Ο ευρωσκεπτικισμός επελαύνει στη Βρετανία
Η πρόταση Κάμερον για δημοψήφισμα άνοιξε το κουτί της Πανδώρας και η έξοδος από την Ε.Ε. κερδίζει οπαδούς σε όλα τα κόμματα
Του Γιάννη Παλαιολόγου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Την περασμένη εβδομάδα, ο Ντέιβιντ Κάμερον επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο. Ηταν μια ευκαιρία –όπως και για τους προκατόχους του μεταπολεμικά– να σταθεί στο πλευρό του Αμερικανού προέδρου, να ξεχάσει για λίγο το τραύμα της χαμένης αυτοκρατορίας, να απολαύσει τη λιακάδα της «ειδικής σχέσης» μεταξύ των δύο χωρών.
Δυστυχώς για εκείνον, οι Βρετανοί δημοσιογράφοι που τον συνόδευαν ενδιαφέρονταν για άλλα πράγματα. Κυρίως, ήθελαν να μάθουν τις σκέψεις του για τις δηλώσεις, το Σαββατοκύριακο που είχε προηγηθεί, δύο κορυφαίων υπουργών υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οι παρεμβάσεις των δύο υπουργών –του Μάικλ Γκαβ (Παιδείας) και του Φίλιπ Χάμοντ (Αμυνας)– ήλθαν να ενισχύσουν το ρεύμα που είχε δημιουργηθεί τις προηγούμενες ημέρες με τα άρθρα στους Times του Λονδίνου του λόρδου Λόσον και του Μάικλ Πορτίλο. Αμφότερα τα ιστορικά στελέχη των Συντηρητικών τάχθηκαν υπέρ μιας αρνητικής ψήφου σε ενδεχόμενο δημοψήφισμα για την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. Ρίχνοντας ακόμα περισσότερο λάδι στη φωτιά, ο Τσαρλς Μουρ, ο επίσημος βιογράφος της Μάργκαρετ Θάτσερ, έγραψε στο περιοδικό Spectator ότι η Σιδηρά Κυρία είχε αποφανθεί, αφού εγκατέλειψε την Downing Street, πως η Βρετανία θα έπρεπε να αποχωρήσει από την Ε.Ε., αλλά δεν κοινοποίησε την άποψη αυτή, καθώς πείστηκε ότι κάτι τέτοιο θα την έθετε στο περιθώριο της δημόσιας ζωής.
Ολα αυτά είναι δυσάρεστα νέα για τον νυν πρωθυπουργό. Ο Κάμερον, με την πολυδιαφημισμένη –και πολλάκις αναβληθείσα– ομιλία του για τη σχέση της Βρετανίας με την Ευρώπη τον περασμένο Ιανουάριο, είχε ανακοινώσει το σχέδιό του να διαπραγματευτεί για τον επαναπατρισμό αρμοδιοτήτων από τις Βρυξέλλες στο Λονδίνο. Οπως είχε πει, το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης θα ετίθετο εν συνεχεία σε δημοψήφισμα στο πρώτο μισό της δεύτερης θητείας του, με μία αρνητική ψήφο να ισοδυναμεί με έξοδο από την Ε.Ε.
Οι βασικοί στόχοι της ομιλίας ήταν δύο: να παραπέμψει το ζήτημα στο μέλλον (μετά τις επόμενες εκλογές) και να αμβλύνει την ανοδική πορεία του UK Independence Party (UKIP), του λαϊκιστικού ευρωσκεπτικιστικού κόμματος υπό τον θορυβώδη Νάιτζελ Φάρατζ, που τελευταίως πλευροκοπεί από τα δεξιά τους Τόρις. Η ελπίδα του Κάμερον είναι ότι η επαναδιαπραγμάτευση θα αποδειχθεί επαρκώς ουσιώδης ώστε να πείσει τους Βρετανούς να ψηφίσουν «ναι», αν ή όταν προκηρυχθεί το δημοψήφισμα.
