Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Άρθρο της Le Monde diplomatique για την επιστροφή της Ρωσίας στην παγκόσμια σκηνή με τολμηρή διπλωματία


Επιστροφή στην παγκόσμια σκηνή με τολμηρή διπλωματία
Ρωσία
(Πηγή : http://www.monde-diplomatique.gr)
par Lévesque Jacques [Βασιλοπούλου Κορίνα (μτφ)]
Σε μια εποχή όπου οι αποκαλύψεις περί συστηματικής κατασκοπίας των συμμάχων της φέρνουν σε δύσκολη θέση την Ουάσινγκτον, η Μόσχα μοιάζει να συγκεντρώνει επιτυχίες στη διεθνή σκηνή (υπόθεση Σνόουντεν, Συρία).
Έχοντας κληρονομήσει μια τρομερή, αν και αποδυναμωμένη διπλωματία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η Ρωσία εκτιμά ότι ξαναβρήκε επιτέλους τη θέση της μεγάλης δύναμης που της αξίζει.
Τους τελευταίους μήνες, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, πέτυχε δύο νίκες μείζονος σημασίας στη διεθνή σκηνή. Τον Αύγουστο, προσέφερε άσυλο στον Αμερικανό επιστήμονα της πληροφορικής Έντουαρντ Σνόουντεν, χάρη στον οποίο διέρρευσαν οι συγκλονιστικές πληροφορίες για τα συστήματα ψηφιακής παρακολούθησης από την αμερικανική Εθνική Υπηρεσία Ασφάλειας (National Security Agency, NSA). Τότε μπόρεσε να υπερηφανευθεί για το γεγονός ότι η Ρωσία ήταν η μοναδική χώρα στον κόσμο που κατόρθωσε να αντισταθεί στις απαιτήσεις της Ουάσινγκτον. Ακόμα και η Κίνα υποχώρησε, ενώ ακολούθησαν η Βενεζουέλα, το Εκουαδόρ, ακόμα και η Κούβα, χρησιμοποιώντας υπεκφυγές.
Παραδόξως, οι πιέσεις που ασκήθηκαν από τον Αμερικανό αντιπρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, και από τον ίδιο τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα προς τις κυβερνήσεις που εκδήλωσαν την προθυμία να παράσχουν άσυλο στον νεαρό Αμερικανό, συνέβαλαν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην επιτυχία του Πούτιν. Με τον τρόπο που έδρασε η Ουάσινγκτον, παρουσίασε τον Σνόουντεν ως κίνδυνο για την ασφάλεια σχεδόν ισάξιο με τον πρώην ηγέτη της Αλ Κάιντα, Οσάμα Μπιν Λάντεν. Έπεισε μάλιστα τους συμμάχους να απαγορεύσουν τη διέλευση του αεροπλάνου του προέδρου της Βολιβίας, Εβο Μοράλες, [1] από τον εναέριο χώρο τους, επειδή είχαν την υπόνοια ότι μετέφερε τον Σνόουντεν. Μια τέτοια ατμόσφαιρα συνέβαλε στο να αναδείξει την « τόλμη » του Πούτιν τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή πολιτική σκηνή. Στη Μόσχα, πολλοί αντίπαλοί του χαιρέτησαν την κίνησή του στο όνομα της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών.
Αλλά, η πραγματική επιτυχία του Πούτιν, πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς από την προηγούμενη, κερδήθηκε στο κεφάλαιο Συρία. Χάρη στην υπόσχεση που απέσπασε από τον Μπασάρ Αλ Άσαντ για την καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της χώρας του υπό διεθνή επιτήρηση, ο Ομπάμα αποφάσισε τελικά να αναστείλει « προσωρινά » τους σχεδιαζόμενους προς παραδειγματισμό βομβαρδισμούς. Μέχρι τότε, ο Λευκός Οίκος απειλούσε τη Μόσχα με διεθνή απομόνωση, κατακεραυνώνοντάς τη για την υποστήριξή της στο καθεστώς της Δαμασκού και για την αντίθεσή της σε οποιαδήποτε κύρωση από τον ΟΗΕ. Εύλογα, λοιπόν, ο Πούτιν εμφανίζεται σήμερα ως εκείνος ο αρχηγός κράτους που κατάφερε να αποτρέψει μια στρατιωτική επιχείρηση με τρομακτικές συνέπειες. Ακόμα κι εκεί, η νίκη του διευκολύνθηκε από τους εσφαλμένους υπολογισμούς της αμερικανικής κυβέρνησης. Μετά την άρνηση της Βρετανίας να συμμετάσχει στην επιχειρούμενη επέμβαση, ο Ομπάμα κινδύνευε να γνωρίσει και δεύτερη αποτυχία, με απρόβλεπτες συνέπειες, στην προσπάθειά του να πετύχει την έγκριση του αμερικανικού Κογκρέσου. Παρότι τα στρατιωτικά αντίποινα, στα οποία συμφώνησε ο Ομπάμα για λόγους αξιοπιστίας, θα ήταν «εξαιρετικά περιορισμένα», σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποίησε ο υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι, στις 9 Σεπτεμβρίου [2], του προκαλούσαν έντονη αποστροφή. Την επομένη της συμφωνίας που επετεύχθη χάρη στον Πούτιν, η εφημερίδα Izvestia κυκλοφορούσε με τον ακόλουθο τίτλο : «Η Ρωσία έρχεται να συνδράμει τον Ομπάμα» (12 Σεπτεμβρίου 2013).
