Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Ανάλυση γιατί το πετρέλαιο θα συνεχίσει να κινεί τη Γη για πολλά χρόνια


Το πετρέλαιο θα συνεχίσει να κινεί τη... Γη για πολλά χρόνια
Η εξάρτηση της παγκόσμιας οικονομίας από τον «μαύρο χρυσό» παραμένει μεγάλη
Του Thomas Helbling
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Οι τιμές του πετρελαίου με την προσαρμογή στον πληθωρισμό έχουν σχεδόν τριπλασιασθεί την τελευταία δεκαετία.
Συνήθως οι υψηλές τιμές σηματοδοτούν το τέλος της ανόδου στις αγορές εμπορευμάτων. Αυτό συνέβη στην αγορά πετρελαίου στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Μήπως πλησιάζει και το τέλος της τρέχουσας ανόδου;
Επιφανειακά η τρέχουσα κατάσταση μοιάζει με εκείνη των αρχών του 1980, όταν μια αλλαγή στις συνθήκες της αγοράς οδήγησε στην κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου το 1986. Οπως και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σήμερα η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας έχει επιβραδυνθεί σημαντικά μετά την ανάκαμψη που σημειώθηκε τη διετία 2009-2010 και τώρα υπάρχει κίνδυνος νέας επιβράδυνσης της οικονομίας.
Η κατάσταση αντανακλάται στους χαμηλότερους ρυθμούς με τους οποίους αυξάνεται η κατανάλωση πετρελαίου, μολονότι αυξάνεται ραγδαία η άντληση πετρελαίου από νέα κοιτάσματα στη Βόρεια Αμερική. Καινούργια κοιτάσματα είχαν εντοπισθεί και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από χώρες που δεν ήσαν μέλη του ΟΠΕΚ. Εκείνο που δεν είναι σαφές είναι κατά πόσον οι ομοιότητες ανάμεσα στη σημερινή κατάσταση στην αγορά πετρελαίου και εκείνη των αρχών της δεκαετίας του 1980 αντανακλούν την πραγματικότητα ή είναι επιφανειακές. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το θέμα της ζήτησης ήταν απλό. Μετά τον διπλασιασμό των τιμών του πετρελαίου εξαιτίας της επανάστασης του 1979 στο Ιράν, η παγκόσμια κατανάλωση υποχώρησε μέχρι το 1983. Στη συνέχεια αυξανόταν αργά αλλά με τους υψηλούς ρυθμούς που είχαν σημειωθεί τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Μόνον το 1987 η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου επέστρεψε στο ρεκόρ του 1979, ενώ στη διάρκεια αυτών των οκτώ ετών η παγκόσμια οικονομία είχε σημειώσει συνολική ανάπτυξη 26%. Πολλοί είναι οι παράγοντες που εξηγούν την πτώση και την ακόλουθη άνοδο στην παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου σε μια περίοδο υψηλών τιμών: η αντικατάστασή του από άλλες πηγές ενέργειας, η παγκόσμια ύφεση, αλλά και η αναβάθμιση της αποδοτικότητας στη χρήση του «μαύρου χρυσού».
Υπήρξε αντικατάσταση του πετρελαίου όταν τα πλέον δαπανηρά καύσιμα παράγωγά του υποκαταστάθηκαν από φθηνότερα καύσιμα, όπως ο άνθρακας. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η κατανάλωση βαρέων ορυκτών καυσίμων από τις εταιρείες κοινής ωφελείας μειώθηκε από το 1970 ώς το 1983 τόσο ώστε να αντιπροσωπεύει το 15% της μείωσης στην παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου. Οι υψηλές τιμές, που τότε οφείλονταν κυρίως στην πολιτική του ΟΠΕΚ, οδήγησαν επίσης σε μείωση της παραγωγής, τάση που ενετάθη εξαιτίας των διαφόρων υφέσεων στις ανεπτυγμένες οικονομίες τη διετία 1980-82. Η κατανάλωση πετρελαίου στον τομέα των μεταφορών των ΗΠΑ, για παράδειγμα, υποχώρησε κατά 15% από το 1979 ώς το 1983. Η τάση για χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης της κατανάλωσης πετρελαίου μετά το 1983 αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό την αναβάθμιση της αποδοτικότητας στη χρήση του κυρίως στα αυτοκίνητα. Χάρη στη βελτιωμένη τεχνολογία των καινούργιων αυτοκινήτων, πολλές από αυτές τις βελτιώσεις μονιμοποιήθηκαν.
