Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο του Foreign Affairs για την εξορυκτική βιομηχανία της Μογγολίας


Τα τελευταία σύνορα της εξορυκτικής βιομηχανίας
Η υπόσχεση – και το ρίσκο – των ορυκτών πόρων της Μογγολίας
Matt Mossman
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Η Μογγολία είναι το τελευταίο σύνορο της εξορυκτικής βιομηχανίας. Η χώρα αποτελεί ένα από τα ελάχιστα μέρη με μεγάλα παρθένα κοιτάσματα ορυκτών που έχουν απομείνει στον κόσμο.
Η καλύτερη - και ίσως η μοναδική της - ελπίδα για ευρεία οικονομική ανάπτυξη έγκειται στην πρόσληψη ξένων εργατών ορυχείων ώστε να βοηθήσουν στην ανάπτυξη των πόρων αυτών. Το πρόβλημα είναι ότι ήταν τόσο δύσκολο για την ηγεσία της Μογγολίας να συνεργαστεί με τις ξένες εταιρείες εξόρυξης, που η όλη στρατηγική ανάπτυξης της χώρας τέθηκε σε κίνδυνο.
Το ορυχείο Oyu Tolgoi, η μεγαλύτερη επένδυση στην ιστορία της Μογγολίας, έχει αποτελέσει πείραμα για όλες τις ξένες επενδύσεις στην χώρα. Πρόκειται για μικτά κοιτάσματα χαλκού και χρυσού που αναπτύσσονται από την Rio Tinto, την δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία εξόρυξης στον κόσμο. Η παραγωγή δεν θα ξεκινήσει παρά μετά από λίγους μήνες, αλλά ακόμη και στα προπαρασκευαστικά στάδια, οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο Oyu Tolgoi το παγκόσμιο ρεκόρ ανάπτυξης που κατέγραψε η Μογγολία το 2011 με αύξηση του ΑΕΠ κατά 17.3%, καθώς κατέφθαναν προμηθευτές και εργολάβοι διαχέοντας οφέλη σε όλη την ευρύτερη οικονομία. Όταν καταστεί πλήρως επιχειρησιακό, το ορυχείο θα καθορίζει το 1/3 του ΑΕΠ της Μογγολίας. Μετά από περισσότερο από μια δεκαετία έρευνας και προετοιμασίας ωστόσο, η πρωτεύουσα Ουλάν Μπατόρ θέλει να επαναδιαπραγματευθεί το μερίδιό της από τα κέρδη, και η Rio Tinto απειλεί να κλείσει το ορυχείο.
Η Μογγολία δεν είναι η μόνη χώρα που απαιτεί μεγαλύτερο μερίδιο κερδών από τις εξορυκτικές δραστηριότητες εντός της επικράτειάς της. Η τάση αυτή έχει επικρατήσει αρκετά ώστε να έχει αποκτήσει και ψευδώνυμο: εθνικισμός των πόρων. Όμως, οι ξένοι επενδυτές στην Μογγολία είναι πιο πιθανό να επιτύχουν εάν δώσουν προσοχή όχι σε αυτό που κάνει την χώρα ίδια με τις άλλες, αλλά σε αυτό που την κάνει διαφορετική: την γεωγραφία
Η Μογγολία είναι περίκλειστη μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας, οι οποίες εκμεταλλεύονται την ευάλωτη θέση του γείτονά τους. Η Rosneft, η κρατική εταιρεία ενέργειας της Ρωσίας, είναι ο μόνος σημαντικός προμηθευτής καυσίμων της Μογγολίας και η Μόσχα έχει μια ιστορία στο να χρησιμοποιεί τις ενεργειακές της εξαγωγές ως πολιτικό εργαλείο. Η Rosneft χρεώνει ακριβότερα τους Μογγόλους εισαγωγείς και συχνά παρέχει λιγότερες ποσότητες από την ζήτηση, στέλνοντας κατά καιρούς τις τιμές στα ύψη σε όλη την οικονομία της Μογγολίας. Επιπλέον, επειδή υπάρχουν τόσες λίγες οδοί μεταφοράς προϊόντων από την Μογγολία στον υπόλοιπο κόσμο, η Κίνα είναι ουσιαστικά ο μόνος ξένος πελάτης της Μογγολίας για την υπάρχουσα παραγωγή των ορυχείων της. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τις τιμές, η Κίνα έχει πάντα το πάνω χέρι.