Επιδεικνύοντας σύνεση, ο Ρώσος πρόεδρος επιφυλάχθηκε να εκδηλώσει την ίδια διάθεση θριαμβολογίας με τους αυλικούς του. Σε πλήρη αρμονία με τους διπλωμάτες του, βλέπει σε αυτές τις τελευταίες εξελίξεις ένα σημείο των καιρών και μια ιστορική ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη. Σε σημείο, μάλιστα, που αν ο Σνόουντεν είχε φτάσει στη Μόσχα τον Οκτώβριο αντί για τον Ιούλιο, χωρίς αμφιβολία δεν θα είχε μπορέσει να παραμείνει εκεί.
Τα δύο τελευταία χρόνια, η στάση της Ρωσίας απέναντι στον πόλεμο της Συρίας βγάζει στην επιφάνεια τους φόβους και τις απογοητεύσεις της, καθώς και τους μακροπρόθεσμους στόχους και τις φιλοδοξίες της στη διεθνή σκηνή. Συγχρόνως, ρίχνει φως πάνω στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Πούτιν στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.
Οι δύο πόλεμοι στην Τσετσενία (1994-1996 και 1999-2000) άφησαν ανεξίτηλα σημάδια. Μολονότι οι επιθέσεις αυτοκτονίας και οι απόπειρες κατά των δυνάμεων της τάξης δεν έχουν την ίδια έκταση ούτε προκαλούν τόσα θύματα, παραμένουν ιδιαίτερα συχνές στον Βόρειο Καύκασο και ρίχνουν λάδι στη φωτιά, ιδιαίτερα στο Νταγκεστάν και στην Ινγκουσετία –όσο και αν οι συγκρούσεις και τα εγκλήματα που γίνονται σχετίζονται περισσότερο με τη δράση συμμοριών παρά με πολιτικά αίτια. Οι ένοπλες ομάδες των Τσετσένων είναι λιγότερο συντονισμένες, περισσότερο διάσπαρτες, αλλά πάντοτε παρούσες. Τον Ιούλιο του 2012, δύο πρωτοφανείς επιθέσεις σημειώθηκαν στο Ταταρστάν, το οποίο, ωστόσο, είναι πολύ μακριά από τον Βόρειο Καύκασο. Και ο εκτός νόμου Τσετσένος ηγέτης, Ντόκου Ουμάροφ, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε εμίρης του Καυκάσου, υποσχέθηκε ότι θα εξαπολύσει χτυπήματα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σότσι, τον Φεβρουάριο του 2014.
Σύμφωνα με ορισμένους Αμερικανούς παρατηρητές, όπως ο Γκόρντον Χαν από το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών [Center for Strategic and International Studies (CSIS)] στην Ουάσινγκτον, [3], μεγάλο τμήμα του ρωσικού Τύπου εκτιμά ότι εκατοντάδες πολεμιστές από τη Ρωσία πολεμούν στη Συρία κατά του καθεστώτος. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί η Ρωσία εξακολουθούσε να παρέχει όπλα στην κυβέρνηση Αλ Άσαντ.
Για τον Πούτιν και για τον περίγυρό του τυχόν διάλυση του συριακού στρατού θα μετέτρεπε τη χώρασε μια νέα Σομαλία, αλλά με περισσότερα όπλα, σε μια περιοχή που κρύβει διαφορετικούς κινδύνους και που ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τους ένοπλους που δρουν σε ρωσικό έδαφος. Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός ώσπου να αρχίσουν να συμμερίζονται αυτούς τους φόβους και στην Ουάσινγκτον, όπου είχαν υποτιμήσει την αποφασιστικότητα των δυνάμεων που παρέμεναν πιστές στον Αλ Άσαντ.
