Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Το πολύ καλό άρθρο του Αντ. Καρπετόπουλου για τον Φερνάντο Σάντος


Ο πατερούλης και Έλληνας, Φερνάντο Σάντος...
Του Αντώνη Καρπετόπουλου
(Πηγή : http://www.sport24.gr)
Όταν ο Φερνάντο Σάντος είχε έρθει στην Ελλάδα πριν πολλά πολλά χρόνια και είχε βρεθεί στην ΑΕΚ του Μάκη Ψωμιάδη κατά λάθος, και κυρίως γιατί δεν συμφώνησε με τον Αρη, θυμάμαι ότι είχε δηλώσει πως «προτιμάει μια ομάδα που να κερδίζει 4-3 από μια ομάδα που να κερδίζει 1-0».
Ηταν ένας άλλος Σάντος εκείνος.
Οι Πορτογάλοι τον φώναζαν «Ιντζενιέρ», δηλαδή «μηχανικό», ο ίδιος παθιάζονταν όταν μιλούσε στους ρεπόρτερ της ΑΕΚ για το 4-3-3, τη «μικτή ζώνη», την «επιθετική άμυνα». Χθες το βράδυ τον είδα δακρυσμένο και ευτυχισμένο να μιλάει στις κάμερες για την Ελλάδα που ψάχνει λίγη χαρά, τον ιδρώτα των ποδοσφαιριστών του, την καρδιά του που του λέει να μείνει και τη λογική του που του λέει μετά τη Βραζιλία να φύγει από την Εθνική φορτωμένος με αναμνήσεις.
Στα πάνω από δέκα χρόνια παραμονής στην Ελλάδα ο Φερνάντο άλλαξε: ο κάποτε «μηχανικός», είναι ένας συναισθηματικός άνθρωπος. Ο κάποτε δογματικός, που προτιμούσε τον Φερούζεμ από τον Καψή «γιατί κάλυπτε καλύτερα το χώρο», έγινε ένας στοργικός πατερούλης. Τόσο στοργικός, ώστε κατάλαβε πως στο Βουκουρέστι του χρειάζονταν ένα μεγάλο παιδί σαν το Γιώργο Καραγκούνη στο γήπεδο, γιατί οι γιοι αγαπάνε τους μπαμπάδες τους και ειδικά όταν μεγαλώνουν τους καταλαβαίνουν όσο κανείς.
Ψάχνει με λογική
Τρεισήμισι σχεδόν χρόνια μετά την έναρξη της συνεργασίας του με την ΕΠΟ ο Σάντος μοιάζει περισσότερο κατάλληλος για τιμονιέρης της Εθνικής από τη μέρα που την ανέλαβε. Η διαφορά του με το Σάντος που πρωτοήρθε στην Ελλάδα, είναι ότι στην Εθνική δεν προσπάθησε ποτέ να επιβάλει στην ομάδα τα θέλω του, αλλά αντίθετα χρησιμοποιεί τη δύναμη της λογικής του για να την καταλάβει τους παίκτες του: κανείς ποτέ δεν κατάλαβε καλύτερα τους Ελληνες ποδοσφαιριστές – ούτε καν ο Οθωνας Ρεχάγκελ.
Η ομάδα του Σάντος παίζει ρεαλιστικό ποδόσφαιρο, προτιμά τις επαγγελματικές νίκες από το ρίσκο, βασίζεται στην άμυνά της, διατηρεί τις ηγετικές της μορφές που λέγονται Γιώργος Καραγκούνης και Κώστας Κατσουράνης και δημιουργεί σιγά σιγά τους νέους της ήρωες. Στα δυο ματς με τη Ρουμανία, που ο Μήτρογλου έλυσε και το πρόβλημα του γκολ, έδωσε και δείγματα θεαματικού ποδοσφαίρου. Αν κάτι της λείπει – ίσως το μόνο – είναι ένας - δυο χαρισματικοί μέσοι. Και λίγη παραπάνω διάθεση για επιθετικό ποδόσφαιρο, ειδικά στα ματς που είναι το απόλυτο φαβορί. Κατηγορούμε το Σάντος γιατί η ομάδα του καμιά φορά δεν είναι ελκυστική – ή για την ακρίβεια τον κατηγορούμε γιατί μοιάζει να μην θέλει μια τέτοια ομάδα.