Εξάλλου, η μείωση αυτή της κατανάλωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αφορούσε μόνον τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Η κατανάλωση εξακολούθησε να αυξάνεται ραγδαία στις αναδυόμενες αγορές και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Σήμερα οι αναδυόμενες αγορές είναι οι κύριοι καταναλωτές πετρελαίου και τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον δεν αναμένεται διαρθρωτική αλλαγή στις καταναλωτικές τους συνήθειες ανάλογη με εκείνη που κατεγράφη στις ανεπτυγμένες οικονομίες στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Δεδομένου ότι οι αναδυόμενες οικονομίες γενικά χρησιμοποιούν περισσότερο πετρέλαιο για κάθε μονάδα παραγωγής σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες οικονομίες, η ραγδαία ανάπτυξή τους από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έχει οδηγήσει σε μια επιτάχυνση της κατανάλωσης πετρελαίου.
Οι ανεπτυγμένες οικονομίες χρησιμοποιούν λιγότερο πετρέλαιο από το 2006. Κατά συνέπεια, έχει αυξηθεί ραγδαία το μερίδιο της παγκόσμιας κατανάλωσης πετρελαίου που αναλογεί σε αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες: το 2012 πλησίασε το 57% της παγκόσμιας κατανάλωσης πετρελαίου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν 44%. Ακόμη και στις ανεπτυγμένες οικονομίες η μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου δεν ήταν τόσο ραγδαία όσο στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ορισμένες σημαντικές διαφορες ανάμεσα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και στο σήμερα αναχαιτίζουν τις μεγάλες αλλαγές στην κατανάλωση. Η δυνατότητα να αντικατασταθεί η κατανάλωση πετρελαίου με άλλες πηγές ενέργειας φαίνεται πιο περιορισμένη.
Πριν από 30 χρόνια, στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας ήταν εύκολο να αλλάξει το είδος καυσίμου, καθώς οι τότε τεχνολογίες μπορούσαν να διαχειριστούν διαφορετικά είδη καυσίμων χωρίς μεγάλη επίπτωση στο κόστος. Σήμερα, όμως, οι εταιρείες κοινής ωφελείας είναι λιγότερο σημαντικές ως χρήστες καυσίμων με βάση το πετρέλαιο σε σύγκριση με πριν από 30 χρόνια. Εξαίρεση αποτελούν οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες της Μέσης Ανατολής, καθώς είναι δύσκολο να αντικατασταθεί το πετρέλαιο ελλείψει εγχωρίου φυσικού αερίου και άλλων καυσίμων. Στον παγκόσμιο τομέα των μεταφορών, που αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ της κατανάλωσης αργού, η τεχνολογία για την αντικατάσταση του πετρελαίου παραμένει περιορισμένη και το υψηλότερο κόστος των περισσότερων εναλλακτικών πηγών εμποδίζει τη χρήση τους σε μεγάλη κλίμακα.
