Επιφυλάξεις στις ΗΠΑ για εμπλοκή σε πόλεμο
Tου David Ignatius - Aρθρογράφου της Washington Post
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η συζήτηση με μέλη του Κογκρέσου την περασμένη εβδομάδα στην Κωνσταντινούπολη εξελίχθηκε σε «σχολείο» όσον αφορά την επιφύλαξη της αμερικανικής κοινής γνώμης απέναντι σε οποιαδήποτε «περιπέτεια» στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στη Συρία.
Η εμπειρία της συζήτησης αυτής λειτούργησε ως υπενθύμιση ότι η μετά τον πόλεμο στο Ιράκ εποχή έχει μόλις αρχίσει και αυτό από μόνο του αρκεί για να περιοριστεί η ικανότητα της Αμερικής να ασκήσει εξουσία τα επόμενα χρόνια.
Το μεγαλύτερο προτέρημα (και σε ορισμένες περιπτώσεις μειονέκτημα) των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι ότι βρίσκονται πολύ κοντά στους ψηφοφόρους. Οι περισσότεροι επιστρέφουν στις περιφέρειές τους σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο. Ετσι, λοιπόν, γνωρίζουν τις τάσεις της κοινής γνώμης από πρώτο χέρι και η γνώση αυτή συνήθως απουσιάζει από τις συζητήσεις για θέματα εξωτερικής πολιτικής που διεξάγονται στην Ουάσιγκτον.
Η συζήτηση στην Κωνσταντινούπολη «άνοιξε» στο περιθώριο συνεδρίου που διοργανώθηκε από ίδρυμα της Ουάσιγκτον. Ενα από τα ζητήματα που τέθηκαν είναι αυτό μιας πιθανής ανάμειξης των ΗΠΑ στη Συρία και προκάλεσε μια φορτισμένη συζήτηση. Πολλοί βουλευτές και από τα δύο κόμματα δεν έκρυψαν ότι αισθάνονται ιδιαιτέρως άβολα απέναντι στην προοπτική μιας περιπέτειας στη Μέση Ανατολή.
«Δεν επαρκούν οι λέξεις, προκειμένου να περιγράψω πόσο απρόθυμος είναι ο αμερικανικός λαός να εμπλακεί σ’ έναν ακόμη πόλεμο στην περιοχή», τόνισε ένας βουλευτής. «Αδυνατούμε να τοποθετηθούμε υπέρ μιας παρέμβασης, δεδομένων των δαπανών για το Ιράκ και το Αφγανιστάν», πρόσθεσε ένας άλλος. Ενας τρίτος βουλευτής περιέγραψε τη διάθεση της κοινής γνώμης με αυτή τη φράση: «Δεν είμαστε απλώς επιφυλακτικοί σ’ έναν νέο πόλεμο, είμαστε κουρασμένοι από τον πόλεμο». Η διάθεση σκεπτικισμού υπογραμμίστηκε από έναν βουλευτή που κατέφυγε σε προγενέστερη δήλωση του πρώην Γερμανού καγκελαρίου Χέλμουτ Σμιτ: «Το πρόβλημα μ’ εσάς τους Αμερικανούς είναι πως πιστεύεται ότι για κάθε πρόβλημα υπάρχει και μία λύση». Το λοιπόν, όχι πια. Οχι μετά το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί εξέφρασαν έντονες επιφυλάξεις για το ενδεχόμενο μιας περιπέτειας στον ολισθηρό κατήφορο της Συρίας. «Αυτή δεν είναι μια τραγωδία για την οποία φέρουμε ευθύνη», προειοδοποίησε βετεράνος βουλευτής. Ο τελευταίος εξέφρασε την άποψη ότι τα κράτη της περιοχής πρέπει να αποφασίσουν, επιτέλους, τι θέλουν. «Αν δεν υπάρξει ομοφωνία δεν μπορείς να δράσεις», επισήμανε. Σύμφωνα με τον βετεράνο βουλευτή, ο πρόεδρος Ομπάμα δεν θα μπορέσει να κάνει πολλά για τη Συρία χωρίς την υποστήριξη των Δημοκρατικών. «Δεν μπορείς να είσαι πρόεδρος εν καιρώ πολέμου χωρίς ένα κόμμα πολέμου», σημείωσε.
