Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

Άρθρο του Τ. Τέλλογλου για την Εσθονία ανάμεσα σε δύο γίγαντες


Η Εσθονία ανάμεσα σε δύο γίγαντες
TΑΣΟΣ ΤΕΛΛΟΓΛΟΥ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Στις 26 Ιανουαρίου του 1999 ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας της Εσθονίας, Λέναρτ Μέρι, άνοιξε τις εργασίες της πρώτης συνεδρίασης της διεθνούς επιτροπής για τη διερεύνηση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας στη χώρα του.
Η εξαμελής αυτή επιτροπή συγκροτήθηκε με δική του πρωτοβουλία και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ήταν πως θα διερευνούσε όλα τα εγκλήματα που διέπραξε κάθε πλευρά, ενώ σε αυτήν δεν συμμετείχε ούτε ένας πολίτης της Εσθονίας. Πρόεδρός της ήταν ο Φινλανδός ανώτερος διπλωμάτης Μαξ Γιάκομπσον (εβραϊκής καταγωγής) και μέλη της ο
Ούφε Ελεμαν Γιένσεν (πρώην ΥΠΕΞ της Δανίας), oι Αμερικανοί καθηγητές Πολ Γκομπλ και Πίτερ Ρένταγουεϊ, o αντιπρόεδρος του Αμερικανικού Εβραϊκού Συμβουλίου Νίκολας Λέιν, ο Ρώσος Αρσένι Ρογκίνσκι, πρόεδρος του διεθνούς οργανισμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα «Μεμόριαλ», και ο Γερμανός Βόλφγκανγκ Φράιχερ φον Στέτεν, πρώην δικαστής και αργότερα βουλευτής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας.
Ανοίγοντας τις εργασίες της επιτροπής, ο Μέρι δήλωσε: «Η επιτροπή έχει την υποχρέωση να κατονομάσει με όσο το δυνατόν πιο σαφείς όρους τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που έλαβαν χώρα στην Εσθονία ... τα περισσότερα από τα εγκλήματα αυτά συνέβησαν επειδή κάποιες κυβερνήσεις και κινήματα χρησιμοποίησαν στερεότυπα αντικαθιστώντας τη μοναδικότητα κάθε ανθρώπινης ύπαρξης...». Η επιτροπή εργάσθηκε με βάση την αρχή της ομοφωνίας και εξ αρχής τα μέλη της είχαν συμφωνήσει ότι δεν έχει χαρακτήρα δικαστικής αρχής. Επίσης, η επιτροπή ανέθεσε σε δύο ομάδες ιστορικών να συγκεντρώσουν όλα τα διαθέσιμα ντοκουμέντα και ευρήματα. Η μία αφορούσε την περίοδο της σοβιετικής κατοχής (1939-1941) και η άλλη, εκείνη της γερμανικής κατοχής (1941-1944 και 1944-1991).
Τα δύο πρώτα χρόνια των εργασιών της, η διεθνής επιτροπή για τη διερεύνηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας (συγκεκριμένα έως το 2001) ασχολήθηκε με τα εγκλήματα της ναζιστικής κατοχής της Εσθονίας.
Η γερμανική κατοχή, 1941-44
Στη χώρα λειτούργησαν δύο μεγάλα στρατόπεδα Εβραίων, στη Γέγκαλα και στο Καλέβι Λίβα. Το πρώτο, που διαλύθηκε το 1943, διοικούνταν από Εσθονό αξιωματικό, τον Αλεξάντρ Λάακ. Εκεί δολοφονήθηκαν 3.000 Εβραίοι που είχαν συγκεντρωθεί και από άλλες κατεχόμενες περιοχές της Ευρώπης, κυρίως από το στρατόπεδο Τερεζίν.