Νέα αποθέματα
Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου έχουν ενθαρρύνει την αναζήτηση νέων αποθεμάτων. Τα επενδυτικά σχέδια που εξετάζονται τώρα στον πετρελαϊκό τομέα θα μπορούσαν, θεωρητικά, να υπερκαλύψουν την προβλεπόμενη μείωση της παραγωγής των υφιστάμενων ενεργών πετρελαιοπηγών. Εκτός από την αύξηση των παραγωγών του ΟΠΕΚ, όπως η Σαουδική Αραβία, η πλέον αξιόλογη νέα παραγωγή των τελευταίων ετών προήλθε από την εκμετάλλευση των σχιστολιθικών αποθεμάτων πετρελαίου στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Η εξέλιξη αυτή αιφνιδίασε την αγορά ακριβώς επειδή χρειάστηκε μόνον λίγα χρόνια για να συντελεστεί. Σε άλλους τομείς ήταν πολύ πιο αργή η εμφάνιση νέας παραγωγικής δυνατότητας. Το γεγονός αυτό εν μέρει αντανακλά τον χρόνο που χρειάζεται για να καταστεί αξιοποιήσιμη μια καινούργια πετρελαιοπηγή, που μπορεί να φθάσει τα 10 χρόνια ή περισσότερο, αναλόγως με την πολυπλοκότητα του σχεδίου και την απόσταση ανάμεσα στην πετρελαιοπηγή και τη θάλασσα ή τα υφιστάμενα δίκτυα αγωγών. Είναι μεγάλα τα τεχνικά προβλήματα που προκύπτουν στην εκμετάλλευση ορισμένων από τα νέα κοιτάσματα όταν αυτά βρίσκονται σε πετρελαιοπηγές βαθιά μέσα στη θάλασσα (όπως στη Βραζιλία) και στην Αρκτική. Με αυτά τα δεδομένα η καθαρή παραγωγική δυνατότητα θα αυξηθεί σταδιακά. Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας προβλέπει, για παράδειγμα, μέτριες αυξήσεις στην παραγωγική δυνατότητα μέσα στην επόμενη πενταετία. Δεδομένου ότι η αύξηση της παραγωγικής δυνατότητας είναι ο καθοριστικός παράγοντας που οδηγεί σε αύξηση της προσφοράς, γι’ αυτό και θα είναι εξίσου μέτρια και η αύξηση στην προσφορά. Μολονότι οι αλλαγές τόσο της προσφοράς όσο και της ζήτησης μπορούν να είναι μεγάλες σε βάθος χρόνου, βραχυπρόθεσμα οποιαδήποτε θεαματική αλλαγή στις συνθήκες της αγοράς πετρελαίου και στις τιμές θα οφείλεται στις δραματικές αλλαγές της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας ή σε γεωπολιτικές εξελίξεις.
Οι επιδοτήσεις και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα
Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα παραμένουν πολύ πιο ακριβά από εκείνα που κινούνται με μηχανές εσωτερικής καύσης. Οι μικρότερες μηχανές, πάντως, και τα τεχνολογικά επιτεύγματα επιφέρουν κάποια αποτελέσματα. Ο μέσος όρος αποδοτικότητας στη χρήση καυσίμων μεταξύ καινούργιων αυτοκινήτων έχει αρχίσει και πάλι να αυξάνεται, αλλά θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να φανεί αυτό συνολικά σε όλο το φάσμα των αυτοκινήτων.
Εξάλλου, χάρη στις επιδοτήσεις στα καύσιμα, περιορίστηκε η μεταφορά των υψηλότερων τιμών του πετρελαίου στον τελικό καταναλωτή σε ορισμένες οικονομίες, ενώ μειώθηκε και ο αντίκτυπος που θα είχαν στη ζήτηση αυτές οι αυξημένες τιμές.
Οπως υπολόγισε πρόσφατα το προσωπικό του ΔΝΤ, οι επιδοτήσεις των καυσίμων το 2011 έφθασαν περίπου στο 0,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το ποσό είναι μικρό όταν ιδωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς είναι κάτω από το 10% της αξίας της παγκόσμιας κατανάλωσης πετρελαίου, αλλά σε ορισμένες χώρες οι επιδοτήσεις αντιπροσωπεύουν μια μεγάλη μερίδα εγχώριας κατανάλωσης. Επιπλέον, τα συστήματα επιδοτήσεων συχνά έχουν σχεδιασθεί έτσι ώστε να προστατεύουν τους καταναλωτές από τις αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου. Το τελικό αποτέλεσμα είναι να μην υπάρχει τόση διάθεση για υποκατάσταση του πετρελαίου.
Βραχυπρόθεσμα, επομένως, η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο μπορεί να σημειώσει σημαντική πτώση μόνον αν επιδεινωθεί πολύ η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας.
