Η σχέση του Τσώρτσιλ με την Ελλάδα
Οι πολεμικοί στόχοι και οι μεταπολεμικές επιδιώξεις του Βρετανού πρωθυπουργού
Του Σωτήρη Ριζά
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ διασταυρώθηκε με την Ελλάδα επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της μακράς πολιτικής του σταδιοδρομίας σε ένα διάστημα τουλάχιστον τεσσάρων δεκαετιών, από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως την ανακίνηση του Κυπριακού στη δεκαετία του 1950.
Η πιο σημαντική όμως εμπλοκή του στις ελληνικές υποθέσεις ήταν αυτή που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συνέπεσε με την πρωθυπουργία του (1940-1945).
Το πρώτο θέμα που τέθηκε στον Τσώρτσιλ τον Οκτώβριο του 1940, όταν η Ελλάδα εκδήλωσε έμπρακτα την απόφασή της να αντισταθεί στην ιταλική επιθετικότητα, ήταν η παροχή βοήθειας, υλικής και στρατιωτικής, εκ μέρους της Βρετανίας. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα της ηπειρωτικής Ευρώπης που αντιστεκόταν στον Αξονα και κατά συνέπεια η πολιτική της αυτή αποκτούσε ανυπολόγιστη ηθική και ψυχολογική αξία. Ο Τσώρτσιλ κατανοούσε ότι η Βρετανία δεν διέθετε πλεόνασμα μέσων ή δυνάμεων, ιδίως τη στιγμή κατά την οποία η σύγκρουση στη Βόρεια Αφρική παρέμενε αμφίρροπη. Θα επέμενε όμως, εκτός από τη ρητορική που χρησιμοποίησε για το γενναίο φρόνημα των Ελλήνων, στην ανάγκη αποστολής υλικής βοήθειας. Η βοήθεια ήταν τελικά ελάχιστη, καθώς η παροχή της προσέκρουσε στις επιφυλάξεις του βρετανικού Γενικού Επιτελείου, ενώ στάθηκε αδύνατη και η παρενόχληση της ιταλικής πολεμικής προσπάθειας με προσβολή στόχων στην ίδια την Ιταλία.
Το βασικό στοιχείο όμως που θα απασχολούσε τις δύο κυβερνήσεις δεν θα ήταν τελικά η ελληνο-ιταλική σύγκρουση, αφού ο ελληνικός στρατός προς έκπληξη και των Βρετανών θα απέκρουε τελικά τους Ιταλούς και θα τους ωθούσε στο αλβανικό έδαφος, αλλά η ελληνική στάση στην περίπτωση της σχεδόν προεξοφλούμενης γερμανικής επίθεσης. Ο Τσώρτσιλ απέβλεπε στην αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στη Βόρεια Ελλάδα, έστω περιορισμένων, με στόχο την εκδήλωση της έμπρακτης υποστήριξης της Βρετανίας σε μια σύμμαχο καθώς κατανοούσε ότι σε διαφορετική περίπτωση η βρετανική αξιοπιστία έναντι όλων ασφαλώς θα υπονομευόταν. Στη διαμόρφωση της βρετανικής πολιτικής βάραινε ασφαλώς και η ανάγκη, από την οπτική του Λονδίνου, να παραμείνει η Ελλάδα εμπόλεμη και να μην επανέλθει σε καθεστώς ουδετερότητας συνάπτοντας ανακωχή ή ειρήνη με την Ιταλία. Η ελληνική κυβέρνηση από την άλλη πλευρά απέβλεπε στην αποφυγή περιττών προκλήσεων έναντι της Γερμανίας. Ετσι, αν και ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς διαβεβαίωνε τους Βρετανούς ότι η Ελλάδα θα παρέμενε στο συμμαχικό στρατόπεδο, και δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο Ελληνας πρωθυπουργός βρισκόταν ενώπιον μιας πραγματικής προοπτικής ανακωχής με την Ιταλία, ήταν αρνητικός στο ενδεχόμενο αποστολής στη Βόρεια Ελλάδα μιας μικρής βρετανικής δύναμης, η οποία δεν θα αποτελούσε υπολογίσιμο στρατιωτικό παράγοντα έναντι της Βέρμαχτ αλλά θα προκαλούσε το Βερολίνο.
