Πολιτιστική επανάσταση και Μοριάς
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Ο βαθύς Μοριάς μίλησε προχθές διά στόματος Κώστα Τζαβάρα: «Είμαι ένας απλός βουλευτής Ηλείας, που ο πρωθυπουργός τού ανέθεσε το χαρτοφυλάκιο του πολιτισμού...
Εδώ που τα λέμε, δεν υπάρχει πια υπουργείο για τον πολιτισμό. Είμαι λοιπόν ο προϊστάμενος της Γενικής Γραμματείας Πολιτισμού. Δυστυχώς».
Η εξομολόγηση έγινε την Τετάρτη, με την ευκαιρία της ανακοίνωσης του προγράμματος του φετινού Φεστιβάλ Επιδαύρου. Και ο άνθρωπος, προκειμένου να ζητήσει την επιείκεια των ακροατών του, αναγκάστηκε να πει τον πόνο του.
Για να δείξει, μάλιστα, πόσο βαθύς είναι ο πόνος του, ο κ. Τζαβάρας αναγκάστηκε να ομολογήσει πως είναι μαθητής του Γιώργου Βέλτσου (ποιητή, θεατρικού συγγραφέα, καθηγητή του Παντείου και φιλοσόφου του ντερινταϊσμού). Οσο για την ανάγκη που αισθάνθηκε να ζητήσει την επιείκεια του κοινού του, αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι έπειτα από αρκετά χρόνια η Επίδαυρος φέτος επιστρέφει στις καλύτερες περιόδους του εθνικού μας δράματος. Exeunt οι θεωρίες περί εξωστρέφειας και τα λοιπά ζαρζαβατικά του πολιτιστικού μας μποστανίου. Θα απολαύσουμε αρχαίο δράμα εγχώριας κοπής και αδιάλειπτη συνέχεια του ελληνισμού μέσω Γκόλφως. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν υποσχόμενες παραστάσεις.
Και βέβαια όλοι γνωρίζουν πως για την καχεξία και το τσάτρα πάτρα δεν ευθύνεται ο διευθυντής του Φεστιβάλ, κύριος Λούκος. Στον ένα μήνα που του παραχώρησε ευγενώς ο απλός βουλευτής της ιστορικής Ηλείας για να το προετοιμάσει, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Υπενθυμίζω ότι είθισται το πρόγραμμα της Επιδαύρου να ανακοινώνεται τον μήνα Δεκέμβριο. Τον μήνα Δεκέμβριο, όμως, όπως και τον μήνα Μάρτιο, ο κ. Λούκος δεν ήξερε αν θα συνεχίσει να είναι διευθυντής του Φεστιβάλ, διότι ο γενικός γραμματέας του Πολιτισμού δεν είχε πάρει τις αποφάσεις του.
Είναι γνωστό ότι γύρω από τα τείχη της Ιεριχούς, αντί για σάλπιγγες τόσον καιρό ηχούσε η κλαγγή της κλωτσοπατινάδας. Τα πιο απίθανα ονόματα ακούστηκαν ως επίδοξοι διάδοχοι του κ. Λούκου, η αθάνατη επαρχία μας μεγαλούργησε σε υπερπροσφορά ικανών «πολιτιστικών μάνατζερ», κομματικοί βαρωνέτοι και παράγοντες δεν έλειψαν απ’ τον πλειστηριασμό. Ως επίσης και οι αιώνιες αδικημένες ιδιοφυΐες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η επίβουλη ασχετοσύνη πιάνει τις καλύτερες επιδόσεις της. Εντέλει ο κ. Λούκος, του οποίου τα νεύρα αποδείχθηκαν ατσάλινα και η θητεία του είναι κατά γενικήν ομολογία επιτυχημένη, παρέμεινε στη θέση του και το Φεστιβάλ Επιδαύρου θα ανοίξει τις πύλες του. Διότι σημασία δεν έχει πώς θα γίνει. Σημασία έχει να γίνει.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ένα άλλο δράμα παιζόταν στη σκηνή του παγκόσμιου πολιτισμού. Το θέμα ήταν η διοίκηση του Εθνικού, που θα αντικαθιστούσε τον κ. Χουβαρδά μετά το πέρας της θητείας του. Τα ονόματα που ακούστηκαν, και για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή και για το διοικητικό συμβούλιο, απέδειξαν ότι, αν μη τι άλλο, ο απλός βουλευτής Ηλείας έχει αφομοιώσει βαθιά τις βασικές αρχές του μεταμοντερνισμού που ορίζουν ότι όλη η τέχνη είναι ένα παιχνίδι με τις μορφές. Και αποφάσισε να παίξει με τις μορφές του κ. Κατσαρού (σαξόφωνο), του κ. Βουγιουκλάκη (θέατρο και Βουλή), της κυρίας Παναγιωταρέα (εκ προσωπικοτήτων) και του κ. Χατζάκη στη θέση του διευθυντή. Αυτός ο τελευταίος διακρίθηκε πέρυσι με το λαϊκό θέαμα «Το μεγάλο μας τσίρκο» – που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1973 αλλά στη συνέχεια αποτέλεσε την επιτομή της αριστερόφρονης αρλουμπολογίας της Μεταπολίτευσης.
Ο κ. Τζαβάρας, αφού άφησε τις μορφές να κυκλοφορήσουν για μερικά εικοσιτετράωρα, για να δει τις αντιδράσεις, προέβη σε αγανακτισμένη διάψευση των ασύστατων φημών. Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, πιστεύω ότι η μάλλον άτοπη επιλογή έγινε διά της εις άτοπον απαγωγής. Διότι αναρωτιέμαι ποιος άνθρωπος που σέβεται τη δουλειά του θα δεχόταν να εποπτεύεται από ένα υπουργείο υπό διάλυση, όπου κανείς δεν ξέρει ποιος αποφασίζει για ποιο πράγμα και όπου είναι προφανές ότι δεν υπάρχει ούτε ο υποτυπώδης σχεδιασμός για την επαύριο. Καταπονημένο από δεκαετίες πασοκικής ευφροσύνης, το υπουργείο Πολιτισμού πνέει τα λοίσθια στα χέρια ανθρώπων που ταυτίζουν τον πολιτισμό με τις ιδιοφυΐες του εκάστοτε κομματικού τους μικρόκοσμου. Και ας είναι ο μικρόκοσμος μεγάλος σαν την Πελοπόννησο, όπως έλεγε και ο αείμνηστος Αυλωνίτης.
Χρειάζεται το Φεστιβάλ Επιδαύρου; Και βέβαια χρειάζεται. Χρειάζεται το Εθνικό Θέατρο; Και βέβαια χρειάζεται. Χρειάζεται το υπουργείο Πολιτισμού; Θα μου επιτρέψετε να αμφιβάλλω. Εκείνο βέβαια που χρειάζεται, όσο υπάρχει και όπως υπάρχει, είναι κάποια στοιχειώδης σοβαρότητα εκ μέρους των διαχειριστών του. Γι’ αυτό, όταν ακούσετε ξανά, που θα τον ακούσετε, τον κ. Τζαβάρα να λέει πως ο πολιτισμός είναι το σημαντικότερο κεφάλαιο και η βαριά βιομηχανία μας, μην παραξενευτείτε. Εκφράζει τη σοβαρότητα του απλού Ελληνα βουλευτή.