Λίγους μήνες μετά την ομιλία, η στρατηγική του Βρετανού πρωθυπουργού δεν έχει εξελιχθεί όπως θα ήθελε. Αντί να μεταθέσει τη συζήτηση στο μέλλον, η αναφορά στο δημοψήφισμα άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, με παλαιούς Συντηρητικούς πολιτικούς να εκφράζουν τώρα αυτά που δεν τολμούσαν όταν ήταν εν ενεργεία, και με τους νεότερους να διαγκωνίζονται για το ποιος θα φανεί πιο σκληρός απέναντι στις μισητές Βρυξέλλες. Προ ημερών, δύο βετεράνοι βουλευτές των Τόρις ανήγγειλαν την πρόθεσή τους να καταθέσουν τροπολογία στην ομιλία της βασίλισσας, που περιγράφει την ατζέντα της κυβέρνησης για το ερχόμενο έτος, εκφράζοντας λύπη για την απουσία νομοσχεδίου για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Ελπίζοντας να προλάβει μια ψηφοφορία που θα τον εξέθετε, ο πρωθυπουργός επέτρεψε τελικά την Τρίτη την εισαγωγή σχεδίου νόμου για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Παρ’ όλα αυτά, την Τετάρτη, 114 από τους 304 βουλευτές των Συντηρητικών ψήφισαν υπέρ της τροπολογίας.
Εν τω μεταξύ, το UKIP τασσόμενο ευθέως υπέρ της εξόδου από την Ε.Ε., συνεχίζει να επελαύνει. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές στις αρχές του μήνα έλαβε 25% των ψήφων.
Την περασμένη εβδομάδα, ο κ. Φάρατζ σημείωνε ότι «οι εξελίξεις έχουν προσπεράσει κατά πολύ τη θέση του πρωθυπουργού» και ότι «δεν είμαστε διατεθειμένοι να περιμένουμε 4,5 χρόνια για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος». O αρχηγός του UKIP θεωρεί σχεδόν βέβαιο ότι ο Εντ Μίλιμπαντ, ηγέτης των Εργατικών, οι οποίοι προηγούνται αισθητά στις δημοσκοπήσεις, θα αλλάξει στάση και θα ταχθεί τελικά και αυτός υπέρ ενός δημοψηφίσματος.
Brexit και Ελληνες
Στις αρχές του περασμένου Ιουλίου, ο Ντέιβιντ Κάμερον είχε δηλώσει στη Βουλή των Κοινοτήτων την πρόθεσή του, σε περίπτωση που η χώρα μας εγκατέλειπε το κοινό νόμισμα, να αναστείλει τις υποχρεώσεις της Βρετανίας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την ελεύθερη διακίνηση των Ευρωπαίων πολιτών, ώστε να αποτρέψει τη μαζική εισροή Eλλήνων.
Τώρα που το Brexit έχει αντικαταστήσει το Grexit ως πιο πιθανό ενδεχόμενο, προκύπτουν παρόμοια ερωτήματα για τους Ελληνες που επιθυμούν να εργαστούν ή να σπουδάσουν στη Βρετανία, αλλά και για όσους είναι ήδη εκεί. Σύμφωνα με στοιχεία της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, 40.000-45.000 Ελληνες κατοικούν σήμερα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σε περίπτωση εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε., η τύχη τους θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη νέα σχέση μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών, που θα διαδεχθεί την αποχώρηση.
Αν η Βρετανία παραμείνει μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου –κάτι που επιθυμούν ακόμα και οι ευρωσκεπτικιστές στην πλειοψηφία τους, καθώς εξυμνούν τις αρετές της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς–, τότε δεν θα μπορεί το Λονδίνο να περιορίσει την ελεύθερη διακίνηση των Ελλήνων.
Ωστόσο, ακόμα και η παραμονή εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου πιθανότατα δεν θα γλιτώσει τους Ελληνες φοιτητές από μια δραστική αύξηση διδάκτρων (από το ανώτατο όριο των 9.000 λιρών που πληρώνουν σήμερα), καθώς πλέον θα καταχωρίζονται ως «πολίτες τρίτων χωρών».
Η κυβέρνηση δεν αξιοποιεί την ευελιξία της λίρας
Εξαρχής –από το 1973, όταν προσχώρησε στην ΕΟΚ– διστακτικό μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, η Βρετανία το 1992 εξασφάλισε ρήτρα εξαίρεσης από τη συνθήκη του Μάαστριχτ σε ό,τι αφορούσε το ευρώ και τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Η ανάληψη της διακυβέρνησης από τους Εργατικούς το 1997 δεν άλλαξε τα πράγματα. Ο Τόνι Μπλερ μπορεί να έλεγε ότι η συμμετοχή στο ευρώ ήταν «το πεπρωμένο» της Βρετανίας, αλλά ο σαφώς πιο επιφυλακτικός Γκόρντον Μπράουν, με τα πέντε οικονομικά κριτήρια που έθεσε και με την απειλή παραίτησης έναντι βιαστικών αποφάσεων, μπλόκαρε αποτελεσματικά τα σχέδια του φερομένου ως προϊσταμένου του.