Μακροπρόθεσμα, πάντως, τα πράγματα ενδέχεται να είναι διαφορετικά, καθώς υπάρχει μια δυναμική υποκατάστασης του πετρελαίου και η προοπτική να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα στη χρήση του στον τομέα των μεταφορών.
Σε αρκετές χώρες μπορεί να αποτελέσει εναλλακτικό καύσιμο το σχετικά φθηνότερο φυσικό αέριο. Οι μπαταρίες μπορούν να βελτιωθούν τόσο πολύ ώστε να γίνουν πιο ελκυστικά τα οχήματα που κινούνται με ηλεκτρική ενέργεια. Και η αποδοτικότητα των καυσίμων στις μηχανές εσωτερικής καύσης μάλλον θα εξακολουθήσει να αυξάνεται, δεδομένης και της πρόσφατης ή και της επικείμενης νομοθεσίας σε ΗΠΑ και Ε.Ε. Επιπλέον, η φορολογία στον άνθρακα για τον τελικό καταναλωτή ορυκτών καυσίμων μπορεί να καταστήσει πιο ελκυστικές άλλες πηγές ενέργειας. Σε σύγκριση με τις αρχές της δεκαετίας του 1980, πάντως, οι αλλαγές στην κατανάλωση πετρελαίου μάλλον θα είναι πιο σταδιακές.
Σε ό,τι αφορά την πλευρά της προσφοράς, υπάρχουν επίσης σημαντικές ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στο παρόν και τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η αύξηση της προσφοράς στις πετρελαιοπαραγωγους χώρες εκτός ΟΠΕΚ είναι κοινό στοιχείο ανάμεσα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και τα τελευταία χρόνια. Σήμερα, όμως, είναι διαφορετικό το ευρύτερο περιβάλλον. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η ραγδαία αύξηση της παραγωγής στις χώρες εκτός ΟΠΕΚ ως αντίδραση στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου υπονόμευσε την επιρροή του ΟΠΕΚ στις τιμές όταν άρχισε να υποχωρεί η κατανάλωση πετρελαίου. Τότε δεν υπήρχε ζήτημα παραγωγικής δυνατότητας. Αντιθέτως, η μείωση των πωλήσεων από τον ΟΠΕΚ οδήγησε σε άφθονη πλεονασματική παραγωγή στις χώρες-μέλη του. Σήμερα το κρίσιμο ερώτημα σε ό,τι αφορά την προσφορά είναι κατά πόσον η επέκταση της παραγωγής στις χώρες εκτός ΟΠΕΚ θα επαρκεί για να αμβλύνει τις ελλείψεις που παρουσιάστηκαν στην προσφορά κατά την τελευταία άνοδο του πετρελαίου. Οι ελλείψεις αυτές έγιναν εμφανείς όταν σημείωσε στασιμότητα η παγκόσμια παραγωγή αργού στη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης στα μέσα της δεκαετίας του 2000.
Πολλά από τα προβλήματα στην προσφορά σχετίζονται με τον αυξανόμενο αριθμό μεγάλων πετρελαιοπηγών που βρίσκονται σε στάδιο ωρίμανσης και αρχίζουν να παρουσιάζουν μείωση της παραγωγής. Μολονότι η ωρίμανση είναι τμήμα του φυσιολογικού κύκλου ζωής των πετρελαιοπηγών, δεν είχε συμβεί ώς τώρα η εξέλιξη που καταγράφεται τελευταία: ότι επηρεάζει τις μεγάλες χώρες παραγωγούς, αρχίζοντας από τις πετρελαιοπηγές της Βόρειας Θάλασσας και του Μεξικού. Η συνεπακόλουθη πίεση στις χώρες παραγωγούς εκτός ΟΠΕΚ έγινε ορατή στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν αυξήθηκε η ζήτηση από τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες και η μειωμένη πλεονασματική παραγωγή έπληξε τη δυνατότητα του ΟΠΕΚ να αυξάνει την παραγωγή.

*Ο κ. Thomas Helbling είναι υψηλόβαθμο στέλεχος στο Τμήμα Ερευνών του ΔΝΤ.