Δύσκολες συνομιλίες
Οι ελληνικές επιφυλάξεις παρέμειναν ισχυρές και μετά τον θάνατο του Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου 1941. Αυτή τη φορά το πλαίσιο της διαφωνίας θα αποτελούσαν οι ελληνοβρετανικές συνομιλίες για την οργάνωση πρόσφορης γραμμής άμυνας, με τους Βρετανούς να προκρίνουν ως κατάλληλη τη γραμμή του Αλιάκμονα, κάτι που σήμαινε εγκατάλειψη του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας, και τον αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο να επιμένει σε άμυνα επί της ελληνοβουλγαρικής συνοριακής γραμμής και των οχυρών και διατήρηση των ελληνικών δυνάμεων στο αλβανικό μέτωπο. Τις διαπραγματεύσεις εκ μέρους των Βρετανών διεξήγαγε ο Αντονυ Ηντεν εξουσιοδοτημένος από τον Τσώρτσιλ και το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο. Ο Βρετανός πρωθυπουργός θα αναρωτιόταν στις αρχές Μαρτίου μήπως οι Ελληνες είχαν πιεστεί υπερβολικά από τον Ηντεν, αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα ερώτημα που ανέκυπτε στη ροή συζητήσεων που ήταν πράγματι δύσκολες και όχι από θεμελιώδη στρατηγική αντίληψη, αφού ο ίδιος ο Τσώρτσιλ θεωρούσε πολιτικώς αναγκαίο να υπάρξει βρετανική συνδρομή ακόμα και στην περίπτωση που οι πιθανότητες επιτυχίας από στρατιωτικής πλευράς ήταν ελάχιστες.
Η επίτευξη συμφωνίας ήταν πρακτικά αδύνατη, αλλά η στρατιωτική αδυναμία των Βρετανών και η εξάντληση των ελληνικών δυνατοτήτων έγιναν σαφείς με την εκδήλωση της επίθεσης της Βέρμαχτ στις 6 Απριλίου 1941. Οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου και την Αθήνα στις 27. Στο τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου επρόκειτο να επιτεθούν και να καταλάβουν την Κρήτη, την οποία οι Βρετανοί ήλπιζαν αβάσιμα ότι θα μπορούσαν να διατηρήσουν. Τα υπολείμματα των ελληνικών δυνάμεων και η κυβέρνηση θα κατέφευγαν στη Μέση Ανατολή και θα παρέμεναν εκεί υπό βρετανικό έλεγχο.
Επεδίωκε τον πλήρη έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου
Το ελληνικό πρόβλημα πλέον για τον Τσώρτσιλ ήταν κυρίως πολιτικό και στρατηγικό. Η Βρετανία διατηρούσε τις αυτοκρατορικές της αξιώσεις και απέβλεπε στην ανασύσταση της ζώνης επιρροής της με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως παραδοσιακή ναυτική δύναμη επεδίωκε τον πλήρη έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής και η διατήρηση της επιρροής της στην Ελλάδα συνιστούσε ακρογωνιαίο λίθο αυτής της στρατηγικής. Ως αναντικατάστατο μέσο άσκησης της βρετανικής επιρροής ο Τσώρτσιλ θεωρούσε τον θρόνο. Συντηρητικός ο ίδιος και αφοσιωμένος στον θεσμό της μοναρχίας έβλεπε επίσης στο πρόσωπο του Γεωργίου και έναν αφοσιωμένο φίλο του Λονδίνου. Ο Βρετανός πρωθυπουργός δεν θα απέδιδε οποιαδήποτε σημασία σε αιτήματα που προέρχονταν από την κατεχόμενη Ελλάδα, τόσο από τον παλαιό πολιτικό κόσμο όσο και από τον ραγδαία ανερχόμενο νέο παράγοντα, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, καθώς το στέμμα είχε απολέσει το λαϊκό του έρεισμα ως συνέπεια της ταύτισής του με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Η πολιτική του Τσώρτσιλ θα έφθανε στις ακραίες συνέπειές της τον Αύγουστο του 1943 όταν εκδιώχθηκε από το Κάιρο αντιπροσωπεία ευρύτατου φάσματος αντιστασιακών οργανώσεων που είχε ζητήσει την ανάληψη δέσμευσης για οργάνωση δημοψηφίσματος και την παραμονή του βασιλιά εκτός της χώρας έως τη διεξαγωγή του. Η προτίμηση του Τσώρτσιλ θα κλονιζόταν στιγμιαία, αλλά η αλλαγή πολιτικής θα αποτρεπόταν από τον Αμερικανό πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούσβελτ στο τέλος του 1943.
Ο Βασιλιάς
Ο Τσώρτσιλ θα αντιμετώπιζε επίσης με πυγμή τις στάσεις των βενιζελικών και αριστερών στοιχείων στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής το 1943-44. Ο Βρετανός πρωθυπουργός θα αποδεχόταν ως αναγκαιότητα την παραμονή στο εξωτερικό του βασιλιά μόνο τον Σεπτέμβριο του 1944 όταν θα συνειδητοποιούσε ότι η ισχύς του ΕΑΜ στο εσωτερικό της χώρας ήταν μεγάλη και ότι η επιμονή του για επάνοδο του βασιλιά θα διέλυε την κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, η οποία συνιστούσε το καλύτερο χαρτί των Βρετανών για την ανάκτηση του ελέγχου της χώρας που θεωρούσαν στρατηγικά σημαντική.
