Το Δόγμα Τρούμαν
Έθεσε το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, με στόχο την ανάσχεση του κομμουνισμού 64 χρόνια πριν
Επιμέλεια: Στεφανος Xελιδονης
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Η έναρξη του Εμφυλίου μετέτρεψε την Ελλάδα στο πρώτο πεδίο ένοπλης αντιπαράθεσης του Ψυχρού Πολέμου. Πιθανή κατάρρευση του κυβερνητικού στρατοπέδου, σύμφωνα με τις δυτικές δυνάμεις, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «ντόμινο», αφού η Τουρκία, γεωγραφικά απομονωμένη, θα περιερχόταν και αυτή στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, ενώ θα ενισχύονταν τα ισχυρότατα κομμουνιστικά κόμματα της Ιταλίας και της Γαλλίας, με απρόβλεπτα αποτελέσματα για τη Δυτική Ευρώπη.
Ακόμη, μία τέτοια εξέλιξη θα προσέφερε στους Σοβιετικούς πρόσβαση στη Μεσόγειο και θα τους έφερνε πιο κοντά στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Οταν οι Βρετανοί, σε δυσχερή οικονομική κατάσταση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενημέρωσαν αιφνιδιαστικά στα τέλη Φεβρουαρίου του 1947 μία Ουάσιγκτον απρόθυμη να εμπλακεί και σε τούτη την περιοχή της υφηλίου ότι αδυνατούσαν να συνεχίσουν τη βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία από την 31η Μαρτίου, εξανάγκασαν την αμερικανική κυβέρνηση να παρέμβει. Eπειτα από έντονες διαβουλεύσεις, ο Χάρυ Τρούμαν παρουσιάστηκε στο Κογκρέσο στις 12 Μαρτίου 1947, ζητώντας να παράσχουν οι ΗΠΑ τη σχετική βοήθεια προς τις δύο χώρες. Η ομιλία του Αμερικανού προέδρου έκτοτε περιγράφηκε ως εξαγγελία ενός «Δόγματος Τρούμαν». Με το Δόγμα Τρούμαν, δόθηκε σημαντική οικονομική και στρατιωτική αρωγή στην ελληνική κυβέρνηση, που την βοήθησε να νικήσει στον Εμφύλιο. Παράλληλα, το Δόγμα Τρούμαν αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την εφαρμογή από τις ΗΠΑ, και κατά τα επόμενα χρόνια, μιας πολιτικής «ανάσχεσης» της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η Μόσχα θα απαντούσε αργότερα.
Από τον απομονωτισμό στη διεθνή ηγεμονία
Της Κωνσταντινας Ε. Μποτσιου*
Στις 12 Μαρτίου 1947 ο Χάρυ Τρούμαν εξεφώνησε ενώπιον των δύο σωμάτων του αμερικανικού Κογκρέσου τη βαρυσήμαντη ομιλία που καθιερώθηκε ως «Δόγμα Τρούμαν».
Η σύντομη εισήγηση του Αμερικανού προέδρου (έκτασης περίπου 2.200 λέξεων) επέφερε δύο βαθιές αλλαγές τόσο στην αμερικανική όσο και στη διεθνή πολιτική. Πρώτον, έστρεψε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ από το δόγμα του απομονωτισμού στην ανάληψη ηγετικού ρόλου στο διεθνές σύστημα. Δεύτερον, αντικατέστησε το πνεύμα συνεργασίας και κατευνασμού, που επεδείκνυε έως τότε η Ουάσιγκτον προς τη Μόσχα, με μία στρατηγική αντίστασης απέναντι στις σοβιετικές απαιτήσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα, το Δόγμα Τρούμαν έθεσε το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, με ακρογωνιαίο λίθο την ανάσχεση (containment) της Σοβιετικής Ενωσης από τις ΗΠΑ. Η νέα πολιτική κλιμακώθηκε επί της Προεδρίας Τρούμαν με το μνημειώδες Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Ανασυγκρότησης -το Σχέδιο Μάρσαλ (1948)-, την ίδρυση του ΝΑΤΟ (1949) και άλλων περιφερειακών αμυντικών συμμαχιών, τέλος δε, τη συμμαχική αποστολή του ΟΗΕ στον πόλεμο της Κορέας (1950). Στη δεκαετία του 1960, η «αναθεωρητική» ιστοριογραφία της Νέας Αριστεράς (New Left) απέδωσε την αμερικανική «μεταμόρφωση» στην προδιάθεση του «απλοϊκότερου» Τρούμαν να προκαλέσει τον Ψυχρό Πόλεμο, σε αντιδιαστολή με τον διαλλακτικότερο και «πολιτικότερο» προκάτοχό του που επιζητούσε την αμερικανο-σοβιετική σύμπνοια.
Η νεώτερη αρχειακή έρευνα έχει καταρρίψει αυτή την οπτική, αποδεικνύοντας την αργόσυρτη και βασανιστική μεταλλαγή της αμερικανικής πολιτικής κατά την πρώτη διετία της Προεδρίας Τρούμαν (1945-1947). Εκτός από τη συναίσθηση της απειρίας του στην εξωτερική πολιτική, ο Τρούμαν συμμεριζόταν την υποχωρητική στάση που τηρούσε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ απέναντι στις ακόρεστες εδαφικές διεκδικήσεις του Στάλιν, προκειμένου να εξασφαλίσει τη σύμπραξή του όχι μόνον στον τερματισμό του πολέμου, αλλά και στη στερέωση της ειρήνης με πυρήνα τον ΟΗΕ. Κατανοούσε, επίσης, το σκεπτικό του Ρούζβελτ ότι, χωρίς τη σοβιετική συμμετοχή στο σύστημα που είχε οραματιστεί, δύσκολα θα έπειθε το Κογκρέσο να επωμιστούν μόνες οι ΗΠΑ την ευθύνη των παγκόσμιων υποθέσεων. Η τραυματική εμπειρία από τη μη κύρωση της Συνθήκης Ειρήνης του 1919 βάραινε έντονα στους σχεδιασμούς του Λευκού Οίκου.
Σαφή όρια στην ΕΣΣΔ
Ο Τρούμαν βασίστηκε αρχικά στους συμβούλους του Ρούζβελτ, σεβάστηκε τις σοβιετικές θέσεις στη Διάσκεψη Ειρήνης (1946-1947), έδειξε ανοχή στην επιβολή του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και κράτησε αποστάσεις από τη Βρετανία, όπου ενισχυόταν η αντίληψη του Ουίνστον Τσώρτσιλ και του νέου υπουργού Εξωτερικών Ερνεστ Μπέβιν, ότι ο σοβιετικός επεκτατισμός θα αναχαιτιζόταν μόνο εάν συναντούσε σθεναρή αμερικανική αντίδραση. Η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής δεν έλαβε χαρακτηριστικά ανατροπής, αλλά μιας καλά προετοιμασμένης αναθεώρησης, που πυροδότησε η αυξανόμενη σοβιετική πίεση σε αδύναμες ζώνες της ευρωπαϊκής περιφέρειας το 1946: στο Ιράν, στην Τουρκία και στην Ελλάδα, όπου μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος.
Οι κρίσεις στο λεγόμενο Βόρειο Διάζωμα (Northern Tier) ώθησαν την αμερικανική ηγεσία να θέσει για πρώτη φορά αυστηρά όρια στις κινήσεις και τις διεκδικήσεις της Σοβιετικής Ενωσης. Την ώρα των αποφάσεων επιτάχυνε η υπαναχώρηση της οικονομικά καταρρέουσας Βρετανίας από την περιοχή. Καταλύτης υπήρξε το υπόμνημα που υπέβαλε στην Ουάσιγκτον στις 21 Φεβρουαρίου 1947 η κυβέρνηση Ατλη, ανακοινώνοντας ότι η βρετανική βοήθεια προς την Ελλάδα θα τερματιζόταν στις 31 Μαρτίου 1947.
Η κυβέρνηση Τρούμαν γνώριζε την εκρηκτική κατάσταση που δημιουργούσαν στην Ελλάδα ο Εμφύλιος και η οικονομική διάλυση - είναι αποκαλυπτικές, μεταξύ άλλων, οι δημοσιευμένες εκθέσεις του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα Λίνκολν Μακβή. Απέδιδε ευθύνες όχι μόνο στους κομμουνιστές αντάρτες και τους Βαλκάνιους συμμάχους τους, αλλά επίσης στην ανεπάρκεια και τη διαφθορά των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, που συντηρούσαν τον φαύλο κύκλο της κοινωνικής απελπισίας και της ηττοπάθειας. Τον Ιανουάριο του 1947 έφθασε στην Αθήνα ειδική αποστολή με επικεφαλής τον Αμερικανό οικονομολόγο Πωλ Πόρτερ, προκειμένου να συντάξει λεπτομερή έκθεση για το ελληνικό πρόβλημα. Υπό βρετανική και αμερικανική πίεση σχηματίστηκε παράλληλα, στις 24 Ιανουαρίου 1947, συμμαχική κυβέρνηση στην Αθήνα (η επονομαζόμενη «επτακέφαλος») με εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό τον πρώην διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Δημήτριο Μάξιμο. Προτού συνταχθεί η Εκθεση Πόρτερ, η Ουάσιγκτον ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να της απευθύνει επίσημο αίτημα οικονομικής βοήθειας ως επακόλουθο της βρετανικής αποχώρησης.
Οι θεμελιώδεις αρχές της νέας στρατηγικής των ΗΠΑ
Για την κυβέρνηση Τρούμαν, το κλειδί ήταν να κερδηθεί η συγκατάθεση του Κογκρέσου. Ενός Κογκρέσου με πλειοψηφία Ρεπουμπλικανών και στα δύο σώματα μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 1946 και με εύρωστα ρεύματα απομονωτιστών. Οι αρχιτέκτονες της πολιτικής που θα παρουσίαζε ο πρόεδρος Τρούμαν επιζήτησαν να συνδέσουν τα νέα δεδομένα με ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα ικανό να πείσει τη νομοθετική εξουσία, και μαζί την κοινή γνώμη, ότι το εθνικό συμφέρον υπαγόρευε στις ΗΠΑ να αναλάβουν ηγετικό διεθνή ρόλο με μεγάλο χρονικό ορίζοντα.
Τυπικά, με την ομιλία του της 12ης Μαρτίου 1947, ο Χάρυ Τρούμαν ζήτησε από το Κογκρέσο να εγκρίνει ένα ετήσιο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία, συνολικού ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων, προκειμένου οι δύο χώρες να διατηρήσουν την ελευθερία και την εθνική τους ακεραιότητα. H παροχή βοήθειας δεν αποτελούσε τομή για την αμερικανική πολιτική, που διηύθυνε ήδη τεράστια προγράμματα οικονομικής αρωγής στην Ευρώπη (π.χ. UNRRA).
Τομή αποτελούσαν οι αρχές που συνέθεταν το «δόγμα» του προέδρου. Τρεις ήταν θεμελιώδεις. Πρώτον, ότι οι ΗΠΑ είχαν ηθική ευθύνη να υποστηρίζουν λαούς που αντιστέκονταν σε απόπειρες επιβολής ένοπλων μειονοτήτων ή εξωτερικών πιέσεων. Τα προβλήματα ήταν τόσο επείγοντα ώστε υπερέβαιναν τις δυνατότητες του ΟΗΕ. Ο παγκόσμιος οργανισμός περνούσε, έτσι, για πρώτη φορά σε δεύτερη μοίρα ως κέντρο επίλυσης συγκρούσεων. Μαζί του και η δέσμευση των ΗΠΑ για συναίνεση με τη Σοβιετική Ενωση. Δεύτερον, οι ΗΠΑ είχαν ιστορική ευθύνη απέναντι σε κάθε έθνος που καλούνταν να διαλέξει ανάμεσα σε δύο εναλλακτικούς τρόπους ζωής: ο ένας βασιζόταν «στη δημοκρατία και την ελευθερία...». Ο άλλος «στην επιβολή της θέλησης των λίγων στους πολλούς, στην τρομοκρατία και την καταπίεση...». Τρίτον, η αμερικανική πολιτική επηρέαζε το παγκόσμιο σύστημα. Αν αποτύγχανε, «θα κινδύνευαν και η Ανατολή και η Δύση». Μολονότι αφορούσε την Ελλάδα και την Τουρκία, το Δόγμα Τρούμαν συνεπαγόταν για τις ΗΠΑ υποχρεώσεις με πλανητική διάσταση.
Στην ομιλία δεν αναφερόταν ονομαστικά ως απειλή η Σοβιετική Ενωση, αλλά, γενικά, ο επεκτατικός κομμουνισμός. Ετσι κυριαρχούσε το θετικό μήνυμα για την προάσπιση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, αφήνοντας περιθώρια συνεννόησης με τον Στάλιν. Τα περιθώρια εξαντλήθηκαν αργότερα, όταν η Μόσχα «απάντησε» στο Σχέδιο Μάρσαλ με το πραξικόπημα στην Τσεχοσλοβακία και τον αποκλεισμό του Βερολίνου (1948).
Το νομοσχέδιο για την παροχή βοήθειας στην Ελλάδα και την Τουρκία κέρδισε άνετη πλειοψηφία στο Κογκρέσο, όπου διαμορφωνόταν ήδη υπερκομματική συναίνεση με πρωτεργάτη τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, γερουσιαστή Αρθουρ Βάντενμπεργκ. Στις 22 Απριλίου 1947 κυρώθηκε στη Γερουσία με 67 ψήφους έναντι 23, στις 9 Μαΐου 1947 στη Βουλή των Αντιπροσώπων με 287 ψήφους έναντι 107. Τη διαχείριση του προγράμματος βοήθειας για την Ελλάδα ανέλαβε πολυμελής αποστολή, η AMAG (American Mission for Aid to Greece), αποτελούμενη από μία οικονομική και μία στρατιωτική επιτροπή. Επικεφαλής τέθηκε ο πρώην κυβερνήτης της Νεμπράσκα, Ντουάιτ Γκρίζγουολντ, πλαισιωμένος από δεκάδες τεχνοκράτες, οικονομολόγους και συμβούλους διοίκησης, όπως προβλεπόταν στο Δόγμα Τρούμαν. Είχαν ευθύνη να ελέγχουν τη διάθεση της βοήθειας διαμέσου της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και να καθορίζουν τη ροή των πόρων με κριτήριο την αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής. Η αμερικανική βοήθεια άρχισε να εισρέει στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1947, κατ’ αρχάς με ορίζοντα ενός έτους. Λίγο αργότερα απορροφήθηκε από το πολυετές Σχέδιο Μάρσαλ (1948-1952).
Για την Ουάσιγκτον το ελληνικό ζήτημα έγινε η πρώτη δοκιμή (testing ground) του Ψυχρού Πολέμου. Για την Ελλάδα, το Δόγμα Τρούμαν εγκαινίασε τη μαζική και μακροχρόνια αμερικανική βοήθεια που έκρινε την έκβαση του Εμφυλίου, τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη. Ανοιξε, επίσης, τον δρόμο στην έντονη αμερικανική επιρροή στα ελληνικά πράγματα. Επιρροή που διαμόρφωσε στη συνέχεια, διαμέσου του Σχεδίου Μάρσαλ και της ένταξης της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, το υπόδειγμα εθνικής ασφάλειας, οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής οργάνωσης, που συνέδεσε οργανικά τη μεταπολεμική Ελλάδα με τον δυτικό κόσμο.
* Η κ. Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Οι αντιδράσεις της Σοβιετικής Ενωσης
Του Θαναση Δ. Σφηκα*
Κατά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι βασικοί στόχοι της σοβιετικής διπλωματίας ήταν η διατήρηση της συμμαχικής ενότητας, ο περιορισμός της γερμανικής ισχύος, η δημιουργία ζώνης επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη, και η μεταπολεμική ανασυγκρότηση της σοβιετικής οικονομίας. Η συνεργασία με τη Βρετανία και τις ΗΠΑ θα απέτρεπε την επανάκαμψη της Γερμανίας και θα βοηθούσε στην ανοικοδόμηση της ΕΣΣΔ.
Ως το καλοκαίρι του 1947 η κάθε πλευρά επιθυμούσε τη συνεργασία με τους δικούς της όρους. Ο Τρούμαν πίστευε ότι στις διαπραγματεύσεις με τους Σοβιετικούς «δεν μπορούμε, βεβαίως, να αναμένουμε ότι θα εξασφαλίσουμε το 100% αυτών που επιθυμούμε, αλλά στα σημαντικά ζητήματα [...] πρέπει να εξασφαλίσουμε το 85%». Ο Στάλιν, από πλευράς του, θεωρούσε ότι «με εταίρους σαν τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, δεν μπορούμε να πετύχουμε κάτι ουσιώδες, ενδίδοντας σε εκφοβισμούς ή επιδεικνύοντας αβεβαιότητα. Για να εξασφαλίσουμε κάτι από αυτούς τους συμμάχους πρέπει να οπλιστούμε με επιμονή και σταθερότητα».
Παρά την επιδείνωση των διεθνών σχέσεων από τα τέλη του 1945, για τους επόμενους δεκαοκτώ μήνες η Μόσχα επέμενε στην προοπτική συνύπαρξης και συνεργασίας με τη Δύση: από το 1945 ώς το 1948 ο Κόκκινος Στρατός μειώθηκε στο 25% του δυναμικού του, ενώ για το οικονομικό έτος 1946-47 οι σοβιετικές στρατιωτικές δαπάνες μειώθηκαν στο 50% της πολεμικής περιόδου.
Συνομιλώντας με Δυτικό δημοσιογράφο τον Οκτώβριο του 1946 ο Στάλιν αρνήθηκε ότι υπήρχε ένταση στις διμερείς σχέσεις και επανέλαβε ότι επιθυμούσε τη λήψη αμερικανικού δανείου για την ανοικοδόμηση της ΕΣΣΔ. Δύο μήνες αργότερα, σε ερώτημα του Ελιοτ Ρούζβελτ, γιου του Φραγκλίνου, για τη δυνατότητα ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των δύο χωρών, απάντησε ότι αυτό ήταν «συνετό» και «απολύτως πραγματοποιήσιμο»: «Στα πιο τεταμένα χρόνια στην περίοδο του πολέμου οι διαφορές στη μορφή διοίκησης δεν εμπόδισαν τις δύο χώρες μας να ενωθούν και να νικήσουν τους εχθρούς μας. Ακόμα σε μεγαλύτερο βαθμό είναι δυνατή η διατήρηση αυτών των σχέσεων την ειρηνική εποχή».
Εξίσου θετική ήταν η απάντησή του στο ερώτημα αν θα έπρεπε να υπάρξει διμερής οικονομική συμφωνία για την ανταλλαγή βιομηχανικών προϊόντων και πρώτων υλών, εφόσον, κατά τον Σοβιετικό ηγέτη, «η διεύρυνση του διεθνούς εμπορίου θα ευνοούσε [...] την ανάπτυξη καλών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες μας». Ο Στάλιν διέγνωσε βελτίωση στις σχέσεις μεταξύ των δύο λαών και «παρεξηγήσεις» στις σχέσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, η σημασία των οποίων όμως δεν θα έπρεπε να διογκώνεται: «Eγώ δεν βλέπω εδώ τίποτα το τρομερό με την έννοια της διατάραξης της ειρήνης ή της στρατιωτικής σύγκρουσης. [...Δ]εν υπάρχει κανένας ευνόητος σκοπός που να δικαιολογούσε ένα νέο πόλεμο».
Την άνοιξη του 1947 φαινόταν ότι ο Στάλιν αμφέβαλλε για την επιθυμία της Δύσης να έλθει σε συνεννόηση με την ΕΣΣΔ, ωστόσο δεν απέκλειε την επίτευξή της· γι' αυτό η αντίδρασή του στο Δόγμα Τρούμαν υπήρξε υποτονική και μετρημένη.
Συγκρινόμενη με την ομιλία του Τσώρτσιλ στο Φούλτον ένα χρόνο νωρίτερα, η ομιλία του Τρούμαν τον Μάρτιο του 1947 δυνητικά συνιστούσε μεγαλύτερη απειλή για την ΕΣΣΔ. Με την ιδιότητα του αρχηγού της βρετανικής αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο Φούλτον ο Τσώρτσιλ προσπάθησε να επανακάμψει στο προσκήνιο της διεθνούς πολιτικής· τώρα ο Τρούμαν, ηγέτης της ισχυρότερης χώρας στον κόσμο, υποσχόταν αμερικανική βοήθεια σε ένα κράτος όπου οι κομμουνιστές είχαν εξεγερθεί, και σε ένα άλλο που βρισκόταν σε διπλωματική αντιδικία με τη Μόσχα για τον έλεγχο των Δαρδανελλίων. Η σοβιετική αντίδραση, όπως καταγράφηκε στον σοβιετικό Τύπο, ήταν μια αναφορά του πρακτορείου Τας στην «Πράβδα» στις 14 Μαρτίου, η οποία επικεντρωνόταν στην υπόσχεση βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία και όχι στις γενικότερες παραδοχές της ομιλίας του Αμερικανού προέδρου. Την επομένη, η ίδια εφημερίδα κατηγόρησε τον Τρούμαν ότι χρησιμοποιούσε την υπέρ ελευθερίας ρητορική για να συγκαλύψει τον αμερικανικό επεκτατισμό. Μια εβδομάδα αργότερα η εφημερίδα «Νέοι Καιροί» της Μόσχας υποστήριζε ότι ο Τρούμαν είχε εξαγγείλει μια εξωτερική πολιτική βασισμένη στην ισχύ και τη βία, ωστόσο «περισσότερο διορατικά και προσεκτικά στοιχεία» στις ΗΠΑ διαφωνούσαν. Στις 19 Απριλίου ο Σοβιετικός πρόξενος στη Νέα Υόρκη, Γιάκοβ Λομάκιν ανέφερε ότι σε πολλούς Αμερικανούς η ομιλία του Τρούμαν είχε προκαλέσει «κύμα δυσαρέσκειας» και φόβο για ενδεχόμενη σύγκρουση με τη Μόσχα. Τέτοιες αναλύσεις συντηρούσαν τη σοβιετική θέση ότι η συνεργασία παρέμενε εφικτή και ότι ο νέος προσανατολισμός της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δεν φαινόταν μόνιμος ή καθοριστικός για το μέλλον των διμερών σχέσεων.
Δυνατή η συνεργασία
Ο ίδιος ο Στάλιν φαίνεται να αγνόησε ή τουλάχιστον να μην ανησύχησε από την ομιλία του Τρούμαν. Ο λόγος ήταν ότι δύο μέρες νωρίτερα, στις 10 Μαρτίου, είχαν αρχίσει στη Μόσχα οι εργασίες της συνόδου του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών (ΣΥΕ) των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της ΕΣΣΔ, η οποία διήρκεσε ώς τις 25 Απριλίου, με κύριο αντικείμενο τις συνθήκες ειρήνης με τη Γερμανία και την Αυστρία.
Ενώ διαρκούσε η σύνοδος, σε συζήτηση με στέλεχος των Ρεπουμπλικανών ο Στάλιν επέμεινε ότι παρά τα διαφορετικά συστήματά τους, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ μπορούσαν να συνεργαστούν με γνώμονα την επιθυμία για συνεργασία. Η φύση των συστημάτων δεν είχε σημασία, καθώς οι ΗΠΑ και η Γερμανία, αν και είχαν «όμοια» συστήματα πολέμησαν μεταξύ τους, ενώ οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ, αν και είχαν διαφορετικά συστήματα, όχι μόνο δεν συγκρούστηκαν, αλλά συνεργάστηκαν εναντίον της Γερμανίας. Για τον Στάλιν, οι παρούσες δυσκολίες εντοπίζονταν στην «περιοχή των επιθυμιών και όχι των δυνατοτήτων για συνεργασία».
Στον ίδιο τον Τζωρτζ Μάρσαλ στις 15 Απριλίου ο Σοβιετικός ηγέτης επανέλαβε την επιθυμία του για συνεργασία, την καχυποψία του έναντι της Γερμανίας, αλλά και την ελπίδα του για μια υπομονετική διαπραγμάτευση: «συμβιβασμοί», καθησύχασε τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, «ήταν εφικτοί για όλα τα μεγάλα ζητήματα. [...] Ισως καταλήξουμε σε συμφωνία την επόμενη φορά, κι αν όχι τότε, τη μεθεπόμενη».
Υποτιμώντας την ταχύτητα εξάντλησης της αμερικανικής υπομονής, ώς το καλοκαίρι του 1947 ο Στάλιν εκτιμούσε ότι η συνεργασία με τη Δύση ήταν επιθυμητή και εφικτή. Η στάση του άλλαξε μετά την εξαγγελία του Σχεδίου Μάρσαλ τον Ιούνιο. Η υπό προαποφασισμένους και αδιαπραγμάτευτους όρους παροχή αμερικανικής οικονομικής βοήθειας στην Ευρώπη αποτέλεσε το κομβικό σημείο για τη σοβιετική εξωτερική πολιτική: ο Στάλιν συσχέτισε το Σχέδιο Μάρσαλ με το Δόγμα Τρούμαν ως συστατικά του ιδίου εγχειρήματος για τη δημιουργία αντισοβιετικού συνασπισμού, την προβολή της αμερικανικής ισχύος στην περιφέρεια της ΕΣΣΔ, και τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο των ευρωπαϊκών χωρών.
Η ελληνική Αριστερά από τον πολιτικό αγώνα στην ένοπλη δράση
Στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1946 ώς τον Φεβρουάριο του 1947 το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ζητούσαν τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης για την αποκατάσταση της δημοκρατικής τάξης και τη διενέργεια εκλογών. Οι θέσεις αυτές τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής του ΟΗΕ που έφτασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1947, ενώ ο Νίκος Ζαχαριάδης διευκρίνιζε ότι εκλογές θα διενεργούσε κυβέρνηση που θα συμπεριλάμβανε τα κεντρώα κόμματα και το ΕΑΜ. Διαπιστώνοντας «ορισμένη σύμπτωση» μεταξύ των απόψεων της Αριστεράς και του Κόμματος Φιλελευθέρων υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, την 1η Μαρτίου 1947 ο ηγέτης του ΚΚΕ έγραψε στον «Ριζοσπάστη» ότι με προϋπόθεση τη σύναψη συμφωνίας για την αποκατάσταση της τάξης και τη διενέργεια εκλογών, το ΚΚΕ ήταν πρόθυμο «ν' αναθέσει την ηγεσία [...] για τη λύση του πολιτικού μας ζητήματος» στον Σοφούλη.
Εξι εβδομάδες αργότερα, σε υπόμνημά του προς τον Στάλιν, ο Ζαχαριάδης ανέφερε ότι το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ είχε αποφασίσει «στα μέσα Φεβρουαρίου» να μεταφέρει το κέντρο βάρους της προσπάθειας από τον πολιτικό αγώνα στην ένοπλη δράση. Η απόφαση αυτή καταγράφεται μόνον εκ των υστέρων και ίσως ελήφθη αργότερα, στο διάστημα μεταξύ της εξαγγελίας του Δόγματος Τρούμαν στις 12 Μαρτίου και της αναχώρησης του Ζαχαριάδη από την Αθήνα στις πρώτες ημέρες του Απριλίου. Ως τα μέσα Μαρτίου ο δημόσιος λόγος του ΚΚΕ εστίαζε στην αναζήτηση πολιτικής λύσης με τη μεσολάβηση είτε του Σοφούλη είτε του ΟΗΕ. Κυρίως όμως, μια τέτοια μείζονος σημασίας απόφαση θα ήταν δύσκολο να ληφθεί σε μια περίοδο (μέσα Φεβρουαρίου) κατά την οποία από τα μέλη του Π.Γ. ο Ζαχαριάδης βρισκόταν στην Αθήνα, ο Γιάννης Ιωαννίδης και ο Πέτρος Ρούσος (αναπληρωματικό μέλος) στο Βελιγράδι, ο Βασίλης Μπαρτζιώτας στη Θεσσαλονίκη, ενώ για τον Γιώργο Σιάντο ο Ζαχαριάδης έτρεφε υποψίες. Αντίθετα, όταν στις 17 Απριλίου ο Ζαχαριάδης και ο Ιωαννίδης έστειλαν στον αρχιστράτηγο του ΔΣΕ Μάρκο Βαφειάδη οδηγίες για την κλιμάκωση της ένοπλης δράσης, ο Ζαχαριάδης βρισκόταν ήδη για δέκα περίπου ημέρες στο Βελιγράδι· είχαν όμως εν τω μεταξύ μεσολαβήσει η διαπίστωση της χειραγώγησης των εργασιών της Επιτροπής του ΟΗΕ από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, η οποία απομάκρυνε την προοπτική συμβιβασμού, και η ομιλία του Τρούμαν στις 12 Μαρτίου.
Η σύμπτωση των δύο αυτών εξελίξεων μάλλον οδήγησε στον αναπροσανατολισμό της κομμουνιστικής τακτικής. Στις 14 Μαρτίου ο Ζαχαριάδης ανήγγειλε ότι το ΚΚΕ θα εξακολουθούσε να μάχεται και επανέλαβε τη θέση του για ελληνική ουδετερότητα υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Λίγο αργότερα, αποφάσεις του Γραφείου Περιοχής Μακεδονίας-Θράκης προειδοποιούσαν ότι «η βορειοαμερικανική εισβολή» ανάγκαζε το ΚΚΕ να προσαρμόσει στις νέες συνθήκες την πολιτική «ειρήνης» και «συμφιλίωσης», «πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να την επιβάλουμε».
* Ο κ. Θανάσης Δ. Σφήκας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς και Ελληνικής Ιστορίας του 20ού αιώνα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Έθεσε το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, με στόχο την ανάσχεση του κομμουνισμού 64 χρόνια πριν
Επιμέλεια: Στεφανος Xελιδονης
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Η έναρξη του Εμφυλίου μετέτρεψε την Ελλάδα στο πρώτο πεδίο ένοπλης αντιπαράθεσης του Ψυχρού Πολέμου. Πιθανή κατάρρευση του κυβερνητικού στρατοπέδου, σύμφωνα με τις δυτικές δυνάμεις, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «ντόμινο», αφού η Τουρκία, γεωγραφικά απομονωμένη, θα περιερχόταν και αυτή στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, ενώ θα ενισχύονταν τα ισχυρότατα κομμουνιστικά κόμματα της Ιταλίας και της Γαλλίας, με απρόβλεπτα αποτελέσματα για τη Δυτική Ευρώπη.
Ακόμη, μία τέτοια εξέλιξη θα προσέφερε στους Σοβιετικούς πρόσβαση στη Μεσόγειο και θα τους έφερνε πιο κοντά στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Οταν οι Βρετανοί, σε δυσχερή οικονομική κατάσταση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενημέρωσαν αιφνιδιαστικά στα τέλη Φεβρουαρίου του 1947 μία Ουάσιγκτον απρόθυμη να εμπλακεί και σε τούτη την περιοχή της υφηλίου ότι αδυνατούσαν να συνεχίσουν τη βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία από την 31η Μαρτίου, εξανάγκασαν την αμερικανική κυβέρνηση να παρέμβει. Eπειτα από έντονες διαβουλεύσεις, ο Χάρυ Τρούμαν παρουσιάστηκε στο Κογκρέσο στις 12 Μαρτίου 1947, ζητώντας να παράσχουν οι ΗΠΑ τη σχετική βοήθεια προς τις δύο χώρες. Η ομιλία του Αμερικανού προέδρου έκτοτε περιγράφηκε ως εξαγγελία ενός «Δόγματος Τρούμαν». Με το Δόγμα Τρούμαν, δόθηκε σημαντική οικονομική και στρατιωτική αρωγή στην ελληνική κυβέρνηση, που την βοήθησε να νικήσει στον Εμφύλιο. Παράλληλα, το Δόγμα Τρούμαν αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την εφαρμογή από τις ΗΠΑ, και κατά τα επόμενα χρόνια, μιας πολιτικής «ανάσχεσης» της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η Μόσχα θα απαντούσε αργότερα.
Από τον απομονωτισμό στη διεθνή ηγεμονία
Της Κωνσταντινας Ε. Μποτσιου*
Στις 12 Μαρτίου 1947 ο Χάρυ Τρούμαν εξεφώνησε ενώπιον των δύο σωμάτων του αμερικανικού Κογκρέσου τη βαρυσήμαντη ομιλία που καθιερώθηκε ως «Δόγμα Τρούμαν».
Η σύντομη εισήγηση του Αμερικανού προέδρου (έκτασης περίπου 2.200 λέξεων) επέφερε δύο βαθιές αλλαγές τόσο στην αμερικανική όσο και στη διεθνή πολιτική. Πρώτον, έστρεψε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ από το δόγμα του απομονωτισμού στην ανάληψη ηγετικού ρόλου στο διεθνές σύστημα. Δεύτερον, αντικατέστησε το πνεύμα συνεργασίας και κατευνασμού, που επεδείκνυε έως τότε η Ουάσιγκτον προς τη Μόσχα, με μία στρατηγική αντίστασης απέναντι στις σοβιετικές απαιτήσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα, το Δόγμα Τρούμαν έθεσε το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, με ακρογωνιαίο λίθο την ανάσχεση (containment) της Σοβιετικής Ενωσης από τις ΗΠΑ. Η νέα πολιτική κλιμακώθηκε επί της Προεδρίας Τρούμαν με το μνημειώδες Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Ανασυγκρότησης -το Σχέδιο Μάρσαλ (1948)-, την ίδρυση του ΝΑΤΟ (1949) και άλλων περιφερειακών αμυντικών συμμαχιών, τέλος δε, τη συμμαχική αποστολή του ΟΗΕ στον πόλεμο της Κορέας (1950). Στη δεκαετία του 1960, η «αναθεωρητική» ιστοριογραφία της Νέας Αριστεράς (New Left) απέδωσε την αμερικανική «μεταμόρφωση» στην προδιάθεση του «απλοϊκότερου» Τρούμαν να προκαλέσει τον Ψυχρό Πόλεμο, σε αντιδιαστολή με τον διαλλακτικότερο και «πολιτικότερο» προκάτοχό του που επιζητούσε την αμερικανο-σοβιετική σύμπνοια.
Η νεώτερη αρχειακή έρευνα έχει καταρρίψει αυτή την οπτική, αποδεικνύοντας την αργόσυρτη και βασανιστική μεταλλαγή της αμερικανικής πολιτικής κατά την πρώτη διετία της Προεδρίας Τρούμαν (1945-1947). Εκτός από τη συναίσθηση της απειρίας του στην εξωτερική πολιτική, ο Τρούμαν συμμεριζόταν την υποχωρητική στάση που τηρούσε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ απέναντι στις ακόρεστες εδαφικές διεκδικήσεις του Στάλιν, προκειμένου να εξασφαλίσει τη σύμπραξή του όχι μόνον στον τερματισμό του πολέμου, αλλά και στη στερέωση της ειρήνης με πυρήνα τον ΟΗΕ. Κατανοούσε, επίσης, το σκεπτικό του Ρούζβελτ ότι, χωρίς τη σοβιετική συμμετοχή στο σύστημα που είχε οραματιστεί, δύσκολα θα έπειθε το Κογκρέσο να επωμιστούν μόνες οι ΗΠΑ την ευθύνη των παγκόσμιων υποθέσεων. Η τραυματική εμπειρία από τη μη κύρωση της Συνθήκης Ειρήνης του 1919 βάραινε έντονα στους σχεδιασμούς του Λευκού Οίκου.
Σαφή όρια στην ΕΣΣΔ
Ο Τρούμαν βασίστηκε αρχικά στους συμβούλους του Ρούζβελτ, σεβάστηκε τις σοβιετικές θέσεις στη Διάσκεψη Ειρήνης (1946-1947), έδειξε ανοχή στην επιβολή του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και κράτησε αποστάσεις από τη Βρετανία, όπου ενισχυόταν η αντίληψη του Ουίνστον Τσώρτσιλ και του νέου υπουργού Εξωτερικών Ερνεστ Μπέβιν, ότι ο σοβιετικός επεκτατισμός θα αναχαιτιζόταν μόνο εάν συναντούσε σθεναρή αμερικανική αντίδραση. Η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής δεν έλαβε χαρακτηριστικά ανατροπής, αλλά μιας καλά προετοιμασμένης αναθεώρησης, που πυροδότησε η αυξανόμενη σοβιετική πίεση σε αδύναμες ζώνες της ευρωπαϊκής περιφέρειας το 1946: στο Ιράν, στην Τουρκία και στην Ελλάδα, όπου μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος.
Οι κρίσεις στο λεγόμενο Βόρειο Διάζωμα (Northern Tier) ώθησαν την αμερικανική ηγεσία να θέσει για πρώτη φορά αυστηρά όρια στις κινήσεις και τις διεκδικήσεις της Σοβιετικής Ενωσης. Την ώρα των αποφάσεων επιτάχυνε η υπαναχώρηση της οικονομικά καταρρέουσας Βρετανίας από την περιοχή. Καταλύτης υπήρξε το υπόμνημα που υπέβαλε στην Ουάσιγκτον στις 21 Φεβρουαρίου 1947 η κυβέρνηση Ατλη, ανακοινώνοντας ότι η βρετανική βοήθεια προς την Ελλάδα θα τερματιζόταν στις 31 Μαρτίου 1947.
Η κυβέρνηση Τρούμαν γνώριζε την εκρηκτική κατάσταση που δημιουργούσαν στην Ελλάδα ο Εμφύλιος και η οικονομική διάλυση - είναι αποκαλυπτικές, μεταξύ άλλων, οι δημοσιευμένες εκθέσεις του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα Λίνκολν Μακβή. Απέδιδε ευθύνες όχι μόνο στους κομμουνιστές αντάρτες και τους Βαλκάνιους συμμάχους τους, αλλά επίσης στην ανεπάρκεια και τη διαφθορά των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, που συντηρούσαν τον φαύλο κύκλο της κοινωνικής απελπισίας και της ηττοπάθειας. Τον Ιανουάριο του 1947 έφθασε στην Αθήνα ειδική αποστολή με επικεφαλής τον Αμερικανό οικονομολόγο Πωλ Πόρτερ, προκειμένου να συντάξει λεπτομερή έκθεση για το ελληνικό πρόβλημα. Υπό βρετανική και αμερικανική πίεση σχηματίστηκε παράλληλα, στις 24 Ιανουαρίου 1947, συμμαχική κυβέρνηση στην Αθήνα (η επονομαζόμενη «επτακέφαλος») με εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό τον πρώην διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Δημήτριο Μάξιμο. Προτού συνταχθεί η Εκθεση Πόρτερ, η Ουάσιγκτον ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να της απευθύνει επίσημο αίτημα οικονομικής βοήθειας ως επακόλουθο της βρετανικής αποχώρησης.
Οι θεμελιώδεις αρχές της νέας στρατηγικής των ΗΠΑ
Για την κυβέρνηση Τρούμαν, το κλειδί ήταν να κερδηθεί η συγκατάθεση του Κογκρέσου. Ενός Κογκρέσου με πλειοψηφία Ρεπουμπλικανών και στα δύο σώματα μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 1946 και με εύρωστα ρεύματα απομονωτιστών. Οι αρχιτέκτονες της πολιτικής που θα παρουσίαζε ο πρόεδρος Τρούμαν επιζήτησαν να συνδέσουν τα νέα δεδομένα με ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα ικανό να πείσει τη νομοθετική εξουσία, και μαζί την κοινή γνώμη, ότι το εθνικό συμφέρον υπαγόρευε στις ΗΠΑ να αναλάβουν ηγετικό διεθνή ρόλο με μεγάλο χρονικό ορίζοντα.
Τυπικά, με την ομιλία του της 12ης Μαρτίου 1947, ο Χάρυ Τρούμαν ζήτησε από το Κογκρέσο να εγκρίνει ένα ετήσιο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία, συνολικού ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων, προκειμένου οι δύο χώρες να διατηρήσουν την ελευθερία και την εθνική τους ακεραιότητα. H παροχή βοήθειας δεν αποτελούσε τομή για την αμερικανική πολιτική, που διηύθυνε ήδη τεράστια προγράμματα οικονομικής αρωγής στην Ευρώπη (π.χ. UNRRA).
Τομή αποτελούσαν οι αρχές που συνέθεταν το «δόγμα» του προέδρου. Τρεις ήταν θεμελιώδεις. Πρώτον, ότι οι ΗΠΑ είχαν ηθική ευθύνη να υποστηρίζουν λαούς που αντιστέκονταν σε απόπειρες επιβολής ένοπλων μειονοτήτων ή εξωτερικών πιέσεων. Τα προβλήματα ήταν τόσο επείγοντα ώστε υπερέβαιναν τις δυνατότητες του ΟΗΕ. Ο παγκόσμιος οργανισμός περνούσε, έτσι, για πρώτη φορά σε δεύτερη μοίρα ως κέντρο επίλυσης συγκρούσεων. Μαζί του και η δέσμευση των ΗΠΑ για συναίνεση με τη Σοβιετική Ενωση. Δεύτερον, οι ΗΠΑ είχαν ιστορική ευθύνη απέναντι σε κάθε έθνος που καλούνταν να διαλέξει ανάμεσα σε δύο εναλλακτικούς τρόπους ζωής: ο ένας βασιζόταν «στη δημοκρατία και την ελευθερία...». Ο άλλος «στην επιβολή της θέλησης των λίγων στους πολλούς, στην τρομοκρατία και την καταπίεση...». Τρίτον, η αμερικανική πολιτική επηρέαζε το παγκόσμιο σύστημα. Αν αποτύγχανε, «θα κινδύνευαν και η Ανατολή και η Δύση». Μολονότι αφορούσε την Ελλάδα και την Τουρκία, το Δόγμα Τρούμαν συνεπαγόταν για τις ΗΠΑ υποχρεώσεις με πλανητική διάσταση.
Στην ομιλία δεν αναφερόταν ονομαστικά ως απειλή η Σοβιετική Ενωση, αλλά, γενικά, ο επεκτατικός κομμουνισμός. Ετσι κυριαρχούσε το θετικό μήνυμα για την προάσπιση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, αφήνοντας περιθώρια συνεννόησης με τον Στάλιν. Τα περιθώρια εξαντλήθηκαν αργότερα, όταν η Μόσχα «απάντησε» στο Σχέδιο Μάρσαλ με το πραξικόπημα στην Τσεχοσλοβακία και τον αποκλεισμό του Βερολίνου (1948).
Το νομοσχέδιο για την παροχή βοήθειας στην Ελλάδα και την Τουρκία κέρδισε άνετη πλειοψηφία στο Κογκρέσο, όπου διαμορφωνόταν ήδη υπερκομματική συναίνεση με πρωτεργάτη τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, γερουσιαστή Αρθουρ Βάντενμπεργκ. Στις 22 Απριλίου 1947 κυρώθηκε στη Γερουσία με 67 ψήφους έναντι 23, στις 9 Μαΐου 1947 στη Βουλή των Αντιπροσώπων με 287 ψήφους έναντι 107. Τη διαχείριση του προγράμματος βοήθειας για την Ελλάδα ανέλαβε πολυμελής αποστολή, η AMAG (American Mission for Aid to Greece), αποτελούμενη από μία οικονομική και μία στρατιωτική επιτροπή. Επικεφαλής τέθηκε ο πρώην κυβερνήτης της Νεμπράσκα, Ντουάιτ Γκρίζγουολντ, πλαισιωμένος από δεκάδες τεχνοκράτες, οικονομολόγους και συμβούλους διοίκησης, όπως προβλεπόταν στο Δόγμα Τρούμαν. Είχαν ευθύνη να ελέγχουν τη διάθεση της βοήθειας διαμέσου της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και να καθορίζουν τη ροή των πόρων με κριτήριο την αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής. Η αμερικανική βοήθεια άρχισε να εισρέει στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1947, κατ’ αρχάς με ορίζοντα ενός έτους. Λίγο αργότερα απορροφήθηκε από το πολυετές Σχέδιο Μάρσαλ (1948-1952).