Ο Πορτογάλος κατάλαβε που βρίσκεται και τι απαιτήσεις υπάρχουν από τον ίδιο πολύ νωρίτερα ακόμα και από τον Ότο Ρεχάγκελ π.χ που κάποτε, το Μάρτιο του 2002 αν θυμάμαι καλά, μετά από μια ήττα στην Ουκρανία, ήταν με τις βαλίτσες στο χέρι κι ένας Θεός ξέρει πως γλύτωσε την απόλυση. Ο Σάντος εξέλιξε το παιγνίδι του Ρεχάγκελ, το έκανε ακόμα πιο αγαπητό στους παίκτες. Η Εθνική του Σάντος έχει ως πρώτο μέλημα να μην δώσει χώρο στον αντίπαλο, όμως αυτό το κάνει βάσει σχεδίου.
Ο Ρεχάγκελ καμιά φορά καταργούσε τη λογική κολλώντας σε παίκτες που δεν είχαν να προσφέρουν, ή έπαιζαν σε θέσεις που δεν γνώριζαν. Ο Σάντος γνωρίζει τους παίκτες του όσο κανείς και σέβεται τα θέλω τους: για αυτό ακριβώς το λόγο ο Σάντος έχει μόνο 3 ήττες σε επίσημα ματς – εκ των οποίων τη μία, κόντρα στη Βοσνία τον περασμένο Μάρτιο, θα μπορούσε να την αποφύγει, αν δεν είχε την λάθος εκτίμηση ότι ο Αβραάμ Παπαδόπουλος συνήλθε από τον τραυματισμό του.
Διαφορές και ομοιότητες  με τον Ρεχάγκελ
Ο Πορτογάλος αντιλαμβάνεται το ποδόσφαιρο διαφορετικά από το Γερμανό σε ότι αφορά τις λεπτομέρειες – θέλει π.χ μια ομάδα πιο οργανωμένη - θα συμφωνούσε όμως μαζί του σε κάτι πολύ βασικό: και για τους δύο στο ποδόσφαιρο πρώτα μετράνε οι άνθρωποι και μετά όλα τα άλλα.
Ο Πορτογάλος απλοποίησε το παιγνίδι της Εθνικής, ώστε αυτό να είναι κατανοητό από τους παίκτες, όπως ακριβώς έκανε κάποτε κι ο Γερμανός. Στην Ελλάδα οι παίκτες μαθαίνουν από μικροί να σιχαίνονται οτιδήποτε πολύπλοκο. Όσο πιο απλή είναι η κεντρική ιδέα τόσο καλύτερα. Στο παιγνίδι του Σάντος δεν υπάρχουν πλέον σύνθετα πράγματα.
Οι μπακ που είναι καλοί με τη μπάλα στα πόδια (Τοροσίδης, Χοιλέμπας) δικαιούνται να παίρνουν και κάποιες επιθετικές πρωτοβουλίες: οι άλλοι καλύτερα να μην το κάνουν.
Οι κεντρικοί αμυντικοί καλό είναι να πετάνε και την μπάλα στην εξέδρα – ο Σιόβας ακόμα και στο Καραϊσκάκη το κανε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.
Οι αμυντικοί χαφ είναι πάντα δύο και η αποστολή τους είναι να προστατεύουν την άμυνα – όλα τα άλλα έπονται.
Ο Σαμαράς, ο Καραγκούνης και ο Κατσουράνης μπορεί να κινούνται όπου θέλουν φτάνει να δίνουν τη μπάλα λίγο γρήγορα: δεν το κάνουν πάντα, ειδικά με το Σαμαρά θυμώνει, αλλά του αναγνωρίζει ότι δεν κρύβεται.
Στην επίθεση παίζουν οι πιο γρήγοροι (Σαλπιγγίδης, Γκέκας) κι αυτοί που σκοράρουν ευκολότερα: όταν άρχισε να το κάνει ο Μήτρογλου καθιερώθηκε.
Είναι εύκολα αυτά; Ετσι μοιάζουν, αλλά δεν είναι. Ο Σάντος παρέλαβε την Εθνική μας διαλυμένη από καυγάδες: ο Κυργιάκος σταμάτησε νωρίς, ο Γκέκας είπε βιαστικά αντίο, ο Τζόρβας τσακώνονταν με τον Κατσουράνη νομίζοντας ότι «πάλιωσε». Σήμερα η Εθνική είναι ξανά η μεγάλη αγαπημένη παρέα. Μετά το μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής ο Καραγκούνης και ο Κατσουράνης έμοιαζαν τελειωμένοι – ο Σάντος τους ξανάδωσε κίνητρα.
Ο "Κάρα" δεν ήταν στην αποστολή στο πρώτο ταξίδι της Εθνικής στο ξεκίνημα των προκριματικών που οδήγησαν στη Βραζιλία:  ο κόουτς τον ενθάρρυνε να πάει στην Φούλαμ για να συνεχίσει, και τον πίστευε πάντα και τόσο, ώστε στο κρίσιμο δεύτερο μπαράζ με τη Ρουμανία τον ξεκίνησε βασικό. Ο Σάντος έχασε τον πολυτάλαντο Κυριάκο Παπαδόπουλο, αλλά η άμυνά μας δεν έχασε ποτέ τη σταθερότητα της κι ας χρησιμοποιήθηκαν στη θέση του τρομερού μωρού τέσσερις διαφορετικοί στόπερ: όποιος επιλέχτηκε ένοιωθε την εμπιστοσύνη του κόουτς.
Την είχε ανάγκη και ο ίδιος, τον έχει ανάγκη η ομάδα
Το 2010 ο Σάντος είχε ανάγκη την Εθνική μας μετά από τρεις σεζόν γεμάτες στρες στον ΠΑΟΚ: σήμερα η Εθνική έχει ανάγκη τον πατερούλη της. Κυρίως τον έχουν ανάγκη όσοι στη διαδρομή έμειναν πίσω: ο Νίνης, ο Φορτούνης, ο Κονέ, ο Τζαβέλας, ο Σιφάκης, δεν έχουν παρά να δουν πως ο κόουτς μετέτρεψε σε σημαντικό παίκτη της ομάδας τον κομμένο από την αποστολή του τελευταίου Euro Αλέξανδρο Τζιώλη. Στην Πολωνία δεν χωρούσε στους 23, τώρα δεν βγαίνει από το γήπεδο: γιατί ο πατερούλης αναγνωρίζει τα λάθη του, αρκεί τα παιδιά να μην σταματάνε να προσπαθούν.
Χρειαζόμαστε όλοι τον Φερνάντο, πιο πολύ από όσο κάποτε τον Γερμανό μας: αυτό είναι το μήνυμα της περιπέτειας των μπαράζ. Όταν είπε πριν το ματς ότι «πρέπει η ομάδα να παίξει για να σκοράρει και ξέρει το πώς» τα παιδιά του τον άκουσαν: στο 22΄μετά την τρίτη επίθεση σε έξι λεπτά, ο Μήτρογλου έδειξε ότι η θέληση του πατερούλη ήταν για την ομάδα αποστολή.
Ο πατερούλης Φερνάντο δεν πετάχθηκε καν από τον πάγκο: οι μπαμπάδες μπορούν να καμαρώνουν για τους γιους και σιωπηλοί. Κι εμείς που γκρινιάζουμε για το θέαμα και θέλουμε περισσότερα; Ενας ο Φερνάντο μας αγνοεί. Τελευταία πηγαίνει σε μαγαζιά κι ακούει ελληνικά. Υπάρχει ένα παλιό τραγούδι της Δήμητρας Γαλάνη που έχει τίτλο «Σ΄ όποιον αρέσουμε για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε». Αν το μεταφράσουν στον Φερνάντο βάζω στοίχημα ότι θα ενθουσιαστεί.
Κάποτε στο Ρεχάγκελ πρότειναν την ελληνική υπηκοότητα κι αυτός ευγενικά την αρνήθηκε. Νομίζω ότι ο Σάντος θα τη δέχονταν: είναι μια τυπική συμβολική πράξη αναγνώρισης ενός ανθρώπου που είναι ήδη δικός μας….