Το λάθος για το πετρελαϊκό εμπάργκο του ΟΠΕΚ
Και ο μύθος τής ενεργειακής εξάρτησης των ΗΠΑ
Gal Luft και Anne Korin
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Ο πρώτος υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ, ο James Schlesinger, παρατήρησε το 1977 ότι, όταν πρόκειται για την ενέργεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν «μόνο δύο συμπεριφορές: εφησυχασμός και πανικός».
Σήμερα, με τη χώρα στη μέση μιας άνθησης πετρελαίου και φυσικού αερίου που θα μπορούσε κάποια στιγμή να της δώσει το στέμμα τού μεγαλύτερου παραγωγού πετρελαίου στον κόσμο, η ζυγαριά έγειρε προς τον εφησυχασμό. Αλλά, σαν αυτή την εβδομάδα 40 χρόνια πριν, επικρατούσε πανικός, καθώς οι τιμές τού πετρελαίου είχαν τετραπλασιαστεί εντός ολίγων μηνών και οι Αμερικανοί υφίσταντο μια τραυματική έλλειψη βενζίνης, περιμένοντας για ώρες σε μεγάλες ουρές απλώς για να τους υποδεχτεί μια πινακίδα που έγραφε: «Συγγνώμη, καύσιμα τέλος» (“Sorry, no gas”).
Η αιτία αυτών των δεινών, είπαν οι Αμερικανοί στον εαυτό τους, ήταν το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου - η απόφαση του Ιράν και των αραβικών κρατών-μελών τού Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ) να διακόψει τις εξαγωγές πετρελαίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, ως τιμωρία για την υποστήριξή τους προς το Ισραήλ στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973. Και τα μαθήματα που πήραν ήταν εκτεταμένα. Ο φόβος ότι, σε μια δεδομένη στιγμή, η προμήθεια πετρελαίου των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να διακοπεί από μια ξένη χώρα έπεισε ολόκληρη την Ουάσιγκτον ότι η προσέγγισή της όσον αφορά την ενεργειακή ασφάλεια θα πρέπει να επικεντρώνεται σε ένα στόχο: την μείωση των εισαγωγών πετρελαίου από αυτή την ασταθή περιοχή.
Αλλά, οι Αμερικανοί έκαναν λάθος και στα δύο. Το εμπάργκο από μόνο του δεν ήταν η αιτία της ενεργειακής κρίσης. Σε αντίθεση με την δημοφιλή πεποίθηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν εξαρτώντο πραγματικά από τη Μέση Ανατολή για τον εφοδιασμό τους σε πετρέλαιο - σήμερα μόνο 9% των προμηθειών πετρελαίου των ΗΠΑ προέρχεται από την περιοχή. Σε κανένα σημείο τής ιστορίας ο αριθμός αυτός δεν ξεπέρασε το 15%. Αντίθετα, η ουσία τής ενεργειακής ευαισθησίας των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν η αδυναμία τους να διατηρήσουν την τιμή τού πετρελαίου υπό έλεγχο, δεδομένου ότι τα αραβικά πετρελαϊκά βασίλεια ήλεγχαν ασφυκτικά την παγκόσμια προσφορά πετρελαίου. Παρ’ όλα αυτά, στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η ενεργειακή πολιτική τής Ουάσιγκτον βασίζεται στο ελαττωματικό συμπέρασμα ότι η χώρα θα μπορούσε να λύσει όλα τα ενεργειακά δεινά της, μειώνοντας την εξάρτησή της από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής.
Από πού προέκυψε το συμπέρασμα αυτό; Μέχρι τη στιγμή που ήρθη το εξαμηνιαίο εμπάργκο τον Μάρτιο του 1974, η παγκόσμια οικονομία κείτετο σε ερείπια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ανεργία είχε διπλασιαστεί και το ΑΕΠ είχε μειωθεί κατά 6%. Ευρώπη και Ιαπωνία δεν τα πήγαν καλύτερα και τα νεοσύστατα κράτη τής Ασίας και της Αφρικής χτυπήθηκαν με τον χειρότερο τρόπο. Χώρες που εξαρτώντο πλήρως από τις εισαγωγές ενέργειας βρέθηκαν σε μεγάλο βαθμό χρεωμένες, και εκατομμύρια ανέργων φτωχών έπρεπε να μεταναστεύσουν από τις πόλεις πίσω στα χωριά τους.
