοδόμηση περισσότερων κατοικιών είναι πολιτική πρόκληση, διότι βάλλει κατά των πολιτικών ορθοδοξιών. Στην Αριστερά δεν αρέσει η απελευθέρωση [από τους κανονισμούς], ενώ η Δεξιά φοβάται μήπως πλήξει τους ιδιοκτήτες κατοικιών, οι οποίοι αποτελούν το κέντρο της βάσης των ψηφοφόρων της. Αλλά πολλές χώρες, ιδιαίτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, αντιμετωπίζουν ένα νέο πολιτικό «τρίλημμα», στο οποίο είναι δυνατά μόνο δύο από τα ακόλουθα τρία πράγματα: Η αύξηση του εισοδήματος, οι χαμηλοί φόροι ή τα ακριβά σπίτια. Εάν οι κυβερνήσεις επιλέξουν να ανεχθούν τις υψηλότερες τιμές κατοικιών, ο μόνος τρόπος για μεγαλύτερη αύξηση των μισθών είναι μέσω μεγαλύτερης αναδιανομής [πλούτου]. Ένας ηγέτης [στον τομέα της] τεχνολογίας που θέλει να εισάγει νέες ιδέες στην πολιτική θα πρέπει να απορρίψει τον φόρο επί των ρομπότ και να φτιάξει φθηνά διαμερίσματα στα πιο ακριβά προάστια της Silicon Valley.

* Ο SAHIL MAHTANI είναι Αντιπρόεδρος Ερευνών Πολλαπλών Στοιχείων Ενεργητικού στην Deutsche Bank.
Ο CHRIS MILLER είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Ιστορίας στην Σχολή Fletcher στο Πανεπιστήμιο Tufts.

(Στην πρώτη φωτογραφία : Ο Καναδός πρωθυπουργός Justin Trudeau χαιρετά με «χάι-φάιβ» ένα ρομπότ στο Boisbriand του Κεμπέκ, τον Μάρτιο του 2017. CHRISTINNE MUSCHI / REUTERS)


Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-08-30/dont-bl...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/2015-06-16/will-humans-go-way-ho...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-03-14/trouble...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/2015-06-16/robots-are-coming
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2016-10-17/populis...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/same-it-ever-was
[6] https://www.foreignaffairs.com/topics/trump-administration
[7] https://www.cato.org/publications/research-briefs-economic-policy/why-ha...