Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Ανάλυση ότι οι ΗΠΑ ανακάμπτουν και η Ευρωζώνη ασθμαίνει


Οι ΗΠΑ ανακάμπτουν, η Ευρωζώνη ασθμαίνει
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Στα πέντε χρόνια του Μπαράκ Ομπάμα στον Λευκό Οίκο, η αμερικανική πολιτική διαδικασία –ειδικότερα σε δημοσιονομικά ζητήματα– δεν έχει δείξει το καλύτερό της πρόσωπο.
Ωστόσο, οι επιδόσεις της αμερικανικής οικονομίας σε αυτήν την περίοδο είναι σημαντικά καλύτερες από αυτές της Ευρωζώνης, τα προβλήματα διακυβέρνησης της οποίας είναι ακόμα πιο δυσεπίλυτα.
Τα στοιχεία δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Η ανεργία στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας σκαρφαλώσει στο 10,2% στα τέλη του 2009, έχει μειωθεί στο 7,3%, ενώ στην Ευρωζώνη βρίσκεται στο 12,1%, κοντά στα ιστορικά υψηλά. Το ΑΕΠ των ΗΠΑ, παρότι βυθίστηκε κατά 4,7% μεταξύ 2007-09 (η μεγαλύτερη πτώση από την εποχή του κραχ της δεκαετίας του ’30), βρίσκεται σήμερα 5,6% υψηλότερα από το προ κρίσεως υψηλό στα τέλη του 2007. Το ΑΕΠ της Ευρωζώνης, σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του 2008 είναι 3% χαμηλότερο. Το γ΄ τρίμηνο του 2013, η αμερικανική οικονομία κατέγραψε ανάπτυξη 4,1%, ενώ η Ευρωζώνη μετά βίας παρέμεινε σε θετικά επίπεδα (0,1%). Πώς εξηγείται η απόκλιση;
Η αρχική αντίδραση απέναντι στην κρίση, που ξέσπασε σε όλο της το μεγαλείο με την πτώχευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008, ήταν σε μεγάλο βαθμό κοινή στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, οι κεντρικές τράπεζες μείωσαν τα επιτόκια και παρείχαν ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, ενώ οι κυβερνήσεις ανακεφαλαιοποίησαν τα κλυδωνιζόμενα τραπεζικά ιδρύματα και εφάρμοσαν προγράμματα τόνωσης της ζήτησης, για να αμβλύνουν τις υφεσιακές συνέπειες του χρηματοπιστωτικού σοκ.
Ηδη όμως από το 2009 έγινε αισθητή η πρώτη κρίσιμη διαφορά στην εφαρμοζόμενη πολιτική: ενώ η κυβέρνηση Ομπάμα κινήθηκε αποφασιστικά, με τα τεστ αντοχής για τις 19 μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας την άνοιξη, για να αναστηλώσει την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα, οι Ευρωπαίοι προτίμησαν να σπρώξουν κάτω από το χαλί τις θηριωδίες των δικών τους ιδρυμάτων – ιδίως των γερμανικών και των γαλλικών.
Το τέλος της κεϊνσιανής παρένθεσης, που προέκυψε υπό το κράτος του πανικού που προκάλεσε το τραπεζικό έμφραγμα του 2008, ήλθε το 2010 – αλλά πολύ πιο απότομα στην Ευρώπη από ό,τι στις ΗΠΑ. Η αμερικανική οικονομία βίωνε ακόμη τις ευεργετικές συνέπειες του πακέτου τόνωσης των 787 δισ. δολαρίων που ενέκρινε το Κογκρέσο (με τη στήριξη μόλις τριών Ρεπουμπλικανών) τον Φεβρουάριο του προηγούμενου έτους, ενώ η Βουλή ήταν ακόμη στα χέρια του Δημοκρατικού Κόμματος, που στήριζε τη συνέχιση της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Στην Ευρώπη, η πλήρης εκδήλωση της ελληνικής κρίσης έβαλε μεν τέλος στον εφησυχασμό πολιτικών και αξιωματούχων, αλλά τους οδήγησε σε λάθος διάγνωση του ευρύτερου προβλήματος και ολέθρια θεραπεία. Επηρεασμένοι από τη sui generis ελληνική περίπτωση, συμπέραναν ότι για τα προβλήματα της Ευρωζώνης ευθύνεται η σπατάλη του δημόσιου τομέα και η απώλεια ανταγωνιστικότητας, και ότι η υπέρβαση της κρίσης απαιτεί την επιβολή αυστηρής λιτότητας από άκρη σε άκρη και τη μείωση του ιδιωτικού μισθολογικού κόστους αντίστοιχα.
«Αναγνωρίζεται πλέον ευρέως πως η δημοσιονομική εξυγίανση έχει περισσότερο αρνητικές συνέπειες για την ανάπτυξη σε περιόδους ύφεσης από ό,τι σε περιόδους ευημερίας», εξηγεί σχετικά με τα βάσανα της Ευρωζώνης ο Ζολτ Ντάρβας του ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες. Επιπροσθέτως, όπως σημειώνει, η δυνατότητα προσαρμογής μεταξύ χωρών στην Ευρωζώνη είναι σαφώς μικρότερη από αυτή μεταξύ πολιτειών στις ΗΠΑ, ενώ η προσπάθεια ανάκτησης ανταγωνιστικότητας των κρατών-μελών που έχουν υιοθετήσει το κοινό νόμισμα έχει υπονομευτεί από την ανεπαρκή υποτίμηση του ευρώ: «Το 2000, η ισοτιμία δολαρίου-ευρώ ήταν 0,85. Το 2007 είχε φτάσει το 1,6, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου μετά το 2008 κυμαίνεται μεταξύ 1,3 και 1,4».
Το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην άτολμη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ σε σύγκριση με τη Fed – τουλάχιστον πριν από την ανάληψη της προεδρίας της ευρωτράπεζας από τον Μάριο Ντράγκι.
Ενώ ο Μπεν Μπερνάνκι στις ΗΠΑ ξεκίνησε διαδοχικούς γύρους ποσοτικής χαλάρωσης ήδη από τον Νοέμβριο του 2008, η ΕΚΤ περιόρισε τη μη συμβατική πολιτική σε ένα μη αποδοτικό πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων.
Τέλος, κατά τον Ντάρβας, εξαιρετικά αρνητικός ήταν ο ρόλος της παρατεταμένης φιλολογία περί εξόδου της Ελλάδας (και ενδεχομένως άλλων χωρών) από το ευρώ. Η συζήτηση αυτή «απέτρεψε τις επενδύσεις σε ολόκληρη τη Ζώνη του Ευρώ», ενώ η φυγή καταθέσεων από τις προβληματικές σε δημοσιονομικά πιο σταθερές χώρες «δημιούργησε χρηματοοικονομικό κατακερματισμό, που έπληξε τα πιο ευάλωτα κράτη».