Καθοριστικές γεωπολιτικές επιλογές
Αυτή η γεωπολιτική επιλογή αντανακλάτο στις επιλογές του Τσώρτσιλ κατά τις αγγλοσοβιετικές συνομιλίες της Μόσχας τον Οκτώβριο του 1944 που κατέληξαν στη γνωστή συμφωνία των ποσοστών. Εκεί έθεσε ως διαπραγματευτική του προτεραιότητα την αναγνώριση του βρετανικού ελέγχου στην Ελλάδα με αντάλλαγμα την αναγνώριση σοβιετικού προβαδίσματος στα Βαλκάνια όπου δέσποζε ο Ερυθρός Στρατός. Προσωρινά, όπως αποδείχθηκε, η Γιουγκοσλαβία θα αποτελούσε πεδίο επιρροής από κοινού.
Διαφορετική χώρα
Η συμφωνία σε επίπεδο κορυφής δεν σήμαινε αυτόματη εφαρμογή της. Τον Οκτώβριο του 1944 είχε απελευθερωθεί μια Ελλάδα πολύ διαφορετική από την προπολεμική από άποψη πολιτική και κοινωνική. Το ΕΑΜ, διευθυνόμενο από το ΚΚΕ, διέθετε τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της επικράτειας με τη συνδρομή του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ). Είχε καλύψει το κενό πολιτικής εκπροσώπησης που είχε δημιουργήσει η δικτατορία της 4ης Αυγούστου και η κατοχή με ένα μείγμα κινητοποίησης νέων ομάδων που παρέμεναν έως τότε στο περιθώριο της πολιτικής ή εξαρτημένοι, όπως οι αγρότες, οι νέοι και οι γυναίκες, κεφαλαιοποίησης σχισμάτων που ανάγονταν στον Μεσοπόλεμο, όπως των προσφύγων έναντι των γηγενών, της επιθυμίας για αντίσταση στις πόλεις και την ύπαιθρο και καταναγκασμού, μέσω της εξουδετέρωσης ανταγωνιστικών αντιστασιακών ομάδων. Το ΚΚΕ είχε συγκατατεθεί με δυσκολία στη συμμετοχή του στην κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Είχε συντελέσει σ’ αυτό η στάση της Μόσχας, που δεν ευνοούσε ρήξη με τους Αγγλοαμερικανούς σε μια καμπή του πολέμου κατά την οποία δεν είχε εξασφαλίσει ακόμα τη σύσταση μιας ζώνης σοβιετικού ελέγχου στην Ανατολική Ευρώπη, η αντίθεση μετριοπαθών εταίρων, όπως οι σοσιαλιστές υπό τον Αλέξανδρο Σβώλο, αλλά και ο δισταγμός του ΕΑΜ έναντι των μεγάλων Βρετανών Συμμάχων. Τον Νοέμβριο όμως ο Τσώρτσιλ συμπέραινε ότι η ελευθερία κινήσεων που είχε αποκτήσει στη Μόσχα δεν θα μεταφραζόταν σε έλεγχο της Ελλάδας αν δεν διαλυόταν ο ΕΛΑΣ.
Στρατιωτική εμπλοκή
Η διαφωνία σχετικά με τη σύσταση του νέου στρατού ήταν συνεπώς σύγκρουση για τον έλεγχο της χώρας, τον οποίο δεν μπορούσε να εξασφαλίσει ο Παπανδρέου και ο παλαιός πολιτικός κόσμος. Ο Τσώρτσιλ προφανώς υποτιμώντας το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, όπως άλλωστε και η ηγεσία του ΚΚΕ υποτίμησε τη βρετανική δέσμευση στην Ελλάδα, αποφάσισε τη στρατιωτική επέμβαση. Καθώς αυτή ήταν αναποτελεσματική κατά το πρώτο δεκαήμερο των Δεκεμβριανών κλιμακώθηκε για να φθάσει η βρετανική δύναμη τον αριθμό των 90.000 ανδρών, επίπεδο εκπληκτικό αν ληφθεί υπόψη ότι εξελισσόταν παράλληλα η τελευταία και σκληρότατη φάση του πολέμου στην Ιταλία. Το πολιτικό κόστος των Δεκεμβριανών για τον Βρετανό πρωθυπουργό ήταν υψηλό, αφού επικρίθηκε έντονα και στη Βρετανία αλλά κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες εξελίσσονταν σε κρίσιμο παράγοντα για τη βρετανική πολιτική στον μεταπολεμικό κόσμο.
Η πολιτική του Τσώρτσιλ τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1944 πάντως σφράγισε, αν και όχι οριστικά, τη μεταπολεμική εξέλιξη στην Ελλάδα. Ακόμα, η απόφασή του, τον Απρίλιο του 1945, να ανατρέψει τον πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα, του οποίου η πολιτική θεωρείτο ότι απέβλεπε σε επικράτηση των παλαιών δημοκρατικών με την ανοχή της αριστεράς, δεν συνέβαλε στον κατευνασμό. Αντίθετα, υπονόμευσε τη συμφωνία της Βάρκιζας, της μόνης πολιτικής διευθέτησης που μπορούσε να αποτρέψει τον εμφύλιο πόλεμο και εν τέλει την υποκατάσταση της εξασθενημένης Βρετανίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες με το Δόγμα Τρούμαν τον Μάρτιο του 1947.
* Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ερευνας της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.