Σε ό,τι αφορά τα όσα διακυβεύονται στη διεθνή πολιτική σκηνή, ορισμένοι περιορίζουν τους στόχους της Ρωσίας ως προς τη σύγκρουση της Συρίας, μόνο στη διαφύλαξη της Ταρτούς -της μόνης ναυτικής εγκατάστασης (και όχι τόσο βάσης) που διατηρεί η Ρωσία στη Μεσόγειο– και στη διατήρηση ενός από τους σημαντικότερους πελάτες της στην αγορά των εξοπλισμών. Τέτοιες οπτικές, χωρίς να είναι εντελώς αμελητέες, δεν εξηγούν την επιμονή της Μόσχας, η οποία αναζητά κυρίως να επανακτήσει μια θέση κι έναν ρόλο στην παγκόσμια τάξη της μετασοβιετικής εποχής.
Από το 1996, οπότε ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών ο πανεπιστημιακός Γεβγκένι Πριμακόφ, δηλαδή πολύ πριν από την άνοδο του Πούτιν (έγινε πρόεδρος το 2000), επιτυγχάνεται μια συναίνεση στους κόλπους των πολιτικών ελίτ, η οποία, έκτοτε, δεν έχει πάψει να ενισχύεται : οι ΗΠΑ προσπαθούν να εμποδίσουν την επαναφορά της Ρωσίας στο προσκήνιο, έστω και ως δύναμης με δευτερεύουσα σημασία. Οι οπαδοί τής εν λόγω ανάλυσης βλέπουν την απόδειξή της στις διαδοχικές διευρύνσεις του ΝΑΤΟ προς τις χώρες της Βαλτικής και της Ανατολής και στην επιθυμία των Αμερικανών να συμπεριλάβουν σε αυτές τη Γεωργία και την Ουκρανία, παραβιάζοντας έτσι τις υποσχέσεις που είχαν δώσει στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ προκειμένου να αποσπάσουν τη συγκατάθεσή του για την ένταξη της ενοποιημένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ. Η Ουάσινγκτον, επιβεβαιώνουν οι Ρώσοι διπλωμάτες, επιχείρησε να πριονίσει την επιρροή της χώρας τους σε μια ζώνη στην οποία έχει τα πλέον έννομα συμφέροντα.
Για το Κρεμλίνο, η παράκαμψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους με στόχο την επιβολή διεθνών κυρώσεων, πόσω μάλλον πολέμων, όπως στην περίπτωση του Κοσσόβου το 1999 και του Ιράκ το 2003, συνιστά ένα μέσο αποφυγής για κάθε διαπραγμάτευση πάνω σε μια βάση που θα υποχρεώνει την Ουάσινγκτον να λαμβάνει υπόψη της και τα ρωσικά συμφέροντα. Η Μόσχα εκφράζει βαθιά αποστροφή για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό και ακόμα περισσότερο για τις ενορχηστρωμένες αλλαγές καθεστώτων χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η Ρωσία, με την αντίθεσή της σε οποιασδήποτε μορφής στρατιωτική επέμβαση κατά της Συρίας, επικαλούνταν διαρκώς το προηγούμενο της Λιβύης, το 2011. Η χώρα απείχε από την ψηφοφορία για την απόφαση 1973, δηλωμένος σκοπός της οποίας ήταν να προφυλαχθεί ο πληθυσμός, αλλά στην ουσία προσπαθούσε να δικαιολογήσει μια στρατιωτική επέμβαση και η ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι. Την εποχή εκείνη, ο Ντιμίτρι Μεντβέντεφ ήταν πρόεδρος και το Κρεμλίνο επιχειρούσε ένα νέο ξεκίνημα στις σχέσεις του με τον Λευκό Οίκο.
Στη Μόσχα σήμερα κυριαρχεί μία κατά βάση γεωπολιτική θεώρηση των εξωτερικών θεμάτων –παλιά παράδοση στη Ρωσία. Από το 1996, ο κεντρικός και επίσημος στόχος της εξωτερικής πολιτικής είναι να ενισχυθεί η τάση για τη δημιουργία ενός πολυπολικού κόσμου, ούτως ώστε να ελαττωθεί σταδιακά η αμερικανική μονοκρατορία. Προσεγγίζοντας με ρεαλισμό τις σημερινές, ακόμα και τις μελλοντικές δυνατότητες της χώρας του, ο Πούτιν –όπως και πριν από αυτόν ο Πριμακόφ– εκτιμά ότι η Ρωσία έχει ανάγκη από συμμάχους για να προχωρήσει στην οδό του πλουραλισμού.