Η Μογγολία επιδιώκει διμερείς εταιρικές σχέσεις πέρα από την Ρωσία και την Κίνα, όπου είναι δυνατόν. Ο στόχος αυτός, που είναι γνωστός ως η πολιτική του «τρίτου γείτονα», επηρεάζει σχεδόν κάθε απόφαση που παίρνει η Ουλάν Μπατόρ. Οι ξένοι επενδυτές που αδυνατούν να το συλλάβουν αυτό - ακόμη και εκείνοι που τηρούν τους τοπικούς νόμους και κανονισμούς κατά γράμμα - συχνά βρίσκονται σε διασταυρούμενα πυρά μεταξύ της Μογγολίας και των γειτόνων της. Η Μογγολία είναι ένα μέρος όπου το το να επιτύχει κανείς κέρδος απαιτεί όχι μόνο την κατανόηση του νομικού περιβάλλοντος, αλλά και την πρόβλεψη του πώς οι αρχές πρόκειται να δράσουν σε μια ad hoc βάση. (Είναι το πνεύμα των νόμων - και σε ορισμένες περιπτώσεις το πνεύμα των νομοθετών που μπορεί να ήθελε να περάσει εκ των υστέρων - που μετράει περισσότερο στην Μογγολία). Κατά το παρελθόν, η Ουλάν Μπατόρ εμπόδισε επενδυτές από το να πωλούν ορυχεία που τους ανήκουν και άδειες εξόρυξης σε κρατικές κινεζικές εταιρείες και σε μια περίπτωση μέχρι που κατασχέθηκε και ένα ορυχείο από μια εταιρεία που προσπάθησε να το πουλήσει.
Αν και το εξορυκτικό δυναμικό της Μογγολίας έχει επιδεινώσει τις ασύμμετρες σχέσεις της με τους γείτονές της, φαίνεται επίσης να είναι η μόνη βιώσιμη λύση για τα προβλήματα της χώρας. Οι κρύοι χειμώνες της Μογγολίας και η δύσκολη γεωγραφική θέση της αποκλείουν άλλους τρόπους ανάπτυξης όπως οι κατασκευές, ο τουρισμός και οι υπηρεσίες. Αυτό καθιστά την εξόρυξη ως το μόνο δυνατό μέσο για την δημιουργία αρκετών εσόδων ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που καθυστερούν την ανάπτυξη, τα οποία περιλαμβάνουν την έλλειψη κατοικιών και οδικών αξόνων.
Οι λύσεις και για τα δύο είναι πολύ μακριά από τις υπάρχουσες δυνατότητες της χώρας. Το Oyu Tolgoi, ωστόσο, αποτελεί μια κρίσιμη επένδυση που θα μπορούσε τελικά να βάλει την Μογγολία στον σωστό δρόμο. Αν το ορυχείο εξελιχθεί όπως αναμενόταν, θα γίνει ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σημαντικά στον κόσμο. Η καναδική Turquoise Hill Resources, η οποία ανέπτυξε την περιοχή για λογαριασμό της Rio Tinto για περισσότερο από μια δεκαετία, θα έχει δαπανήσει 6.6 δισεκατομμύρια δολάρια για το έργο μέχρι την στιγμή που θα αρχίσει η παραγωγή κατά τους προσεχείς μήνες. Το ορυχείο θα μπορούσε να αποφέρει αρκετά έσοδα από μόνο του ώστε η Μογγολία να ξεκινήσει την αντιμετώπιση των προβλημάτων της και να βοηθήσει στην καθιέρωση της χώρας ως ένα μέρος όπου οι ξένοι μπορούν να κάνουν δουλειές.