Η κρίση κατάφερε επίσης ένα πλήγμα στο αμερικανικό κύρος. Στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες ουσιαστικά απέδειξαν ότι χωρίς πετρέλαιο ήταν μια χάρτινη τίγρη. Ένας ανήσυχος υπουργός Εξωτερικών, ο Henry Kissinger, υπέδειξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν έτοιμες να στείλουν στρατιωτικές δυνάμεις στον Περσικό Κόλπο για να καταλάβουν οποιαδήποτε χώρα χρειαζόταν ώστε να κρατήσουν ζωντανή την ροή πετρελαίου. Από το 1973, οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν δυνάμεις στη Μέση Ανατολή επανειλλημμένα, στο όνομα της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού. Επιπλέον, το εμπάργκο δημιούργησε ένα βαθύ αίσθημα ανασφάλειας από το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν συνήλθαν. Η χώρα έχει απεικονιστεί με αυτόν τον τρόπο από τους ίδιους τους ηγέτες της: το 2006, ο γερουσιαστής Τζόζεφ Λίμπερμαν την περιέγραψε ως «έναν θλιβερό γίγαντα, σαν τον Γκιούλιβερ στη Λιλιπούπολη, δεμένο και υποκείμενο στην ιδιοτροπία μικρότερων εθνών».
Η μόνη σωστή απάντηση, όπως φαινόταν, ήταν να σταματήσει η εισαγωγή τόσο πολύ μεσανατολικού πετρελαίου. Κάθε πρόεδρος των ΗΠΑ από το εμπάργκο και μετά, από τον Ρίτσαρντ Νίξον μέχρι τον Μπαράκ Ομπάμα, επιζήτησε τον απατηλό στόχο της «ενεργειακής ανεξαρτησίας», είτε με την αύξηση της εγχώριας προσφοράς πετρελαίου (Ρεπουμπλικάνοι) είτε με τον περιορισμό της ζήτησης μέσω φορολογίας στη βενζίνη και την βελτίωση των προτύπων για την κατανάλωση καύσιμων από τα αυτοκίνητα (Δημοκρατικοί). Οι Αμερικανοί έχουν οδηγηθεί στο να πιστεύουν ότι οι αδυναμίες που συνδέονται με την εξάρτηση από το πετρέλαιο θα βελτιωνόταν μόνον αν μειώνονταν οι εισαγωγές πετρελαίου. Επιπλέον, τους έχουν υποσχεθεί ότι η μείωση των εισαγωγών θα αποφέρει χαμηλότερες τιμές πετρελαίου και επομένως χαμηλότερες τιμές στο βενζινάδικο.
Οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν λάθος πριν από 40 χρόνια και είναι ακόμη περισσότερο σήμερα. Η μεγάλη κούρσα για ενεργειακή αυτάρκεια αντανακλά μια συστηματική αποτυχία να γίνει αντιληπτή η σημασία των γεγονότων τού 1973 - συγκεκριμένα ο ακριβής ρόλος που διαδραμάτισε ο ΟΠΕΚ κατά τη διάρκεια αυτού του επεισοδίου και μέσα στις επόμενες τέσσερις δεκαετίες. Είναι καιρός να ρίξουμε μια φρέσκια ματιά σε αυτά τα γεγονότα, να επανεξετάσουμε την αμερικανική εθνική εμμονή με την ενεργειακή αυτάρκεια, και να επικεντρωθούμε σε λύσεις που έχουν πραγματικά την ευκαιρία να βγάλουν τις Ηνωμένες Πολιτείες - για να μην αναφέρουμε τον υπόλοιπο κόσμο - από το τέλμα.
ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΕΜΠΑΡΓΚΟ
Η πρώτη ένδειξη ότι το εμπάργκο πετρελαίου δεν προκάλεσε τα ενεργειακά δεινά των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ότι η πραγματική (προσαρμοσμένη βάσει του πληθωρισμού) τιμή τού πετρελαίου μειώθηκε ελάχιστα όταν τελείωσε το εμπάργκο και δεν έπεσε πάλι στα προ-εμπάργκο χαμηλά επίπεδα παρά στα τέλη τής δεκαετίας του 1990. Η βασική κινητήρια δύναμη της αύξησης των τιμών τού πετρελαίου ήταν μάλλον μια διαρθρωτική αλλαγή στην αγορά πετρελαίου, η οποία μετατράπηκε από αγορά αγοραστών σε αγορά πωλητών. Από τα μέσα τού 1940 έως το 1970, στις αγορές πετρελαίου κυριαρχούσαν οι λεγόμενες «Επτά Αδελφές» (Seven Sisters), δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες ιδιοκτησίας επενδυτών, που ήλεγχαν την παγκόσμια βιομηχανία πετρελαίου. Αντικαταστάθηκαν από ένα καρτέλ 12 κυβερνήσεων.
Ο ΟΠΕΚ δημιουργήθηκε αρχικά το 1960 από πέντε κράτη-μέλη που ήταν απογοητευμένα. Θεωρούσαν ότι κέρδιζαν πολύ χαμηλό μερίδιο των εσόδων από το πετρέλαιο, και ήταν ενοχλημένα από τις ποσοστώσεις επί των εισαγωγών πετρελαίου που εφάρμοζαν οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1959, και που μείωναν τις τιμές τού πετρελαίου εκτός της Βορείου Αμερικής, διατηρώντας τις παράλληλα υψηλές στο εσωτερικό προς όφελος των εγχώριων πετρελαιοπαραγωγών. Επιπλέον, είχαν την πρόθεση να αλλάξουν την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ αυτών και των εταιρειών πετρελαίου που ανήκαν σε ιδιώτες επενδυτές. Αλλά ο Οργανισμός δεν συγκέντρωσε πραγματική δύναμη παρά μέχρι την επόμενη δεκαετία, αφότου οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν καθαρός εισαγωγέας ενέργειας το 1971.