Έτσι, η Κίνα έγινε ο σημαντικότερος στρατηγικός της εταίρος κι εκείνος με τη μεγαλύτερη βαρύτητα. Η σύμπλευση των δύο χωρών στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι μόνιμη, ιδίως στο κεφάλαιο Συρία, όπως ήταν και με το Ιράν, τη Λιβύη ή τον πόλεμο στο Ιράκ, το 2003. Το Πεκίνο, περισσότερο υπομονετικό και με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του, αφήνει τη Μόσχα να παίζει σε πρώτο πλάνο σε ό,τι έχει σχέση με την προάσπιση των κοινών τους συμφερόντων. Εξ ου και το Κρεμλίνο αναγνωρίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας ως το μοναδικό μέρος που νομιμοποιείται να διευθετεί τις διεθνείς πολιτικές διαφορές.
Από την αρχή αυτής της συνεργασίας, οι δυτικοί αναλυτές προβλέπουν την επικείμενη φθορά της, εξαιτίας του φόβου των ρωσικών ελίτ απέναντι στη δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη της Κίνας. Ωστόσο, η συνεργασία όσο πάει κι επεκτείνεται, τόσο σε οικονομικό επίπεδο (εξαγωγή ρωσικού πετρελαίου και όπλων), όσο και σε πολιτικό (σύμπλευση στους κόλπους του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης [4]) και στρατιωτικό : σχεδόν κάθε χρόνο γίνονται κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν δυνάμεις ξηράς, θαλάσσης και αέρος.
Φυσικά, υπάρχουν και σημεία τριβής, όπως, για παράδειγμα, στο θέμα του εμπορίου, με τις χώρες της μετασοβιετικής Κεντρικής Ασίας, όπου η Κίνα έχει ξεπεράσει τη Ρωσία από το 2009. Πάντως, το Πεκίνο μέχρι στιγμής έχει σεβαστεί την προτεραιότητα της γειτονικής χώρας στα γεωπολιτικά συμφέροντά της και δεν επιχειρεί να εγκαταστήσει βάσεις σε αυτά τα μέρη, Αναγνωρίζει τη Συνθήκη Συλλογικής Ασφάλειας που έχει υπογράψει η Μόσχα με τα περισσότερα κράτη της περιοχής [5]. Αντίθετα, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα του Κρεμλίνου, το οποίο επιθυμεί τη συνεργασία ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Συνθήκη Συλλογικής Ασφάλειας ως πλαίσιο συνεργασίας σε σχέση με το Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να την αρνούνται, καθώς προτιμούν να διαπραγματεύονται με το κάθε κράτος χωριστά για όλα τα προβλήματα, όπως, για παράδειγμα, για την εγκατάσταση βάσεων ή για τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων τους.
Ο Πούτιν δεν επιδιώκει μια αντιπαράθεση εφ’ όλης της ύλης με τις ΗΠΑ, στην οποία είναι ολοφάνερο ότι δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει. Βέβαια, το γεγονός ότι ο ένας κατηγορεί τον άλλο για ψυχροπολεμική νοοτροπία είναι κάτι που μπορεί να επιφέρει σύγχυση. Όταν όμως η Ρωσία χαίρεται για τα διεθνή στραβοπατήματα της Ουάσινγκτον, αυτό οφείλεται περισσότερο σε πείσμα παρά σε πνεύμα ρεβανσισμού. Κι αυτό, διότι δεν επιθυμεί την ήττα των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν ούτε τη βιαστική αποχώρησή τους από τη χώρα. Όσο για την αντιπαράθεση στο θέμα της Συρίας, αφορά πάνω από όλα τους κανόνες του παγκόσμιου παιχνιδιού. Η Ρωσία επιδιώκει μια νέα ισορροπία στην παγκόσμια τάξη, που θα αποτελέσει αφετηρία για τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και τον ευρωατλαντικό κόσμο επί νέας βάσης. Πράγμα που βέβαια δεν αποκλείει τον άγριο ανταγωνισμό σε ορισμένους τομείς στους οποίους η Ρωσία διαθέτει γερά όπλα : οπότε, έχει μεγάλες ελπίδες να δει το δικό της σχέδιο για την κατασκευή του αγωγού South Stream, να υπερνικήσει το σχέδιο για τον αγωγό Nabucco που προωθεί η Ουάσινγκτον [6].
