Παραλυσία ή ακυβερνησία
Του Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Αυτές οι δύο καταστάσεις τείνω να πιστέψω ότι αντιπροσωπεύουν τις πιθανότερες επιλογές μας για το προβλέψιμο μέλλον.
Είτε παραλυσία, εξαιτίας μιας αδύναμης κυβέρνησης, που αποδυναμώνεται ολοένα και περισσότερο λόγω των αδέξιων χειρισμών της, είτε ακυβερνησία, ύστερα από μια ωραία «γιορτή της δημοκρατίας», δηλαδή εκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων δεν θα επιτρέπει τον σχηματισμό κυβέρνησης. Επί της ουσίας, η διαφορά μεταξύ των δύο επιλογών είναι επουσιώδης. Eχει σημασία, όμως, διότι εφόσον δεχθούμε ότι φθάσαμε στο σημείο όπου στο βάθος μόνον αυτές οι επιλογές διακρίνονται καθαρά, τότε ίσως είναι ώρα να προετοιμαζόμαστε για το πολυπόθητο τέλος του δύσκολου δρόμου. Με την διαφορά ότι δεν θα πρόκειται για το τέλος που είχαμε φαντασθεί και ελπίσει. Δεν θα υπάρχει happy ending.
Η παραλυσία είναι αυτό που βιώνουμε σήμερα, αν μπορούμε να πάρουμε απόσταση από τα πράγματα για να συλλάβουμε τη συνολική εικόνα. Ως προς το εξωτερικό μέτωπο, δηλαδή τη σχέση με τους δανειστές, είναι ολοφάνερο ότι η κυβέρνηση ασφυκτιά μέσα στο πλαίσιο της ισορροπίας ισχύος που έχει επιβάλλει η πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα η οποία ορίζεται από τη δική μας απροθυμία να εξαλείψουμε τα ελλείμματα με τον μόνο δυνατό τρόπο, μειώνοντας το κράτος και, από την άλλη πλευρά, ορίζεται από την πλήρη επίγνωση των ξένων για το παιδαριώδες παιχνιδάκι της κυβέρνησης. Οσο καλύτερα μας μαθαίνουν, αλλά και όσο οχυρώνονται από τις επιπτώσεις ενός ελληνικού ατυχήματος, τόσο πιο σκληροί γίνονται στην απαίτησή τους να τηρηθούν τα υπεσχημένα. Ετσι φθάσαμε στο σημείο, ώστε η συνεργασία μαζί τους να έχει υποβιβασθεί στο στοιχειώδες επίπεδο του «quid pro quo» (αυτό για εκείνο), κάθε φορά με αντάλλαγμα «υποδόσεις», όπως ονομάζουμε πλέον τις δόσεις των δόσεων, κι όσο αντέξουμε.
Μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε κάποιος να τη θεωρεί υποφερτή (βέβαια, μετά από μερικά ποτηράκια ―οπωσδήποτε πάνω από πέντε...), εφόσον τουλάχιστον υπήρχε στο εσωτερικό κάτι το οποίο -με πολλή φαντασία έστω- να θυμίζει «αρραγές μέτωπο». Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχει αποσύνθεση που επιταχύνεται. Υπάρχει μία κυβέρνηση με τρεις ή τέσσερις σοβαρούς υπουργούς, ενώ οι υπόλοιποι κρύβονται έως ότου περάσει η μπόρα (έτσι νομίζουν), μήπως και περισώσουν την καριέρα τους. Στο Καποδιστριακό και το Μετσόβιο, λ.χ., κοντεύει πια να χαθεί το εξάμηνο (το οποίο τι σημασία έχει μπροστά στο ίδιο το πανεπιστήμιο; όπως είπε και ο μεγάλος Πελέ της σκέψης και του θεάτρου...) και μόλις προχθές είδαμε τον αρμόδιο υπουργό, συνοφρυωμένο, να «κρούει τον κώδωνα» (άλλο αγαπημένο στερεότυπο...) με μια δήθεν αυστηρή δήλωση. Ακόμη χειρότερο είναι ότι βασικές θέσεις του κυβερνητικού μηχανισμού μένουν ουσιαστικά κενές. Πραγματικός υπουργός Οικονομικών, όπως ήταν κάποτε ο Αλέκος Παπαδόπουλος, δηλαδή υπουργός με στιβαρό έλεγχο στο ταμείο του κράτους, ο οποίος θα συνδράμει στην προσπάθεια του Στουρνάρα, δεν υπάρχει. Ας μην κοροϊδευόμαστε: το αποκαλύπτει η αφόρητη προχειρότητα των εκάστοτε φορολογικών μέτρων.
Από μια κυβέρνηση συντεθειμένη από τόσο άνισα και ετερόκλητα υλικά, θα ήταν μάταιο, φυσικά, να περιμένουμε σοβαρό κεντρικό σχεδιασμό. Πανηγύριζαν για το «success story» ενός πλεονάσματος οφειλομένου στην δυνατότητα του κράτους να μην καταβάλλει τις οφειλές του και, τώρα, όλο αυτό αποδεικνύεται για τα πανηγύρια, καθώς εντείνεται η διαφωνία κυβέρνησης και δανειστών για το μέγεθος του κενού που αφήνουν τα μέτρα του 2014 - με άλλα λόγια, για το μέγεθος του ελλείμματος του 2014. Επιπλέον, η αδυναμία της κυβέρνησης να κάνει τομές στη δημόσια διοίκηση επέφερε την ακόμη μεγαλύτερη μαλθακότητα στη λειτουργία της διοίκησης, αφού το μόνο που πέτυχαν οι οριζόντιες περικοπές ήταν να δυσαρεστήσουν τους πάντες στο Δημόσιο. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος του μηχανισμού του κράτους τελεί εδώ και μήνες σε κατάσταση λευκής απεργίας. Οσον αφορά, δε, το εσωκομματικό πεδίο, η κυβέρνηση έχει καταφέρει να αναδείξει σε «παράγοντα εξελίξεων» τον... Δάνη Τζαμτζή!