Οι ιδρυτές τού ΟΠΕΚ κατάλαβαν ότι με την εδραίωση του ελέγχου πάνω σε ένα μεγάλο μέρος των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και με την συνεννόηση για να περικόπτουν την παραγωγή πετρελαίου, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις τιμές σε επίπεδα που αντιστοιχούσαν περισσότερο με τις προτιμήσεις τους. Στα τρία χρόνια πριν από το εμπάργκο, τα μέλη του ΟΠΕΚ εργάστηκαν σκληρά και γρήγορα για να πάρουν τον έλεγχο της διεθνούς αγοράς πετρελαίου. Φορολόγησαν και εθνικοποίησαν τα πετρελαϊκά περιουσιακά τους στοιχεία και εφάρμοσαν αυθαίρετες περικοπές παραγωγής και απότομες αυξήσεις τιμών για να αντισταθμίσουν την απώλεια του εισοδήματός τους που προκαλείτο από την πτώση τής αξίας τού δολαρίου. Τα μέτρα αυτά διπλασίασαν την τιμή τού αργού πετρελαίου μεταξύ 1970 και 1973.
Μια αίσθηση επικείμενης καταστροφής ήταν στον αέρα. Σε ένα άρθρο επιρροής τον Απρίλιο του 1973 στο Foreign Affairs, ο James Akins, ένας ειδικός επί του πετρελαίου στον Λευκό Οίκο που διορίστηκε πρέσβης των ΗΠΑ στη Σαουδική Αραβία, ένα μήνα πριν ξεκινήσει το εμπάργκο προέβλεψε μια πετρελαϊκή κρίση. Ελλείψει επαρκών χρήσεων για τον πετρελαϊκό πλούτο τους, οι Άραβες θα κατέληγαν πιθανόν στο συμπέρασμα ότι το πετρέλαιο στο υπέδαφος ήταν εξίσου καλό όσο και τα χρήματα στην τράπεζα, και ότι θα πρέπει να παράγουν λιγότερο και όχι περισσότερο, παρά την καταιγιστική αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης. Πριν οι Άραβες και οι Ισραηλινοί ανταλλάξουν ούτε καν μια σφαίρα, ο ΟΠΕΚ ήδη εργαζόταν σκληρά για να οδηγήσει προς τα πάνω τις τιμές τού πετρελαίου.
Στη συνέχεια, ήρθε το πραγματικό εμπάργκο. Στις 19 Οκτωβρίου 1973, τα αραβικά κράτη-μέλη τού ΟΠΕΚ και το Ιράν αποφάσισαν να σταματήσουν την αποστολή πετρελαίου στην αγορά των ΗΠΑ ως τιμωρία για την έκκληση του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον στο Κογκρέσο να δώσει 2,2 δισεκατομμύρια δολάρια ως βοήθεια έκτακτης ανάγκης στο Ισραήλ. Αυτό που είχε την μεγαλύτερη σημασία, όμως, δεν ήταν η απόφαση να κοπούν οι εξαγωγές, αλλά η απόφαση του καρτέλ να περικόψει την παραγωγή πετρελαίου.
Η αγορά πετρελαίου είναι σαν μια πισίνα στην οποία οι παραγωγοί ρίχνουν πετρέλαιο και από την οποία οι καταναλωτές αντλούν. Δεν έχει τόση σημασία ποιος αγοράζει ποιο πετρέλαιο και από ποιον. Αν το εμπάργκο απλά συνίστατο στην απαγόρευση εξαγωγών σε συγκεκριμένες χώρες, δεν θα είχε μεγάλη επίδραση στις τιμές, δεδομένου ότι οι χώρες αυτές θα αγόραζαν πετρέλαιο από έναν εναλλακτικό προμηθευτή και το πετρέλαιο του ΟΠΕΚ θα είχε ρεύσει αλλού. Ωστόσο, η μείωση της προσφοράς απέναντι στο ίδιο επίπεδο ζήτησης εγγυάτο ότι θα ανεβάσει τις τιμές σε παγκόσμιο επίπεδο - για όλους - όχι μόνο για τις χώρες τις οποίες αφορά το εμπάργκο. Αυτό που πραγματικά συνέβη ήταν ότι τα βασικά μέλη τού ΟΠΕΚ εκμεταλλεύτηκαν τα γεωπολιτικά γεγονότα για να στραφούν σε ένα χαμηλότερο επίπεδο προσφοράς και να στείλουν τις τιμές σε αυτό που θεωρούσαν ως ένα πιο δίκαιο επίπεδο. Συνολικά, πέντε εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα αποσύρθηκαν από την αγορά, και η τιμή τού αργού τού ΟΠΕΚ διπλασιάστηκε και πάλι, από 5,12 δολάρια στα 11,65 δολάρια ανά βαρέλι.
