Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Άρθρο για την πληκτική προεκλογική εκστρατεία και τη σίγουρη η νίκη της Μέρκελ


Πληκτική η εκστρατεία, σίγουρη η νίκη της Μέρκελ
ΞΕΝΙΑ ΚΟΥΝΑΛΑΚΗ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Η προεκλογική εκστρατεία στη Γερμανία είναι τόσο πληκτική, ώστε η επανεκλογή της Αγκελα Μέρκελ θεωρείται περίπου δεδομένη. Γιατί ακριβώς αυτό είναι που θέλγει τους Γερμανούς:
η γλυκιά, οικεία υπνηλία που αποπνέει «η καγκελάριος της βαρεμάρας», όπως την αποκαλούν εσχάτως τα εγχώρια ΜΜΕ. Οι ψηφοφόροι στη Γερμανία επιδιώκουν πάνω από όλα συνέχεια και ασφάλεια, χωρίς εξάρσεις και περιπέτειες. Δεν είναι ανιαρή η προεκλογική αντιπαράθεση, απολογείται η ίδια, απλώς λείπουν προσωπικές επιθέσεις εναντίον του βασικότερου αντιπάλου της, του Σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς.
«Ο δικός μου ορισμός για μια επιτυχημένη εκστρατεία είναι να εξηγήσουμε στις πολίτες όσα έχουμε σκεφτεί για το μέλλον. Είναι συναρπαστικό να συναντάς διαρκώς άγνωστους ανθρώπους», συμπληρώνει, αποστομώνοντας τους Γερμανούς δημοσιογράφους, που την εγκαλούν για άνευρη καμπάνια. Από την πλευρά του ο Σουλτς θεωρεί ότι η Μέρκελ εσκεμμένα αποφεύγει τις αιχμές, για να μην ανοίξει το πεδίο για συγκρούσεις. Η πόλωση ευνοεί τον αντίπαλό της, η συναίνεση την ίδια.
Ούτως ή άλλως, ο χειρισμός όλων των κρίσιμων θεμάτων έγινε από τον μεγάλο συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών. Ετσι η Μέρκελ έχει την πολυτέλεια να οικειοποιείται τις επιτυχίες (ανάπτυξη και απασχόληση) και να επιμερίζει τις ευθύνες για αμφιλεγόμενες πολιτικές (προσφυγικό).
Ο γερμανικός Τύπος απαξιοί ουσιαστικά να ασχοληθεί με την τρέχουσα μονομαχία Μέρκελ - Σουλτς (η καγκελάριος και το κόμμα της προηγούνται πάνω από 20% στις τελευταίες δημοσκοπήσεις) και προχωρεί στη μετεκλογική ανάλυση, ειδικότερα στο είδος του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού. Σύμφωνα με τη σφυγμομέτρηση που διενεργήθηκε για λογαριασμό του πρώτου καναλιού της γερμανικής τηλεόρασης, τα νούμερα θα επαρκούσαν για τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών (37%), Πρασίνων (8%) και Ελεύθερων Δημοκρατών, του FDP (9%).
Αντιθέτως, δεν εξασφαλίζεται η απαραίτητη πλειοψηφία στην Μπούντεσταγκ σε περίπτωση συμπόρευσης Χριστιανοδημοκρατών και Ελεύθερων Δημοκρατών ή οιασδήποτε προσπάθειας εκ μέρους των Σοσιαλδημοκρατών πλην επανάληψης του μεγάλου συνασπισμού. Οι Σοσιαλδημοκράτες, όμως, φαίνεται ότι θα θελήσουν να αποφύγουν πάση θυσία ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αφού η εξουσία βλάπτει σοβαρά τα ποσοστά τους.
Σήμερα εμφανίζονται να λαμβάνουν μόλις 21% στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά τους από τον περασμένο Ιανουάριο, προτού ανακοινωθεί το όνομα του Μάρτιν Σουλτς, το οποίο σκόρπισε –προσωρινή όπως αποδείχθηκε– ευφορία και αισιοδοξία στο κεντροαριστερό στρατόπεδο.
Πολλοί Γερμανοί αναλυτές εκτιμούν πως η διαιώνιση μιας παραλυτικής συναίνεσης Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών ενισχύει τα άκρα και δεν βοηθάει στην ανάληψη ρηξικέλευθων πρωτοβουλιών. Τους φόβους αυτούς επιβεβαιώνει η περίπτωση της ξενοφοβικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία, που μετά μια δημοσκοπική κοιλιά φαίνεται πως όχι μόνο θα μπει στην επόμενη Βουλή αλλά θα εξασφαλίσει διψήφιο ποσοστό και θα γίνει η τρίτη μεγαλύτερη εκλογική δύναμη.
Ζητούν διέξοδο
Ενισχυμένο είναι επίσης και το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) με 10%, αποδεικνύοντας ότι οι ψηφοφόροι αναζητούν διεξόδους διαμαρτυρίας λόγω της σύγκλισης του δικομματικού συστήματος στο κέντρο, της στρογγυλοποίησης των θέσεων του κάποτε ριζοσπαστικού Κόμματος των Πρασίνων και της αναβίωσης των Γερμανών Φιλελευθέρων (FDP), που έμειναν εκτός Βουλής στις περασμένες εκλογές.
Αν πάντως θέλει κάποιος να αποτιμήσει το επικείμενο αποτέλεσμα σε σχέση με την Ελλάδα, θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι στη νέα Μπούντεσταγκ θα εκπροσωπούνται δύο κόμματα με σαφώς εχθρικές διαθέσεις προς την Αθήνα. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία δημιουργήθηκε ως αντίδραση στα πακέτα διάσωσης προς την Ελλάδα. Παρά τη μετεξέλιξή της σε ένα ξενοφοβικό κόμμα, παραμένει ένας αντιευρωπαϊκός, εθνικιστικός σχηματισμός που θα έβλεπε, π.χ., με καχυποψία οποιαδήποτε προσπάθεια αναδιάρθρωσης του χρέους.
Το ίδιο ισχύει και με τους Ελεύθερους Δημοκράτες, ο ηγέτης των οποίων, Κρίστιαν Λίντνερ, έχει επανειλημμένως ταχθεί υπέρ του Grexit.
Σκληρή γραμμή έναντι της Τουρκίας
Οι σχέσεις Γερμανίας - Τουρκίας και το ενδεχόμενο διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αγκυρας βρέθηκαν ξαφνικά στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας στο Βερολίνο. Το ζήτημα έθεσε στο ντιμπέιτ Μέρκελ - Σουλτς ο Σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος καγκελάριος, σε μια παράξενη αντιστροφή ρόλων. Μέχρι πρότινος ο Σουλτς ήταν σφοδρός πολέμιος οιασδήποτε υπόνοιας για διάρρηξη των σχέσεων Βρυξελλών - Αγκυρας. Και η Αγκελα Μέρκελ είχε δεχθεί εξαιρετικά ανόρεκτα το 2005 την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Το προσφυγικό όμως και η κορύφωσή του το 2015 εξώθησαν την καγκελάριο σε μια πολιτική κατευνασμού του Ταγίπ Ερντογάν, που επισφραγίσθηκε με τη σύναψη της συμφωνίας την άνοιξη του 2016 για την αναχαίτιση των ροών και την σιωπή της στο πογκρόμ αντιφρονούντων μετά το αποτυχημένο περυσινό πραξικόπημα. Στο ντιμπέιτ, ωστόσο, η καγκελάριος εξωθήθηκε από τον αντίπαλό της σε σκληρή γραμμή έναντι της Τουρκίας.