Από το δεύτερο, όσοι κρατούμενοι επέζησαν μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Στούτχοφ, κοντά στο Γκντανσκ της Πολωνίας. Σε ένα άλλο στρατόπεδο, την Κλούγκα, δολοφονήθηκαν 2.000 Εβραίοι, τα πτώματα των οποίων αποτεφρώθηκαν. Δολοφονίες Εβραίων έγιναν και στις πόλεις της Εσθονίας, ακόμα και μέσα στο Ταλίν.
Η επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μονάδες της εσθονικής αστυνομίας και οι διαβόητοι «Μαχητές της ελευθερίας» (αντικομμουνιστικές ένοπλες ομάδες) πήραν μέρος τόσο στην εξόντωση των Εβραίων όσο και πληθυσμών από τη Λευκορωσία και την Πολωνία. Επιπλέον, δολοφονήθηκαν 6.000 Εσθονοί, 1.000 Ρώσοι και 270 Ρομά.
Χρησιμοποιώντας σοβιετικά αρχεία, η επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια μονάδα της εσθονικής αστυνομίας πήρε μέρος στην εξόντωση όλων των Εβραίων της λευκορωσικής πόλης Νοβογκρόντεκ. Επισήμως, η μονάδα πολεμούσε εναντίον των τοπικών παρτιζάνων.
Σύμφωνα με πόρισμα της επιτροπής, επτά Εσθονοί αξιωματούχοι που ήταν στην περίφημη «Διεύθυνση», το σώμα που διοικούσε τη χώρα, πήραν την απόφαση για την εξόντωση αυτών των ανθρώπων, χωρίς «να εξαναγκασθούν» από τις γερμανικές αρχές κατοχής.
Στις γενικές παρατηρήσεις της περιόδου, τα μέλη της επιτροπής σημειώνουν ότι εξοντώθηκαν οι Εβραίοι που δεν θέλησαν να διαφύγουν στην ΕΣΣΔ και ότι η εξόντωσή τους διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού υποδέχθηκε τους Γερμανούς σαν απελευθερωτές, καθώς οι Σοβιετικοί είχαν οδηγήσει τα προηγούμενα δύο χρόνια στην εξορία το 1% του πληθυσμού της χώρας. Περί τις 3.500 Εσθονούς διέφυγαν στη Φινλανδία, είτε για να μην καταταγούν στον εσθονικό στρατό είτε για να πολεμήσουν τους Σοβιετικούς, αλλά όχι υπό τις διαταγές των Γερμανών.
Η σοβιετική προσάρτηση, 1939-41
Η Εσθονία ως ανεξάρτητη χώρα έγινε μέλος της Κοινωνίας Των Εθνών το 1921. Το κομμουνιστικό κόμμα ήταν παράνομο και στις αρχές της δεκαετίας του ’30 άρχισε να ενισχύεται η επιρροή του ακροδεξιού κόμματος Vaps. Στην προσπάθειά του να εμποδίσει την άνοδο του Vaps στην εξουσία, ο πρωθυπουργός Κονσταντίν Πετς κήρυξε το 1934 τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Αμέσως μετά το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ στις 23 Αυγούστου του 1939, που περιλάμβανε και μυστικό πρωτόκολλο για τις σφαίρες επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη (σ.σ. η Εσθονία παραχωρήθηκε στην ΕΣΣΔ), τον Σεπτέμβριο του 1939, η Εσθονία υποχρεώθηκε να δεχθεί 25.000 άνδρες του Κόκκινου Στρατού στο έδαφός της σε μια εποχή που ο εσθονικός στρατός αριθμούσε 15.000 άνδρες.
Σε αυτήν τη φάση, 14.000 Γερμανοί εγκατέλειψαν την Εσθονία έπειτα από έκκληση της ναζιστικής κυβέρνησης και 7.500 μετά την ολοκληρωτική κατάληψη της Εσθονίας από την ΕΣΣΔ. Οσοι Γερμανοί επέλεξαν να παραμείνουν στη χώρα, εξορίσθηκαν ή εξοντώθηκαν στη συνέχεια από τους Σοβιετικούς.