Εν τω μεταξύ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια άλλη πολιτική είχε ήδη στήσει το σκηνικό για φιδογυριστές ουρές στα βενζινάδικα και απελπισμένους οδηγούς. Η Πράξη Οικονομικής Σταθεροποίησης του 1970, έδωσε στο πρόεδρο τον έλεγχο των μισθών, των ενοικίων και των τιμών σε όλη την αμερικανική αγορά, συμπεριλαμβανομένης της τιμής των καυσίμων. Εκεί που, το 1970, το Υποχρεωτικό Πρόγραμμα Ποσόστωσης Εισαγωγών Πετρελαίου είχε κρατήσει τις τιμές τού πετρελαίου στις ΗΠΑ περίπου 2,5 φορές υψηλότερα από όσο ήταν οι παγκόσμιες τιμές, και οι πολιτικοί δεν έλεγαν τίποτα, η σημαντική άνοδος των τιμών μετά την περικοπή τής παραγωγής τού ΟΠΕΚ το 1973 έβαλε τους πολιτικούς και ρυθμιστικούς μηχανισμούς σε φρενήρη δραστηριότητα. Αδυνατώντας πολιτικά να χαλαρώσει τους ελέγχους των τιμών των καυσίμων και να αφήσει την τιμή τής βενζίνης να ανεβαίνει σε συγχρονισμό με την άνοδο των διεθνών τιμών πετρελαίου, η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε κάνει την πώληση καυσίμων στις Ηνωμένες Πολιτείες μια ζημιογόνα δραστηριότητα για ορισμένα διυλιστήρια. Αυτό προκάλεσε μείωση της εγχώριας παραγωγής καυσίμων. Η ζήτηση δεν μειώθηκε επειδή η κυβέρνηση εμπόδισε τις τιμές από το να αυξηθούν κατά τρόπο που να αντανακλά τα δεδομένα τής αγοράς. Το αποτέλεσμα ήταν οι ελλείψεις στα βενζινάδικα, η εξάπλωση του πανικού και της αβεβαιότητας μεταξύ των αγοραστών, καθώς και η αναδίπλωση της κυβέρνησης: η Επείγουσα Πράξη Διανομής Πετρελαίου, που ψηφίστηκε το Νοέμβριο του 1973, επέτρεψε στην κυβέρνηση να ξεκινήσει σοβιετικού τύπου διανομές και να βάλει δελτίο σε προϊόντα πετρελαίου.
Η ενεργειακή ασφάλεια ορίζεται παραδοσιακά ως η διαθεσιμότητα επαρκούς εφοδιασμού σε προσιτές τιμές. Η συλλογική μνήμη τού εμπάργκο και η αντίδραση των ΗΠΑ σε αυτό, ήταν ως επί το πλείστον διαμορφωμένη από τα γεγονότα που εξελήφθησαν ως ότι θα επηρεάσουν την διαθεσιμότητα - το εμπάργκο και οι ουρές στα βενζινάδικα - παρά από την αλλαγή στάσης τού ΟΠΕΚ στην ισορροπία προσφοράς και ζήτησης, η οποία για δεκαετίες επηρεάζει την πλευρά των δαπανών στα ισοζύγια. Ο Νίξον αντέδρασε στην κρίση με το Σχέδιο Ανεξαρτησίας, με στόχο την επίτευξη ενεργειακής αυτάρκειας για τις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1980, αλλά αγνόησε την πραγματική ιστορία: την δημιουργία καρτέλ για το πιο σημαντικό αγαθό στον κόσμο και τη νέα ισορροπία δυνάμεων που δημιουργήθηκε μεταξύ καταναλωτών και παραγωγών.
Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΕΝΟΣ ΚΑΡΤΕΛ
Οι αναλυτές τείνουν να υποβαθμίζουν τον ρόλο του ΟΠΕΚ στη σύγχρονη αγορά ενέργειας, διακωμωδώντας τον ως μια δυσλειτουργική και άσχετη ομάδα που εδώ και καιρό έχει χάσει την επιρροή της στην διαμόρφωση των τιμών τού πετρελαίου. Παρατηρώντας την συμπεριφορά τού ΟΠΕΚ εβδομάδα την εβδομάδα, κυρίως τις εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ των μελών του, το συμπέρασμα φαίνεται εύλογο. Αλλά, εξετάζοντας την συνολική απόδοση του καρτέλ από το 1973, μπορεί κανείς να εκτιμήσει την ακρίβεια της παρατήρησης του Akins ότι για τον OPEC, το πετρέλαιο στο έδαφος είναι τόσο καλό όσο το χρήμα στην τράπεζα. Κατά τα τελευταία 40 χρόνια, ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει αυξηθεί από τα 4 δισ. στα 7 δισ. ανθρώπους, ο αριθμός των οχημάτων στον κόσμο έχει τετραπλασιαστεί, και η κινεζική οικονομία έχει αναδυθεί από τον λήθαργό της. Όλες αυτές οι τάσεις έχουν προκαλέσει μια αιχμή στην παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου από τα 55 εκατ. βαρέλια την ημέρα το 1973 στα 88 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα σήμερα.
Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες παραγωγοί εκτός ΟΠΕΚ αύξαναν την παραγωγή τους, ο ΟΠΕΚ, ο οποίος κατέχει περίπου τα τρία τέταρτα των συμβατικών αποθεμάτων πετρελαίου στον κόσμο και έχει το χαμηλότερο ανά βαρέλι κόστος παραγωγής στον κόσμο, παράγει σήμερα ακριβώς την ποσότητα πετρελαίου που παρήγαγε και πριν από τέσσερις δεκαετίες: 30 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, που αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τρίτο τής παγκόσμιας προσφοράς. Με άλλα λόγια, ο ΟΠΕΚ παράγει σκόπιμα πολύ λιγότερο πετρέλαιο από όσο του επιτρέπουν τα βεβαιωμένα αποθέματά του, προκειμένου να διατηρήσει τις τιμές υψηλότερες από όσο θα ήταν διαφορετικά. Αν οι εταιρείες πετρελαίου που ανήκουν σε ιδιώτες επενδυτές, όπως η Exxon, η BP, η Shell και η Chevron κάθονταν πάνω στα τρία τέταρτα των συμβατικών αποθεμάτων πετρελαίου στον κόσμο, θα παρείχαν περίπου τα τρία τέταρτα του πετρελαίου στον κόσμο. Και αν όχι, θα υφίσταντο μια μήνυση για μονοπωλιακή πρακτική. Οι αντιμονοπωλιακές μηνύσεις, όμως, δεν λειτουργούν σε βάρος κυρίαρχων κυβερνήσεων, και είναι κυρίαρχες κυβερνήσεις που αποτελούν τον ΟΠΕΚ.
Την ίδια στιγμή, οι αραβικές χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ σήμερα αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δημοσιονομικές υποχρεώσεις ως αποτέλεσμα της αναταραχής της Αραβικής Άνοιξης. Έχουν ανάγκη να διατηρηθεί η τιμή του πετρελαίου αρκετά υψηλά ώστε να διασφαλιστεί ότι θα έχουν αρκετά χρήματα για να διανείμουν ώστε να συγκρατήσουν τις μάζες από το να κάνουν έφοδο κατά των ανακτόρων. Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, οι χώρες τού Περσικού Κόλπου είναι επίσης μεταξύ των ταχύτερα αναπτυσσόμενων καταναλωτών πετρελαίου στον κόσμο - η Σαουδική Αραβία, για παράδειγμα, είναι η έκτη μεγαλύτερη χώρα κατανάλωσης πετρελαίου, χρησιμοποιώντας περισσότερο πετρέλαιο από ό, τι η Γερμανία, η Νότια Κορέα ή ο Καναδάς - γεγονός που σημαίνει ότι έχουν λιγότερο πετρέλαιο για εξαγωγή καθώς η εγχώρια ζήτησή τους αυξάνεται. Αυτό που ο ΟΠΕΚ θεωρεί ως «δίκαιη τιμή» ή «λογική τιμή» τού πετρελαίου - που στην πράξη σημαίνει την τιμή που απαιτούν τα μέλη του για την εξισορρόπηση των εθνικών τους προϋπολογισμών - θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, προκειμένου να διασφαλιστεί η πολιτική σταθερότητα. «Το 1997, σκεπτόμουν ότι τα 20 δολάρια ήταν λογικά. Το 2006, σκεπτόμουν ότι τα 27 δολάρια ήταν λογικά», δήλωσε ο υπουργός πετρελαίου τής Σαουδικής Αραβίας, Ali al Naimi, τον Μάρτιο φέτος. «Τώρα, είναι περίπου στα 100 δολάρια ... και λέω και πάλι, είναι λογικό».
Οι οικονομικές υποχρεώσεις των μελών τού ΟΠΕΚ είναι πιθανό να συνεχίσουν να φουσκώνουν, και έτσι η απάντηση του ΟΠΕΚ στην άνθηση του πετρελαίου στο δυτικό ημισφαίριο, το οποίο έχει την δυνατότητα να μειώνει τις τιμές της ενέργειας, θα πρέπει να αντιστοιχεί σε περικοπές παραγωγής. Αυτό ήταν το modus operandi του καρτέλ από την ίδρυσή του. Όταν οι παραγωγοί εκτός του ΟΠΕΚ όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Νορβηγία αυξήσουν την παραγωγή τους, ο ΟΠΕΚ μπορεί να απαντήσει με αντίστοιχη μείωση της προσφοράς, διατηρώντας ίδιο το συνολικό ποσό τού πετρελαίου στην αγορά. Με ετήσια έσοδα άνω του ενός τρισ. δολαρίων, τα μέλη τού ΟΠΕΚ φαίνεται να αδιαφορούν για τον πόνο που προκάλεσαν στην παγκόσμια οικονομία (για να μην αναφέρουμε τις φτωχότερες χώρες τού κόσμου) με την ραγδαία αύξηση των τιμών τού πετρελαίου.
Με απλά λόγια, αυτό που οι Αμερικανοί εισάγουν από τον Περσικό Κόλπο δεν είναι τόσο το ίδιο το μαύρο υγρό όσο η τιμή του. Όσο το πετρέλαιο είναι ουσιαστικά το μόνο καύσιμο για τις παγκόσμιες μεταφορές, ούτε η ενισχυμένη εγχώρια παραγωγή πετρελαίου ούτε οι βελτιώσεις στην αποδοτικότητα των αυτοκινήτων θα αλλάξουν αυτή την πραγματικότητα. Τέτοιες συνταγές μπορεί να έχουν θετικό αντίκτυπο στο εμπορικό ισοζύγιο και στο περιβάλλον, αλλά θα έχουν ελάχιστη σχέση με την οικονομική επιβάρυνση της εισαγωγής πετρελαίου ή την τιμή που θα αντιμετωπίσουν οι καταναλωτές.
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ, ΜΩΡΟ ΜΟΥ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Ο μισός αιώνας κυριαρχίας τού ΟΠΕΚ στον παγκόσμιο τομέα μεταφορών, μας οδήγησε να δεχτούμε την στρατηγική τής τιμής-έναντι-όγκου από το καρτέλ ως τετελεσμένο γεγονός. Δεν θα έπρεπε. Σε μια σύγχρονη παγκόσμια οικονομία που ορίζεται από το ελεύθερο εμπόριο, το άνοιγμα των αγορών και την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, σε κανένα καρτέλ δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να κυριαρχεί σε κανένα εμπόρευμα, τουλάχιστον όχι στο πιο στρατηγικό από όλα. Το ότι τα περισσότερα μέλη τού ΟΠΕΚ τηρούν τις υποχρεώσεις τους στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και ότι ένα από αυτά, το Κατάρ, φιλοξενεί τις τρέχουσες εμπορικές διαπραγματεύσεις τού ΠΟΕ απλώς τονίζει την ασυνέπεια.
Τι μπορεί να γίνει; Η διάλυση του ΟΠΕΚ είναι απίθανη, δεδομένου ότι όλα τα μέλη του έχουν τα ίδια συμφέροντα, και το να προστατέψουν το καρτέλ είναι ο μόνος τρόπος που διαθέτουν για να παραμείνουν οικονομικά βιώσιμα και να διατηρήσουν την εσωτερική τους σταθερότητα.
Αλλά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τώρα μια μοναδική ευκαιρία να σταθεροποιήσουν τις τιμές τού πετρελαίου - και να το πράξουν σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα. Για να δει κανείς το πώς, μπορεί να κοιτάξει προς το αλάτι, το εμπόρευμα που για το μεγαλύτερο μέρος τής ανθρώπινης ιστορίας είχε την ίδια στρατηγική σημασία που κατέχει σήμερα το πετρέλαιο. Ακριβώς όπως το πετρέλαιο αποτελεί ουσιαστικά το μονοπώλιο στα καύσιμα μεταφοράς, το αλάτι ήταν για αιώνες το μόνο μέσο συντήρησης των τροφίμων. Ως αποτέλεσμα, το κυνήγι τού αλατιού ήταν θέμα πολέμου και ειρήνης και πηγή πραγματικής σύγκρουσης. Ο κλοιός έσπασε με την εφεύρεση των ανταγωνιστικών μεθόδων συντήρησης τροφίμων, όπως η κονσερβοποίηση και η ψύξη. Η στρατηγική σημασία τού αλατιού δεν εξαλείφθηκε επειδή οι χώρες σταμάτησαν την εισαγωγή ή την χρήση αλατιού - στην πραγματικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισάγουν και χρησιμοποιούν περισσότερο αλάτι από όσο ποτέ πριν - αλλά επειδή υπήρξαν άλλες επιλογές. Η στρατηγική σημασία τού πετρελαίου μπορεί να μειωθεί με παρόμοιο τρόπο.
Σε κάθε τομέα στον οποίο το πετρέλαιο έχει αντιμετωπίσει ανταγωνισμό από υποκατάστατα προϊόντα, έχει χάσει μερίδιο αγοράς λόγω της υψηλής τιμής του. Για παράδειγμα, μέχρι το 1973, οι περισσότερες βιομηχανικές χώρες, και, βεβαίως, οι αναπτυσσόμενες, χρησιμοποιούσαν πετρέλαιο για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Μέχρι και ένα τέταρτο της ηλεκτρικής ενέργειας στις ΗΠΑ και το 70% στην Ιαπωνία προερχόταν από το πετρέλαιο. Αλλά, η εμφάνιση της πολιτικής πυρηνικής ενέργειας στην δεκαετία του 1970, ακολουθούμενη από την αύξηση της χρήσης τού φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, εξώθησε αποτελεσματικά το πετρέλαιο από το μίγμα της ηλεκτρικής ενέργειας. Σήμερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, μόνο το ένα τοις εκατό τής ηλεκτρικής ενέργειας προέρχεται από το πετρέλαιο, και μόνο το ένα τοις εκατό τής ζήτησης πετρελαίου στις ΗΠΑ οφείλεται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Παρά τους δημοφιλείς ισχυρισμούς ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά και πυρηνική ενέργεια θα μειώσει την εξάρτηση του κόσμου από το πετρέλαιο, σήμερα, στις περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, ο τομέας τής ηλεκτρικής ενέργειας είναι αποσυνδεδεμένος από το πετρέλαιο.
Μια τέτοια αλλαγή δεν έχει ακόμη συμβεί στον τομέα των μεταφορών, ο οποίος παραμένει κυριαρχούμενος από το πετρέλαιο, όπως ήταν και πριν από τέσσερις δεκαετίες. Άλλα ενεργειακά προϊόντα, όπως το φυσικό αέριο και ο άνθρακας και τα καύσιμα που μπορούν να γίνουν από αυτά, είναι πολύ λιγότερο δαπανηρά από το πετρέλαιο και τα καύσιμα με βάση το πετρέλαιο. Ωστόσο, εφ’ όσον τα αυτοκίνητα κατασκευάζονται και πιστοποιούνται να λειτουργούν με τίποτα άλλο εκτός από καύσιμα πετρελαίου, το πετρέλαιο θα συνεχίσει να είναι ένας αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος και δεν θα αντιμετωπίσει ανταγωνισμό στο βενζινάδικο. Σε περίπτωση που τα αυτοκίνητα ανοίξουν σε μια ποικιλία καυσίμων, όμως, το πετρέλαιο θα αναγκαστεί να ανταγωνιστεί για μερίδιο αγοράς και ο ανταγωνισμός θα συμπιέσει τις τιμές τού πετρελαίου ακόμη και την ώρα που θα οδηγεί τις τιμές άλλων ενεργειακών εμπορευμάτων υψηλότερα.
Η πανταχού παρουσία των οχημάτων που κινούνται μόνο με καύσιμα πετρελαίου, παρά την ύπαρξη φθηνότερων μη πετρελαϊκών καυσίμων, είναι εν μέρει αποτέλεσμα του προβλήματος συντονισμού μεταξύ σταθμών καυσίμων, κατασκευαστών καυσίμων και κατασκευαστών αυτοκινήτων, και εν μέρει οφείλεται στα εδραιωμένα κανονιστικά πλεονεκτήματα που έχει συσσωρεύσει το πετρέλαιο με τα χρόνια. Αυτά μπορούν και πρέπει να αλλάξουν.
ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ
Η πρόσφατη εξάπλωση των τεχνολογιών τής ρηγμάτωσης [σχιστολιθικών πετρωμάτων για εξαγωγή καυσίμων] και των οριζόντιων γεωτρήσεων, έχει απελευθερώσει τόσο μεγάλες ποσότητες «σφιχτού» πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Βόρεια Αμερική που έχει γίνει κλισέ η διακήρυξη της «ενεργειακής επανάστασης». Αλλά, αν η εξέλιξη αυτή πρόκειται να έχει μια πραγματική και διαρκή επίπτωση στην ασφάλεια της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου, θα προέλθει από την αντισυμβατική παραγωγή φυσικού αερίου και όχι από την αντισυμβατική παραγωγή πετρελαίου. Οι αυξήσεις στην εγχώρια παραγωγή πετρελαίου είναι, στο κάτω-κάτω, ασήμαντες σε σχέση με τον ΟΠΕΚ. Το χαμηλού κόστους φυσικό αέριο είναι μια άλλη ιστορία.