Έχει σημάνει άραγε η ώρα για την επίτευξη της νέας ισορροπίας που επιδιώκει με τόση επιμονή το Κρεμλίνο ; Η φιλοδοξία του να βρει έναν ρόλο που να μην είναι εκείνος του κατώτερου, βρίσκεται στο στάδιο της υλοποίησης; Η επιτυχία του Πούτιν στο θέμα της Συρίας ενισχύει αυτή την αίσθηση –ή ίσως την ψευδαίσθηση– ότι ο πλουραλισμός αρχίζει να επιβάλλεται επί της Ουάσινγκτον. Η λιποταξία της Βρετανίας, της πιστής συμμάχου των ΗΠΑ, μπορεί να αποτελεί σημείο των καιρών, όπως και οι συζητήσεις που ακολούθησαν στο πλαίσιο του G20 στην Αγία Πετρούπολη, όπου εκφράστηκε έντονα η αντίδραση απέναντι στην όποια πολεμική περιπέτεια στη Συρία. Η αποστροφή που εκδηλώθηκε στο αμερικανικό Κογκρέσο πιθανώς ήταν άλλο ένα σημάδι.
Οι πιο ψύχραιμοι Ρώσοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να ποντάρει κανείς στους νέο-απομονοτιστές του Κογκρέσου, αλλά κατά κύριο λόγο στον Ομπάμα, σε αυτόν δηλαδή που δεν θέλει τυχόν αποστασιοποίηση των ΗΠΑ, κάτι που ίσως επιφέρει αποσταθεροποίηση, αλλά την απασφάλιση των πιο επικίνδυνων συγκρούσεων στη βάση των διεθνών συμβιβασμών. Διότι, τα δύο πιο απειλητικά –και αλληλένδετα- μέτωπα στα οποία η Ρωσία πιστεύει ότι μπορεί να έχει ευρεία συνεισφορά, είναι της Συρίας και του Ιράν.
Η προσέγγιση Ουάσινγκτον – Μόσχας στο θέμα της Συρίας ξεκίνησε πολύ πριν από τη θεαματική στροφή του Σεπτεμβρίου. Τον Μάιο του 2013, ο Τζον Κέρι είχε συμφωνήσει με τον Ρώσο ομόλογό του ως προς το σχέδιο μιας διεθνούς διάσκεψης με αντικείμενο το μέλλον της Συρίας, συνεχίζοντας, ωστόσο, να ζητά την απομάκρυνση του Άσαντ. Στη διάσκεψη της G8 τον Ιούνιο, στο Λοχ Ερν, στη Βόρεια Ιρλανδία, η κοινή διακήρυξη για το θέμα της Συρίας καθυστέρησε προκειμένου να επιτευχθεί η έγκριση του Πούτιν. Η συγκατάθεση του Άσαντ στην καταστροφή του χημικού οπλοστασίου του, εφόσον επιβεβαιωθεί, θα προσδώσει κύρος στον Πούτιν ενώπιον των κυβερνήσεων της Δύσης.