Η Μογγολία ωστόσο, φαίνεται να έχει τις «τύψεις του πωλητή»: οι περισσότεροι Μογγόλοι, συμπεριλαμβανομένου ενός ισχυρό μπλοκ βουλευτών, πιστεύουν ότι το κράτος θα πρέπει να πάρει μεγαλύτερο μερίδιο από τα κέρδη. Η Rio Tinto ισχυρίζεται ότι η Μογγολία παίρνει ήδη μεγάλο ποσοστό - σύμφωνα με την διαφημιστική καμπάνια του 2012, η εταιρεία κατέχει το 66% του ορυχείου αλλά η κυβέρνηση της Μογγολίας θα καταλήξει με 71% των κερδών. (Ο τελευταίος αριθμός βασίζεται στην πραγματικότητα σε μια προβολή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που τοποθετεί το εύρος της απόδοσης των κερδών στο κράτος από 55% έως 71%.)
Δυστυχώς, δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε αν αυτή είναι μια καλή συμφωνία. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα για το ευρύ κοινό στατιστικά στοιχεία που να ορίζουν, για παράδειγμα, τον μέσο όρο της κατανομής των κερδών μεταξύ των εταιρειών εξόρυξης και των χωρών υποδοχής σε όλο τον κόσμο. Αλλά το Oyu Tolgoi δεν είναι η τελευταία ευκαιρία της χώρας. Ο επόμενος μαζικός ορυκτός πόρος που θέλει η Μογγολία να αναπτύξει είναι το Tavan Tolgoi, ένα κοίτασμα άνθρακα στα νότια της χώρας, το οποίο είναι ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου. Η κρατική μεταλλευτική εταιρεία έχει πραγματοποιήσει μια μικρή παραγωγή, αλλά μια μεγάλης κλίμακας παραγωγή δεν θα είναι δυνατή μέχρι να κατασκευαστεί ένας σιδηρόδρομος Ανατολής-Δύσης, ο οποίος θα συνδέει τα ορυχεία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αν γίνουν οι μεταφορές οικονομικά προσιτές με ένα τέτοιο σιδηροδρομικό σύστημα, χιλιάδες απομακρυσμένα κοιτάσματα ορυκτών στην απέραντη στέπα θα μετατραπούν σε εμπορικά βιώσιμα ορυχεία.
Αυτό δεν θα δώσει στην Μογγολία μόνο πολλές περισσότερες εξαγωγικές επιλογές, αλλά και θα ανοίξει την δυνατότητα ανάπτυξης νέων βιομηχανιών σε νέους τόπους, όπως το Sainshand, ένα χωριό όπου η προτεινόμενη σιδηροδρομική γραμμή Ανατολής-Δύσης θα διασταυρώνεται με τον υπάρχοντα άξονα Βορρά-Νότου. Μια βιομηχανική ζώνη εκεί θα μπορούσε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να κρατήσει εντός της χώρας τα περισσότερα από τα κέρδη που θα πετύχει η Μογγολία με την εκμετάλλευση των ορυκτών της πόρων. Το Sainshand είναι επίσης μια πιθανή τοποθεσία για ένα διυλιστήριο πετρελαίου, το οποίο θα μπορούσε να μειώσει την ενεργειακή εξάρτηση της Μογγολίας από την Rosneft. Τα οικονομικότερα καύσιμα, με τη σειρά τους, θα κάνουν τα πάντα φθηνότερα στην Μογγολία, δημιουργώντας οικονομικές ευκαιρίες σε όλους τους τομείς. Αυτό είναι το όραμα της Ουλάν Μπατόρ. Είναι εύκολο να δούμε το πώς θα μπορούσε η εξόρυξη να προκαλέσει έναν ενάρετο κύκλο οικονομικής ανάπτυξης.