Για την Ουάσιγκτον το ελληνικό ζήτημα έγινε η πρώτη δοκιμή (testing ground) του Ψυχρού Πολέμου. Για την Ελλάδα, το Δόγμα Τρούμαν εγκαινίασε τη μαζική και μακροχρόνια αμερικανική βοήθεια που έκρινε την έκβαση του Εμφυλίου, τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη. Ανοιξε, επίσης, τον δρόμο στην έντονη αμερικανική επιρροή στα ελληνικά πράγματα. Επιρροή που διαμόρφωσε στη συνέχεια, διαμέσου του Σχεδίου Μάρσαλ και της ένταξης της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, το υπόδειγμα εθνικής ασφάλειας, οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής οργάνωσης, που συνέδεσε οργανικά τη μεταπολεμική Ελλάδα με τον δυτικό κόσμο.
* Η κ. Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Οι αντιδράσεις της Σοβιετικής Ενωσης
Του Θαναση Δ. Σφηκα*
Κατά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι βασικοί στόχοι της σοβιετικής διπλωματίας ήταν η διατήρηση της συμμαχικής ενότητας, ο περιορισμός της γερμανικής ισχύος, η δημιουργία ζώνης επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη, και η μεταπολεμική ανασυγκρότηση της σοβιετικής οικονομίας. Η συνεργασία με τη Βρετανία και τις ΗΠΑ θα απέτρεπε την επανάκαμψη της Γερμανίας και θα βοηθούσε στην ανοικοδόμηση της ΕΣΣΔ.
Ως το καλοκαίρι του 1947 η κάθε πλευρά επιθυμούσε τη συνεργασία με τους δικούς της όρους. Ο Τρούμαν πίστευε ότι στις διαπραγματεύσεις με τους Σοβιετικούς «δεν μπορούμε, βεβαίως, να αναμένουμε ότι θα εξασφαλίσουμε το 100% αυτών που επιθυμούμε, αλλά στα σημαντικά ζητήματα [...] πρέπει να εξασφαλίσουμε το 85%». Ο Στάλιν, από πλευράς του, θεωρούσε ότι «με εταίρους σαν τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, δεν μπορούμε να πετύχουμε κάτι ουσιώδες, ενδίδοντας σε εκφοβισμούς ή επιδεικνύοντας αβεβαιότητα. Για να εξασφαλίσουμε κάτι από αυτούς τους συμμάχους πρέπει να οπλιστούμε με επιμονή και σταθερότητα».
Παρά την επιδείνωση των διεθνών σχέσεων από τα τέλη του 1945, για τους επόμενους δεκαοκτώ μήνες η Μόσχα επέμενε στην προοπτική συνύπαρξης και συνεργασίας με τη Δύση: από το 1945 ώς το 1948 ο Κόκκινος Στρατός μειώθηκε στο 25% του δυναμικού του, ενώ για το οικονομικό έτος 1946-47 οι σοβιετικές στρατιωτικές δαπάνες μειώθηκαν στο 50% της πολεμικής περιόδου.
Συνομιλώντας με Δυτικό δημοσιογράφο τον Οκτώβριο του 1946 ο Στάλιν αρνήθηκε ότι υπήρχε ένταση στις διμερείς σχέσεις και επανέλαβε ότι επιθυμούσε τη λήψη αμερικανικού δανείου για την ανοικοδόμηση της ΕΣΣΔ. Δύο μήνες αργότερα, σε ερώτημα του Ελιοτ Ρούζβελτ, γιου του Φραγκλίνου, για τη δυνατότητα ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των δύο χωρών, απάντησε ότι αυτό ήταν «συνετό» και «απολύτως πραγματοποιήσιμο»: «Στα πιο τεταμένα χρόνια στην περίοδο του πολέμου οι διαφορές στη μορφή διοίκησης δεν εμπόδισαν τις δύο χώρες μας να ενωθούν και να νικήσουν τους εχθρούς μας. Ακόμα σε μεγαλύτερο βαθμό είναι δυνατή η διατήρηση αυτών των σχέσεων την ειρηνική εποχή».
Εξίσου θετική ήταν η απάντησή του στο ερώτημα αν θα έπρεπε να υπάρξει διμερής οικονομική συμφωνία για την ανταλλαγή βιομηχανικών προϊόντων και πρώτων υλών, εφόσον, κατά τον Σοβιετικό ηγέτη, «η διεύρυνση του διεθνούς εμπορίου θα ευνοούσε [...] την ανάπτυξη καλών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες μας». Ο Στάλιν διέγνωσε βελτίωση στις σχέσεις μεταξύ των δύο λαών και «παρεξηγήσεις» στις σχέσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, η σημασία των οποίων όμως δεν θα έπρεπε να διογκώνεται: «Eγώ δεν βλέπω εδώ τίποτα το τρομερό με την έννοια της διατάραξης της ειρήνης ή της στρατιωτικής σύγκρουσης. [...Δ]εν υπάρχει κανένας ευνόητος σκοπός που να δικαιολογούσε ένα νέο πόλεμο».
Την άνοιξη του 1947 φαινόταν ότι ο Στάλιν αμφέβαλλε για την επιθυμία της Δύσης να έλθει σε συνεννόηση με την ΕΣΣΔ, ωστόσο δεν απέκλειε την επίτευξή της· γι' αυτό η αντίδρασή του στο Δόγμα Τρούμαν υπήρξε υποτονική και μετρημένη.
Συγκρινόμενη με την ομιλία του Τσώρτσιλ στο Φούλτον ένα χρόνο νωρίτερα, η ομιλία του Τρούμαν τον Μάρτιο του 1947 δυνητικά συνιστούσε μεγαλύτερη απειλή για την ΕΣΣΔ. Με την ιδιότητα του αρχηγού της βρετανικής αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο Φούλτον ο Τσώρτσιλ προσπάθησε να επανακάμψει στο προσκήνιο της διεθνούς πολιτικής· τώρα ο Τρούμαν, ηγέτης της ισχυρότερης χώρας στον κόσμο, υποσχόταν αμερικανική βοήθεια σε ένα κράτος όπου οι κομμουνιστές είχαν εξεγερθεί, και σε ένα άλλο που βρισκόταν σε διπλωματική αντιδικία με τη Μόσχα για τον έλεγχο των Δαρδανελλίων. Η σοβιετική αντίδραση, όπως καταγράφηκε στον σοβιετικό Τύπο, ήταν μια αναφορά του πρακτορείου Τας στην «Πράβδα» στις 14 Μαρτίου, η οποία επικεντρωνόταν στην υπόσχεση βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία και όχι στις γενικότερες παραδοχές της ομιλίας του Αμερικανού προέδρου. Την επομένη, η ίδια εφημερίδα κατηγόρησε τον Τρούμαν ότι χρησιμοποιούσε την υπέρ ελευθερίας ρητορική για να συγκαλύψει τον αμερικανικό επεκτατισμό. Μια εβδομάδα αργότερα η εφημερίδα «Νέοι Καιροί» της Μόσχας υποστήριζε ότι ο Τρούμαν είχε εξαγγείλει μια εξωτερική πολιτική βασισμένη στην ισχύ και τη βία, ωστόσο «περισσότερο διορατικά και προσεκτικά στοιχεία» στις ΗΠΑ διαφωνούσαν. Στις 19 Απριλίου ο Σοβιετικός πρόξενος στη Νέα Υόρκη, Γιάκοβ Λομάκιν ανέφερε ότι σε πολλούς Αμερικανούς η ομιλία του Τρούμαν είχε προκαλέσει «κύμα δυσαρέσκειας» και φόβο για ενδεχόμενη σύγκρουση με τη Μόσχα. Τέτοιες αναλύσεις συντηρούσαν τη σοβιετική θέση ότι η συνεργασία παρέμενε εφικτή και ότι ο νέος προσανατολισμός της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δεν φαινόταν μόνιμος ή καθοριστικός για το μέλλον των διμερών σχέσεων.
