Οι σεισμοί του 1953 στα νησιά του Ιονίου
Τεράστιο ανθρωπιστικό και αρχιτεκτονικό πλήγμα σε Κεφαλονιά, Ζάκυνθο, Ιθάκη 60 χρόνια πριν
Του Κωνσταντίνου Κουτσαδέλη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Οι σεισμοί του 1953, που έπληξαν τις νήσους της Κεφαλονιάς, της Ζακύνθου και της Ιθάκης, υπήρξαν οι καταστροφικότεροι στην ιστορία της νεότερης Ελλάδος.
Εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν, χιλιάδες έμειναν άστεγοι, πόλεις και οικισμοί ισοπεδώθηκαν, βασικές υποδομές καταστράφηκαν και ιστορικά μνημεία κατέρρευσαν. Παράλληλα, το μέγεθος της ανθρωπιστικής κρίσης και το δύσκολο έργο της ανοικοδόμησης όχι μόνον δοκίμασαν τις δυνατότητες του μετεμφυλιακού κράτους, αλλά και προκάλεσαν τη διεθνή κινητοποίηση.
Βασικό τεκτονικό γνώρισμα του ελληνικού χώρου είναι το ελληνικό τόξο, το οποίο αποτελεί το όριο επαφής και σύγκλισης της ευρασιατικής και της αφρικανικής λιθοσφαιρικής πλάκας. Το ρήγμα της Κεφαλονιάς αποτελεί το βορειότερο τμήμα του δυτικού ελληνικού τόξου και είναι η πιο δραστήρια σεισμογενής περιοχή της Ελλάδας.
Από τις 9 έως τις 12 Αυγούστου 1953, τρεις καταστρεπτικοί σεισμοί αυξανόμενης έντασης έπληξαν την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη, ενώ κατά το ίδιο διάστημα σημειώθηκαν τουλάχιστον 135 μετασεισμοί. Ο πρώτος μεγάλος σεισμός, μεγέθους 6,4 Ρίχτερ, σημειώθηκε στις 9 Αυγούστου του 1953 και έπληξε ιδιαίτερα τηv ανατολική Κεφαλονιά, ειδικά τη Σάμη, καθώς και την Ιθάκη. Ο επόμενος μεγάλος σεισμός, μεγέθους 6,8 Ρίχτερ, έγινε στις 11 Αυγούστου και προξένησε σημαντικές καταστροφές στις πόλεις του Αργοστολίου, του Ληξουρίου και της Ζακύνθου. Η μεγαλύτερη, όμως, καταστροφή επήλθε από τον σεισμό του πρωινού της 12ης Αυγούστου 1953, μεγέθους 7,2 Ρίχτερ, με επίκεντρο τη ΝΑ Κεφαλονιά, ο οποίος ακολουθήθηκε από ισχυρό μετασεισμό μεγέθους 6,3 Ρίχτερ το μεσημέρι της ίδιας ημέρας.
Ο απολογισμός ήταν τραγικός: 455 νεκροί, 912 σοβαρά τραυματίες και 12 αγνοούμενοι. Οι πόλεις του Αργοστολίου, του Ληξουρίου και της Ζακύνθου ισοπεδώθηκαν, όπως και οι περισσότεροι οικισμοί των τριών νήσων – με σημαντικότερη εξαίρεση το Φισκάρδο της Κεφαλονιάς. Σε σύνολο 33.000 οικοδομών, 27.659 κατέρρευσαν και 2.780 υπέστησαν σοβαρές ζημιές.
Η καταστροφή στην πόλη της Ζακύνθου ολοκληρώθηκε από πυρκαγιές που ξέσπασαν μετά τον σεισμό και μαίνονταν επί ημέρες. Στις φλόγες παραδόθηκαν μοναδικά μνημεία, όπως η Παναγία η Φανερωμένη, με τα μοναδικά για την ιστορία της επτανησιακής ζωγραφικής έργα του Νικολάου Δοξαρά (14/08/1953), καθώς και το Μέγαρο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης μαζί με χιλιάδες τόμους βιβλίων, χειρογράφων και κειμηλίων (16/08/1953). Ο έφορος βυζαντινών αρχαιοτήτων Μ. Χατζηδάκης, με τη συνδρομή πολιτών και στρατιωτών, διέσωσε από τις φλόγες ό,τι ήταν δυνατόν. Πολιτισμός αιώνων, και στα τρία νησιά, είχε μετατραπεί σε σωρό ερειπίων.
Καθυστερημένη αντίδραση
Η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου ήταν απροετοίμαστη για την αντιμετώπιση μιας τόσο μεγάλης καταστροφής. Η καθυστερημένη αντίδραση των ελληνικών αρχών αντισταθμίστηκε από την άμεση κινητοποίηση των ναυτικών δυνάμεων άλλων χωρών, που έπλεαν στην περιοχή και έσπευσαν να συνδράμουν τους πληγέντες.
Αμέσως μετά τον σεισμό της 12ης Αυγούστου, δυνάμεις του Πολεμικού Ναυτικού του Ισραήλ, οι οποίες ήταν οι πρώτες που κατέπλευσαν στο λιμάνι του ισοπεδωμένου Αργοστολίου, της Μ. Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Νέας Ζηλανδίας, σε συνεργασία με δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού, ανέλαβαν το εξαιρετικά δύσκολο έργο της διάσωσης και περίθαλψης των σεισμοπαθών. Η χρήση των εναερίων μέσων που είχε στη διάθεσή της η πολυεθνική αυτή δύναμη συνέβαλε σημαντικά στην ταχεία μεταφορά τραυματιών, προμηθειών και υγειονομικού υλικού. Παράλληλα, υπήρξε διεθνής κινητοποίηση για τη συγκέντρωση εφοδίων και χρημάτων για τους σεισμοπαθείς.
Η αδυναμία άμεσης αντίδρασης εκ μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως, η οποία επισημάνθηκε από τον ίδιο τον υπουργό Αμύνης Π. Κανελλόπουλο, αλλά και η απαγόρευση απομάκρυνσης του πληθυσμού από τα νησιά, υπό τον φόβο ενός νέου προσφυγικού κύματος μετά τον Εμφύλιο, προκάλεσε αισθήματα οργής και απογοήτευσης στους πληγέντες. Σύντομα, όμως, η κυβέρνηση ανέκτησε τον έλεγχο της κατάστασης. Εγκαταστάθηκε στα νησιά στρατιωτική διοίκηση, η οποία έλαβε μέτρα έκτακτης ανάγκης, δημιουργήθηκαν πρόχειροι καταυλισμοί για τη στέγαση του πληθυσμού, επαναλειτούργησαν οι δημόσιες υπηρεσίες, αποκαταστάθηκαν βασικές υποδομές και ξεκίνησε ο καθαρισμός των ερειπίων. Παράλληλα, ιδρύθηκε στο Αργοστόλι υφυπουργείο Αποκαταστάσεως, ενώ συγκεντρώθηκαν από εράνους σημαντικά ποσά για την αποκατάσταση των σεισμοπαθών.
Επιτεύγματα και αστοχίες της ανασυγκρότησης
Το έργο της ανοικοδόμησης των Ιονίων υπήρξε μοναδικό σε κλίμακα για τα δεδομένα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ουσιαστικά ξεκίνησε αμέσως μετά τους σεισμούς και διήρκεσε μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Σε εύλογο σχετικά διάστημα κατασκευάσθηκαν σύμφωνα με αυστηρούς αντισεισμικούς κανονισμούς 27.394 κατοικίες, δημόσια και κοινωφελή κτίρια, έργα υποδομών και δικτύων. Στο έργο της ανοικοδόμησης σημαντική υπήρξε και πάλι η συνδρομή της διεθνούς κοινότητας, με την αρωγή της οποίας ανοικοδομήθηκαν όχι μόνον κοινωφελή κτίρια, αλλά και ολόκληροι οικισμοί, όπως, για παράδειγμα, η Σάμη και τα Βαλσαμάτα με αρωγή της Μ. Βρετανίας και η Αγία Ευφημία και η Λακύθρα με αρωγή της Γαλλίας.
Οι πόλεις, όμως, και τα χωριά που ανεγέρθηκαν στερούνταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, διακριτής ταυτότητας και ιστορικής συνέχειας. Ηδη από την περίοδο εκκαθάρισης των ερειπίων, πλήθος κτιρίων, που διασώζονταν με σοβαρότερες ή μικρότερες βλάβες, κατεδαφίστηκε με απόφαση της στρατιωτικής διοίκησης, ανεξαρτήτως της αρχιτεκτονικής ή ιστορικής τους αξίας. Οι πόλεις και τα χωριά της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης αποφασίσθηκε να ανοικοδομηθούν εξ ολοκλήρου επάνω σε σύγχρονα αρχιτεκτονικά πρότυπα, με αποτέλεσμα να αγνοηθεί πλήρως η μακρά αρχιτεκτονική παράδοση του τόπου. Αντιθέτως, στα δημόσια κτίρια της Ζακύνθου ενσωματώθηκαν μορφολογικά στοιχεία της επτανησιακής αρχιτεκτονικής, χωρίς όμως η πόλη να ανακτήσει την ιστορική της φυσιογνωμία. Σε καμία από τις τρεις νήσους εμβληματικά δημόσια και ιδιωτικά κτίρια δεν αποκαταστάθηκαν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, παρ’ ότι ούτε οι πόροι έλειπαν ούτε και η τεχνογνωσία, δεδομένης της διεθνούς εμπειρίας από την αποκατάσταση ιστορικών κτιρίων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία πόλεων και οικισμών αποκομμένων σε μεγάλο βαθμό από την ιστορική τους μνήμη.
Ακόμα, όμως, και η κεντρική πολιτική επιλογή της δημιουργίας σύγχρονων πόλεων και οικισμών παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεφάρμοστη. Η ανοικοδόμηση του Αργοστολίου, της πόλης της Ζακύνθου και του Ληξουρίου δεν βασίσθηκε σε σύγχρονες πολεοδομικές αρχές, οι οποίες θα εξασφάλιζαν καλά ρυμοτομημένα και λειτουργικά οικιστικά σύνολα, ενώ ακόμη και στον πολεοδομικό σχεδιασμό οικισμών που σχεδιάσθηκαν εξαρχής, όπως η Σάμη, παρατηρούνται σημαντικές αστοχίες. Εξαίρεση αποτελεί ο πρότυπος για την εποχή του οικισμός των Κουρκουμελάτων, ο οποίος ανοικοδομήθηκε εξ ολοκλήρου με δαπάνες της οικογενείας Βεργωτή. Οσον αφορά στην αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των οικιστικών συνόλων, ο σχεδιασμός των κατοικιών ήταν προϊόν της ανάγκης για ταχεία, χαμηλού κόστους και ασφαλή στέγαση του πληθυσμού, παρά σύγχρονων αρχιτεκτονικών αναζητήσεων. Στην πραγματικότητα, το εγχείρημα ανέγερσης σύγχρονων πόλεων εξαντλήθηκε στην κατασκευή των δημοσίων κτιρίων της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης.
Στην ανοικοδόμηση των Ιονίων Νήσων καθοριστικός παράγοντας υπήρξε το πολιτικό, ιδεολογικό και ιστορικό πλαίσιο της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας. Ο ρόλος του στρατού, βασικού πυλώνα του μετεμφυλιακού κράτους, υπήρξε καίριος στην αντιμετώπιση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης μετά τους σεισμούς. Οι ιδέες του μοντερνισμού, οι οποίες βρήκαν εκτεταμένο πεδίο εφαρμογής κατά την ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών πόλεων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν καίρια επίδραση στον σχεδιασμό των νέων οικιστικών συνόλων, χωρίς όμως να έχει προηγηθεί ούτε η ανάλογη προβληματική στην Ελλάδα ούτε επί της ουσίας διάλογος για τον τρόπο ανοικοδομήσεως των τριών νήσων. Ομως και το εγχείρημα μιας σχεδιασμένης πολεοδομικής και οικιστικής παρέμβασης παρέμεινε ανολοκλήρωτο, σε μια περίοδο που ήδη είχε αρχίσει να απαξιώνεται στην Ελλάδα η σημασία του σχεδιασμού του δημοσίου χώρου. Από πολλές απόψεις, λοιπόν, η ανοικοδόμηση των Ιονίων αποτέλεσε πρόδρομο του προτύπου οικιστικής ανάπτυξης της χώρας κατά τις επόμενες δεκαετίες, το οποίο οδήγησε στη σταδιακή απώλεια της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας πόλεων και οικισμών – χωρίς, μάλιστα, να έχει προηγηθεί μια καταστροφή ανάλογη των σεισμών του 1953.
Κύμα φυγής
Η σοβαρότερη αποτυχία, όμως, του σχεδίου ανασυγκρότησης των νήσων έγκειται στην αδυναμία δημιουργίας των απαραίτητων οικονομικών δομών, ώστε να αποτραπεί το κύμα φυγής του πληθυσμού. Το 1951 ο πληθυσμός των τριών νήσων ανερχόταν σε 92.706 κατοίκους, ενώ το 1971 σε μόλις 66.929 κατοίκους (μείωση 27,80%), με το πρόβλημα της μετανάστευσης να είναι οξύτερο σε Κεφαλονιά και Ιθάκη. Παρ’ ότι εγκαίρως είχε διαγνωσθεί ο κίνδυνος μαζικής εγκατάλειψης των νήσων, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις απέτυχαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αποτελεσματικά.
Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν τόσο το μέγεθος της καταστροφής όσο και το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος, κατά τη δεκαετία του 1950, ευρίσκετο σε περίοδο ανασυγκρότησης, ύστερα από μία δεκαετία πολέμου, Κατοχής και εμφύλιας διαμάχης. Η ανασύσταση, λοιπόν, σχεδόν εκ του μηδενός του αστικού και αγροτικού χώρου των τριών νήσων, υπό αυτές τις δυσχερείς πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, αποτελεί επίτευγμα, παρά τις σοβαρές αστοχίες.
Εξήντα χρόνια μετά, η καταστροφή συνεχίζεται
Η διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς των τριών νήσων του Ιονίου μετά τους σεισμούς του 1953 δεν αποτέλεσε προτεραιότητα ούτε κατά τη διάρκεια της ανοικοδόμησης, ούτε κατά τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Κεφαλονιάς, όπου έχουν διασωθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, μεμονωμένα ή συγκεντρωμένα σε οικισμούς, χαρακτηριστικά δείγματα επτανησιακής αρχιτεκτονικής, όπως ναοί, κωδωνοστάσια, αγροτικές οικίες και ανεμόμυλοι, χωρίς όμως να λαμβάνεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, καμία ουσιαστική μέριμνα για την προστασία τους. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται μνημεία ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας, τα οποία αποτελούν σπάνια δείγματα αναγεννησιακής και μπαρόκ αρχιτεκτονικής στον ελληνικό χώρο, όπως οι ρυθμοί αυτοί προσαρμόσθηκαν στο μέτρο και την αισθητική του τόπου (επτανησιακό μπαρόκ). Η Μονή της Παναγίας στα Σίσια και των Αγίων Φανέντων στη Σάμη, οι ναοί του Αγίου Σπυρίδωνος και των Αγίων Θεοδώρων στο Κάστρο, του Αγίου Δημητρίου στις Μηνιές και της Παναγίας στα Λειβαθινάτα αποτελούν λίγα μόνον παραδείγματα μνημείων που 60 χρόνια μετά τους σεισμούς παραμένουν ερειπωμένα, άγνωστα στο ευρύ κοινό και απροστάτευτα σε περίπτωση ενός νέου σεισμού.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οικισμοί που επλήγησαν συγκριτικά λιγότερο από τους σεισμούς, κυρίως στην περιοχή της Ερίσου και στα ορεινά της Παλικής. Οι περισσότεροι έχουν χαρακτηρισθεί παραδοσιακοί, πέραν όμως τούτου, κανένα μέτρο δεν έχει ληφθεί για την προστασία του ιδιαιτέρως επιβαρυμένου από τους σεισμούς και την εγκατάλειψη αρχιτεκτονικού τους αποθέματος. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο ανησυχητική σε περιπτώσεις οικισμών που εγκαταλείφθηκαν πλήρως μετά τους σεισμούς του 1953, λόγω ανοικοδομήσεώς τους σε άλλη τοποθεσία. Τέτοιοι οικισμοί υπάρχουν διάσπαρτοι σε όλο το νησί και παρ’ ότι ορισμένοι ευρίσκονται σε σχετικά καλή κατάσταση (π.χ. παλαιά Βλαχάτα, Βαλσαμάτα, Φάρσα), ο χαρακτηρισμός τους ως ερειπιώνων δημιουργεί σοβαρά νομικά κωλύματα σε οποιαδήποτε προσπάθεια αποκαταστάσεως οικοδομημάτων σε αυτούς και ανασυστάσεώς τους ως οικισμών.
Για τα λιγοστά εναπομείναντα δείγματα του αρχιτεκτονικού πλούτου τόσο της Κεφαλονιάς, όσο και της Ζακύνθου και της Ιθάκης, το δίλημμα που καλούνται να απαντήσουν η πολιτεία και φορείς της κοινωνίας των πολιτών είναι σαφές: είτε θα ληφθούν άμεσα μέτρα αποτελεσματικής προστασίας τους είτε, δεδομένης της υψηλής σεισμικότητας της περιοχής, σε μερικά χρόνια θα έχουν οριστικά χαθεί.
Η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού έχει αναλάβει πρωτοβουλία διάσωσης τριών μνημείων της Κεφαλονιάς: του παλαιού καθολικού της Ι.Μ. Σισίων, του Αγίου Σπυρίδωνος στο Κάστρο του Αγίου Γεωργίου και της οικίας Βαλλιάνου στις Κεραμειές.
* O αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Κουτσαδέλης (Ph.D. University of Cambridge) εργάζεται στην Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης και είναι συνεργάτης της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.