Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Άρθρο για τις προκλήσεις για την ελληνική αμυντική πολιτική


Οι προκλήσεις για την ελληνική αμυντική πολιτική
ΘΑΝΟΣ Π. ΝΤΟΚΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Αν και δεν θα πρέπει να θεωρείται πιθανή μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική ενέργεια στα ΒΑ σύνορα της χώρας μας, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κλιμάκωσης μιας αεροναυτικής κρίσης στο Αιγαίο.
Μια τέτοια κρίση παραμένει η βασική πηγή ανησυχίας, χωρίς ωστόσο να πρέπει να θεωρείται αναπόφευκτη. Αν η αποτρεπτική ικανότητά μας στη θάλασσα και, κυρίως, στον αέρα παραμείνει αποτελεσματική σε καιρό ειρήνης, πιθανόν να μη χρειαστεί να πολεμήσουμε.
Κεντρικό στόχο της ελληνικής αμυντικής στρατηγικής αποτελούν: η γενική αποτροπή του όποιου αντιπάλου και η καθημερινή αντιμετώπιση προκλήσεων σε αέρα και θάλασσα. Ο στόχος απαιτεί τη συμβολή και των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, όμως η διαχείριση κρίσεων τύπου Ιμίων θέλει πρωτίστως ισχυρή Αεροπορία και Ναυτικό και τη συμβολή δυνάμεων ταχείας αντίδρασης του Στρατού Ξηράς. Επομένως για τα επόμενα χρόνια η κατανομή (των ούτως ή άλλως περιορισμένων) πόρων θα πρέπει να μεταβληθεί ευνοϊκότερα για την Πολεμική Αεροπορία και το Πολεμικό Ναυτικό (λαμβάνοντας υπόψη και τις πρόσθετες ανάγκες που προκύπτουν στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου), χωρίς ωστόσο να επηρεαστεί αρνητικά η μαχητική ικανότητα των χερσαίων δυνάμεων, οι οποίες θα πρέπει να είναι ποσοτικά μικρότερες, αλλά ποιοτικά ισχυρότερες μέσω οργανωτικών αλλαγών και έμφασης στην εκπαίδευση και επιμόρφωση.
Οι εκκαθαρίσεις πιλότων και άλλων έμπειρων στελεχών στη γειτονική χώρα και η άτυπη χρήση ιδεολογικών και όχι αξιοκρατικών κριτηρίων για προαγωγές-τοποθετήσεις είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσουν αρνητικά τη μαχητική ικανότητα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, αν και παράλληλα αυξάνουν τον κίνδυνο ατυχήματος λόγω απειρίας. Την ίδια στιγμή, όμως, η Τουρκία προχωρεί σε σημαντικές αγορές οπλικών συστημάτων που θα αναβαθμίσουν τη στρατιωτική της ικανότητα, με κυριότερη την επικείμενη αγορά πολεμικών αεροσκαφών τελευταίας γενιάς (F-35) και σύγχρονων αντιαεροπορικών συστημάτων (S-400). Επιπλέον, ρίχνει ιδιαίτερο βάρος στην ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας, ενώ επενδύει σε στρατηγικά όπλα, συστήματα συλλογής πληροφοριών και διαχείρισης μάχης, από ένα ευρύ φάσμα αισθητήρων, καθώς και διαστημικών μέσων (δορυφόροι παρακολούθησης κ.λπ.). Πηγή προβληματισμού αποτελούν επίσης:
α. Η επιδείνωση των σχέσεων της Αγκυρας με Ε.Ε., ΝΑΤΟ και ΗΠΑ και η μειωμένη δυνατότητα αυτών για πυροσβεστική παρέμβαση με στόχο την αποτροπή εντάσεων στο Αιγαίο (το να διατηρηθεί η συγκεκριμένη χώρα εντός ή τουλάχιστον πλησίον της δυτικής κοινότητας αποτελεί συμφέρον της χώρας μας).
β. Η συνεχιζόμενη αδυναμία της ελληνικής οικονομίας και αμυντικής βιομηχανίας, καθώς και η περιορισμένη ικανότητα του ελληνικού πολιτικού προσωπικού κατά τη διάρκεια της κρίσης να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και να προχωρήσουν στις επιβεβλημένες αλλαγές στον ευρύτερο τομέα εθνικής ασφαλείας.
Μέχρι την επιχειρησιακή ένταξη των F-35 και των S-400 δεν διαφαίνεται σοβαρός λόγος ανησυχίας για ριζική ανατροπή της ισορροπίας στρατιωτικών δυνάμεων στο Αιγαίο. Υπάρχει, ωστόσο, ανάγκη εκσυγχρονισμού μέρους του ελληνικού στόλου των F-16 και κάλυψη του κενού στα εκπαιδευτικά αεροσκάφη. Τα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας (Ρ-3) είναι χρήσιμα, αν και πληρώνουμε ακριβά την προηγούμενη λανθασμένη απόφαση απόσυρσής τους. Η απόκτηση μεταχειρισμένων ελικοπτέρων από τις ΗΠΑ θα βοηθήσει σημαντικά. Στις ναυτικές δυνάμεις η Ελλάδα απολαμβάνει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα λόγω των υποβρυχίων τύπου 214 (αν και, όπως έγραψε η «Καθημερινή», στερούνται τορπιλών τελευταίου τύπου λόγω υψηλού κόστους), ενώ ο στόλος φρεγατών χρήζει εκσυγχρονισμού (και, κάποια στιγμή, μερικής τουλάχιστον αντικατάστασης), αλλά διατηρείται μια σχετική ισορροπία για τα επόμενα λίγα χρόνια. Παρά το υψηλό ηθικό και το επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού, η μείωση του αριθμού ασκήσεων και ωρών πτήσης, καθώς και οι γενικότερες οικονομικές δυσκολίες ήδη επηρεάζουν την επιχειρησιακή ικανότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Η διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων απέναντι σε έναν αντίπαλο με σχεδόν τριπλάσιες αμυντικές δαπάνες και ισχυρές περιφερειακές φιλοδοξίες (αλλά και πολλά ανοικτά μέτωπα) δεν θα είναι απλή υπόθεση. Μια στρατηγική διαχείρισης των προκλήσεων θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (βλ. και «Λευκή Βίβλος για την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, Αμυνα και Ασφάλεια», ΕΛΙΑΜΕΠ, εκδόσεις Σιδέρη, 2016):
• Διπλωματική προσπάθεια διατήρησης χαμηλών τόνων, άνοιγμα πολλαπλών διαύλων επικοινωνίας με την άλλη πλευρά και προσπάθεια μεταφοράς του ανταγωνισμού από το στρατιωτικό στο διπλωματικό πεδίο. (Οσον αφορά την υψηλής έντασης, ρίσκου και κόστους καθημερινή διαχείριση αεροπορικών επεισοδίων, η κατάσταση μπορεί να μεταβληθεί μόνο μέσω διπλωματικών διεργασιών και πάντως όχι μονομερώς. Χάθηκαν ευκαιρίες στο παρελθόν και δεν διαφαίνεται πιθανότητα αλλαγής στο ορατό μέλλον, αλλά ας κρατήσουμε ανοικτό το ενδεχόμενο.)
• Αμεση έναρξη μιας διαδικασίας αναθεώρησης των αμυντικών δομών της χώρας που θα εξετάσει μια σειρά ζητημάτων (εξελισσόμενο διεθνές περιβάλλον, εκτίμηση απειλής, εκπαίδευση, στρατιωτική θητεία, εξοπλισμοί, αμυντική βιομηχανία, κ.ά.) και θα παρουσιάσει συγκεκριμένες προτάσεις. Αλλιώς κινδυνεύουμε να «πολεμήσουμε ξανά τον προηγούμενο πόλεμο».
• Ενίσχυση ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στο πλαίσιο των σημερινών οικονομικών δυνατοτήτων και ταχύτατη υλοποίηση των απαιτούμενων αλλαγών στη δομή δυνάμεων. Ωστόσο, απαιτείται τεράστια προσπάθεια για να καμφθούν χρόνιες αντιστάσεις, συντεχνιακές αντιλήψεις και αγκυλώσεις ετών.
• Συνέχιση προσπάθειας εξασφάλισης ανταλλαγμάτων και ωφελημάτων από κάθε πιθανή κατεύθυνση. Ωστόσο, υπάρχουν όρια στο πόσο ακριβά μπορούμε να εξαργυρώσουμε τη χρήση της Σούδας, ενώ ουδείς σύμμαχος προσφέρει τεχνολογίες αιχμής δωρεάν.
• Βέλτιστη εκμετάλλευση πλεονεκτημάτων συμμετοχής σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ και αξιοποίηση τυχόν προσπαθειών ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής ικανότητας.
• Βελτίωση του εθνικού μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων, καθώς και στρατηγικού σχεδιασμού.
Μεσο-μακροπρόθεσμα, πάντως, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μπορούν να ομαλοποιηθούν πλήρως μόνο μέσω της διπλωματικής οδού. Μια πολεμική σύγκρουση θα μας εμπλέξει σε φαύλους κύκλους εντάσεων για τα επόμενα 30 χρόνια. Επειδή όμως ατυχήματα συμβαίνουν, οι κακές εκτιμήσεις δεν είναι σπάνιο φαινόμενο και εσωτερικές πολιτικές κρίσεις μπορεί να οδηγήσουν σε εξωτερικές περιπέτειες για λόγους αντιπερισπασμού, ο στόχος θα πρέπει να είναι να κρατήσουμε τους γείτονες μακριά από επικίνδυνες σκέψεις και ενέργειες. Η επιδίωξή μας πρέπει να είναι η διατήρηση αρνητικής σχέσης κόστους-οφέλους σε οποιοδήποτε σενάριο κλιμάκωσης και σύγκρουσης (είναι σημαντικό ότι μέχρι στιγμής η σημερινή τουρκική ηγεσία δεν έχει δείξει στοιχεία ανορθολογισμού στις διμερείς σχέσεις). Η τεχνογνωσία και οι ιδέες υπάρχουν στις τάξεις των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (αν και θα χρειαστούν και αντισυμβατικές προσεγγίσεις), χρειάζονται όμως πολιτικές αποφάσεις από διαδοχικές κυβερνήσεις, με αίσθημα ευθύνης, διάθεση να αγνοήσουν το πολιτικό κόστος και να συγκρουστούν με συμφέροντα όπου αυτό απαιτηθεί.

* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.