Η Ελλάδα εξασφάλισε τη συνέχιση της ανάπτυξης με κονδύλια από την ΕΟΚ, διακρατικές συμφωνίες και ξένες επενδύσεις
Του Πάνου Καζάκου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Το 1947 οι ΗΠΑ υποκαθιστούν τη Μεγάλη Βρετανία ως κύριο στήριγμα του ελληνικού κράτους.
Αναμφίβολα, η αμερικανική βοήθεια και η γενικότερη εμπλοκή στα ελληνικά πράγματα εντάσσεται μεν σε μια στρατηγική ανάσχεσης του κομμουνισμού, αλλά υπηρετούσε και σκοπούς οικονομικής ανάπτυξης. Σειρά διμερών συμφωνιών Ελλάδας - ΗΠΑ πρόβλεπαν αφενός μεν τη συγκρότηση μιας «αμερικανικής αποστολής» που επιφορτίστηκε με την παρακολούθηση της χρησιμοποίησης της βοήθειας και αφετέρου δεσμεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης για ισοσκέλιση του προϋπολογισμού και σταθεροποίηση του νομίσματος.
Η αμερικανική βοήθεια κορυφώθηκε το τελευταίο έτος του εμφυλίου και άρχισε να περικόπτεται με γρήγορους ρυθμούς από το 1951-52. Τα χρόνια που ακολουθούν, η ελληνική κυβέρνηση θα προσπαθεί να πείσει τις ΗΠΑ για την ανάγκη διατήρησης της βοήθειας σε υψηλά επίπεδα.
Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε εδώ τις οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις της βοήθειας, η οποία δεν είχε προηγούμενο. Συνέβαλε στην ανασυγκρότηση της χώρας, παρά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της απορρόφησαν οι στρατιωτικές δαπάνες. Επίσης, δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η ψυχολογική σημασία της. Για πολλούς ήταν η εγγύηση για τη σταθερότητα του καθεστώτος, αφού συνέδεε την Ελλάδα με τη δυτική κοινότητα κρατών.
Εξασφάλιση πιστώσεων και δανείων για μεγάλα έργα
Καθώς ολοκληρωνόταν η ανασυγκρότηση της χώρας με το τέλος του εμφυλίου, οι κυβερνήσεις έπρεπε να στρέψουν την προσοχή τους σε δύο μείζονα ζητήματα - στη σταθεροποίηση, που έως τότε δεν είχε επιτευχθεί, και στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Ομως, η μείωση της αμερικανικής βοήθειας δυσκόλευε τις προσπάθειες για σταθεροποίηση και ανάπτυξη. Αρχικά, μέρος των μειώσεων καλύφθηκε από τις επανορθώσεις της Γερμανίας, Ιταλίας και Βουλγαρίας. Οι κυβερνήσεις της χώρας ώς το 1952 επέμεναν να ζητούν συνέχιση τουλάχιστον της βοήθειας προς την Ελλάδα και υιοθετούσαν αρνητική στάση απέναντι σε ιδέες για μείωση των αμυντικών δαπανών.
Ο Σπύρος Μαρκεζίνης, που ανέλαβε το υπουργείο Συντονισμού στην κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού το 1952, είχε δει καθαρά οδούς διαφυγής από τους περιορισμούς που προέκυπταν λόγω της μείωσης της αμερικανικής βοήθειας. Αναγνώρισε ρεαλιστικά ότι η ανάπτυξη της χώρας μπορούσε να επιτευχθεί με δάνεια από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες για τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων και με τη δημιουργία ενός ευνοϊκού επιχειρηματικού κλίματος για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Αυτό άλλωστε του επεσήμαναν και Αμερικανοί αξιωματούχοι κατά την επίσκεψή τους στις ΗΠΑ.
Οι σχετικές προσπάθειες οργανώθηκαν γύρω από το πρόγραμμα ευρωπαϊκών πιστώσεων για την πραγματοποίηση του οποίου εξασφάλισε δάνεια από ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία κ.ά. Με τα παραγωγικά αυτά δάνεια επιτεύχθηκε η επέκταση και ενοποίηση του ηλεκτρικού δικτύου της χώρας, κατασκευάσθηκε ένα διυλιστήριο πετρελαίου παρά την οργανωμένη αντίδραση εγχωρίων συμφερόντων, επιταχύνθηκαν οι διεργασίες για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων της Πτολεμαΐδας κ.ά.
Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’50 και έπειτα από μια σύντομη ανάκαμψη το 1955-56 η αμερικανική βοήθεια παίρνει πάλι την κατιούσα. Ολα έδειχναν ότι πλησίαζε η διακοπή της, ενώ ταυτόχρονα άλλαζε και το τοπίο στην Ευρώπη καθώς προχωρούσαν οι διαδικασίες ενοποίησης. Οι κυβερνήσεις της ΕΡΕ συνέχισαν την προσπάθεια των προηγούμενων να διασωθεί μέρος τουλάχιστον της αμερικανικής βοήθειας.
Τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς συνοψίσθηκαν το 1961 σε δύο υπομνήματα του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή προς τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών. Σε αυτά προειδοποιούσε ότι η μείωση της βοήθειας ή θα αφαιρούσε πόρους από την ανάπτυξη ή θα εξασθένιζε την αμυντική ικανότητα της χώρας σε μια εποχή που, κατά τη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, υπήρχε αυξημένη πιθανότητα τοπικής σύρραξης (ιδίως στα σύνορα της χώρας με τη Βουλγαρία), ενώ η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής του ΝΑΤΟ δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστη.
