Ριψοκίνδυνοι στρατηγικοί ελιγμοί της Τουρκίας
Του Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Πριν από μερικούς μήνες ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ξένισε πολλούς με την αποκάλυψη ότι είχε ζητήσει από τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, την ένταξη της Τουρκίας στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization-SCO), με αντάλλαγμα τη διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ενώ το τελευταίο δεν συνέβη, μια σειρά από τουρκικές κινήσεις αναδεικνύουν τη διεκδίκηση αυτόνομου στρατηγικού ρόλου, ακόμη και αν αυτό διακινδυνεύει την απομόνωση της Τουρκίας στους δυτικούς μηχανισμούς ασφαλείας.
Η πρόσφατη ανακοίνωση της τουρκικής κυβερνήσεως, ότι προκρίνει την αγορά του κινεζικής κατασκευής συστήματος αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής προστασίας FD-2000 έναντι των αμερικανικών και ευρωπαϊκών αντιστοίχων, υπογράμμισε την πρόθεση της Τουρκίας να οικοδομήσει σχέσεις στρατιωτικής και στρατηγικής συνεργασίας πέραν των ορίων του ΝΑΤΟ. Η ανακοίνωση αυτή έλαβε χώρα τη στιγμή που συστοιχίες πυραύλων του ΝΑΤΟ εξασφαλίζουν την αντιπυραυλική και αντιαεροπορική άμυνα της Τουρκίας στα ανατολικά και νότια σύνορά της έναντι απειλών προερχομένων από τη Συρία και το Ιράν και ενώ είναι τουλάχιστον αβέβαιη η συμβατότητα των κινεζικών συστημάτων με αυτά του ΝΑΤΟ. Ο Τούρκος πρωθυπουργός επικαλέσθηκε τους καλύτερους οικονομικούς όρους και τη μεταφορά τεχνολογίας που εξασφάλιζε η κινεζική πρόταση, ωστόσο, η πολιτική πτυχή της αποφάσεως επισκιάζει τις άλλες.
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να εκτιμηθούν και δύο πρόσφατα δημοσιεύματα στον αμερικανικό Τύπο, ένα ρεπορτάζ στη Wall Street Journal και μια επιφυλλίδα του David Ignatius στη Washington Post. Σύμφωνα με αυτά, η τουρκική μυστική υπηρεσία ΜΙΤ παρείχε υποστήριξη στις επιχειρήσεις των συνδεδεμένων με την Αλ Κάιντα οργανώσεων στον πόλεμο στη Συρία, κοινοποίησε αμερικανικές πληροφορίες στις ιρανικές υπηρεσίες αντικατασκοπείας και αποκάλυψε τα ονόματα δέκα Ιρανών που συνεργάζονταν με την ισραηλινή μυστική υπηρεσία Μοσάντ, παρέχοντας πληροφορίες για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Κεντρικό πρόσωπο των αποκαλύψεων αυτών υπήρξε ο διοικητής της ΜΙΤ, Χακάν Φιντάν, που θεωρείται πρόσωπο της απολύτου προσωπικής εμπιστοσύνης του κ. Ερντογάν. Ενώ η τουρκική κυβέρνηση διέψευσε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τους παραπάνω ισχυρισμούς, τα φιλοκυβερνητικά μέσα απέδωσαν τα δημοσιεύματα στο «εβραϊκό λόμπι των Ηνωμένων Πολιτειών» και όλους αυτούς που «δυσανασχετούν με την άνοδο της Τουρκίας στο παγκόσμιο στρατηγικό στερέωμα». Ενώ τα εθνικιστικά αντανακλαστικά της τουρκικής κοινής γνώμης ενεργοποιήθηκαν επιτυχώς, το αυξανόμενο έλλειμμα εμπιστοσύνης στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις έγινε παραπάνω από σαφές.
Πέραν των διαψεύσεων και των επικοινωνιακών παιχνιδιών, είναι γεγονός ότι η πολυπράγμων εξωτερική πολιτική της Τουρκίας προκαλεί έντονες ανησυχίες στην Ουάσιγκτον και τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι καλλιεργούμενες σχέσεις μεταξύ Αγκύρας, Πεκίνου και Τεχεράνης εγείρουν ζήτημα αξιοπιστίας της Τουρκίας ως δυτικού συμμάχου και μέλους του ΝΑΤΟ. Παρά τις έντονες αμερικανικές προσπάθειες για την εξομάλυνση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων, η υποστήριξη των εξτρεμιστικών σουνιτικών ανταρτικών ομάδων στη Συρία και η στρατηγική αντιπαραθέσεως με το Ισραήλ δείχνουν να παραμένουν αλώβητες. Εχει η Τουρκία την πολυτέλεια να παραγνωρίζει τις συμμαχικές της υποχρεώσεις στο ΝΑΤΟ και να ανταγωνίζεται την αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή; Τα αμερικανικά δημοσιεύματα ίσως αποτελούν και μια έμμεση προειδοποίηση προς αυτήν την κατεύθυνση. Η κυβέρνηση Ερντογάν διακυβεύει το διπλωματικό κεφάλαιο που με κόπο συσσώρευσε τα τελευταία χρόνια στην Ουάσιγκτον.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.