Αν και είναι απίθανο η Ουλάν Μπατόρ να έχει αρκετά χρήματα για να κατασκευάσει μια σημαντική σιδηροδρομική γραμμή Ανατολής-Δύσης, τα πιθανά κέρδη από το Tavan Tolgoi είναι τόσο μεγάλα, που οι ξένοι επενδυτές έχουν δείξει προθυμία να βοηθήσουν στις υποδομές και την υλικοτεχνική υποδομή, ε αντάλλαγμα την συμμετοχή τους. Οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις στην Κίνα, την Ιαπωνία, την Ρωσία και την Νότια Κορέα έχουν εκφράσει το ενδιαφέρον τους για μια τέτοια διευθέτηση. Αν η Ουλάν Μπατόρ μπορεί να αυξήσει την παραγωγή στο Tavan Tolgoi - και με αυτό τον τρόπο δημιουργήσει σημαντικά νέα έσοδα - τα επόμενα βήματα θα συμπεριλαμβάνουν την έναρξη εργασιών εξόρυξης και σε άλλα κρατικά κοιτάσματα ορυκτών, την κάλυψη των ελλείψεων σε κατοικίες και την πορεία προς την οικοδόμηση ενός διυλιστηρίου πετρελαίου στο Sainshand.
Στη διάρκεια των τελευταίων μηνών, δυστυχώς, το επίκεντρο της προσοχής ήταν στα προβλήματα, όχι στις δυνατότητες. Μια πρόσφατη σύμβαση προμήθειας άνθρακα ακυρώθηκε, η κρατική εταιρεία εξόρυξης που είναι υπεύθυνη για το Tavan Tolgoi βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κρίση ρευστότητας και οι ξένες επενδύσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό σε αναμονή από τον περασμένο Απρίλιο, λόγω του αβέβαιου νομικού περιβάλλοντος. Η Μογγολία, μπορεί να είναι η επόμενη ιστορία αναπτυξιακής επιτυχίας ή η πρόοδος μπορεί να σταματήσει τελείως, αν οι ξένοι επενδυτές φύγουν, στερώντας στο κράτος τα έσοδα που χρειάζεται.
Αλλά τις τελευταίες εβδομάδες, υπήρξαν κάποιες θετικές ενδείξεις. Στις 19 Απριλίου, η κυβέρνηση τήρησε την υπόσχεσή της να ελαφρύνει τους περιορισμούς ενός νόμου για τις ξένες επενδύσεις που πέρασε ένα χρόνο νωρίτερα, μειώνοντας τις αντιρρήσεις της για φορείς που ανήκουν σε ξένες κυβερνήσεις. Αυτό σημαίνει ότι η ζωή για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις θα πρέπει να γίνει ευκολότερη (ειδικά τις εταιρείες εξόρυξης) και πιο δύσκολη για τους αγοραστές τους δημοσίου τομέα της Κίνας. Η αλλαγή αυτή αναμένεται να οδηγήσει στην ταχεία επαναδραστηριοποίηση περίπου 100 ξένων επενδυτικών σχεδίων.
Η προτεινόμενη αναθεώρηση της συμφωνίας που ζητά η Μογγολία, ωστόσο, δεν ξεκαθαρίζει τα αμφίσημα μηνύματα, και οι τοπικοί δικηγόροι εξακολουθούν να λένε ότι ο νόμος είναι πολύ ασαφής. Έτσι, αν και η συγκεκριμένη απειλή για τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα έχει εξαφανιστεί, η Μογγολία θα παραμείνει ένα μέρος όπου το να ακολουθείς απλά τους κανόνες μπορεί να μην είναι αρκετό.
Οι ξένοι επενδυτές συνήθως ισχυρίζονται ότι χρειάζονται ένα σαφές νομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα λειτουργούν. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, φαίνεται να είναι πρόθυμοι να προχωρήσουν ακόμη κι αν δεν υπάρχει. Μια ταχεία επαναδραστηριοποίηση αυτών των εν αναμονή επενδύσεων θα υπογραμμίσει την έκταση των πιθανών κερδών στο τελευταίο σύνορο της εξορυκτικής βιομηχανίας – κέρδη τόσο σημαντικά για τους ξένους επενδυτές ώστε να αντέχουν σε συνθήκες πολύ χειρότερες από τις ιδανικές.


* Ο MATT MOSSMAN είναι αναλυτής αναπτυσσόμενων αγορών και σύμβουλος με έδρα στην Ουάσιγκτον, D.C.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139340/matt-mossman/minings-final...