Υπνοβατώντας προς το αναπόφευκτο
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Η Αγκελα Μέρκελ, σε μία υπνωτική έως τώρα προεκλογική εκστρατεία, δείχνει να οδεύει με τον αέρα του αναπόφευκτου προς την τέταρτη θητεία της στην καγκελαρία της Γερμανίας.
Τρεις εβδομάδες πριν από τις γερμανικές εκλογές, το κόμμα της, οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU-CSU), προσεγγίζει το 40% στις δημοσκοπήσεις, με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) υπό τον Μάρτιν Σουλτς να βρίσκονται πολύ πίσω, κάτω από το 25%.
Είναι όμως προδιαγεγραμμένο το αποτέλεσμα; Ποιοι είναι οι πιθανότεροι εταίροι της κ. Μέρκελ; Τι ρόλο έχει η Ελλάδα στην προεκλογική εκστρατεία και πώς θα επηρεαστεί από το αποτέλεσμα;
Το στρατόπεδο των Χριστιανοδημοκρατών, παρά το ευρύ δημοσκοπικό προβάδισμα, δεν παίρνει τίποτα ως δεδομένο. Επειτα από 12 χρόνια ως ελάσσονες κυβερνητικοί εταίροι ή εκτός εξουσίας, οι Σοσιαλδημοκράτες επιθυμούν να ανακτήσουν τον έλεγχο της καγκελαρίας. Πολιτικά, ο πιο βιώσιμος συνασπισμός (αν και όχι αυτός που προτιμά ο κ. Σουλτς) με το SPD ως μείζονα εταίρο είναι με το Κόμμα της Αριστεράς (9% στις δημοσκοπήσεις) και τους Πράσινους (8%). Ενας τέτοιος συνασπισμός κυβερνά σήμερα στον δήμο του Βερολίνου. Πέρα από τις διαφωνίες πολιτικής που θα έπρεπε να ξεπεραστούν για να γίνει πράξη αυτή η συμμαχία όμως, λόγω π.χ. της θέσης του Κόμματος της Αριστεράς υπέρ της διάλυσης του ΝΑΤΟ, με τα σημερινά τους ποσοστά τα τρία κόμματα θα απείχαν σημαντικά από την απόλυτη πλειοψηφία στην Μπούντεσταγκ.
Οι τρεις επιλογές
Αντιθέτως, η κ. Μέρκελ έχει τρεις επιλογές: άλλον έναν μεγάλο συνασπισμό (για τον οποίο δεν υπάρχει όμως ιδιαίτερη όρεξη σε κανέναν από τα δύο μεγάλα κόμματα), μια αναβίωση της συνεργασίας του 2009-13 με το FDP και τον πρώτο στην ιστορία εθνικό συνασπισμό «Τζαμάικα» (μαύρο-κίτρινο-πράσινο), με τη συμμετοχή του FDP και των Πρασίνων. Το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που είναι βέβαιο ότι δεν θα συμμετάσχει στη νέα κυβέρνηση είναι το ακροδεξιό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία).
O Κρίστιαν Λίντνερ, επικεφαλής των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), μιλώντας στο Bloomberg την Παρασκευή, επανέλαβε τη θέση του υπέρ της αποχώρησης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη ως μόνη διέξοδο για να διαγραφούν με νόμιμο τρόπο τα χρέη της. Οπως αναφέρει στην «Κ» ο Θόρστεν Μπένερ, διευθυντής του Global Public Policy Institute στο Βερολίνο, «η παρουσία τόσων σκληροπυρηνικών στελεχών στο FDP στα θέματα της Ευρωζώνης δεν είναι καλός οιωνός για όσους ελπίζουν σε σημαντική διαφοροποίηση από τη γερμανική ορθοδοξία που ενσαρκώνει ο Β. Σόιμπλε».
Οι Πράσινοι, από την πλευρά τους, έχουν επικρίνει έντονα την πολιτική των κυβερνήσεων Μέρκελ για την Ελλάδα και την κρίση στην Ευρωζώνη. Οπως δηλώνει στην «Κ» ο Αντον Χόφραϊτερ, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος, «είμαστε υπέρ σημαντικής ελάφρυνσης χρέους για την Ελλάδα». Επιπλέον, προσθέτει, «θέλουμε να υπάρξει ένα γενναίο πρόγραμμα επενδύσεων για τον ευρωπαϊκό Νότο. Με τόσο μεγάλα διεθνή προβλήματα πρέπει η Ευρώπη να είναι ενωμένη, με μεγαλύτερη συνοχή».
Ο κ. Λίντνερ είπε επίσης την Παρασκευή ότι «δεν είναι ρεαλιστική» μια τριπλή συγκυβέρνηση που θα συμπεριλαμβάνει και τους Πρασίνους. Καλά πληροφορημένες πηγές της «Κ» ωστόσο εκτιμούν πως, παρά τις διαφωνίες τους, αν οι αριθμοί το απαιτήσουν, τα δύο κόμματα θα μπορέσουν να συνεργαστούν με τους Χριστιανοδημοκράτες – και μεταξύ τους. Οι Πράσινοι, ειδικότερα, έχουν να βρεθούν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση από την εποχή Σρέντερ (1998-2005) και το μετριοπαθές ηγετικό τους δίδυμο (Κατρίν Γκέρινγκ-Εκχαρτ και Τσεμ Εζντεμίρ) απέσπασε στο συνέδριο του Ιουνίου τη συναίνεση της βάσης για μια ενδεχόμενη συνεργασία με την κ. Μέρκελ. Τα τρία κόμματα συγκυβερνούν στο κρατίδιο του Σλέσβιγκ-Χόλσταϊν.
Επρεπε... σκληρά
Η ίδια η κ. Μέρκελ, σε συνέντευξη Τύπου την περασμένη εβδομάδα, δήλωσε ότι «η Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ό,τι βρισκόταν πριν από ένα χρόνο», προβλέποντας ότι η ανάκαμψη θα συνεχιστεί και ότι η Αθήνα «θα εφαρμόσει όλα αυτά που έχει συμφωνήσει». Σε συνέντευξη που παραχώρησε στα μέσα Αυγούστου στα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα ARD και ZDF, η καγκελάριος είχε πει ότι η Ελλάδα «έπρεπε να αντιμετωπιστεί σκληρά», γιατί η υπερβολική επιείκεια «δεν βοηθά τις υπερχρεωμένες χώρες». Η Γερμανίδα καγκελάριος πάντως παραδέχθηκε ότι «η χώρα δοκιμάστηκε πολύ» και παρότι απέκλεισε, για πολλοστή φορά, την πιθανότητα «κουρέματος» του ελληνικού χρέους, τόνισε ότι «μπορεί κανείς να συζητήσει για περαιτέρω ελαφρύνσεις».
Η κ. Μέρκελ τοποθετήθηκε την περασμένη Δευτέρα ευρύτερα για τη μεταρρύθμιση στην Ευρωζώνη, τασσόμενη υπέρ των σχεδίων του Εμανουέλ Μακρόν για κοινό προϋπολογισμό και υπουργό Οικονομικών της περιοχής του κοινού νομίσματος, αλλά και υπέρ της πρότασης Σόιμπλε για το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.
Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο κ. Μπένερ, η καγκελάριος «δεν είναι σαφής για το τι σημαίνουν αυτά στην πράξη». Οπως εξηγεί, μετά την εκλογή Μακρόν η κ. Μέρκελ «έχει δώσει έμφαση στο πόσο ενδιαφέρεται για το μέλλον της Ευρώπης και ότι δεν αποκλείει ούτε καν αλλαγή των συνθηκών». Αυτό, εν μέρει, «ήταν μια προληπτική κίνηση ώστε να μην μπορεί να της επιτεθεί σε αυτό το μέτωπο ο Μάρτιν Σουλτς».
Η γραμμή του SPD
Οσο για τον υποψήφιο του SPD, o Γερμανός αναλυτής σημειώνει ότι ο κ. Σουλτς «τονίζει τη σημασία για «περισσότερη αλληλεγγύη» στην Ευρώπη και έχει επικρίνει την καγκελάριο που δεν έχει κάνει αρκετά σε αυτήν την κατεύθυνση. Αλλά δεν έχει θέσει το ζήτημα αυτό στο επίκεντρο της εκστρατείας του, πιθανότατα επειδή η «ένωση μεταβιβάσεων» δεν είναι δημοφιλής ιδέα μεταξύ των Γερμανών ψηφοφόρων». Υπενθυμίζεται πως, παρά τους πρόσφατους ισχυρισμούς του υπουργού Εξωτερικών, πρώην επικεφαλής του SPD, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ότι το κόμμα του απέτρεψε των σχέδια των Χριστιανοδημοκρατών για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, ο ίδιος τις κρίσιμες στιγμές του 2015 δεν έκανε κάτι για να διαφοροποιηθεί από τη σκληρή γραμμή Σόιμπλε.