Άλλωστε, εδώ και μήνες, η Μόσχα επιμένει να συμμετάσχει και η Τεχεράνη στη διεθνή διάσκεψη που σχεδιάζεται, ώστε να υπάρχουν πιθανότητες για κάποια έκβαση. Οι ΗΠΑ, υπό την παρότρυνση του Ισραήλ, αρνούνται μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και η Ρωσία προσπαθεί να ενεργοποιήσει τον διάλογο που έχει ξεκινήσει ανάμεσα στον Ομπάμα και τον νέο πρόεδρο του Ιράν, Χασάν Ροχάνι. Ακόμα και μια αρχή συμβιβασμού στο ζήτημα των πυρηνικών θα διευκόλυνε μια συνολική δυναμική. Η Μόσχα εργάζεται εξάλλου για την ενίσχυση των σχέσεών της με το Ιράν, οι οποίες περνούσαν κρίση μετά τη θέση που έλαβε υπέρ διαφόρων κυρώσεων τις οποίες ζήτησαν οι ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ασφαλείας, το 2010. Τότε είχε ακυρώσει την παράδοση αντιαεροπορικών πυραύλων άμυνας SS-300 στην Τεχεράνη.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Πούτιν προσπαθεί να καθιερώσει σχέσεις ισχύος με τις ΗΠΑ, σε μια βάση σχετικής, αν μη τι άλλο, ισοτιμίας. Το είδαμε μετά τις επιθέσεις του Σεπτέμβρη του 2011, όταν ο Ρώσος πρόεδρος νόμισε πως είχε αρχίσει να διαφαίνεται μια χαραμάδα ευκαιρίας. Είχε διευκολύνει χωρίς προϋποθέσεις την εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στα εδάφη των συμμάχων του στην Ασία για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Και για να δηλώσει τη θέλησή του να προχωρήσει περαιτέρω αυτή η αποσυμπίεση, είχε κλείσει τις τελευταίες κατασκοπευτικές σοβιετικές εγκαταστάσεις στην Κούβα (ήσσονος σημασίας, είναι αλήθεια). Αλλά, στους μήνες που ακολούθησαν, ο Τζορτζ Μπους έδωσε το τελικό πράσινο φως για την είσοδο των τριών βαλτικών δημοκρατιών στο ΝΑΤΟ και ανακοίνωσε την αποχώρηση της Αμερικής από τη συνθήκη αντιπυραυλικής ασπίδας, τη λεγόμενη συνθήκη ΑΒΜ, η οποία προέβλεπε αυστηρούς περιορισμούς στα όπλα αντιπυραυλικής άμυνας. Η νηνεμία είχε λάβει τέλος. Ο Πούτιν πάντως εκτιμά ότι τώρα πια υπάρχει η δυνατότητα να επιστρέψουν οι δύο χώρες σε μια περισσότερο καρποφόρα συνεργασία.
Μια σημαντική παρακαταθήκη ρίχνει το βάρος της στις πιθανότητες μιας τέτοιας εξέλιξης και έχει να κάνει με τα εσωτερικά ζητήματα της Ρωσίας. Από την επιστροφή του στην προεδρία, το 2012 και μετά, μέσα σε ένα κλίμα μεγάλων διαδηλώσεων από την αντιπολίτευση, ο Πούτιν, για να εδραιώσει καλύτερα την εξουσία του, καλλιεργεί τον αντιαμερικανισμό ως συστατικό στοιχείο του ρωσικού εθνικισμού. Αυτό το βλέπουμε κυρίως στους νέους νόμους που υποχρεώνουν τις ρωσικές μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) οι οποίες λαμβάνουν χρηματοδότηση από το εξωτερικό, όσο μικρή κι αν είναι αυτή, να δηλώνουν ότι υπηρετούν ξένα συμφέροντα. Εδώ βρίσκουμε τα χνάρια από την εκπαίδευση του Πούτιν στην KGB, η οποία τον κάνει να βλέπει τις έξωθεν ραδιουργίες και επιρροές ως τη βασική αιτία των εσωτερικών προβλημάτων και ως παράγοντες πολιτικής αστάθειας. Εάν επιδεινωθεί ή αν, αντίθετα, αποκατασταθεί το έλλειμμα νομιμοποίησης που αντιμετωπίζει η κυβέρνησή του, αυτό θα έχει αναγκαστικά αντίκτυπο στην υλοποίηση των φιλοδοξιών του σε διεθνές επίπεδο.

Notes
[1] Βλ. «Εγώ, ο πρόεδρος της Βολιβίας, όμηρος στην Ευρώπη».
[2] Patrick Wintour, « John Kerry gives Syria week to hand over chemical weapons or face attack », 10-9-13.
[3] Βλ. « The Caucasus and Russia’s Syria policy », 26-9-13.
[4] Οργάνωση που δημιουργήθηκε το 2001 και στην οποία συμμετέχουν η Κίνα, το Καζακστάν, η Κιργιζία, το Ουζμπεκιστάν, η Ρωσία και το Τατζικιστάν. Ανάμεσα στους παρατηρητές είναι η Ινδία, το Ιράν και το Πακιστάν.
[5] Εκτός από τη Ρωσία συμμετέχουν η Αρμενία, η Λευκορωσία, το Καζακστάν, η Κιργιζία και το Ταντζικιστάν.
[6] Ο South Stream είναι ένα σχέδιο αγωγού που θα συνδέει τη Ρωσία με την Ευρώπη παρακάμπτοντας την Ουκρανία. Ο Nabucco θα ενώσει τα κοιτάσματα της Κασπίας θάλασσας με την Ευρώπη.