Με την κατάσταση ως έχει, δηλαδή με μια χούφτα σοβαρούς ανθρώπους να αγωνίζονται μάταια, απομονωμένοι στα ανώτερα επίπεδα της διακυβέρνησης, πώς να ελπίζει κάποιος ότι η προσπάθεια θα προσελκύσει άξιους ανθρώπους για να συνδράμουν σε αυτή από διοικητικές θέσεις - κλειδιά; Επειτα από δεν ξέρω κι εγώ πόσους μήνες διαπραγμάτευσης μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων, π.χ., ανακοινώθηκαν οι διοικητές των νοσοκομείων. Ξέρετε ποιος ανέλαβε διοικητής του Παπανικολάου στη Θεσσαλονίκη, ενός από τα μεγαλύτερα της χώρας; Κάποιος Ζήσης Τζηκαλάγιας, πρώην βουλευτής, αποτυχών στις τελευταίες εκλογές. Ο ίδιος Τζηκαλάγιας, τον οποίον κάποτε ο Σαμαράς είχε επί μισή ώρα στο γραφείο του και αγωνιζόταν να τον πείσει να ψηφίσει το Μνημόνιο κι εκείνος επέμενε να το καταψηφίσει ισχυριζόμενος ότι πρόκειται για συνωμοσία του διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου, με σκοπό να υποδουλώσει την Ελλάδα! Πρέπει ή να είναι κάποιος εντελώς αφελής ή να πιστεύει στην επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος (και, φυσικά, να τρέφει την αυταπάτη ότι ο Θεός είναι Ελληνας...), ώστε να περιμένει ότι ο κ. Τζηκαλάγιας θα διαφέρει σε οτιδήποτε από τη σωρεία των αποτυχόντων πολιτευτών που πέρασαν από τη διοίκηση των κρατικών νοσοκομείων.
Ποιες, αλήθεια, μπορεί να είναι οι προοπτικές μιας τέτοιας κυβέρνησης; Απλώς φθείρεται χωρίς να πετυχαίνει αποτελέσματα: φθείρεται έναντι εκείνων από τους οποίους κρύβει την αλήθεια, φθείρεται εξίσου και έναντι των άλλων που είχαν την ελπίδα ότι, επιτέλους, κάποιος θα μιλούσε με ειλικρίνεια και θα ενεργούσε με ρεαλισμό. Τι πέτυχε και, εν τέλει, κατά πόσον διαφέρει επί της ουσίας από την κυβέρνηση του ΓΑΠ, όταν ακόμη δεν έχει καταφέρει να παρουσιάσει την πραγματικότητα; Οταν σήμερα ακόμη οι περισσότεροι Ελληνες τρέφουν την αυταπάτη ότι οι περικοπές πηγαίνουν δήθεν για την εξυπηρέτηση των απαιτήσεων των δανειστών; Αν κάτι πετυχαίνει έτσι είναι να στρώνει τον δρόμο για τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή για τη μετάβαση από την ουσιαστική ακυβερνησία στην τυπική ακυβερνησία.
Αυτή θα προκύψει από εκλογές, όχι πολύ διαφορετικές από τις προηγούμενες ως προς την κατανομή των δυνάμεων, αλλά με τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του πρώτου κόμματος και υποχρεωμένο να αναζητήσει κυβερνητικούς εταίρους για να πετύχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ενα παρόμοιο αποτέλεσμα θα ήταν πιθανό βάσει των μέχρι στιγμής δεδομένων, αφού οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν αξιόλογες εισροές ψηφοφόρων στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. (Αλλωστε, πώς θα ήταν δυνατό αυτό, όταν ώς και ο Μανόλης Γλέζος παραδέχεται πια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει απάντηση στο ερώτημα «πού θα βρεθούν τα λεφτά»...). Κατ’ αρχάς, θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση με τους Ανεξέλεγκτους του Καμμένου; Και αν ναι, πώς θα αντέξει ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ (αποτελούμενος κατά το πλείστον από νεοκομμουνιστές) τον συμβιβασμό; Επειτα, «η εξουσία προσγειώνει απότομα», όπως λέει ο τελευταίος εν ζωή μεγάλος του πολιτικού κόσμου. Ομως, θα επιζήσει της προσγείωσης ο ηγέτης του κόμματος, ο οποίος, παρά τη νεότητά του, είναι ένας θλιβερός αναχρονισμός της δεκαετίας του 1980, με ανεπαρκέστατη γνώση του κόσμου;
Παρόλα αυτά, στην πολιτική τίποτε δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο. Τα γεγονότα, που έλεγε ο Μακμίλαν, μπορούν ανά πάσα στιγμή να μεταβάλουν απότομα και ριζικά μια κατάσταση που μέχρι πρότινος φάνταζε αμετάβλητη. Ας περιμένουμε, λ.χ., να δούμε πώς θα επιδράσουν στα πράγματα οι προχθεσινές δολοφονίες στη Λ. Ηρακλείου...