Το κλειδί επιτυχίας για την Αγκελα Μέρκελ
Τι εξηγεί τη μακροβιότητα της Αγκελα Μέρκελ; Πώς έχει καταφέρει, παρά τις κρίσεις και τις επίμαχες αποφάσεις (με κορυφαία την πολιτική των ανοιχτών συνόρων στο μεταναστευτικό), να βρίσκεται μια ανάσα από την τέταρτη θητεία της; Η «Κ» ρώτησε τρεις ανθρώπους που, από διαφορετική σκοπιά, την παρακολουθούν στενά εδώ και καιρό.
«Η ανθεκτικότητα της δημοφιλίας της οφείλεται τόσο στα δικά της προτερήματα όσο και στην τύχη», λέει ο Μάρκους Γουόκερ, senior ανταποκριτής Ευρώπης της Wall Street Journal, που έχει θητεύσει πολλά χρόνια στο Βερολίνο, μιλώντας για «πληκτική» προεκλογική περίοδο. «Η άνθηση της οικονομίας, με την ανεργία να βρίσκεται μόλις στο 3,8%, σημαίνει ότι οι περισσότεροι Γερμανοί δεν έχουν κάτι για να παραπονεθούν. Παράλληλα, η δραματική μείωση στην εισροή των προσφύγων (σ.σ. μετά τη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας τον Μάρτιο του 2016) έχει αμβλύνει το μοναδικό ζήτημα το οποίο την έχει πλήξει πολιτικά τα τελευταία χρόνια».
Οπως εξηγεί ο Γουόκερ, «η Μέρκελ ευνοείται επίσης από την αίσθηση των Γερμανών πως ο κόσμος έχει γίνει πιο απρόβλεπτος, ακόμα και πιο ανορθολογικός, εξαιτίας του Τραμπ, του Πούτιν, του Ερντογάν και των Βρετανών του Brexit. Οι ψηφοφόροι τη συνδέουν με την ηρεμία και την κοινή λογική, και ας μην τους εμπνέει». Μετά το 2015 και την οξεία αντιπαράθεση για το προσφυγικό, προσθέτει, η καγκελάριος «έχει επιστρέψει σε αυτό που κάνει καλύτερα: την εξουδετέρωση επίμαχων ζητημάτων με την υιοθέτηση της πιο συναινετικής θέσης και την αναβολή των δύσκολων αποφάσεων. Ετσι κατάφερε να διασφαλίσει ότι η Ελλάδα δεν θα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στις εκλογές».
Ο Τίλο Γιουνγκ, δημοσιογράφος και παρουσιαστής της εναλλακτικής πολιτικής εκπομπής «Jung und Naiv» (το σλόγκαν της εκπομπής είναι «Πολιτική για τους αδιάφορους»), παρατηρεί: «Η Αγκελα Μέρκελ είναι μια πληκτική ηγέτιδα ενός έθνους που πλήττει. Για να παραφράσω τα λόγια του Ντόναλντ Τραμπ: Εχουμε κουραστεί να κερδίζουμε. Από την άνοδο της Μέρκελ στην εξουσία, το 2005, η Γερμανία έχει ανακτήσει τον οικονομικό και πολιτικό της ρόλο στην Ευρώπη – με τους Χριστιανοδημοκράτες να απολαμβάνουν τους καρπούς του μόχθου του Σρέντερ (σ.σ. των εργασιακών και άλλων μεταρρυθμίσεων της Agenda 2010)».
Ο Γιουνγκ σημειώνει ότι χάρη στις μεταρρυθμίσεις αυτές η Μέρκελ κληρονόμησε μια πολύ μεγάλη δεξαμενή χαμηλόμισθων εργαζομένων, ενώ η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας «δημιούργησε τον φόβο της ανεργίας στους πολίτες και βοήθησε έτσι τις εξαγωγικές επιχειρήσεις της χώρας». Εν τω μεταξύ, «η Ευρώπη καταρρέει γύρω μας, εν μέρει εξαιτίας του οικονομικού μοντέλου μας και της απροθυμίας μας να το αλλάξουμε.
Απληροφόρητοι
Οι Γερμανοί ψηφοφόροι, που είναι εν πολλοίς απληροφόρητοι σχετικά με το τι συμβαίνει στην Ευρώπη, είναι ικανοποιημένοι με την κατάσταση αυτή». Η καγκελάριος, προσθέτει, «παραμένει η αδιαφιλονίκητη κυρίαρχος του παιχνιδιού «γιατί οι σημαντικότεροι αντίπαλοί της, το SPD, παραμένουν εγκλωβισμένοι στη νεοφιλελεύθερη φούσκα τους». Πρόκειται για «ευφυή, πονηρή» πολιτικό, καταλήγει, το κλειδί της πολιτικής επιτυχίας της οποίας είναι «η απουσία πολιτικών πεποιθήσεων και οράματος».
Η εξαίρεση στην προσεκτική πορεία της ήταν η στάση της απέναντι στην προσφυγική-μεταναστευτική κρίση. Σύμφωνα με τον Τόμας Μπάουερ, καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ και πρόεδρο του γερμανικού Συμβουλίου Ειδικών για την Ενσωμάτωση και τη Μετανάστευση, το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, αφού άρχισαν να μειώνονται οι αριθμοί των αφίξεων, μεταφέρθηκε στο ζήτημα της ενσωμάτωσης όσων έφτασαν τα τελευταία δύο χρόνια στη Γερμανία.
«Μια σημαντική πλειονότητα του πληθυσμού αναγνωρίζει ότι η διαδικασία ενσωμάτωσης θα πάρει αρκετά χρόνια», σημειώνει ο Μπάουερ. «Επιπλέον τα περισσότερα κόμματα (πλην του AfD) συμφωνούν για τα μέτρα που απαιτούνται για την επιτάχυνση της ενσωμάτωσης. Το αποτέλεσμα είναι ότι, παρότι η καγκελάριος εξακολουθεί να υπόκειται κριτική για την απόφαση του 2015, το προσφυγικό-μεταναστευτικό δεν έχει αποτελέσει μείζον αντικείμενο συζήτησης στην προεκλογική εκστρατεία».
Η οικονομική συγκυρία και η θέση στην Ιστορία
Ευρεία ικανοποίηση των ψηφοφόρων των βασικών κομμάτων, με την οικονομική τους κατάσταση και ενδιαφέροντα ευρήματα για την κοινωνική τους ταυτότητα περιέχει πρόσφατη έρευνα του ινστιτούτου DIW στο Βερολίνο – ενός από τα σημαντικότερα ινστιτούτα οικονομικών ερευνών της Γερμανίας. Οπως δηλώνει στην «Κ» ο Αλέξανδρος Κρητικός, επικεφαλής ερευνών του ινστιτούτου (που συνυπογράφει την έρευνα μαζί με τον Καρλ Μπρένκε), οι πιο ικανοποιημένοι οικονομικά είναι οι ψηφοφόροι του FDP, τους οποίους ακολουθούν οι ψηφοφόροι των Χριστιανοδημοκρατών, των Πρασίνων και των Σοσιαλδημοκρατών. Οι πιο δυσαρεστημένοι είναι οι ψηφοφόροι του AfD.
Στην ίδια μελέτη, εξετάζεται το κοινωνιολογικό προφίλ των ψηφοφόρων κάθε κόμματος, το οποίο συγκρίνεται με αντίστοιχα στοιχεία του 2000. Σύμφωνα με τα ευρήματα, το AfD έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ψηφοφόρων της εργατικής τάξης, ενώ οι δεσμοί του SPD με τη συγκεκριμένη κοινωνική τάξη έχουν αποδυναμωθεί σημαντικά. «Το προφίλ των ψηφοφόρων του CDU/CSU και αυτών του SPD έχουν συγκλίνει σημαντικά», σημειώνει ο κ. Κρητικός, ενώ «το AfD φαίνεται ότι ανταποκρίνεται καλύτερα στα αιτήματα της εργατικής τάξης, ακόμη και σε σύγκριση με το κόμμα της Αριστεράς».
H ικανοποίηση αυτή του πληθυσμού, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι είναι εξασφαλισμένη η θέση της κ. Μέρκελ στην Ιστορία. «Η επόμενη θητεία της είναι η τελευταία ευκαιρία της να διαμορφώσει την κληρονομιά της», σημειώνει ο Μάρκους Γουόκερ της Wall Street Journal. «Αλλιώς μπορεί να τη θυμόμαστε ως μία πολιτικό που ήταν καλύτερη στο να κερδίζει εκλογές από το να αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο».
(Στην φωτογραφία : Αφίσες της Αγκελα Μέρκελ και του Μάρτιν Σουλτς. Τρεις εβδομάδες πριν από τις εκλογές, το κόμμα της Γερμανίδας καγκελαρίου, οι Χριστιανοδημοκράτες, προσεγγίζει το 40% με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) να βρίσκονται κάτω από το 25%)