Δυνατή η συνεργασία
Ο ίδιος ο Στάλιν φαίνεται να αγνόησε ή τουλάχιστον να μην ανησύχησε από την ομιλία του Τρούμαν. Ο λόγος ήταν ότι δύο μέρες νωρίτερα, στις 10 Μαρτίου, είχαν αρχίσει στη Μόσχα οι εργασίες της συνόδου του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών (ΣΥΕ) των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της ΕΣΣΔ, η οποία διήρκεσε ώς τις 25 Απριλίου, με κύριο αντικείμενο τις συνθήκες ειρήνης με τη Γερμανία και την Αυστρία.
Ενώ διαρκούσε η σύνοδος, σε συζήτηση με στέλεχος των Ρεπουμπλικανών ο Στάλιν επέμεινε ότι παρά τα διαφορετικά συστήματά τους, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ μπορούσαν να συνεργαστούν με γνώμονα την επιθυμία για συνεργασία. Η φύση των συστημάτων δεν είχε σημασία, καθώς οι ΗΠΑ και η Γερμανία, αν και είχαν «όμοια» συστήματα πολέμησαν μεταξύ τους, ενώ οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ, αν και είχαν διαφορετικά συστήματα, όχι μόνο δεν συγκρούστηκαν, αλλά συνεργάστηκαν εναντίον της Γερμανίας. Για τον Στάλιν, οι παρούσες δυσκολίες εντοπίζονταν στην «περιοχή των επιθυμιών και όχι των δυνατοτήτων για συνεργασία».
Στον ίδιο τον Τζωρτζ Μάρσαλ στις 15 Απριλίου ο Σοβιετικός ηγέτης επανέλαβε την επιθυμία του για συνεργασία, την καχυποψία του έναντι της Γερμανίας, αλλά και την ελπίδα του για μια υπομονετική διαπραγμάτευση: «συμβιβασμοί», καθησύχασε τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, «ήταν εφικτοί για όλα τα μεγάλα ζητήματα. [...] Ισως καταλήξουμε σε συμφωνία την επόμενη φορά, κι αν όχι τότε, τη μεθεπόμενη».
Υποτιμώντας την ταχύτητα εξάντλησης της αμερικανικής υπομονής, ώς το καλοκαίρι του 1947 ο Στάλιν εκτιμούσε ότι η συνεργασία με τη Δύση ήταν επιθυμητή και εφικτή. Η στάση του άλλαξε μετά την εξαγγελία του Σχεδίου Μάρσαλ τον Ιούνιο. Η υπό προαποφασισμένους και αδιαπραγμάτευτους όρους παροχή αμερικανικής οικονομικής βοήθειας στην Ευρώπη αποτέλεσε το κομβικό σημείο για τη σοβιετική εξωτερική πολιτική: ο Στάλιν συσχέτισε το Σχέδιο Μάρσαλ με το Δόγμα Τρούμαν ως συστατικά του ιδίου εγχειρήματος για τη δημιουργία αντισοβιετικού συνασπισμού, την προβολή της αμερικανικής ισχύος στην περιφέρεια της ΕΣΣΔ, και τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο των ευρωπαϊκών χωρών.
Η ελληνική Αριστερά από τον πολιτικό αγώνα στην ένοπλη δράση
Στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1946 ώς τον Φεβρουάριο του 1947 το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ζητούσαν τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης για την αποκατάσταση της δημοκρατικής τάξης και τη διενέργεια εκλογών. Οι θέσεις αυτές τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής του ΟΗΕ που έφτασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1947, ενώ ο Νίκος Ζαχαριάδης διευκρίνιζε ότι εκλογές θα διενεργούσε κυβέρνηση που θα συμπεριλάμβανε τα κεντρώα κόμματα και το ΕΑΜ. Διαπιστώνοντας «ορισμένη σύμπτωση» μεταξύ των απόψεων της Αριστεράς και του Κόμματος Φιλελευθέρων υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, την 1η Μαρτίου 1947 ο ηγέτης του ΚΚΕ έγραψε στον «Ριζοσπάστη» ότι με προϋπόθεση τη σύναψη συμφωνίας για την αποκατάσταση της τάξης και τη διενέργεια εκλογών, το ΚΚΕ ήταν πρόθυμο «ν' αναθέσει την ηγεσία [...] για τη λύση του πολιτικού μας ζητήματος» στον Σοφούλη.
Εξι εβδομάδες αργότερα, σε υπόμνημά του προς τον Στάλιν, ο Ζαχαριάδης ανέφερε ότι το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ είχε αποφασίσει «στα μέσα Φεβρουαρίου» να μεταφέρει το κέντρο βάρους της προσπάθειας από τον πολιτικό αγώνα στην ένοπλη δράση. Η απόφαση αυτή καταγράφεται μόνον εκ των υστέρων και ίσως ελήφθη αργότερα, στο διάστημα μεταξύ της εξαγγελίας του Δόγματος Τρούμαν στις 12 Μαρτίου και της αναχώρησης του Ζαχαριάδη από την Αθήνα στις πρώτες ημέρες του Απριλίου. Ως τα μέσα Μαρτίου ο δημόσιος λόγος του ΚΚΕ εστίαζε στην αναζήτηση πολιτικής λύσης με τη μεσολάβηση είτε του Σοφούλη είτε του ΟΗΕ. Κυρίως όμως, μια τέτοια μείζονος σημασίας απόφαση θα ήταν δύσκολο να ληφθεί σε μια περίοδο (μέσα Φεβρουαρίου) κατά την οποία από τα μέλη του Π.Γ. ο Ζαχαριάδης βρισκόταν στην Αθήνα, ο Γιάννης Ιωαννίδης και ο Πέτρος Ρούσος (αναπληρωματικό μέλος) στο Βελιγράδι, ο Βασίλης Μπαρτζιώτας στη Θεσσαλονίκη, ενώ για τον Γιώργο Σιάντο ο Ζαχαριάδης έτρεφε υποψίες. Αντίθετα, όταν στις 17 Απριλίου ο Ζαχαριάδης και ο Ιωαννίδης έστειλαν στον αρχιστράτηγο του ΔΣΕ Μάρκο Βαφειάδη οδηγίες για την κλιμάκωση της ένοπλης δράσης, ο Ζαχαριάδης βρισκόταν ήδη για δέκα περίπου ημέρες στο Βελιγράδι· είχαν όμως εν τω μεταξύ μεσολαβήσει η διαπίστωση της χειραγώγησης των εργασιών της Επιτροπής του ΟΗΕ από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, η οποία απομάκρυνε την προοπτική συμβιβασμού, και η ομιλία του Τρούμαν στις 12 Μαρτίου.
Η σύμπτωση των δύο αυτών εξελίξεων μάλλον οδήγησε στον αναπροσανατολισμό της κομμουνιστικής τακτικής. Στις 14 Μαρτίου ο Ζαχαριάδης ανήγγειλε ότι το ΚΚΕ θα εξακολουθούσε να μάχεται και επανέλαβε τη θέση του για ελληνική ουδετερότητα υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Λίγο αργότερα, αποφάσεις του Γραφείου Περιοχής Μακεδονίας-Θράκης προειδοποιούσαν ότι «η βορειοαμερικανική εισβολή» ανάγκαζε το ΚΚΕ να προσαρμόσει στις νέες συνθήκες την πολιτική «ειρήνης» και «συμφιλίωσης», «πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να την επιβάλουμε».
* Ο κ. Θανάσης Δ. Σφήκας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς και Ελληνικής Ιστορίας του 20ού αιώνα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.