Στις τρέχουσες τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου, το πετρέλαιο κοστίζει πέντε φορές περισσότερο από όσο το φυσικό αέριο σε μια βάση ισοδύναμης ενέργειας. Όμως, παρά το χαμηλό κόστος του, λιγότερο από το ένα τοις εκατό του αμερικανικού φυσικού αερίου χρησιμοποιείται ως καύσιμο για αυτοκίνητα. Υπάρχουν μερικοί τρόποι για να γίνει χρήση φυσικού αερίου στις μεταφορές. Κάποιοι θα χρησιμοποιήσουν τα φθηνά καύσιμα, αλλά θα αυξήσουν το κόστος των οχημάτων. Άλλοι θα μπορέσουν να κρατήσουν χαμηλά το κόστος και των δύο. Για παράδειγμα, η χρήση πεπιεσμένου φυσικού αερίου σε οχήματα, ενώ είναι αρκετά φθηνή από την πλευρά τού καυσίμου, θα καθιστούσε πιο ακριβά τα αυτοκίνητα, δεδομένου ότι για λόγους ασφαλείας ένα αέριο καύσιμο υπό πίεση απαιτεί μια πολύ πιο δαπανηρή δεξαμενή καυσίμου από ό, τι ένα υγρό καύσιμο. Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από φυσικό αέριο θα μπορούσε να τροφοδοτήσει υβριδικά και ηλεκτρικά οχήματα – κάτι επίσης κάπως δαπανηρό από την πλευρά τού οχήματος και αρκετά φθηνό από την πλευρά των καυσίμων. Το φυσικό αέριο θα μπορούσε επίσης να μετατραπεί σε υγρό καύσιμο, όπως η βενζίνη, η αιθανόλη και η μεθανόλη, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από κινητήρες ικανούς να λειτουργούν με οποιοδήποτε μείγμα βενζίνης και αλκοόλης. Αυτή η τελευταία επιλογή θα προσθέσει μετά βίας περί τα 100 δολάρια στο κόστος ενός οχήματος.
Η μεθανόλη προσφέρει μια ιδιαίτερα ελκυστική εναλλακτική λύση, λόγω της προσιτής τιμής της (πωλείται σήμερα κατά ένα δολάριο λιγότερο από όσο ένα γαλόνι βενζίνης σε μια ενεργειακά ισοδύναμη βάση), της επεκτασιμότητάς της, και του πολύ χαμηλού κόστους που χρειάζεται για να γίνουν τα οχήματα ικανά να την χρησιμοποιούν. Το μόνο που χρειάζεται ένα αυτοκίνητο για να μπορέσει να λειτουργεί με μεθανόλη είναι ένας αισθητήρας καυσίμου και μια παροχή καυσίμου ανθεκτική στην διάβρωση. Και στην πραγματικότητα, η Κίνα έχει ανοίξει την αγορά καυσίμων των μεταφορών στην μεθανόλη και έχει καταστεί ο μεγαλύτερος παραγωγός και χρήστης μεθανόλης στον κόσμο, η οποία [μεθανόλη] στην Κίνα προέρχεται κατά κύριο λόγο από τον άνθρακα. Τα οικονομικά τού καυσίμου είναι τόσο ελκυστικά που η παράνομη ανάμειξη μεθανόλης και βενζίνης είναι ανεξέλεγκτη.
Το άνοιγμα των οχημάτων στον ανταγωνισμό των καυσίμων θα φέρει τα φθηνά και άφθονα αγαθά όπως το φυσικό αέριο και τον άνθρακα εναντίον ενός καυσίμου η παροχή του οποίου περιορίζεται χρονίως από ένα καρτέλ και του οποίου η τιμή είναι, κατά συνέπεια, φουσκωμένη. Η επακόλουθη αύξηση της παραγωγικής ικανότητας των μη πετρελαϊκών καυσίμων, και η ικανότητα να αλλάζει κανείς σε μια στιγμή μεταξύ των διαφόρων πηγών καυσίμου στα βενζινάδικα ανάλογα με τις ανά μίλι τιμές τους, θα επιτρέψει επιτέλους στον ανταγωνισμό στην αγορά να μειώσει την τιμή τού πετρελαίου.
Οι πραγματικότητες της γεωλογίας και του συγκριτικού οριακού κόστους παραγωγής σε διάφορες περιοχές καθιστούν εξαιρετικά απίθανο ότι ο ΟΠΕΚ μπορεί να ξεριζωθεί από την μονοπωλιακή θέση του στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Αλλά, οχήματα που θα κινούνται με ανταγωνιστικά καύσιμα θα κάνουν το καρτέλ απλώς άλλον έναν προμηθευτή εμπορευμάτων, όταν πρόκειται για την αγορά καυσίμων για τις μεταφορές. Για να συμβεί αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουν ότι η τρέχουσα προσέγγισή τους μπορεί να φέρει αυτάρκεια πετρελαίου, αλλά δεν θα πάει την χώρα πουθενά κοντά στην ενεργειακή ασφάλεια. Η αληθινή ενεργειακή ασφάλεια δεν θα απαιτεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες να προστατευτούν από τον υπόλοιπο κόσμο. Αντίθετα, θα απαιτήσει από τις Ηνωμένες Πολιτείες να εφαρμόσουν στον τομέα των καυσίμων για μεταφορές, τις οικονομικές αρχές που τιμούσαν πάντα: τις επιλογές των καταναλωτών, τις ανοικτές αγορές, καθώς και τον έντονο ανταγωνισμό.
* Ο GAL LUFT και η ANNE KORIN είναι συνδιευθυντές τού Institute for the Analysis of Global Security και βασικοί σύμβουλοι στο Συμβούλιο Ενεργειακής Ασφάλειας των ΗΠΑ. Έχουν συγγράψει το βιβλίο με τίτλο Petropoly: The Collapse of America’s Energy Security Paradigm.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/140172/gal-luft-and-anne-korin/th...