Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο του Foreign Affairs για τον Καπιταλισμό και την Ανισότητα


Καπιταλισμός και Ανισότητα
Τι δεν καταλαβαίνουν η Αριστερά και η Δεξιά
By Jerry Z. Muller
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Ο πρόσφατος πολιτικός διάλογος στις ΗΠΑ και σε άλλες προηγμένες καπιταλιστικές δημοκρατίες κυριαρχείται από δύο ζητήματα: την αύξηση της οικονομικής ανισότητας και τον βαθμό κρατικής παρέμβασης για την αντιμετώπισή της.
Όπως έχουν καταδείξει οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2012 και οι διαμάχες γύρω από τον «δημοσιονομικό γκρεμό», στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Αριστεράς σήμερα βρίσκεται η αύξηση της φορολόγησης και των δημοσίων δαπανών, κυρίως για να ανατραπεί η εντεινόμενη τάση διαστρωμάτωσης της κοινωνίας, ενώ η Δεξιά τάσσεται κυρίως υπέρ της μείωσης της φορολόγησης και των δημοσίων δαπανών, προκειμένου να διασφαλιστεί ο οικονομικός δυναμισμός. Η κάθε πλευρά υποβαθμίζει τις ανησυχίες της άλλης και φαίνεται να πιστεύει ότι οι προτεινόμενες από αυτήν πολιτικές είναι αρκετές για να εξασφαλίσουν την ευημερία και την κοινωνική σταθερότητα. Και οι δύο κινούνται σε λάθος βάση.
Πράγματι, η ανισότητα αυξάνεται σχεδόν παντού στον μεταβιομηχανικό καπιταλιστικό κόσμο. Όμως, παρά τα όσα πιστεύουν πολλοί θιασώτες της Αριστεράς, η ανισότητα δεν είναι αποτέλεσμα της πολιτικής ούτε η πολιτική είναι ικανή να ανατρέψει αυτήν την τάση, κι αυτό γιατί το πρόβλημα έχει πολύ πιο βαθιές ρίζες και είναι πολύ πιο δυσεπίλυτο από ό,τι είναι γενικά παραδεκτό. Η ανισότητα είναι ένα αναπόφευκτο προϊόν της καπιταλιστικής δραστηριότητας και μια επέκταση της ισότητας των ευκαιριών απλώς την επιδεινώνει. Αυτό συμβαίνει επειδή κάποια άτομα ή κοινότητες είναι απλώς ικανότερα από άλλα στο να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που προσφέρει ο καπιταλισμός για ανάπτυξη και πρόοδο. Εντούτοις, παρά τα όσα πιστεύουν πολλοί φίλοι της Δεξιάς, η ανισότητα είναι ένα πρόβλημα καθολικό, που αφορά όλους και όχι μόνο εκείνους που δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά ή όσους είναι υπέρμαχοι της ισονομίας. Εάν το φαινόμενο δεν αντιμετωπιστεί, η αυξανόμενη ανισότητα και η οικονομική ανασφάλεια μπορούν να διαβρώσουν την κοινωνική τάξη και να προκαλέσουν λαϊκή αντίδραση κατά του καπιταλιστικού συστήματος γενικότερα.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων, η εξάπλωση του καπιταλισμού δημιούργησε τις προϋποθέσεις για ένα εκπληκτικό άλμα στην ανθρώπινη εξέλιξη, οδηγώντας σε μια μέχρι τότε αδιανόητη άνοδο του υλικού βιοτικού επιπέδου και σε πρωτοφανή καλλιέργεια όλων των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Ωστόσο, ο εγγενής δυναμισμός του καπιταλισμού, εκτός από πλεονεκτήματα, δημιουργεί και ανασφάλεια. Γι’ αυτόν τον λόγο, η πρόοδός του συνάντησε πάντα αντίσταση. Πράγματι, ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής ιστορίας και της ιστορίας των θεσμών των καπιταλιστικών κοινωνιών αποτελεί καταγραφή των προσπαθειών ελάφρυνσης ή άμβλυνσης αυτής της ανασφάλειας. Και μόνο η δημιουργία του σύγχρονου κράτους πρόνοιας στον 20ο αιώνα επέτρεψε τελικά στον καπιταλισμό και στη δημοκρατία να συνυπάρξουν σε καθεστώς σχετικής αρμονίας.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι εξελίξεις στους τομείς της τεχνολογίας, της οικονομίας και του διεθνούς εμπορίου, προκάλεσαν νέα κύματα και μορφές ανασφάλειας στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές οικονομίες, καθιστώντας ολοένα και πιο άνιση και αβέβαιη τη ζωή όχι μόνο της κατώτερης και της εργατικής τάξης, αλλά και μεγάλου μέρους της μεσαίας τάξης. Η Δεξιά, ως επί το πλείστον, αγνόησε το πρόβλημα, ενώ η Αριστερά προσπάθησε να το εξαλείψει μέσα από κυβερνητικά προγράμματα, ανεξαρτήτως κόστους. Καμία από τις δύο προσεγγίσεις δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα. Τα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη οφείλουν να αποδεχθούν ότι η ανισότητα και η ανασφάλεια θα εξακολουθήσουν να είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των λειτουργιών της αγοράς. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να βρουν τρόπους για να προστατεύσουν τους πολίτες από τις συνέπειές τους, ενώ με έναν τρόπο θα πρέπει να συνεχίσουν να διατηρούν σε πρώτο πλάνο τον δυναμισμό, που παράγει τα τεράστια οικονομικά και πολιτιστικά οφέλη του καπιταλισμού.
ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ
Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζεται από την ιδιωτική ιδιοκτησία, την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ ελευθέρων ατόμων και τη χρήση των μηχανισμών της αγοράς για τον έλεγχο της παραγωγής και της διανομής αυτών των αγαθών και των υπηρεσιών. Κάποια χαρακτηριστικά του καπιταλισμού ενυπήρχαν επί αιώνες στις ανθρώπινες κοινωνίες , αλλά μόνο κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης και στις παραφυάδες τους της Βόρειας Αμερικής, συνυπήρξαν όλα μαζί. Ανέκαθεν τα περισσότερα νοικοκυριά κατανάλωναν το μεγαλύτερο μέρος των όσων παρήγαγαν και παρήγαγαν το μεγαλύτερο μέρος των όσων κατανάλωναν. Μόνο κατά την προαναφερθείσα περίοδο η πλειοψηφία του λαού σε ορισμένες χώρες άρχισε να αγοράζει το μεγαλύτερο μέρος των όσων κατανάλωνε, κι αυτό γιατί πουλούσε το μεγαλύτερο μέρος των όσων παρήγε.
Η αύξηση των προσανατολισμένων στην οικονομία της αγοράς νοικοκυριών και η ανάπτυξη αυτού που ονομάστηκε «εμπορική κοινωνία», είχε σοβαρές επιπτώσεις σε σχεδόν κάθε πλευρά της ανθρώπινης δραστηριότητας. Πριν από τον καπιταλισμό, στη ζωή των ανθρώπων κυριαρχούσαν οι παραδοσιακοί θεσμοί, που υπέτασσαν τις επιλογές και τις τύχες των ατόμων σε διάφορες κοινοτικές, πολιτικές και θρησκευτικές δομές. Οι θεσμοί αυτοί ελαχιστοποιούσαν τις πιθανότητες αλλαγών και απομάκρυναν τους ανθρώπους από την πρόοδο. Ωστόσο, τους προστάτευαν από τις αντιξοότητες της ζωής. Η έλευση του καπιταλισμού προσέδωσε στα άτομα μεγαλύτερο έλεγχο και ευθύνη για τη ζωή τους σε σύγκριση με το παρελθόν. Η εξέλιξη αυτή φάνηκε να είναι εξίσου λυτρωτική και τρομακτική, επειδή άνοιγε τον δρόμο τόσο για την πρόοδο όσο και για την οπισθοδρόμηση.
Η εμπορικοποίηση (ο μετασχηματισμός της δραστηριότητας που πραγματοποιείται για ιδιωτική χρήση σε δραστηριότητα που εκτελείται με σκοπό την πώληση στην ελεύθερη αγορά) επέτρεψε στους ανθρώπους να χρησιμοποιήσουν πιο αποτελεσματικά τον χρόνο τους, εξειδικευόμενοι στην παραγωγή εκείνων των προϊόντων στα οποία ήταν καλύτεροι και αγοράζοντας τα υπόλοιπα από άλλους. Οι νέες μορφές του εμπορίου και της μεταποίησης έκαναν χρήση του καταμερισμού της εργασίας για να παραγάγουν κοινά είδη οικιακής χρήσης σε φθηνές τιμές και κατ’ αυτόν τον τρόπο διέθεσαν στην αγορά μια σειρά νέων προϊόντων. Το αποτέλεσμα, όπως το χαρακτήρισε ο ιστορικός Γιαν ντε Βρις, ήταν αυτό που οι σύγχρονοι ονόμασαν «αφύπνιση των επιθυμιών του νου», δηλαδή μια επέκταση των ατομικών επιθυμιών και μια νέα υποκειμενική αντίληψη των αναγκών. Αυτήν τη συνεχή επέκταση των αναγκών έχουν καυτηριάσει επικριτές του καπιταλισμού, από τον Ρουσσώ ως τον Μαρκούζε, λέγοντας ότι φυλακίζει τους ανθρώπους σε ένα κλουβί με αφύσικες επιθυμίες. Την επαίνεσαν όμως άλλοι, υπέρμαχοι της αγοράς, ξεκινώντας από τον Βολταίρο, με το επιχείρημα ότι διευρύνει το φάσμα των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Το να αναπτύσσεις και να εκπληρώνεις υψηλότερες επιθυμίες και ανάγκες είναι, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η ουσία του πολιτισμού.
Επειδή έχουμε την τάση να θεωρούμε τα αγαθά ως απτά υλικά αντικείμενα, συχνά παραβλέπουμε την έκταση την οποία έχει λάβει η παραγωγή και η ολοένα φθηνότερη διανομή νέων πολιτιστικών προϊόντων, τα οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «μέσα αυτο-εκπαίδευσης». Γιατί η ιστορία του καπιταλισμού είναι επίσης ιστορία της εξάπλωσης της επικοινωνίας, της πληροφορίας και της ψυχαγωγίας, δηλαδή πράγματα με τα οποία και για τα οποία σκεφτόμαστε.
Μεταξύ των πρώτων σύγχρονων προϊόντων ήταν τα τυπωμένα βιβλία (σε πρώτη φάση, συνήθως η Βίβλος), ενώ η φθίνουσα τιμή τους και η αυξανόμενη διαθεσιμότητά τους υπήρξε ιστορικά πολύ πιο βαρύνουσα σε σύγκριση, ας πούμε, με τη διάδοση του κινητήρα εσωτερικής καύσης. Το ίδιο, επίσης, ισχύει και για τη διάδοση του δημοσιογραφικού χάρτου, που κατέστησε δυνατή την έκδοση των εφημερίδων και των περιοδικών. Αυτά, με τη σειρά τους, έδωσαν ώθηση στις νέες αγορές της πληροφορίας και της βιομηχανίας συγκέντρωσης και διανομής ειδήσεων. Κατά τον 18ο αιώνα χρειάζονταν μήνες για να φθάσουν στο Λονδίνο τα νέα από την Ινδία. Σήμερα χρειάζονται δευτερόλεπτα. Τα βιβλία και οι ειδήσεις κατέστησαν εφικτή τη διεύρυνση όχι μόνο της ενημέρωσης αλλά και της φαντασίας μας, της ικανότητας να κατανοούμε τους άλλους και να επινοούμε νέους τρόπους ζωής για τους εαυτούς μας. Ο καπιταλισμός και η εμπορικοποίηση διευκόλυναν έτσι τον ανθρωπισμό και νέες μορφές εφευρετικότητας.
Κατά τον περασμένο αιώνα, τα μέσα για την καλλιέργεια του ανθρώπου διευρύνθηκαν με την εφεύρεση της ηχογράφησης, της κινηματογράφησης και της τηλεόρασης, ενώ με τη διάδοση του διαδικτύου και της χρήσης οικιακών ηλεκτρονικών υπολογιστών, το κόστος απόκτησης γνώσεων και πολιτιστικών αγαθών έχει μειωθεί δραστικά. Για όσους, λοιπόν, έχουν τη διάθεση να ασχοληθούν, η εξάπλωση των μέσων προσωπικής καλλιέργειας καθιστά δυνατή μια σχεδόν αδιανόητη διεύρυνση του γνωσιολογικού τους πεδίου.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο καπιταλισμός έχει πολλαπλασιάσει τις ευκαιρίες για ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, δεν έχει ο καθένας τη δυνατότητα να επωφεληθεί πλήρως από τις ευκαιρίες αυτές ή να εξελιχθεί πέρα από ένα επίπεδο. Για παράδειγμα, διάφοροι, θεσμοθετημένοι ή μη, φραγμοί στην ισότητα των ευκαιριών τέθηκαν ιστορικά σε πολλές κατηγορίες του πληθυσμού (γυναίκες, μειονότητες, φτωχοί), με αποτέλεσμα να μην έχουν πλήρως αξιοποιήσει όλες τις προσφορές του καπιταλισμού. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, οι φραγμοί αυτοί σταδιακά υποχώρησαν ή εξαλείφθηκαν κι έτσι σήμερα οι ευκαιρίες είναι περισσότερο παρά ποτέ ισότιμα διαθέσιμες. Συνεπώς, η ανισότητα που υφίσταται σήμερα δεν προέρχεται τόσο από την άνιση διαθεσιμότητα των ευκαιριών, αλλά από την άνιση δυνατότητα αξιοποίησης των ευκαιριών. Κι αυτή, με τη σειρά της, πηγάζει από τις εγγενείς διαφορές του ανθρώπινου δυναμικού, δηλαδή αυτές με τις οποίες τα άτομα ξεκινούν τη ζωή τους, και από τους τρόπους με τους οποίους οι οικογένειες και οι κοινότητες επιτρέπουν ή ενθαρρύνουν την άνθηση του ανθρώπινου δυναμικού.
Ο ρόλος της οικογένειας στη διαμόρφωση της ικανότητας και της κλίσης των ατόμων στη χρήση των μέσων προσωπικής καλλιέργειας που προσφέρει ο καπιταλισμός, δύσκολα υπερεκτιμάται. Η οικογένεια δεν είναι μόνο ένα πεδίο κατανάλωσης και βιολογικής αναπαραγωγής. Είναι επίσης και το κατεξοχήν περιβάλλον, μέσα στο οποίο τα παιδιά κοινωνικοποιούνται, εκπολιτίζονται και εκπαιδεύονται, εντός του οποίου αναπτύσσονται συνήθειες που θα επηρεάσουν τη μετέπειτα μοίρα τους ως ανθρώπων και ως παραγόντων της αγοράς. Και, για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα των σύγχρονων οικονομικών, η οικογένεια είναι ένα εργαστήρι εντός του οποίου παράγεται ανθρώπινο κεφάλαιο.
Στο πέρασμα του χρόνου, η οικογένεια υπήρξε παράγοντας διαμόρφωσης του καπιταλισμού, με τη δημιουργία νέων απαιτήσεων για καινούργια προϊόντα. Ο καπιταλισμός πάλι, επανειλημμένα μετασχημάτισε την οικογένεια, καθώς νέα προϊόντα και νέα μέσα παραγωγής ώθησαν τα μέλη των οικογενειών να δαπανούν τον χρόνο τους με νέους τρόπους. Όταν, μέσα στον 18ο αιώνα, νέα καταναλωτικά αγαθά έγιναν διαθέσιμα σε όλο και φθηνότερες τιμές, οι οικογένειες αφιέρωναν μεγαλύτερο χρόνο σε δραστηριότητες βασισμένες στην αγορά, γεγονός που είχε θετικές επιπτώσεις στην καταναλωτική τους ικανότητα. Αρχικά, μπορεί πράγματι να μειώθηκαν οι αμοιβές των ανδρών, αλλά το συνολικό εισόδημα από την εργασία των δύο συζύγων και των παιδιών τους δημιούργησε τις προϋποθέσεις για υψηλότερη κατανάλωση. Η οικονομική ανάπτυξη και η επέκταση του πολιτιστικού ορίζοντα δεν βελτίωσε, εντούτοις, όλες τις πτυχές της ζωής για όλους τους ανθρώπους. Το γεγονός ότι τα παιδιά της εργατικής τάξης μπορούσαν να κερδίζουν χρήματα από μικρή ηλικία λειτούργησε σαν αντικίνητρο για την εκπαίδευσή τους, ενώ μια σειρά νέων προϊόντων (λευκό ψωμί, ζάχαρη, καπνός, οινοπνευματώδη ποτά) ήταν ανθυγιεινά, με αποτέλεσμα η αύξηση των επιπέδων κατανάλωσης να μη συνεπάγεται πάντα καλύτερη υγεία και μακροβιότητα. Καθώς, μάλιστα, η γυναικεία εργασία μετατοπίστηκε από το νοικοκυριό στην αγορά, έπεσαν τα επίπεδα καθαριότητας και αυξήθηκαν οι πιθανότητες εμφάνισης ασθενειών.
Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, υλοποιήθηκε η σταδιακή διάδοση νέων μέσων παραγωγής στο σύνολο της οικονομίας. Ήταν η εποχή της μηχανής, με κύριο χαρακτηριστικό την εντεινόμενη αντικατάσταση των οργανικών πηγών ενέργειας (άνθρωπος, ζώα) από ανόργανες (κυρίως την ατμομηχανή). Επρόκειτο για διαδικασία που οδήγησε σε τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας. Σε αντίθεση με τις κοινωνίες που βασίζονταν κυρίως στον αγροτικό τομέα, τώρα η παραγωγή πραγματοποιείτο κατεξοχήν στο εργοστάσιο, το οποίο χτιζόταν για να στεγάσει τις νέες μηχανές, που ήταν πολύ μεγάλες, πολύ βαριές και πολύ βρώμικες για να λειτουργούν στα σπίτια. Κατά συνέπεια, η εργασία όλο και περισσότερο απομακρυνόταν από την οικογενειακή εστία, με αποτέλεσμα να αλλάξει τελικά και η ίδια η δομή της οικογένειας.
Στην αρχή, οι ιδιοκτήτες των νέων, βιομηχανοποιημένων εγκαταστάσεων αναζήτησαν ως εργαζόμενους γυναίκες και παιδιά, επειδή ήταν πιο πειθήνιοι και πιο πειθαρχημένοι σε σύγκριση με τους άνδρες. Όμως, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο μέσος Βρετανός εργάτης απολάμβανε σημαντική και σταθερή αύξηση της πραγματικής αμοιβής του, ενώ μέσα στην ίδια την οικογένεια συντελέστηκε ένας νέος καταμερισμός της εργασίας, ακολουθώντας τον διαχωρισμό των φύλων. Οι άνδρες, που με τη σωματική δύναμή τους είχαν πλεονέκτημα για την εργασία στη μεταποίηση, πύκνωναν τις τάξεις των εργαζομένων στα εργοστάσια, με μισθούς αγοράς, που ήταν αρκετά υψηλοί ώστε να στηρίξουν μια οικογένεια. Η αγορά του 19ου αιώνα, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να προμηθεύει προϊόντα που να προάγουν αγαθά, όπως η καθαριότητα, η υγιεινή, τα θρεπτικά τρόφιμα και η μέριμνα για την επίβλεψη των παιδιών. Στην άρχουσα τάξη, αυτές οι υπηρεσίες προσφέρονταν από το υπηρετικό προσωπικό. Στις περισσότερες οικογένειες, όμως, τις υπηρεσίες αυτές προσέφεραν οι γυναίκες. Το καθεστώς αυτό δημιούργησε ένα νέο μοντέλο οικογένειας, αυτό των εργαζόμενων-νοικοκυραίων, με καταμερισμό εργασίας κατά φύλο. Πολλές από τις βελτιώσεις στην υγεία, στη μακροβιότητα και στην εκπαίδευση, που σημειώθηκαν από τα μέσα του 19ου ως τα μέσα του 20ου αιώνα, τονίζει ο ντε Βρις, εξηγούνται με τη μετατόπιση της γυναικείας εργασίας από την αγορά στο νοικοκυριό και, εντέλει, με τη μετατόπιση της παιδικής ηλικίας από την αγορά στην εκπαίδευση, όταν τα παιδιά αποχώρησαν από το εργατικό δυναμικό και άρχισαν να φοιτούν στα σχολεία.
ΔΥΝΑΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ
Στο μεγαλύτερο τμήμα της ιστορίας, κύρια πηγή ανασφάλειας για τον άνθρωπο υπήρξε η φύση. Σ’ αυτές τις κοινωνίες, έγραφε ο Μαρξ, το οικονομικό σύστημα είχε προσανατολισμό προς τη σταθερότητα και τη στασιμότητα. Οι καπιταλιστικές κοινωνίες, αντιθέτως, έχουν προσανατολισμό προς την καινοτομία και τον δυναμισμό, στη δημιουργία νέας γνώσης, νέων προϊόντων και νέων μεθόδων παραγωγής και διανομής. Όλα αυτά έχουν μετατοπίσει το επίκεντρο της ανασφάλειας από τη φύση στην οικονομία.
Στη δεκαετία του 1820 ο Χέγκελ παρατήρησε ότι σε μια εμπορευματική κοινωνία, βασισμένη στο μοντέλο του εργαζόμενου-νοικοκύρη, οι άνδρες θεωρούσαν ότι το αίσθημα της αυτοεκτίμησης και η αναγνώριση από τους άλλους, ήταν πράγματα απολύτως εξαρτημένα από την κατοχή μιας θέσης εργασίας. Το γεγονός αυτό έθετε ένα πρόβλημα, αφού σε μια δυναμική καπιταλιστική αγορά, η ανεργία είναι υπαρκτή πιθανότητα. Ο καταμερισμός της εργασίας, που υλοποιήθηκε μέσω της αγοράς, σήμαινε ότι πολλοί εργαζόμενοι διέθεταν ικανότητες πολύ υψηλής εξειδίκευσης και ήταν κατάλληλοι μόνο για μια μικρή γκάμα θέσεων εργασίας. Η αγορά δημιούργησε μεταβαλλόμενες ανάγκες, καθώς η αυξημένη ζήτηση για νέα προϊόντα σήμαινε μείωση της ζήτησης για τα παλαιότερα. Οι άνδρες, των οποίων η ζωή ήταν αφιερωμένη σε έναν ρόλο σχετικό με την παραγωγή παλαιών προϊόντων, έμειναν χωρίς δουλειά και χωρίς εκείνη την κατάρτιση που θα τους επέτρεπε να βρουν μια άλλη. Η εκμηχάνιση της παραγωγής συνέτεινε επίσης στην απώλεια θέσεων εργασίας. Με άλλα λόγια, η δημιουργικότητα και η καινοτομία του βιομηχανικού καπιταλισμού συνοδεύτηκε, σχεδόν από την αρχή, με ανασφάλεια για τους εργαζομένους.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς σκιαγράφησαν στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» τον δυναμισμό του καπιταλισμού, την ανασφάλεια, την εξέλιξη των αναγκών και τη διεύρυνση των πολιτιστικών δυνατοτήτων των ανθρώπων:
«Μέσα από την αξιοποίηση της παγκόσμιας αγοράς, η αστική τάξη έχει προσδώσει έναν κοσμοπολιτικό χαρακτήρα στην παραγωγή και στην κατανάλωση κάθε χώρας. Προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών, η αστική τάξη έχει τραβήξει κάτω από τα πόδια της βιομηχανίας το εθνικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο η τελευταία στεκόταν. Όλες οι παμπάλαιες εθνικές βιομηχανίες έχουν καταστραφεί ή καταστρέφονται καθημερινά. Εκτοπίζονται από νέες βιομηχανίες, των οποίων η καθιέρωση γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου για όλα τα πολιτισμένα έθνη, από βιομηχανίες που δεν επεξεργάζονται πλέον τις εγχώριες πρώτες ύλες, αλλά πρώτες ύλες από απομακρυσμένες περιοχές. Βιομηχανίες, των οποίων τα προϊόντα καταναλώνονται όχι μόνο στην εσωτερική αγορά αλλά σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Στη θέση των παλαιών αναγκών, που ικανοποιούνταν από την εγχώρια παραγωγή, βρίσκονται νέες ανάγκες, που για την ικανοποίησή τους απαιτούνται προϊόντα από μακρινά μέρη και χώρες. Στη θέση της παλαιάς τοπικής και εθνικής απομόνωσης και αυτάρκειας, έχουμε συναλλαγές προς κάθε κατεύθυνση, μια καθολική αλληλεξάρτηση των χωρών».
Στον 20ο αιώνα, ο οικονομολόγος Γιόζεφ Σουμπέτερ, θα επεκταθεί πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα, με την αντίληψη ότι ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από «δημιουργική καταστροφή», στο πλαίσιο της οποίας νέα προϊόντα και μέθοδοι διανομής και οργάνωσης εκτοπίζουν παλαιότερες μεθόδους. Εντούτοις, σε αντίθεση με τον Μαρξ, που είδε ως πηγή αυτού του δυναμισμού την εξωπραγματική επιδίωξη αύξησης του «κεφαλαίου» (σε βάρος, όπως πίστευε, της εργατικής τάξης), ο Σουμπέτερ έδωσε έμφαση στον ρόλο του επιχειρηματία, εκείνου του καινοτόμου που εισάγει νέα προϊόντα και ανακαλύπτει νέες αγορές και μεθόδους.
Ο δυναμισμός και η ανασφάλεια που δημιουργήθηκαν από τον βιομηχανικό καπιταλισμό του 19ου αιώνα, οδήγησαν στη διαμόρφωση νέων θεσμών για τον περιορισμό της ανασφάλειας: η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης προκειμένου να μειωθούν οι επενδυτικοί κίνδυνοι, οι εργατικές συνδικαλιστικές ενώσεις για την προώθηση των συμφερόντων των εργαζομένων, οι εταιρείες αλληλοβοήθειας για την παροχή δανείων και ασφάλισης της ταφής, καθώς και η εμπορική ασφάλεια ζωής. Στα μέσα του 20ου αιώνα, ως απάντηση στη μαζική ανεργία και τις στερήσεις που προκάλεσε η Μεγάλη Ύφεση (και στη μεγάλη πολιτική απήχηση του κομμουνισμού και του φασισμού, που έπεισε πολλούς δημοκράτες ότι η υπερβολική ανασφάλεια αποτελεί απειλή για την ίδια την καπιταλιστική δημοκρατία), οι δημοκρατίες της Δύσης ενστερνίστηκαν την ιδέα του κράτους πρόνοιας. Διάφορες χώρες δημιούργησαν διαφορετικούς συνδυασμούς ειδικών προγραμμάτων. Όμως, τα νέα κράτη πρόνοιας είχαν πολλά κοινά, όπως η ασφάλιση των ηλικιωμένων και των ανέργων, καθώς και ποικίλα μέτρα για τη στήριξη της οικογένειας.
Η επέκταση του κράτους πρόνοιας στις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέβη σε μια εποχή κατά την οποία οι καπιταλιστικές οικονομίες της Δύσης εξελίσσονταν με ταχείς ρυθμούς. Η επιτυχία της βιομηχανικής οικονομίας επέτρεψε τη μετάγγιση των κερδών και των μισθών σε κρατικούς σκοπούς, μέσω της φορολογίας. Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής περιόδου, στην οποία κυριάρχησε το οικογενειακό μοντέλο του εργαζόμενου-νοικοκύρη, ήταν επίσης ενισχυτικά, καθώς ο σχετικά υψηλός αριθμός γεννήσεων δημιούργησε μια ευνοϊκή αναλογία μεταξύ ενεργών εργαζομένων και εξαρτώμενων μελών. Οι ευκαιρίες εκπαίδευσης αυξήθηκαν, καθώς όλο και περισσότερο τα αριστοκρατικά πανεπιστήμια έκαναν δεκτούς φοιτητές με γνώμονα τα ακαδημαϊκά επιτεύγματα και τις ικανότητές τους, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι άνθρωποι να αποκτούν ανώτατη εκπαίδευση. Εξίσου άρχισαν να υποχωρούν τα εμπόδια για την πλήρη συμμετοχή των γυναικών και των μειονοτήτων στην κοινωνία. Με την επίδραση όλων των ανωτέρω παραγόντων, επιτεύχθηκε μια πρόσκαιρη ισορροπία, στο πλαίσιο της οποίας οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες γνώρισαν ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, υψηλά επίπεδα απασχόλησης και σχετική κοινωνικο-οικονομική ισότητα.
ΖΩΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Το τέλος του 20ου και η αρχή του 21ου αιώνα ήταν, σε γενικές γραμμές, μια περίοδος αξιοσημείωτης προόδου για την ανθρωπότητα, οφειλόμενη, σε μεγάλο βαθμό, στη εξάπλωση του καπιταλισμού ανά την υφήλιο. Η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας της Κίνας, της Ινδίας, της Βραζιλίας, της Ινδονησίας και άλλων χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου, επέτρεψε σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων να ξεφύγουν από τη φτώχια και να μεταπηδήσουν στη μεσαία τάξη. Από την άλλη, οι καταναλωτές στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπως στις ΗΠΑ, βίωσαν τη δραστική μείωση στις τιμές πολλών προϊόντων (από ρούχα μέχρι τηλεοράσεις), και τη διαθεσιμότητα μιας πλημμυρίδας αγαθών που άλλαξε τη ζωή τους.
Πιο αξιομνημόνευτες είναι, ίσως, οι αλλαγές που συνέβησαν στα μέσα που απέκτησαν οι άνθρωποι για την προσωπική τους καλλιέργεια. Όπως σημειώνει ο οικονομολόγος Τάιλερ Κόουεν, ο καρπός των πρόσφατων εξελίξεων είναι μάλλον «στο μυαλό μας και στους φορητούς υπολογιστές μας και όχι τόσο στον τομέα της οικονομίας που παράγει έσοδα». Ως αποτέλεσμα, «το μεγαλύτερο μέρος της αξίας του διαδικτύου απορροφάται σε προσωπικό επίπεδο και ποτέ δεν πρόκειται να μετρηθεί με δείκτες παραγωγικότητας». Πολλές από τις μεγάλες, κάθε είδους μουσικές συναυλίες του 20ου αιώνα, είναι δωρεάν διαθέσιμες στο YouTube. Πολλές από τις σπουδαίες κινηματογραφικές ταινίες του 20ου αιώνα, που άλλοτε προβάλλονταν μόνο περιστασιακά σε κινηματογραφικές λέσχες μητροπολιτικών περιοχών, είναι σήμερα προσιτές στον οποιονδήποτε και οποτεδήποτε, αντί μικρής μηνιαίας χρέωσης. Σύντομα οι μεγάλες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες θα είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο για όλον τον κόσμο, ενώ πρόκειται να επακολουθήσουν και άλλες, χωρίς προηγούμενο, ευκαιρίες ατομικής εξέλιξης.
Όλη αυτή η πρόοδος, ωστόσο, επισκιάζεται από τα επίμονα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, την ανισότητα και την ανασφάλεια. Το 1973, ο κοινωνιολόγος Ντάνιελ Μπελ σημείωνε ότι στον προηγμένο καπιταλιστικό κόσμο, η γνώση, η επιστήμη και η τεχνολογία βρίσκονταν σε διαδικασία μετασχηματισμού προς αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «μεταβιομηχανική κοινωνία». Με τον ίδιο τρόπο που στο παρελθόν η μεταποίηση είχε εκτοπίσει τη γεωργία ως κύρια πηγή απασχόλησης, έλεγε ο Μπελ, έτσι και ο τομέας των υπηρεσιών εκτοπίζει τώρα τη μεταποίηση. Στη μεταβιομηχανική οικονομία της γνώσης, η παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων εξαρτήθηκε περισσότερο από τις τεχνολογικές εισροές και λιγότερο από τις δεξιότητες των εργαζομένων, οι οποίοι στην ουσία μοντάριζαν τα προϊόντα. Αυτό σήμανε μια σχετική μείωση στη ζήτηση και στην οικονομική αξία των ειδικευμένων και ημι-ειδικευμένων βιομηχανικών εργατών, ακριβώς όπως στο παρελθόν είχε σημειωθεί πτώση της ζήτησης και της αξίας των εργατών της γης. Σε μια τέτοια οικονομία, οι ειδικότητες που είναι σε ζήτηση περιλαμβάνουν επιστημονική και τεχνική γνώση, καθώς και την ικανότητα να δουλεύει κανείς με την πληροφορία. Εν τω μεταξύ, η επανάσταση στην τεχνολογία πληροφοριών, που σάρωσε την οικονομία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, απλώς επιδείνωσε αυτές τις τάσεις.
Μια σημαντική επίπτωση της επικράτησης της μεταβιομηχανικής οικονομίας αφορούσε το καθεστώς και τους ρόλους των δύο φύλων. Το συγκριτικό πλεονέκτημα των ανδρών στην προβιομηχανική και στη βιομηχανική οικονομία, βασιζόταν κυρίως στη μεγαλύτερη φυσική τους αντοχή, κάτι που σήμερα έχει όλο και μικρότερη ζήτηση. Οι γυναίκες, αντιθέτως, είτε από βιολογική προδιάθεση είτε λόγω κοινωνικοποίησης, είχαν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε ανθρώπινες δεξιότητες και συναισθηματική νοημοσύνη, πράγματα δηλαδή όλο και πιο σημαντικά σε μια οικονομία προσανατολισμένη μάλλον στις ανθρώπινες υπηρεσίες και λιγότερο στην παραγωγή υλικών αντικειμένων. Το τμήμα της οικονομίας στο οποίο θα μπορούσαν να συμμετάσχουν οι γυναίκες έχει επεκταθεί και η εργασία τους έχει γίνει πιο πολύτιμη, πράγμα που σημαίνει ότι ο χρόνος που δαπανούν στο σπίτι υποχωρεί μπροστά στις πιο επικερδείς δυνατότητες που προσφέρει η αμειβόμενη εργασία.
Αυτή η κατάσταση βαθμιαία οδήγησε σε αντικατάσταση του οικογενειακού μοντέλου «άντρας εργαζόμενος - γυναίκα νοικοκυρά» με το μοντέλο της οικογένειας με διπλό εισόδημα. Τόσο οι υποστηρικτές όσο και οι επικριτές της μετατόπισης των γυναικών προς τη μισθωτή εργασία, έχουν την τάση να υπερτιμούν τον ρόλο που έπαιξαν σ’ αυτήν την αλλαγή οι ιδεολογικοί αγώνες του φεμινιστικού κινήματος, ενώ υποτιμούν τον ρόλο των αλλαγών στην ίδια τη φύση της καπιταλιστικής παραγωγής. Η απουσία του γυναικείου εργατικού δυναμικού από το νοικοκυριό έγινε εφικτή εν μέρει λόγω της ύπαρξης νέων προϊόντων, χάρη στα οποία είχε μειωθεί ο αναγκαίος για τις οικιακές εργασίες χρόνος (πλυντήρια, στεγνωτήρια, πλυντήρια πιάτων, θερμοσίφωνες, ηλεκτρικές σκούπες, φούρνοι μικροκυμάτων). Από την άλλη, η αύξηση του χρόνου που αφιερώνεται στις δραστηριότητες της αγοράς, έδωσε ώθηση για μεγαλύτερη ζήτηση αγαθών οικιακής κατανάλωσης που απαιτούν λιγότερη εργασία (συσκευασμένα τρόφιμα και έτοιμα φαγητά), καθώς και σε ανάπτυξη του τομέα εστίασης και της διατροφής τύπου fast-food. Οδήγησε, επίσης, σε εμπορευματοποίηση της φροντίδας μικρών παιδιών, ηλικιωμένων και ατόμων με ειδικές ανάγκες, με τα καθήκοντα αυτά να περνούν από τους συγγενείς σε αμειβόμενα πρόσωπα.
Η τάση για μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην εκπαίδευση και σε επαγγελματικές επιδόσεις συνοδεύτηκε από αλλαγή των κοινωνικών προτύπων όσον αφορά την επιλογή συζύγων. Στην εποχή που ο γάμος στηριζόταν πάνω στο μοντέλο του εργαζόμενου-νοικοκύρη, οι γυναίκες διάλεγαν σύντροφο με βασικό κριτήριο τη βιοποριστική ικανότητά του. Οι άνδρες, με τη σειρά τους, εκτιμούσαν περισσότερο στις πιθανές συζύγους τους τη νοικοκυροσύνη παρά τα επαγγελματικά τους επιτεύγματα. Δεν ήταν ασύνηθες, άνδρες και γυναίκες να επιλέγουν σύντροφο με την ίδια περίπου ευφυΐα, αλλά πάντως οι γυναίκες είχαν την τάση να παντρεύονται άνδρες με ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης και οικονομικής επιτυχίας. Καθώς η οικονομία περνούσε από το βιομηχανικό στο μεταβιομηχανικό επίπεδο των υπηρεσιών και της πληροφορίας, οι γυναίκες εξομοιώθηκαν με τους άνδρες στην επίτευξη της αναγνώρισης μέσω της αμειβόμενης εργασίας. Έτσι, σήμερα το εργαζόμενο ζευγάρι απαρτίζεται ως επί το πλείστον από συνομηλίκους, με ίδιο πάνω-κάτω μορφωτικό επίπεδο και πιο συγκρίσιμα επίπεδα οικονομικής επιτυχίας, μέσω μιας διαδικασίας που μπορεί να χαρακτηριστεί «εκλεκτική διασταύρωση».
ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ
Αυτές οι κοινωνικές τάσεις που επικράτησαν στη μεταβιομηχανική εποχή, είχαν σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά την ανισότητα. Αν το οικογενειακό εισόδημα είναι διπλό σε κάθε σκαλί της οικονομικής κλίμακας, τότε το συνολικό εισόδημα εκείνων των οικογενειών που βρίσκονται ψηλά στην κλίμακα τείνει να αυξάνει ταχύτερα από το εισόδημα εκείνων που είναι πιο χαμηλά. Όμως, για ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών που βρίσκονται κάτω-κάτω στην κλίμακα, δεν υπάρχει καν διπλασιασμός. Αυτό συμβαίνει επειδή η συγκριτική αμοιβή των γυναικών έχει αυξηθεί και η συγκριτική αμοιβή των λιγότερο εκπαιδευμένων ανδρών της εργατικής τάξης έχει μειωθεί, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να έχουν γίνει όλο και λιγότερο ελκυστικοί για γάμο. Συχνά, λοιπόν, οι περιορισμοί στο ανθρώπινο κεφάλαιο καθιστούν αυτούς τους άνδρες λιγότερο προτιμώμενους για απασχόληση και παράλληλα λιγότερο προτιμώμενους ως συντρόφους, ενώ τα γνωρίσματα του χαρακτήρα των ανδρών που είναι μακροχρόνια άνεργοι, συχνά, επίσης, επιδεινώνονται. Δεδομένου ότι συνεισφέρουν λιγότερα στον οικογενειακό προϋπολογισμό, οι άνδρες αυτής της κατηγορίας θεωρούνται λιγότερο χρήσιμοι, εν μέρει γιατί οι γυναίκες μπορούν τώρα να βασίζονται στις παροχές του κράτους πρόνοιας, ως μια πρόσθετη, αν και πενιχρή, ανεξάρτητη πηγή εισοδήματος.
Μία από τις πιο εντυπωσιακές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών στις ΗΠΑ, ήταν η διαμόρφωση μιας κοινωνικής διαστρωμάτωσης όσον αφορά τους γάμους μεταξύ διαφόρων κοινωνικών τάξεων και εθνοτικών ομάδων. Όταν στη δεκαετία του 1960 η νομοθεσία για τα διαζύγια έγινε πιο ελαστική, σημειώθηκε αύξηση των διαζυγίων σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Αλλά από τη δεκαετία του 1980, διαμορφώθηκε ένα νέο πρότυπο: τα διαζύγια μειώθηκαν στα κοινωνικά στρώματα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, ενώ αντιθέτως στα στρώματα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, τα διαζύγια συνέχισαν να αυξάνουν. Επιπλέον, οι πιο μορφωμένοι και πιο εύποροι εμφάνιζαν περισσότερες πιθανότητες να παντρευτούν, σε σύγκριση με τους λιγότερο μορφωμένους. Δεδομένου του ρόλου της οικογένειας ως μήτρας ανθρώπινου κεφαλαίου, τέτοιου είδους τάσεις έχουν σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά τη δημιουργία ανισοτήτων. Μια πληθώρα ερευνών αποδεικνύει ότι τα παιδιά που ανατράφηκαν σε οικογένεια και με τους δύο γονείς, είναι πολύ πιθανότερο να αποκτήσουν τις προϋποθέσεις της αυτοπειθαρχίας και αυτοπεποίθησης για μια επιτυχημένη ζωή, ενώ τα παιδιά (κυρίως τα αγόρια) που μεγαλώνουν σε μονογονεϊκές οικογένειες (ή, χειρότερα, με μητέρες που συνάπτουν εφήμερες σχέσεις), διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.
Όλα αυτά συνέβαιναν στη διάρκεια μιας περιόδου αυξανόμενης ισότητας της πρόσβασης στην εκπαίδευση και εντεινόμενης διαστρωμάτωσης των αμοιβών στην αγορά εργασίας. Και τα δύο ισχυροποίησαν τη σημασία του ανθρώπινου κεφαλαίου. Ένα από τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου κεφαλαίου είναι η γνωστική ικανότητα: η ταχύτητα της σκέψης, η ικανότητα εξαγωγής συμπερασμάτων και εφαρμογής προτύπων που προέρχονται από την εμπειρία, η δυνατότητα χειρισμού της διανοητικής πολυπλοκότητας. Ένα άλλο, είναι ο χαρακτήρας και οι κοινωνικές δεξιότητες: η αυτοπειθαρχία, η επιμονή, η υπευθυνότητα. Και ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι η πραγματική γνώση. Όλα αυτά αποκτούν ζωτική σημασία για την επιτυχία στη μεταβιομηχανική αγορά. Όπως γράφει ο οικονομολόγος Μπρινκ Λίντσεϊ στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο Human Capitalism, ανάμεσα στο 1973 και το 2001, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού εισοδήματος ήταν μόλις 0,3% για τους εργαζόμενους που βρίσκονται στο κατώτερο επίπεδο της πεντάβαθμης κλίμακας κατανομής του εισοδήματος στις ΗΠΑ, έναντι του 0,8% για εκείνους που βρίσκονται στο μέσον της και 1,8% για όσους βρίσκονται στο ανώτερο επίπεδο. Παρόμοιες είναι οι τάσεις που επικρατούν και σε πολλές άλλες προηγμένες οικονομίες.
Η παγκοσμιοποίηση δεν ήταν εκείνη που προκάλεσε αυτό το καθεστώς των άνισων αποδόσεων του ανθρώπινου κεφαλαίου, αλλά οπωσδήποτε το επέτεινε. Ο οικονομολόγος Μάικλ Σπενς κάνει διάκριση ανάμεσα στα «εμπορεύσιμα» αγαθά και υπηρεσίες, που με ευκολία μπορούν να εισαχθούν και να εξαχθούν, και στα «μη εμπορεύσιμα», που στερούνται των προηγουμένων πλεονεκτημάτων. Τα εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες όλο και περισσότερο εισάγονται στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες από τις λιγότερο ανεπτυγμένες, όπου το εργατικό κόστος είναι χαμηλότερο. Καθώς τα βιομηχανικά προϊόντα και οι τυπικές υπηρεσίες προσφέρονται από εξωτερική πηγή, οι μισθοί των σχετικά ανειδίκευτων και ανεκπαίδευτων εργαζομένων των καπιταλιστικών κοινωνιών φθίνουν, εκτός αν αυτοί οι άνθρωποι πετυχαίνουν με κάποιο τρόπο να βρουν αποδοτική απασχόληση στον μη εμπορεύσιμο τομέα.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εν τω μεταξύ, η αύξηση των ανισοτήτων έχει επιδεινωθεί από την αύξηση της ανασφάλειας και του άγχους των ανθρώπων που βρίσκονται στα ψηλότερα σκαλοπάτια της οικονομικής κλίμακας. Μια τάση που συνέβαλε στη δημιουργία αυτού του προβλήματος ήταν η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας, κατά κύριο λόγο στις ΗΠΑ, δημιουργώντας αυτό που ο οικονομολόγος Χάιμαν Μίνσκυ χαρακτήρισε ως «χρηματιστικό καπιταλισμό» και ονομάστηκε «αντιπροσωπευτικός καπιταλισμός» από τον ειδικό οικονομικών θεμάτων Άλφρεντ Ράπαπορτ.
Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η χρηματοδότηση ήταν ουσιαστικό, αλλά περιορισμένης σημασίας στοιχείο της αμερικανικής οικονομίας. Το εμπόριο των μετοχών (χρηματιστήριο) γινόταν από ιδιώτες επενδυτές, μικρούς ή μεγάλους, που τοποθετούσαν τα χρήματά τους σε μετοχές εταιρειών, για τις οποίες πίστευαν ότι υπήρχαν μακροπρόθεσμες προοπτικές. Κεφάλαια για επενδύσεις ήταν επίσης διαθέσιμα από τις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες της Γουόλ Στρητ και τους ξένους ομολόγους τους, δηλαδή μέσω ιδιωτικών συνεργασιών, με τα ίδια κεφάλαια των εταίρων να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Όλα αυτά άρχισαν ν’ αλλάζουν όταν δημιουργήθηκαν μεγαλύτερα κεφαλαιακά αποθέματα για επενδύσεις, που διατίθεντο μέσω επαγγελματιών διαχειριστών του χρήματος και όχι από τους ίδιους τους κατόχους των κεφαλαίων.
Μια πηγή τέτοιων νέων κεφαλαίων ήταν τα ασφαλιστικά ταμεία. Όταν, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεγάλες αμερικανικές βιομηχανίες αναδύθηκαν ως ολιγοπώλια με περιορισμένο ανταγωνισμό και μεγάλες επεκτεινόμενες αγορές στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, τα κέρδη και οι μελλοντικές προοπτικές τους τούς επέτρεψαν να προσφέρουν στους υπαλλήλους τους προγράμματα συνταξιοδότησης με καθορισμένες παροχές, τους κινδύνους των οποίων αναλάμβαναν οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1970, καθώς η αμερικανική οικονομία έγινε πιο ανταγωνιστική, τα επιχειρηματικά κέρδη έγιναν πιο αβέβαια και οι επιχειρήσεις (όπως εξάλλου και διάφοροι οργανισμοί του δημοσίου τομέα) θέλησαν να μετατοπίσουν τους κινδύνους, τοποθετώντας τα διαθέσιμα κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων στα χέρια επαγγελματιών διαχειριστών του χρήματος, με την ελπίδα να αποφέρουν σημαντικά κέρδη. Έτσι, λοιπόν, το συνταξιοδοτικό εισόδημα των εργαζομένων εξαρτήθηκε στο εξής όχι από τα κέρδη των εργοδοτών τους, αλλά από τη μοίρα των ασφαλιστικών τους ταμείων.
Μια άλλη πηγή νέων κεφαλαίων ήταν τα πανεπιστήμια και τα κληροδοτήματα άλλων μη κερδοσκοπικών οργανισμών, τα οποία αρχικά αναπτύχθηκαν χάρη σε δωρεές, αλλά στη συνέχεια η ταχεία περαιτέρω ανάπτυξή τους θα βασιζόταν στην απόδοση των επενδύσεών τους. Και, τέλος, μια άλλη πηγή νέων κεφαλαίων προήλθε από ιδιώτες και κυβερνήσεις του αναπτυσσόμενου κόσμου, όπου η γρήγορη οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη τάση για αποταμίευση και την επιθυμία για σχετικά ασφαλείς επενδυτικές προοπτικές, οδήγησε σε μεγάλες εισροές χρημάτων προς το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ωθούμενες εν μέρει από αυτές τις νέες ευκαιρίες, οι παραδοσιακές επενδυτικές τράπεζες της Γουόλ Στρητ μετασχηματίστηκαν σε εταιρείες εισηγμένες στο χρηματιστήριο, πράγμα που σημαίνει ότι κι αυτές άρχισαν επίσης να επενδύουν όχι μόνο με τα δικά τους κεφαλαιακά αποθέματα αλλά και με τα χρήματα άλλων ανθρώπων, συνδέοντας τα μπόνους των συνεργατών και των υπαλλήλων τους με τα ετήσια κέρδη τους. Όλο αυτό το σκηνικό δημιούργησε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, στο οποίο κυριάρχησαν οι διαχειριστές επενδύσεων, που ασχολούνταν με τη μεγάλη συγκέντρωση κεφαλαίων. Οι αμοιβές τους καθορίζονταν με βάση την υποτιθέμενη ικανότητά τους να ξεπερνούν την απόδοση των ομοτέχνων τους. Η δομή των παρεχομένων κινήτρων που διαμορφώθηκε σ’ αυτό το περιβάλλον, εξώθησε τους διαχειριστές κεφαλαίων να προσπαθήσουν να μεγιστοποιήσουν τις βραχυπρόθεσμες αποδόσεις και η πίεση που δημιουργήθηκε μεταβιβάστηκε στα στελέχη των επιχειρήσεων. Ο στενός χρονικός ορίζοντας εξήψε τον πειρασμό ενίσχυσης της άμεσης κερδοφορίας σε βάρος των πιο μακροπρόθεσμων επενδύσεων στην έρευνα ή στην ανάπτυξη ή στη βελτίωση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού της εταιρείας. Τόσο για τα διευθυντικά στελέχη όσο και για τους υπαλλήλους, το αποτέλεσμα δεν ήταν παρά μια διαρκής αναταραχή, που αύξαινε την πιθανότητα απώλειας των θέσεων εργασίας και την οικονομική ανασφάλεια.
Πράγματι, μια προηγμένη καπιταλιστική οικονομία προϋποθέτει έναν εκτεταμένο χρηματοπιστωτικό τομέα. Μέρος του είναι η απλή διεύρυνση του καταμερισμού εργασίας: αφήνοντας στους επαγγελματίες τις αποφάσεις για τις επενδύσεις, οι άνθρωποι διατηρούν εκείνα τα ψυχικά αποθέματα που τους χρειάζονται για να κάνουν τα πράγματα που γνωρίζουν καλύτερα ή για τα οποία ενδιαφέρονται περισσότερο. Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των καπιταλιστικών οικονομιών σημαίνει ότι οι επιχειρηματίες και τα στελέχη των επιχειρήσεων χρειάζονται βοήθεια στη λήψη των αποφάσεων για τον χρόνο και τον τρόπο άντλησης κεφαλαίων. Και οι εταιρείες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων, που έχουν ιδιοκτησιακό συμφέρον για την αύξηση της πραγματικής αξίας των επιχειρήσεων στις οποίες επενδύουν, διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτά είναι ζητήματα με τα οποία ορθά ασχολούνται οι χρηματιστές και ο χειρισμός τους απαιτεί ευφυΐα, εργατικότητα και ένστικτο. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να θεωρείται περίεργο ούτε δυσάρεστο το γεγονός ότι οι ειδικοί σ’ αυτόν τον τομέα αμείβονται αδρά.
Πάντως, παρά τα όποια οφέλη και τη διαρκή κοινωνική της αξία, η χρηματιστικοποίηση της κοινωνίας είχε και κάποιες δυσάρεστες συνέπειες, που αφορούν τόσο στη διεύρυνση των ανισοτήτων, λόγω της μεγάλης αύξησης του ύψους της κορυφής της οικονομικής κλίμακας (εξαιτίας των υπέρογκων αμοιβών των ανώτερων στελεχών χρηματοοικονομικής διαχείρισης) και της αυξημένης ανασφάλειας για εκείνους που βρίσκονται στα χαμηλότερα σκαλοπάτια (εξαιτίας της έμφασης που δόθηκε στη βραχυπρόθεσμη οικονομική απόδοση, με παράλληλο αποκλεισμό άλλων πρωτοβουλιών).
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο, χρηματιστικοποιημένο, μεταβιομηχανικό περιβάλλον, το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι περισσότερο παρά ποτέ σημαντικό για τον καθορισμό της επιτυχίας στη ζωή. Αυτό, επίσης, καθιστά τις οικογένειες πιο σημαντικές, για τον λόγο ότι, όπως ανακαλύπτει (προς μεγάλη της λύπη) εκ νέου η κάθε γενιά ερευνητών των κοινωνικών επιστημών, τα μέσα που μεταδίδονται από την οικογένεια στα παιδιά, είναι σε μέγιστο βαθμό καθοριστικά για την επιτυχία στο σχολείο και στον χώρο εργασίας. Όπως πριν από μισό αιώνα κατέδειξε ο οικονομολόγος Φρίντριχ Χάγεκ στο βιβλίο του με τίτλο The Constitution of Liberty, το βασικό εμπόδιο για την πραγματική ισότητα ευκαιριών είναι το ότι δεν υπάρχει υποκατάστατο των ευφυών γονέων ή της γαλούχησης σε μια συναισθηματικά και πολιτισμικά ολοκληρωμένη οικογένεια. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη των οικονομολόγων Πέντρο Καρνέιρο και Τζέιμς Χέκμαν, «οι διαφορές στο επίπεδο των γνωστικών και μη γνωστικών δεξιοτήτων, προερχόμενες από το οικογενειακό εισόδημα και το οικογενειακό υπόβαθρο, εμφανίζονται από νωρίς και παραμένουν. Η φοίτηση στο σχολείο διευρύνει αυτές τις πρώιμες διαφορές».
Η κληροδοσία αυτή γίνεται με διάφορους τρόπους: τη γενετική, την προγεννητική και τη μεταγεννητική ανατροφή, αλλά και τις πολιτιστικές κατευθύνσεις που αλληλεπιδρούν μέσα στην οικογένεια. Τα χρήματα, βεβαίως, είναι επίσης σημαντικά, αλλά συχνά ο ρόλος τους είναι υποβαθμισμένος σε σύγκριση με τους προαναφερθέντες μη οικονομικούς παράγοντες. (Το διάβασμα βιβλίων, για παράδειγμα, είναι καλύτερος προγνωστικός δείκτης από ό,τι το οικογενειακό εισόδημα). Στο πέρασμα του χρόνου και στο μέτρο που οι κοινωνίες θα οργανώνονται μέσα σε αξιοκρατικό πλαίσιο, η κληρονομιά της οικογένειας και η επιβράβευση της αγοράς θα παρουσιάζουν τάση σύγκλισης.
Οι μορφωμένοι γονείς συνήθως επενδύουν περισσότερο χρόνο και ενέργεια στη φροντίδα των παιδιών, ακόμη κι αν εργάζονται και οι δύο. Οι οικογένειες με ισχυρό ανθρώπινο κεφάλαιο είναι πιθανότερο να κάνουν αποδοτική χρήση των αναβαθμισμένων μέσων προσωπικής καλλιέργειας που προσφέρει ο σύγχρονος καπιταλισμός (όπως η εξέλιξη των δυνατοτήτων της ηλεκτρονικής επικοινωνίας), αντιστεκόμενοι στις πιθανές παγίδες του (όπως η άνευ ορίων παρακολούθηση τηλεόρασης ή χρήση παιχνιδιών στον υπολογιστή).
Τα παραπάνω επηρεάζουν την ικανότητα των παιδιών να χρησιμοποιούν την επίσημη εκπαίδευση, η οποία όλο και περισσότερο, δυνητικά τουλάχιστον, είναι διαθέσιμη σε όλους, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης ή ιθαγένειας. Στην αρχή του 20ου αιώνα, μόνο το 6,4% των Αμερικανών εφήβων αποφοιτούσε από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και μόνο ένας στους τετρακόσιους προχωρούσε στην τριτοβάθμια. Κατά συνέπεια, υπήρχε μια τεράστια μερίδα του πληθυσμού που είχε τη δυνατότητα αλλά όχι την ευκαιρία για υψηλότερα εκπαιδευτικά επιτεύγματα. Σήμερα, το ποσοστό αποφοίτησης από τη δευτεροβάθμια βρίσκεται στο 75% (κάτω από το κορυφαίο 80% που είχε επιτευχθεί το 1960), ενώ περίπου το 40% των νέων φοιτούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Πρόσφατα ο Economist επανέλαβε μια παλιά ρήση: «Σε μια κοινωνία όπου επικρατεί σε μεγάλο βαθμό η ισότητα των ευκαιριών, η θέση των γονέων στην εισοδηματική κλίμακα θα έχει μικρή επίπτωση σε εκείνη των παιδιών τους». Γεγονός είναι, πάντως, ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ισότητα των θεσμικών ευκαιριών, τόσο αυξάνει η σημασία της οικογενειακής κληρονομιάς σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Όπως έγραφε πριν από μια γενιά ο πολιτικός επιστήμονας Έντουαρντ Μπάνφιλντ στο βιβλίο του The Unheavenly City Revisited, «το σύνολο της εκπαίδευσης ευνοεί τα παιδιά της μεσαίας και της ανώτερης τάξης, επειδή το να ανήκεις σ’ αυτές σημαίνει ότι διαθέτεις αρετές που σε καθιστούν ιδιαίτερα εκπαιδεύσιμο». Η αναβάθμιση στην ποιότητα των σχολείων μπορεί να επιφέρει βελτίωση των συνολικών αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης, αλλά τείνει να αυξάνει, και όχι να μειώνει, το χάσμα ανάμεσα στις επιτυχίες των παιδιών από οικογένειες με διαφορετικά επίπεδα ανθρώπινου κεφαλαίου. Πρόσφατες έρευνες που φέρονται να καταδεικνύουν περιορισμένη -σε σύγκριση με το παρελθόν ή σε σύγκριση με ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες- διαγενεακή κινητικότητα σήμερα στις ΗΠΑ, παραγνωρίζουν το γεγονός ότι αυτή μπορεί να είναι στην πραγματικότητα μια στρέβλωση προερχόμενη από τη δράση γενεών που γνώρισαν αυξημένη ισότητα ευκαιριών. Και, από αυτήν την άποψη, είναι πιθανόν οι ΗΠΑ να βρίσκονται απλώς στην πρώτη γραμμή μιας τάσης που απαντάται και σε άλλες προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες.
ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΔΙΑΚΡΙΤΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
Η οικογένεια δεν είναι ο μοναδικός κοινωνικός θεσμός με μείζονα επίδραση στην εξέλιξη του ανθρώπινου κεφαλαίου και στην παρεπόμενη επιτυχία του στην αγορά εργασίας. Το ίδιο κάνουν και οι κοινωνικές ομαδοποιήσεις, όπως η θρησκεία, η φυλή, η εθνικότητα. Το 1905, ο κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ στο βιβλίο του The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism, παρατηρούσε ότι σε περιοχές όπου συνυπήρχαν ποικίλα θρησκεύματα, οι προτεστάντες ήταν πιο επιτυχημένοι οικονομικά σε σύγκριση με τους καθολικούς και οι καλβινιστές πιο επιτυχημένοι από τους λουθηρανούς. Ο Βέμπερ παρουσίασε μια ερμηνεία αυτής της διαφοράς με όρους πολιτισμικούς, βασισμένη στις διάφορες ψυχολογικές προδιαθέσεις που εμπνέει το κάθε θρήσκευμα. Μερικά χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του με τίτλο The Jews and Modern Capitalism, ο σύγχρονος του Βέμπερ, Βέρνερ Σόμπαρτ, διατύπωσε μια εναλλακτική ερμηνεία για την επιτυχία των διαφορικών ομάδων, βασισμένη μερικώς σε πολιτισμικές και μερικώς σε φυλετικές τάσεις. Και το 1927, ο νεότερος συνάδελφός τους, ο Σουμπέτερ, έδωσε σε μια εργασία του τον τίτλο «Κοινωνικές τάξεις σε ένα εθνικά ομοιογενές περιβάλλον», επειδή θεώρησε δεδομένο ότι σε ένα εθνικά μικτό περιβάλλον, το επίπεδο των επιτευγμάτων θα διαφοροποιείται ανάλογα με την εθνικότητα και όχι ανάλογα με την κοινωνική τάξη.
Οι παραπάνω ερμηνείες δεν είναι τόσο σημαντικές όσο το γεγονός ότι η απόδοση των διακριτών ομάδων υπήρξε ένα διαρκές γνώρισμα στην ιστορία του καπιταλισμού. Τέτοιου είδους διαφοροποιήσεις εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα. Στη σύγχρονη Αμερική, επί παραδείγματι, οι Ασιάτες (ιδιαίτερα εκείνοι που δεν προέρχονται από τα νησιά του Ειρηνικού) εμφανίζουν πολύ υψηλότερη απόδοση σε σύγκριση με τους μη ισπανόφωνους λευκούς, οι οποίοι με τη σειρά τους υπερέχουν των ισπανόφωνων, που με τη σειρά τους είναι καλύτεροι από τους Αφροαμερικανούς. Το γεγονός επαληθεύεται είτε ανατρέξει κανείς στα επιτεύγματά τους στην εκπαίδευση, τις αποδοχές είτε τα οικογενειακά πρότυπα, όπως π.χ. η συχνότητα των γεννήσεων εξώγαμων παιδιών.
Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης (και ειδικότερα εκείνες του Βορρά) που εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα ισότητας σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, είναι χώρες με πληθυσμούς εθνικά πιο ομοιογενείς. Καθώς πολλές προηγμένες μεταβιομηχανικές κοινωνίες έχουν καταστεί λιγότερο εθνικά ομοιογενείς λόγω των πρόσφατων μεταναστευτικών ρευμάτων, τείνουν προοδευτικά προς μια διαστρωμάτωση κατά μήκος των κοινωνικών γραμμών, με κάποιες ομάδες μεταναστών να παρουσιάζουν πιο ευνοϊκά πρότυπα από εκείνα του γηγενούς πληθυσμού, ενώ άλλες το αντίθετο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, τα παιδιά των Κινέζων και Ινδών μεταναστών εμφανίζουν καλύτερα αποτελέσματα από τα παιδιά του γηγενούς πληθυσμού, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τα παιδιά των μεταναστών από την Καραϊβική και το Πακιστάν. Στη Γαλλία, καλύτερη απόδοση εμφανίζουν οι γόνοι των Βιετναμέζων και χειρότερη οι Βορειοαφρικανοί. Στο Ισραήλ, καλύτερη εικόνα εμφανίζουν τα παιδιά των Ρώσων και χειρότερη εκείνα των Αιθιόπων μεταναστών. Στον Καναδά, μεγαλύτερη πρόοδο παρουσιάζουν τα παιδιά των Κινέζων και των Ινδών και τη χειρότερη τα παιδιά μεταναστών της Καραϊβικής και της Λατινικής Αμερικής. Μεγάλο μέρος αυτών των αποκλίσεων μπορεί να εξηγηθεί από το διαφορετικό ταξικό και μορφωτικό υπόβαθρο των ομάδων των μεταναστών στις χώρες προέλευσής τους. Επειδή, όμως, οι ίδιες οι κοινότητες λειτουργούν ως φορείς και φυτώρια ανθρώπινου κεφαλαίου, τα πρότυπα είναι δυνατόν να επιμένουν και χρονικά και τοπικά.
Στην περίπτωση των ΗΠΑ, η μετανάστευση παίζει έναν ακόμη μεγαλύτερο ρόλο στην επιδείνωση των ανισοτήτων, καθώς ο οικονομικός δυναμισμός της χώρας, η πολιτιστική ελευθερία και η γεωγραφική θέση της χώρας, προσελκύουν μερικά από τα καλύτερα και λαμπρότερα μυαλά του κόσμου, αλλά και κάποιους με ελάχιστη εκπαίδευση. Το γεγονός αυτό, ανεβάζει περισσότερο την κορυφή και χαμηλώνει περισσότερο τη βάση της οικονομικής κλίμακας.
ΓΙΑΤΙ Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΑΚΕΙΑ
Η όλο και μεγαλύτερη αναγνώριση της αύξουσας τάσης των οικονομικών ανισοτήτων και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες, οδήγησε, φυσικά, σε συζητήσεις για το τι μπορεί να γίνει. Ως προς το αμερικανικό περιβάλλον, η απάντηση που δόθηκε από όλες σχεδόν τις πλευρές, είναι απλή: εκπαίδευση.
Ένα σκέλος αυτής της λογικής εστιάζει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (κολλέγιο). Υποστηρίζεται ότι υπάρχει ένα αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στις προοπτικές ζωής εκείνων που έχουν και εκείνων που δεν έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους στο κολλέγιο. Συνεπώς, όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι θα πρέπει να φοιτήσουν στο κολλέγιο. Δυστυχώς, αν και η φοίτηση των Αμερικανών στα κολλέγια εμφανίζει αυξημένα ποσοστά, αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι μαθαίνουν και περισσότερα. Όλο και μεγαλύτερος είναι ο αριθμός εκείνων που είναι ακατάλληλοι για εργασία με απαιτήσεις κολλεγιακού πτυχίου, πολλοί είναι εκείνοι που εγκαταλείπουν χωρίς να ολοκληρώσουν τις πτυχιακές τους εξετάσεις και άλλοι που παίρνουν το πτυχίο τους με βαθμολογία πολύ χαμηλότερη από εκείνη που θα προϋπέθετε μια συνήθης άποψη περί πανεπιστημιακού επιπέδου σπουδών.
Εντούτοις, οι πιο αξιομνημόνευτες αποκλίσεις στα εκπαιδευτικά επιτεύγματα διαπιστώνονται στο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αν μελετήσει κανείς τα ποσοστά αποφοίτησης από το λύκειο. Μεγάλες, όμως, διαφοροποιήσεις στην απόδοση (ανάλογα με την κοινωνική τάξη και την εθνικότητα) εμφανίζονται και πιο πριν, στο δημοτικό σχολείο. Έτσι, λοιπόν, ένα δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας που βάζει στο επίκεντρο την εκπαίδευση, είναι η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ως διορθωτικά μέτρα προτείνονται: η υψηλότερη χρηματοδότηση των σχολείων, η προσφορά περισσότερων επιλογών στους γονείς, οι συχνότερες εξετάσεις των μαθητών και η βελτίωση της απόδοσης των εκπαιδευτικών. Ακόμη κι αν μέρος ή το σύνολο των προαναφερθέντων μπορεί να είναι επιθυμητό για άλλους λόγους, είναι βέβαιο ότι κανένα από τα μέτρα αυτά δεν έχει δείξει ότι μπορεί να μειώσει το χάσμα μεταξύ μαθητών ή κοινωνικών ομάδων. Κι αυτό, γιατί η επίσημη εκπαίδευση παίζει έναν σχετικά μικρό ρόλο στη δημιουργία ή στη διαιώνιση των διαφορών στη σχολική απόδοση.
Αποδεικνύεται ότι τα χάσματα αυτά έχουν τις ρίζες τους στο διαφορετικό επίπεδο ανθρώπινου κεφαλαίου, που τα παιδιά κατέχουν κατά την είσοδό τους στην εκπαιδευτική διαδικασία, γεγονός που οδηγεί στο τρίτο σκέλος της επιχειρηματολογίας για την εκπαίδευση, το οποίο εστιάζει στην προηγούμενη και πιο έντονη επίδραση επί της παιδικής ηλικίας. Οι προτάσεις που διατυπώνονται σχετικά, κάνουν συχνά λόγο μέχρι και για απομάκρυνση των παιδιών από το οικογενειακό τους περιβάλλον και ένταξή τους σε κάποιας μορφής ιδρυματικό περιβάλλον για το μεγαλύτερο -κατά το δυνατόν- χρονικό διάστημα, ή μιλούν για επανένταξη στην κοινωνία ολόκληρων γειτονιών. Υπάρχουν παραδείγματα μεμονωμένων επιτυχιών τέτοιου είδους προγραμμάτων, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορούν να εφαρμοστούν σε ευρύτερη κλίμακα. Πολλά προγράμματα παρουσιάζουν βραχύβιες επιτυχίες στη γνωστική ικανότητα των μαθητών, αλλά έχουν την τάση να υποχωρούν με τον καιρό, ενώ όσες έχουν διάρκεια είναι συνήθως οριακές. Είναι πιο εύλογο ότι τέτοια προγράμματα μάλλον βελτιώνουν τις μη γνωστικές δεξιότητες και τα στοιχεία του χαρακτήρα που συμβάλλουν στην οικονομική επιτυχία του ατόμου. Κάτι τέτοιο, όμως, συνεπάγεται σημαντικό κόστος και επενδύσεις, με άντληση πόρων από τα πιο επιτυχημένα τμήματα του πληθυσμού (και, άρα, μείωση των διαθέσιμων πόρων γι’ αυτά) ή με αξιοποίηση πόρων από άλλες πιθανές χρήσεις.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η ανισότητα στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες παρουσιάζει ανοδική τάση και δείχνει αναπόφευκτη, τουλάχιστον επί του παρόντος. Πράγματι, μια από τις πιο ισχυρές διαπιστώσεις της σύγχρονης κοινωνικής επιστημονικής έρευνας είναι ότι το χάσμα ανάμεσα στις οικογένειες με υψηλό και με χαμηλό εισόδημα έχει διευρυνθεί, ενώ το χάσμα στα εκπαιδευτικά και εργασιακά επιτεύγματα μεταξύ των παιδιών τους, έχει διευρυνθεί ακόμη περισσότερο.
ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ;
Σήμερα ο καπιταλισμός εξακολουθεί να παράγει σημαντικά οφέλη και συνεχώς μεγαλύτερες ευκαιρίες αυτο-μόρφωσης και ατομικής εξέλιξης. Ωστόσο, και τώρα, όπως πάντα, τα καλά έρχονται μαζί με τα κακά, ιδιαίτερα όσον αφορά την αύξηση των ανισοτήτων και της ανασφάλειας. Όπως με ακρίβεια παρατήρησαν οι Μαρξ και Ένγκελς, αυτό που διαχωρίζει τον καπιταλισμό από άλλα κοινωνικά και οικονομικά συστήματα είναι «η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών καταστάσεων, [και] η αιώνια αβεβαιότητα και κίνηση».
Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο καλύτερος Αμερικανός φοιτητής και επαγγελματίας της πολιτικής οικονομίας, Αλεξάντερ Χάμιλτον, έκανε ορισμένες σε βάθος παρατηρήσεις σχετικά με την αναπόφευκτη αμφισημία της εθνικής πολιτικής σε έναν κόσμο δημιουργικής καταστροφής :
«Ο ορισμένος από τη Θεία Πρόνοια κλήρος κάθε ανθρώπου είναι να νοθεύεται από συμφορές κάθε καλό που απολαμβάνει, να γίνεται πηγή δεινών κάθε πηγή ευδαιμονίας, εκτός μόνο από την Αρετή, το μόνο ανόθευτο καλό που είναι επιτρεπτό στη φθαρτή υπόστασή του. ... Ο αληθινός πολιτικός ... θα ενθαρρύνει όλα τα θεσμικά όργανα και τα σχέδια που αποσκοπούν στο να κάνουν ευτυχισμένους τους ανθρώπους, σύμφωνα με τη φυσική τους κλίση, που πολλαπλασιάζουν τις πηγές της ατομικής απόλαυσης και αυξάνουν εκείνες του εθνικού πλούτου και της ισχύος, φροντίζοντας στην κάθε περίπτωση να ενσταλάξει όλα εκείνα τα συστατικά που μπορούν να λειτουργήσουν προληπτικά ή θεραπευτικά στο κακό, αέναο επακόλουθο μιας πρόσκαιρης ευτυχίας».
Τώρα, όπως και άλλοτε, το ερώτημα που τίθεται είναι μόνο το πώς θα παραταθεί η διάρκεια αυτής της πρόσκαιρης ευτυχίας του καπιταλισμού και πώς θα επινοηθούν προληπτικά και θεραπευτικά μέτρα για τα δεινά, που είναι το αέναο επακόλουθό της.
Μια πιθανή θεραπεία για το πρόβλημα των αυξανόμενων ανισοτήτων και της ανασφάλειας είναι απλώς η αναδιανομή του εισοδήματος από την κορυφή της οικονομίας προς τη βάση. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, έχει δύο μειονεκτήματα. Το πρώτο είναι ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι δυνάμεις που οδηγούν στη μεγαλύτερη ανισότητα ενισχύονται, με αποτέλεσμα να απαιτείται ακόμη περισσότερη, ή πιο επιθετική, αναδιανομή. Το δεύτερο είναι ότι κάποτε η αναδιανομή προξενεί σημαντική δυσαρέσκεια και γίνεται τροχοπέδη για τις κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής ανάπτυξης. Ένας κάποιος βαθμός αναδιανομής, μέσω της φορολογίας, είναι δυνατός και αναγκαίος, αλλά το κατά πόσον είναι ιδανικός θα αμφισβητηθεί αναπόφευκτα, γιατί όσο εκτεταμένη κι αν είναι η αναδιανομή, ποτέ δεν πρόκειται να λύσει τα βαθύτερα προβλήματα.
Μια δεύτερη θεραπεία, δηλαδή μια κυβερνητική πολιτική που θα κλείνει το χάσμα μεταξύ ατόμων και ομάδων με παροχή προνομιακής μεταχείρισης σε όσους έχουν χαμηλή απόδοση, είναι -ίσως- χειρότερη κι από την ίδια την ασθένεια. Όποια κι αν είναι τα υποτιθέμενα οφέλη, αυτές οι εντεταλμένες αποζημιώσεις σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, αναπόφευκτα δημιουργούν το αίσθημα της αδικίας στον υπόλοιπο πληθυσμό. Μεγαλύτερο ακόμη είναι το τίμημά τους σε όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας, καθώς εξ ορισμού, προωθούν άτομα μειωμένων προσόντων σε θέσεις που δεν θα μπορούσαν να κατακτήσουν με την αξία τους και μόνο. Ομοίως, πολιτικές που απαγορεύουν τη χρήση των αξιοκρατικών κριτηρίων στην εκπαίδευση, στις προσλήψεις και στις πιστώσεις, με το σκεπτικό ότι θα επιφέρουν «διαφοροποιήσεις» στις τύχες των επιμέρους κοινωνικών ομάδων ή θα έχουν αρνητικά αποτελέσματα ως προς την ανισότητα, μοιραία γίνονται τροχοπέδη στην ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, του εργατικού δυναμικού και της οικονομίας.
Μια τρίτη θεραπεία, που θα ενθαρρύνει τη διαρκή οικονομική καινοτομία, η οποία με τη σειρά της θα ωφελεί τους πάντες, είναι πιο πολλά υποσχόμενη. Ο συνδυασμός του διαδικτύου με τις επαναστάσεις στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, μπορεί να συγκριθεί -ίσως- μόνο με την έλευση του ηλεκτρισμού. Η εξέλιξη αυτή διευκόλυνε μια απίστευτη ποικιλία άλλων δραστηριοτήτων, που μετασχημάτισαν την κοινωνία στο σύνολό της με απρόβλεπτους τρόπους. Μεταξύ άλλων κατακτήσεων, το διαδίκτυο αύξησε δραστικά την ταχύτητα της γνώσης, πράγμα που -τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα- αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη. Αν σ’ αυτό προστεθούν οι προοπτικές άλλων τομέων, που είναι ακόμη σε νηπιακό στάδιο, όπως η βιοτεχνολογία, η βιοπληροφορική και η νανοτεχνολογία, και οι προοπτικές για μελλοντική οικονομική ανάπτυξη, δικαιολογημένα η συνεχής βελτίωση της ανθρώπινης ζωής μοιάζει φωτεινή προοπτική. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και η διαρκής καινοτομία και η αναβίωση της οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι παράγοντες ικανοί να εξαλείψουν, ή έστω να περιορίσουν ουσιαστικά την κοινωνικο-οικονομική ανισότητα και ανασφάλεια, επειδή οι ατομικές και οικογενειακές διαφορές, καθώς και οι διαφορές των ομάδων, θα εξακολουθήσουν να επηρεάζουν την εξέλιξη του ανθρώπινου κεφαλαίου και την επαγγελματική καταξίωση.
Προκειμένου ο καπιταλισμός να συνεχίσει να είναι νομιμοποιημένος και γενικά ευπρόσδεκτος, τόσο από εκείνους που βρίσκονται στα χαμηλά και μεσαία σκαλοπάτια της οικονομικής κλίμακας όσο και από εκείνους που βρίσκονται κοντά στην κορυφή, τόσο από τους χαμένους όσο και από τους νικητές, οι κυβερνήσεις θα πρέπει -συνεπώς- να διατηρούν και να ανανεώνουν δίχτυα ασφαλείας, που θα συμβάλλουν στη μείωση της ανασφάλειας, θα ανακουφίζουν από τις δυσμενείς επιπτώσεις μιας αποτυχίας στην αγορά και θα διευκολύνουν την ισότητα των ευκαιριών. Τέτοια προγράμματα υπάρχουν ήδη στο μεγαλύτερο μέρος του προηγμένου καπιταλιστικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. Η Δεξιά θα πρέπει ν’ αποδεχθεί ότι εξυπηρετούν έναν απαραίτητο σκοπό και γι’ αυτό καλό είναι να διατηρηθούν και όχι να καταργηθούν. Επίσης, ότι οι μεγάλες κρατικές δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια αποτελούν τη σωστή απάντηση σε κάποια εγγενώς προβληματικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού και δεν είναι ένα «τέρας» που πρέπει να «πεινάσει».
Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, προγράμματα ασφάλισης κατά της ανεργίας, κουπόνια τροφίμων, ή το Social Security, το Earned Income Tax Credit, το Medicare, το Medicaid και η πρόσθετη κάλυψη που παρέχει το Affordable Care Act, προσφέρουν φροντίδα και στήριξη, κυρίως στους λιγότερο επιτυχημένους ή σε εκείνους που έχουν πληγεί από την σημερινή οικονομία. Είναι ουτοπικό να υποθέσει κανείς ότι υπάρχει περίπτωση να μειωθεί η ζήτηση για τέτοιου είδους προγράμματα. Θα ήταν αδιαφορία να περικοπούν, όταν η ανισότητα και η ανασφάλεια έχουν αυξηθεί. Και, αν μη τι άλλο, ένα είδος πεφωτισμένης ιδιοτέλειας από όσους επωφελούνται περισσότερο ζώντας σε μια κοινωνία καπιταλιστικού δυναμισμού, θα πρέπει να τους κάνει να παραδεχθούν ότι δεν είναι φρόνιμο να αρνούνται να μοιραστούν μέρος των όσων κέρδισαν στην αγορά, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται διαρκής κοινωνική και οικονομική σταθερότητα. Τα κρατικά προγράμματα συνταξιοδότησης χρειάζονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά η Δεξιά θα πρέπει να αποδεχθεί ότι ένα λελογισμένα γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας έχει έρθει για να μείνει, κι αυτό για λόγους που κατεξοχήν υπαγορεύονται από τη λογική.
Η Αριστερά, με τη σειρά της, θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει το γεγονός ότι οι επιθετικές απόπειρες εξάλειψης των ανισοτήτων μπορεί να είναι υπερβολικά δαπανηρές και μάταιες. Η ίδια η επιτυχία παλαιότερων προσπαθειών για διεύρυνση της ισότητας των ευκαιριών (π.χ. επέκταση της πρόσβασης στην εκπαίδευση και θεσμική απαγόρευση διαφόρων μορφών διακρίσεων) σημαίνει ότι στις σημερινές προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες γίνονται ολοένα και πιο σπάνιες οι μεγάλες, ευδιάκριτες δεξαμενές αναξιοποίητου ανθρώπινου δυναμικού. Επομένως, τυχόν πρόσθετα μέτρα για την προώθηση της ισότητας είναι πιθανόν ότι θα επιφέρουν μικρότερα οφέλη από όσα έχουν προηγηθεί, και με μεγαλύτερο κόστος. Και στον βαθμό που τέτοια μέτρα προϋποθέτουν μεταφορά πόρων από εκείνους που διαθέτουν περισσότερο ανθρώπινο κεφάλαιο προς εκείνους που έχουν λιγότερο, ή συνεπάγονται καταστρατήγηση των κριτηρίων των επιτευγμάτων και των προσόντων, ενδέχεται να αποτελέσουν εμπόδιο στον οικονομικό δυναμισμό και την ανάπτυξη, από την οποία το υπάρχον κράτος πρόνοιας είναι εξαρτημένο.
Η πρόκληση για την κυβερνητική πολιτική των χωρών του προηγμένου καπιταλιστικού κόσμου είναι, συνεπώς, ο τρόπος με τον οποίον θα διατηρηθεί ένα ποσοστό οικονομικού δυναμισμού, που θα παρέχει αυξημένα οφέλη προς όλους, ενώ παράλληλα θα κατορθώνει να συντηρεί προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, ικανά να καθιστούν ανεκτή τη ζωή των πολιτών υπό συνθήκες αυξημένης ανισότητας και ανασφάλειας. Οι επιμέρους χώρες θα προσεγγίσουν με διαφορετικούς τρόπους αυτήν την πρόκληση, δεδομένου ότι ποικίλουν οι προτεραιότητες, οι παραδόσεις, το μέγεθος, τα δημογραφικά και οικονομικά χαρακτηριστικά τους. (Αποτελεί αυταπάτη της εποχής ότι, όταν πρόκειται για κυβερνητική πολιτική, οι χώρες μπορούν να δανείζονται κατά βούληση η μια από την άλλη). Όμως, μια χρήσιμη αφετηρία θα μπορούσε να είναι η απόρριψη της πολιτικής των προνομίων και της δυσαρέσκειας, και η υιοθέτηση μιας ξεκάθαρης άποψης για το τι πράγματι συνεπάγεται ο καπιταλισμός, σε αντίθεση με την εξιδανίκευση από τους πιστούς του και τη δαιμονοποίηση από τους επικριτές του.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/138844/jerry-z-muller/capitalism-...