Ομως, η στάση της κυβέρνησης επηρεαζόταν και από άλλους παράγοντες. Κατά πάσα πιθανότητα υπήρχε έλλειψη ιδεολογικής αυτοπεποίθησης μπροστά στην πρόκληση της αριστεράς, με αποτέλεσμα να υπερτονίζεται η σημασία των ενόπλων δυνάμεων. Επίσης, ο στρατός λειτουργούσε ως οργανωμένη ομάδα συμφερόντων που έβλεπε να αμφισβητείται ο ρόλος της.
Αναθεώρηση της αμερικανικής στρατηγικής
Τελικά, η κυβέρνηση J.F. Kennedy αποφάσισε το 1962 να διακόψει τη δωρεάν αμυντική βοήθεια στο πλαίσιο μιας αναθεώρησης των προσανατολισμών της αμερικανικής πολιτικής που πλέον ήθελε να στηρίξει περισσότερο διεργασίες οικονομικής ανάπτυξης και λιγότερο τη στρατιωτική άμυνα ως μέσα για την επικράτηση στον ψυχρό πόλεμο. Η διακοπή αφορούσε τη δωρεάν χρηματοδότηση του ελληνικού προϋπολογισμού και όχι την προμήθεια οπλικών συστημάτων.
Η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, όμως, δεν είχε περιορισθεί στην προσπάθεια για τη συνέχιση της εισροής εξωτερικών πόρων από τις ΗΠΑ. Είχε έγκαιρα κινηθεί σε δύο ακόμα άξονες, επικαιροποιώντας τη στρατηγική του Συναγερμού: επεδίωξε, πρώτον, να συνδέσει τη χώρα με την ΕΟΚ, ώστε να εξασφαλίσει εμπορικά οφέλη και πολυμερή αναπτυξιακή βοήθεια που θα υποκαθιστούσε εν μέρει την αμερικανική για να χρηματοδοτήσει επενδύσεις και, δεύτερον, να προσελκύσει ιδιωτικές επενδύσεις μέσω διακρατικών συμφωνιών με ευρωπαϊκές χώρες.
Η Συμφωνία Σύνδεσης (1961) πρόβλεψε, ανάμεσα σε άλλα, τη χορήγηση προς την Ελλάδα βοήθειας 125 εκατ. δολαρίων για την πενταετία μετά τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας. Ως τη διακοπή της βοήθειας το 1967, λόγω του στρατιωτικού πραξικοπήματος, η Ελλάδα είχε απορροφήσει μόνο ένα μέρος της (70 εκατ. δολάρια), εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας της διετίας 1965-67 και εγγενών ανεπαρκειών της Δημόσιας Διοίκησης σε ένα πελατειακά δομημένο πολιτικό σύστημα.
Δεύτερον, η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή ανανέωσε τις διμερείς επαφές. Τον Νοέμβριο του 1958 υπεγράφη ελληνογερμανική συμφωνία για τη χορήγηση δανείου προς την Ελλάδα ύψους 200 εκατ. μάρκων και πιστώσεων ύψους 400 εκατ. μάρκων για την προμήθεια κεφαλαιουχικών αγαθών. Η συμφωνία συμπλήρωνε και τις εθνικές προσπάθειες για προϋπολογισμούς με πλεονάσματα, δηλαδή εσωτερικούς πόρους για την ανάπτυξη. Επίσης αναθερμάνθηκαν οι ελληνογαλλικές σχέσεις. Κατά την επίσκεψη του Κ. Καραμανλή στο Παρίσι τον Ιούλιο 1960, η ελληνική πλευρά επιζήτησε την υποστήριξη της Γαλλίας για τη Συμφωνία Σύνδεσης και, ειδικά, για τη βοήθεια που ανέμενε η χώρα από την ΕΟΚ με τη μορφή δανείου με ευνοϊκούς όρους, τη συμμετοχή γαλλικών επιχειρήσεων στην αξιοποίηση των φυσικών πόρων της χώρας κ.ά. Είχε προηγηθεί η συμφωνία με την Πεσινέ για την ίδρυση ελληνικής βιομηχανίας αλουμινίου. Στη διατύπωση του David Close η αμερικανική βοήθεια είχε δώσει το έναυσμα για την ανάπτυξη, αλλά η αναπτυξιακή διαδικασία διατηρήθηκε στη συνέχεια γιατί το κράτος ανέλαβε ένα πολύ πιο δραστήριο ρόλο απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Η εμπειρία των επόμενων ετών έδειξε ότι η διακοπή της αμερικανικής βοήθειας δεν σταμάτησε την οικονομική πρόοδο, ότι με ορθή πολιτική (και μεταρρυθμίσεις) μπορούσαν να βρεθούν δημόσιοι και ιδιωτικοί πόροι για την ανάπτυξη και ότι, πάντως, είχε έλθει ο καιρός να επανεξετασθούν οι ελληνικές αντιλήψεις περί εξωτερικών απειλών και να προσαρμοσθούν ανάλογα οι αμυντικές δαπάνες της χώρας.
* Ο κ. Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Συμβουλίου