Η ευελιξία στη χάραξη οικονομικής πολιτικής και στη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, που η ρήτρα εξαίρεσης έχει εξασφαλίσει για τη Βρετανία, έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη στην εποχή της κρίσης στην Ευρωζώνη. Καθώς χώρες με καλύτερους δημοσιονομικούς δείκτες, όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία, εγκλωβισμένες στο ευρώ, έβλεπαν τα spreads τους να εκτοξεύονται, οι αποδόσεις των βρετανικών κρατικών ομολόγων σημείωναν ιστορικά χαμηλά. Κανένα από τα δύο φιλοευρωπαϊκά μεγάλα κόμματα –οι Εργατικοί και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες– δεν μιλάει σήμερα για προσχώρηση της Βρετανίας στο ευρώ. Ωστόσο, η δικομματική κυβέρνηση των Συντηρητικών και των Φιλελευθέρων Δημοκρατών έχει σπαταλήσει την ευελιξία που της παρέχει η διατήρηση της νομισματικής της ανεξαρτησίας. Η επιθετική πολιτική λιτότητας που έχει επιβάλει ο υπουργός Οικονομίας Τζορτζ Οζμπορν έχει καταδικάσει τη βρετανική οικονομία σε παρατεταμένο τέλμα, με αναιμικούς προς μηδενικούς δείκτες ανάπτυξης. Ο αντι-κεϊνσιανός δογματισμός του οικονομικού επιτελείου το έχει αποτρέψει από το να εκμεταλλευθεί το χαμηλότατο (κάτω από 2% για δεκαετή ομόλογα) κόστος του κρατικού δανεισμού, για να δοθεί η απαραίτητη ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα.
Πέραν του απογοητευτικού αναπτυξιακού αποτελέσματος, η πολιτική Οζμπορν δεν έχει πετύχει καν τους πολυδιαφημισμένους αρχικούς δημοσιονομικούς της στόχους για μηδενισμό του κυκλικά σταθμισμένου ελλείμματος και πτωτική πορεία για τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ ώς το 2015-2016. Οταν η Moody’s έριξε τη Βρετανία από το βάθρο του AAA τον περασμένο Φεβρουάριο, πρώτη στη λίστα των αιτιών ήταν «η συνεχιζόμενη αδυναμία των μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης του Ηνωμένου Βασιλείου», με τον οίκο να προβλέπει παράταση της ίδιας κατάστασης και στο δεύτερο μισό της τρέχουσας δεκαετίας. Η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι η υποβάθμιση της Moody’s δείχνει την ανάγκη ενίσχυσης της εκστρατείας δημοσιονομικής εξυγίανσης. Ισχυρίζεται πως η αναπτυξιακή άπνοια δεν οφείλεται στη λιτότητα και ότι η στροφή προς επεκτατικές πολιτικές χρηματοδοτούμενες από νέο δανεισμό θα επιδείνωνε τη δημοσιονομική θέση της χώρας.
Ομως, ο χορός των επικριτικών φωνών κατά της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής διαρκώς διευρύνεται. Οικονομολόγοι από έγκυρες εφημερίδες, δεξαμενές σκέψης, κορυφαία πανεπιστήμια, ακόμα και το ΔΝΤ, αναδεικνύουν τις πολλαπλές αντιφάσεις της δογματικής προσέγγισης των Κάμερον - Οζμπορν.
Η ειρωνεία είναι ότι πριν από τις εκλογές του Μαΐου του 2010 και την απόφασή τους να συνασπιστούν με τους Τόρις, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες συμφωνούσαν με τους Εργατικούς στο βασικό προεκλογικό οικονομικό ζήτημα. Θεωρούσαν ότι οι δημοσιονομικές προτάσεις των Συντηρητικών ήταν υπερβολικά περιοριστικές και ότι θα υπονόμευαν την ανάκαμψη που είχε αρχίσει να ριζώνει μετά τη βαθιά ύφεση του 2008-09. Σε μακροσκελή παρέμβασή του στο περιοδικό New Statesman προ δύο μηνών, ο Φιλελεύθερος Δημοκράτης υπουργός Επιχειρήσεων Βινς Κέιμπλ, κάτοχος διδακτορικού στα οικονομικά, τόνισε ότι οι περικοπές στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ανακοπή της ανάκαμψης και τάχθηκε υπέρ ενός φιλόδοξου προγράμματος κατασκευής νέων υποδομών. Παρ’ όλα αυτά, το κόμμα του συνεχίζει να στηρίζει τη σκληρή γραμμή των Τόρις, οι οποίοι επιμένουν, χωρίς επιχειρήματα, να απηχούν την κλασική ρήση της Θάτσερ: «Δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή».