Γιατί ο Πούτιν στηρίζει τον Άσαντ
Μπερδεύοντας την Συρία με την Τσετσενία
Fiona Hill
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Λίγα θέματα περιγράφουν καλύτερα τα όρια της «επανεκκίνησης» των σχέσεων της κυβέρνησης Ομπάμα με την Ρωσία από την κρίση στη Συρία.
Για περισσότερο από ένα χρόνο, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν και απέτυχαν να συνεργαστούν με την Ρωσία για να βρεθεί μια λύση με στόχο τον τερματισμό της βίας. Η Μόσχα αντιτίθετο σταθερά στην διεθνή επέμβαση για την ανατροπή του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ, υποστηρίζοντας ότι η σύγκρουση πρέπει να επιλυθεί μέσω διαπραγματεύσεων και ότι ο Άσαντ πρέπει να συμμετέχει σε κάθε μεταβατική ρύθμιση που οδηγεί σε μια νέα κυβέρνηση. Παρά το γεγονός ότι ο Ρώσος υπουργός εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, προσέγγισε πρόσφατα τους ηγέτες της συριακής αντιπολίτευσης, οι συνομιλίες δεν αποτέλεσαν καμία ένδειξη ότι το Κρεμλίνο επανακαθορίζει σοβαρά τις θέσεις του για την Συρία. Και αυτό είναι περίεργο: το κύριο εμπόδιο για οποιαδήποτε αλλαγή στους υπολογισμούς της Ρωσίας είναι ο ίδιος ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, του οποίου η αποστροφή για βίαιες ανατροπές καθεστώτων είναι έντονη και σταθερή.
Γιατί ο Πούτιν προσέφερε τέτοια ακλόνητη υποστήριξη στον Άσαντ; Εκ πρώτης όψεως, η Μόσχα φαίνεται να επωφελείται από τις εξαγωγές όπλων προς την Συρία και εξαρτάται από την καλή θέληση του καθεστώτος για να διατηρήσει την πρόσβασή της στην ναυτική βάση στο μεσογειακό λιμάνι της Ταρτούς. Αλλά αυτά είναι οριακά και συμβολικά συμφέροντα. Ο Πούτιν έχει ως πραγματικό κίνητρο για να στηρίξει το καθεστώς Άσαντ τον φόβο του για την κατάρρευση του κράτους - έναν φόβο που αντιμετώπισε πιο άμεσα κατά την προσπάθεια απόσχισης της Τσετσενίας από την Ρωσία στον Βόρειο Καυκάσο, η οποία κατεστάλη βίαια με έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και επιχειρήσεις αντιεξέγερσης μεταξύ 1999 και 2009. (Στην Ρωσία, οι δημοκρατίες είναι ημι-αυτόνομες ομοσπονδιακές οντότητες που περιλαμβάνουν τα ιστορικά εδάφη των μη- ρωσικών εθνικών ομάδων της χώρας). Σε μια σειρά συνεντεύξεων που έδωσε το 2000 για μια εγκεκριμένη βιογραφία, ο Πούτιν δήλωσε ότι «η ουσία της .. . κατάστασης στον Βόρειο Καύκασο και στην Τσετσενία ... είναι η συνέχιση της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ .... Αν δεν κάνουμε κάτι γρήγορα για να σταματήσει, η Ρωσία ως κράτος στην σημερινή της μορφή, θα πάψει να υπάρχει .... Ήμουν πεπεισμένος ότι αν δεν σταματήσουμε αμέσως τους εξτρεμιστές [στην Τσετσενία], τότε σε ελάχιστο χρόνο θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μια δεύτερη Γιουγκοσλαβία σε ολόκληρη την επικράτεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας – μια γιουγκοσλαβοποίηση της Ρωσίας». Και γνωρίζουμε πώς αισθάνεται Πούτιν για την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Το 2005 ο ίδιος την αποκάλεσε ως την «μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του εικοστού αιώνα», ένα σχόλιο που είχε ως στόχο να θρηνήσει την κατάρρευση του σοβιετικού κράτους και όχι την διάλυση του κομμουνισμού.
Για τον Πούτιν, η Συρία θυμίζει πολύ την Τσετσενία. Και οι δύο συγκρούσεις οδήγησαν το κράτος απέναντι σε ανομοιογενείς και ακέφαλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου κατέληξαν να περιλαμβάνουν εξτρεμιστικές σουνιτικές ισλαμικές ομάδες. Κατά την άποψη του Πούτιν - αυτό που ο ίδιος τονίζει επανειλημμένα σε συναντήσεις με Αμερικανούς και Ευρωπαίους ομολόγους του – η Συρία είναι το τελευταίο πεδίο μάχης σε μια παγκόσμια πάλη πολλών δεκαετιών μεταξύ των κοσμικών κρατών και του σουνιτικού ισλαμισμού, που ξεκίνησε στο Αφγανιστάν με τους Ταλιμπάν, στην συνέχεια μετακινήθηκε στην Τσετσενία και διέσχισε μια σειρά από αραβικές χώρες. Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του (πρώτα ως πρωθυπουργός το 1999 και στη συνέχεια ως πρόεδρος το 2000) και ήρθε αντιμέτωπος με τον πόλεμο της Τσετσενίας, ο Πούτιν εξέφρασε τον φόβο του για τον σουνιτικό ισλαμιστικό εξτρεμισμό και τους κινδύνους που δημιουργούν οι ομάδες τζιχαντιστών στην Ρωσία με τον μεγάλο, εγχώριο σουνίτικό μουσουλμανικό πληθυσμό της, ο οποίος συγκεντρώνεται στον Βόρειο Καύκασο, στην περιοχή του Βόλγα και σε μεγάλες πόλεις όπως η Μόσχα. Η επιθυμία του να συγκρατήσει τον εξτρεμισμό είναι ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο ο Πούτιν προσέφερε βοήθεια στις Ηνωμένες Πολιτείες στην μάχη με τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Επίσης, είναι ο λόγος για τον οποίο η Ρωσία διατηρεί στενές σχέσεις με το σιιτικό Ιράν, πράγμα που λειτουργεί ως αντίβαρο στις δυνάμεις των σουνιτών.
Στην περίπτωση της Τσετσενίας, ο Πούτιν κατέστησε σαφές ότι η ανακατάληψη της δημοκρατίας από τις «εξτρεμιστικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης» άξιζε κάθε θυσία. Σε μια ομιλία του τον Σεπτέμβριο του 1999, υποσχέθηκε να καταδιώξει τους Τσετσένους αντάρτες και τους τρομοκράτες, ακόμη και «στο αποχωρητήριο». Έκανε ακριβώς αυτό και μερικοί ηγέτες της αντιπολίτευσης σκοτώθηκαν από πυραυλικές επιθέσεις ευρισκόμενοι στις πιο ευάλωτες στιγμές τους. Η τσετσενική πρωτεύουσα Γκρόζνι μετατράπηκε σε ερείπια. Δεκάδες χιλιάδες άμαχοι σκοτώθηκαν, μαζί με μαχητές της Τζιχάντ που ήρθαν στην Τσετσενία με την υποστήριξη εξτρεμιστικών ομάδων από τον αραβικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένων αυτών της Συρίας. Η Μόσχα και άλλες πόλεις της Ρωσίας υπέστησαν καταστροφικές τρομοκρατικές επιθέσεις. Η αντιμετώπιση του Πούτιν στην Τσετσενία αποτέλεσε προειδοποίηση για το τι θα συμβεί με τους αντάρτες και τους τρομοκράτες - και μάλιστα σε ολόκληρες πληθυσμιακές ομάδες - αν απειλούσαν το ρωσικό κράτος. Είτε θα τους εξάλειφαν είτε θα τους γονάτιζαν - ακριβώς η μοίρα που εύχεται ο Πούτιν να έχουν οι αντάρτες της Συρίας σήμερα.
Μετά από δύο δεκαετίες αποσχιστικών συγκρούσεων, ο Πούτιν ανάσχεσε την εξέγερση της Τσετσενίας. Ο Ραμζάν Καντίροφ, ο πρώην επαναστάτης που υποτάχθηκε στην Μόσχα, ηγείται σήμερα της δημοκρατίας. Ο Πούτιν χορήγησε στον Καντίροφ και τους υποστηρικτές του αμνηστία και τους έδωσε την εντολή να καταδιώξουν τους άλλους μαχητές και τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Ο Καντίροφ ανακατασκεύασε το Γκρόζνι (με άφθονα κεφάλαια από την Μόσχα) και δημιούργησε τη δική του εκδοχή της ισλαμικής και τσετσενικής δημοκρατίας, η οποία έχει καταδικαστεί από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων για βίαιη καταστολή των διαφορών.
Τα δύο τελευταία χρόνια, ο Πούτιν ήλπιζε ότι ο Άσαντ θα είναι σε θέση να κάνει ό, τι έκανε ο ίδιος στην Τσετσενία και νίκησε την αντιπολίτευση. Με βάση τις βάναυσες επιδόσεις του Χάφεζ αλ Άσαντ, πατέρα του Μπασάρ, στην καταστολή εξεγέρσεων, ο Πούτιν περίμενε ότι το καθεστώς δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να διατηρήσει το κράτος ενωμένο. Τώρα, όμως, ο Άσαντ φαίνεται να έχει αποτύχει και ο Πούτιν δεν ποντάρει σε «κουτσό άλογο». Αυτός και η υπόλοιπη ρωσική ηγεσία γνωρίζουν πολύ καλά ότι η αμέριστη υποστήριξή τους στον Άσαντ έχει καταστρέψει το κύρος της Ρωσίας στον αραβικό κόσμο, αλλά δεν έχουν εναλλακτικό σχέδιο για να βγουν από το αδιέξοδο. Ο Πούτιν δεν είναι ακόμη έτοιμος να επικροτήσει μια παρέμβαση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην διάλυση του συριακού κράτους και να διακινδυνεύσει να δημιουργηθεί μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη στο Αφγανιστάν την δεκαετία του 1990, όταν οι αντιμαχόμενες ομάδες εξτρεμιστών πολέμησαν η μια την άλλη και δημιούργησαν γόνιμο έδαφος για την «παγκόσμια τζιχάντ». Κατά την άποψη του Πούτιν, η άνομη, μετα-Κανταφική Λιβύη, η οποία έχει γίνει εξαγωγέας όπλων, πολεμιστών και προσφύγων προς στους γείτονές της, υπογραμμίζει περισσότερο τους κινδύνους της διεθνούς παρέμβασης.
Πριν εγκαταλείψει τον Άσαντ, ο Πούτιν θα πρέπει να έχει απαντήσεις σε ορισμένα πιεστικά ερωτήματα: Ποιος θα είναι υπεύθυνος για τα αποτελέσματα της κατάρρευσης του καθεστώτος; Ποιος θα κρατήσει τους σουνίτες εξτρεμιστές υπό έλεγχο; Ποιος θα κρατήσει τους εξτρεμιστές μακριά από τον Βόρειο Καύκασο και άλλες ρωσικές περιοχές με μεγάλο πληθυσμό μουσουλμάνων σουνιτών; Και τελικά, ποιος θα κρατήσει ασφαλή τα χημικά όπλα της Συρίας; Ο Πούτιν σίγουρα δεν εμπιστεύεται τις Ηνωμένες Πολιτείες να παίξουν αυτό τον σταθεροποιητικό ρόλο: όπως πιστεύει, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχώρησαν από το Ιράκ, άφησαν πίσω τους έναν ισχυρό σιίτη, τον Νούρι αλ Μαλίκι, για να καταστείλει τους σουνίτες. Η απόσυρση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν αφήνει πίσω μόνο αβεβαιότητα. Με λίγα λόγια, ο Πούτιν αμφιβάλλει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η διεθνής κοινότητα μπορούν να προσφέρουν σταθερότητα στην Συρία, και γι’ αυτό συνεχίζει να στέκεται στο πλευρό του αποτυχημένου καθεστώτος ως το μόνο μέσο για την αποφυγή μιας συνολικής κατάρρευσης του κράτους.
Παρά το γεγονός ότι ο Πούτιν κοιτάζει την Συρία και βλέπει την Τσετσενία, οι καταστάσεις είναι αρκετά διαφορετικές. Όλη η Συρία βρίσκεται στην δίνη του εμφυλίου πολέμου και ο Άσαντ δεν έχει τα ίδια μέσα που είχε ο Πούτιν όταν αντιμετώπιζε την κατάσταση στην Τσετσενία. Δεν μπορεί να εξαλείψει σημαντικούς εκπροσώπους και υποστηρικτές της αντιπολίτευσης στο εξωτερικό, όπως έκανε ο Πούτιν με τους Τσετσένους, μεταξύ άλλων με την δολοφονία του πρώην προέδρου της Τσετσενίας, του Zelimkhan Yandarbiyev στο Κατάρ το 2004, για να τον σταματήσει από την συγκέντρωση κεφαλαίων και την στρατολόγηση μαχητών. Αδυνατώντας να συντρίψει ή να συνεργαστεί με την αντιπολίτευση, ο Άσαντ έχει οδηγήσει την Συρία στο χείλος του γκρεμού. Η Συρία επίσης έχει ξεχειλίσει από συμβατικά όπλα, και διαθέτει ένα οπλοστάσιο μαζικής καταστροφής που αποτελεί σημαντική απειλή για τις γειτονικές χώρες. Οι γείτονες – ο Λίβανος, η Ιορδανία, η Τουρκία, το Ιράκ, το Ισραήλ και το Ιράν πιο μακριά – έχουν εμπλακεί στην σύγκρουση. Αντίθετα, παρά τις ροές χρήματος και ανδρών στην Τσετσενία και τη διάχυση προσφύγων και τρομοκρατικών ενεργειών στο υπόλοιπο της Ρωσίας (και μερικές φορές στο Αζερμπαϊτζάν, στην Γεωργία και στην Τουρκία), δεν υπήρχε παρόμοια εξάπλωση της απειλής στον πόλεμο της Τσετσενίας και ποτέ οι εξωτερικές δυνάμεις δεν ενεπλάκησαν σοβαρά. Η Τσετσενία είναι σε μια κακή γειτονιά, αλλά η Συρία είναι σε μια τρομερή γειτονιά και τα αποτελέσματα της σύγκρουσης στην Συρία δεν μπορούν να περιοριστούν με τον τρόπο που περιορίστηκαν στην Τσετσενία.
Ούτε αυτές οι διαφορές, ούτε το μέγεθος της ανθρωπιστικής τραγωδίας θα πείσουν τον Πούτιν να αλλάξει την άποψή του για την Συρία. Ο Ρώσος πρόεδρος θα συνεχίσει να αντιστέκεται στο ενδεχόμενο μιας παρέμβασης και να επιμένει ότι οι διαπραγματεύσεις με τον Άσαντ πρέπει να είναι μέρος μιας πορείας προς τα εμπρός, έως ότου μπορέσει να βρεθεί κάποιος ισχυρός άνδρας για να βάλει μια τάξη στο χάος της Συρίας. Αν, από κάποιο θαύμα, η Συρία δεν μετατραπεί σε μια μεγάλης κλίμακας περιφερειακή καταστροφή, ο ίδιος ο Πούτιν θα επιβραβεύσει τον εαυτό του και θα λέει ότι αυτό συνέβη χάρη σε εκείνον, γιατί εμπόδισε την παρέμβαση. Αν εξελιχθεί το πιο πιθανό σενάριο, ο Πούτιν θα κατηγορήσει την Ουάσιγκτον. Θα θεωρήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως υπεύθυνες για την καταστροφή στην Συρία και την ενδυνάμωση των σουνιτών ισλαμιστών εξτρεμιστών μέσω της υποστήριξής τους στην δημοκρατία και στις αραβικές επαναστάσεις. Εν τω μεταξύ, η εμμονή του Πούτιν μετατρέπει ήδη τον χειρότερο εφιάλτη του - την διάσπαση ενός γεωπολιτικά σημαντικού κράτους – σε πραγματικότητα.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139079/fiona-hill/the-real-reason...