Τον Ιούνιο του 1940, ένα από τα ανώτατα στελέχη των Σοβιέτ, ο Αντρέι Ζντάνοφ, εστάλη από τον Στάλιν στο Ταλίν προκειμένου να κατευθύνει τις διαδικασίες προσάρτησης της Εσθονίας στην ΕΣΣΔ. Στην ουσία, ο Ζντάνοφ υπαγόρευσε στον Πετς (ο οποίος είχε στο μεταξύ αναλάβει πρόεδρος της χώρας) τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Τον ίδιο μήνα, η NKWD αποστέλλει ομάδα ανακριτών στο Ταλίν. Το σύνολο της ελίτ της χώρας και το 1% του πληθυσμού εξορίζονται. Στις αρχές Αυγούστου του 1940, το Ανώτατο Σοβιέτ ενέκρινε την προσχώρηση όλων συνολικά των βαλτικών χωρών στην ΕΣΣΔ.
Καταδίκες ερήμην
Σε ό,τι αφορά την Εσθονία, οι καταδικαστικές αποφάσεις για όλους λαμβάνονταν από δύο μυστικούς αστυνομικούς και έναν εισαγγελέα. «Σε πολλές περιπτώσεις οι αποφάσεις δεν έκριναν μια συγκεκριμένη πράξη αλλά την επαγγελματική και κοινωνική δραστηριότητα του κρατουμένου και τη συμμετοχή του σε συλλόγους», αναφέρει η επιτροπή. Σε άλλες περιπτώσεις, οι αποφάσεις λαμβάνονταν χωρίς την παρουσία όσων επρόκειτο να καταδικασθούν επί τη βάσει αποκλειστικά εγγράφων. Μόνο το 1940 εκτελέσθηκαν 250 πολίτες και 500 πέθαναν ως κρατούμενοι. Το 1941 οι  αριθμοί προσέγγισαν τους 1.600 και 4.000 αντίστοιχα.
Από τους έντεκα ανθρώπους που υπηρέτησαν ως πρωθυπουργοί της χώρας μόνο ο Αύγουστος Ρέι κατάφερε να δραπετεύσει στη Σουηδία. Ο Οτο Στράτντμαν αυτοκτόνησε προτού προλάβει να τον συλλάβει η NKWD. Αλλοι τρεις εκτελέσθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι πέθαναν στους χώρους κράτησης. Από τους 49 υπουργούς επέζησαν μόλις τρεις.
Ο πρόεδρος Πετς εξορίσθηκε με την οικογένειά του στην Ούφα και πέθανε σε ψυχιατρική κλινική του Καλίνιν το 1956, χρονιά του 20ού συνεδρίου της αποσταλινοποίησης. Ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και ήρωας της εσθονικής ανεξαρτησίας Λάιντονερ πέθανε σε φυλακή του Βλαντίμιρ το 1953.
Στις 14 Ιουνίου του 1941 εξορίσθηκαν από την Εσθονία 11.000 άνθρωποι, κυρίως στη Σιβηρία, ανάμεσά τους και 400 Εβραίοι. Διακόσιοι τριάντα (230) Εσθονοί αξιωματικοί εστάλησαν στο Νορίλσκ του Πολικού Κύκλου όπου και πέθαναν. Εναν μήνα αργότερα άρχισε η εισβολή των Γερμανών. Οπως έχουμε ήδη δει, η γερμανική κατοχή κράτησε ώς το 1944, οπότε και ο Κόκκινος Στρατός εισήλθε στην Εσθονία ύστερα από μάχες με τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους και ξεκίνησε η σταδιακή «σοβιετοποίηση» της χώρας μετά την κατάληψή της.

(Στην φωτογραφία : Ταλίν, 23 Αυγούστου 1989. Πλήθος διαδηλώνει κατά την επέτειο υπογραφής του μυστικού πρωτοκόλλου που περιλάμβανε το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, βάσει του οποίου η Εσθονία παραχωρήθηκε στην ΕΣΣΔ)