Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Άρθρο των New York Times για το τρομοκρατικό χτύπημα Ουιγούρων στην πλατεία Τιενανμέν


Νέα εποχή στην εσωτερική ασφάλεια και της Κίνας
Αλλαγές μετά το τρομοκρατικό χτύπημα Ουιγούρων στην πλατεία Τιενανμέν
Τhe New York Times
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Η ευρεία αναθεώρηση της εσωτερικής ασφάλειας και της κινεζικής διπλωματίας θα είναι οι επιπτώσεις της επίθεσης της Δευτέρας στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου, λίγες μόλις εκατοντάδες μέτρα από την έδρα της κινεζικής κυβέρνησης.

Το πρωί της Πέμπτης, η αστυνομία ανακοίνωσε τη σύλληψη πέντε υπόπτων, μελών της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων. Οι κινεζικές αρχές περιγράφουν το περιστατικό ως τρομοκρατική ενέργεια, στην οποία οι δράστες φόρτωσαν καύσιμα και φιάλη υγραερίου στο τζιπ τους, προτού εφορμήσουν με αυτό εναντίον του πλήθους κοντά στην Πύλη της Απαγορευμένης Πόλης. Οι τρεις επιβαίνοντες του οχήματος, καθώς και δύο τουρίστες, σκοτώθηκαν. Οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 40.
Ο Γιανγκ Τζιεμιάν, επίτιμος πρόεδρος του έγκριτου κινεζικού Ινστιτούτου Διεθνών Σπουδών της Σαγκάης, εκτιμά πως η επίθεση αποτελεί σημείο καμπής της κινεζικής πολιτικής. «Οι επιπτώσεις στην Κίνα θα είναι σημαντικές. Η χώρα θα αναθεωρήσει τους ίδιους τους θεσμούς και τα υφιστάμενα αντιτρομοκρατικά μέτρα. Η πλατεία Τιενανμέν είναι συμβολική, άρα και το περιστατικό αυτό καθίσταται συμβολικό», είπε σε ομιλία του στο Χονγκ Κονγκ την Πέμπτη ο κ. Γιανγκ, ο οποίος υποστηρίζει ότι το περιστατικό θα υποχρεώσει το Πεκίνο να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στις εξελίξεις στην Κεντρική Ασία, ιδιαίτερα μετά την αμερικανική απεμπλοκή από το Αφγανιστάν.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε ο παραλληλισμός στον οποίο προέβη ο κ. Γιανγκ, συγκρίνοντας την επίθεση της Δευτέρας με την παράτολμη πτήση και προσγείωση μικρού αεροσκάφους με χειριστή τον νεαρό Γερμανό Ματίας Ρουστ στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας το 1987. Η πτήση του Ρουστ, από το Ελσίνκι στη Μόσχα, αποτέλεσε ισχυρό πλήγμα όχι μόνο για τη φημισμένη σοβιετική αεράμυνα, αλλά και για το σύνολο των σοβιετικών ένοπλων δυνάμεων. Το περιστατικό είχε οδηγήσει στην καθαίρεση περισσότερων των δέκα ανώτατων αξιωματικών του Κόκκινου Στρατού, ενώ μνημονεύθηκε εκτενώς από Δυτικούς αναλυτές ως παράγοντας της αδυναμίας του σοβιετικού στρατού και των μυστικών υπηρεσιών να εμποδίσουν τη μετάβαση της χώρας προς τη δημοκρατία.
Παρότι τίποτα δεν προμηνύει ανάλογες εξελίξεις στη σύγχρονη Κίνα, η ικανότητα ομάδας ατόμων να προσεγγίσουν την καρδιά του Πεκίνου για να πυροδοτήσουν εμπρηστικό μηχανισμό, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα των διωκτικών υπηρεσιών.
Στην ομιλία του, ο κ. Γιανγκ προέβλεψε σειρά «διορθωτικών ρυθμίσεων» στην κινεζική εξωτερική πολιτική. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει η απόδοση μεγαλύτερης προσοχής στη σύναψη περιφερειακών συμμαχιών, ιδίως με τους γείτονες της Κίνας στην Κεντρική Ασία, και η αποφυγή εμπλοκής σε διενέξεις ή αντιπαραθέσεις σε άλλα μέρη του κόσμου.
Η κινεζική κυβέρνηση συνεχίζει να ευνοεί την αρχή που απαγορεύει τις παρεμβάσεις σε ξένες χώρες, αντιστεκόμενη σθεναρά σε κάθε διεθνή εμπλοκή στην υπόθεση της Ταϊβάν και του Θιβέτ, θεωρώντας τις δύο περιοχές αναπόσπαστο τμήμα της Κίνας. Κινέζοι πανεπιστημιακοί αρχίζουν, όμως, να κάνουν λόγο για τις διεθνείς υποχρεώσεις του Πεκίνου και την ανάγκη της Κίνας να επωμισθεί μεγαλύτερα διεθνή βάρη και περισσότερες ευθύνες στη διεθνή σκηνή.
Ακτιβιστές υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων επικρίνουν το Πεκίνο για την ευκολία με την οποία συνάπτει σχέσεις με αυταρχικά ή διεφθαρμένα καθεστώτα, αποφεύγοντας παγίως να ασκεί πιέσεις με στόχο τον εκδημοκρατισμό και την ενίσχυση των πολιτικών ελευθεριών.
Παρά τις τολμηρές θέσεις που αναπτύσσει, ωστόσο, ο Γιανγκ Τζιεμιάν δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ανήκει στην κατηγορία των αντιφρονούντων. Η ομιλία του πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, ενώ ο κ. Γιανγκ ανήκει σε μία από τις εξέχουσες οικογένειες της κινεζικής διπλωματίας, με τον αδελφό του, Γιανγκ Τζιετσί, να έχει υπηρετήσει ως υπουργός Εξωτερικών μέχρι την περασμένη άνοιξη, οπότε και προήχθη σε μέλος του Συμβουλίου του Κράτους, αρμόδιος για θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Ποιοι είναι οι Ουιγούροι
Η μουσουλμανική εθνότητα των Ουιγούρων, που κατοικεί στη δυτική Κίνα, στο Ουζμπεκιστάν και το Καζαχστάν, ασπάστηκε το Ισλάμ τον 10ο αιώνα, για να εξασφαλίσει με την πάροδο των γενεών καθεστώς ημιανεξαρτησίας από την κινεζική αυτοκρατορία.
Η ανακήρυξη της δημοκρατίας στη χώρα, το 1912, οδήγησε στην άρση της λογοκρισίας και επέτρεψε την εξάπλωση της εθνικιστικής ιδεολογίας του παν-τουρκισμού. Οι Ουιγούροι πραγματοποίησαν σημαντικές εξεγέρσεις εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης το 1933 και το 1944.
Η νίκη των κομμουνιστών το 1949 προκάλεσε τη διχοτόμηση της επαρχίας Χσιντζιάνγκ μεταξύ Κίνας και Καζαχστάν.
Η άγονη επαρχία επλήγη ιδιαίτερα από το πρόγραμμα της κολεκτιβοποίησης και του «Μεγάλου Αλματος προς τα Εμπρός» του Μάο, καθώς και από το ιδεολογικό ξέσπασμα της Πολιτιστικής Επανάστασης. Στα διεθνή πρωτοσέλιδα επανήλθαν οι Ουιγούροι το 2009, με τις αιματηρές ταραχές στην πόλη Ουρουμτσί.
Οι ταραχές τον Ιούλιο του 2009 είχαν διάρκεια πολλών ημερών και οδήγησαν στον θάνατο 200 διαδηλωτών. Αφορμή των ταραχών στάθηκε διαδήλωση Ουιγούρων, που διαμαρτύρονταν για την πολιτική του Πεκίνου, σχετικά με τον εποικισμό της επαρχίας τους από μέλη της εθνότητας των Χαν.