Ο Ομπάμα αναγνωρίζει την εθνική κόπωση από τους πολέμους – αυτό, άλλωστε, αποτέλεσε κεντρικό θέμα της προεκλογικής του εκστρατείας. Εδωσε μεγάλη έμφαση στον επαναπατρισμό των στρατιωτών από το Αφγανιστάν και στην ανάγκη να χτιστεί το έθνος από την πατρίδα και όχι από το εξωτερικό. Ο Μιτ Ρόμνεϊ, ο αντίπαλός του στις εκλογές, ξεκίνησε την προεκλογική του εκστρατεία υιοθετώντας ρητορική ιέρακος, μέχρι το τελευταίο ντιμπέιτ, ωστόσο, είχε σχεδόν ευθυγραμμιστεί με τις θέσεις του Ομπάμα για την εξωτερική πολιτική.
Ο Ομπάμα, λοιπόν, έχοντας «διαβάσει» τη διάθεση της κοινής γνώμης όσον αφορά τη Συρία, εμφανίζεται επιφυλακτικός. Προσωπικά, ελπίζω ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα αποδεχθεί τις προτάσεις ορισμένων εκ των συμβούλων του και θα ανάψει το πράσινο φως για την εκπαίδευση των Σύρων ανταρτών, παρέχοντάς τους παράλληλα περιορισμένη στρατιωτική βοήθεια. Αν το πράξει, όμως, θα το πράξει δίχως μια σταθερή βάση υποστήριξης από την κοινή γνώμη – μια πολύ κακή αρχή για μια νέα δέσμευση. Εφόσον, λοιπόν, ο Ομπάμα επιλέξει να εμπλακεί περισσότερο, τότε θα πρέπει να πείσει τη χώρα.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η επιφυλακτικότητα της Αμερικής θα υπονομεύσει και τη δέσμευση του Ομπάμα να προσφύγει στη στρατιωτική βία, εφόσον κάτι τέτοιο κριθεί αναγκαίο, για να αποτρέψει την ανάπτυξη ενός πυρηνικού όπλου από το Ιράν. Οι Ιρανοί μοιάζουν πεπεισμένοι, δεδομένης και της διάθεσης της αμερικανικής κοινής γνώμης, πως ο Ομπάμα μπλοφάρει. Ο πρόεδρος Μαχμούντ Αχμεντινετζάντ μου είπε κατά τη διάρκεια συνέντευξης, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ότι η Αμερική έχει κουραστεί από το δυσβάσταχτο κόστος των πολέμων σε ξένα εδάφη. «Θα συμφωνήσει ο αμερικανικός λαός με μια πολιτική παρεμβάσεων στις υποθέσεις τρίτων;», είχε ρητορικά διερωτηθεί. «Δεν το πιστεύω», είχε μόνος του απαντήσει.
Τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων που παρευρέθηκαν στο συνέδριο φάνηκαν λιγότερο επιφυλακτικά όσον αφορά τις στρατιωτικές επιλογές για το Ιράν σε σχέση με τη Συρία. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η ιρανική απειλή είναι πιο προφανής τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για το Ισραήλ. Λαμβανομένης υπόψη όμως της διάθεσης της αμερικανικής κοινής γνώμης, ο Ομπάμα θα κληθεί να εργαστεί προσεκτικά προκειμένου να εξασφαλίσει τη στήριξη των πολιτών για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον του Ιράν – να πείσει δηλαδή τον λαό ότι είναι μια νόμιμη και αναγκαία χρήση της αμερικανικής ισχύος.
Η επίσκεψη σε αυτήν τη διαρκώς επεκτεινόμενη πόλη μού υπενθύμισε, ακόμα, τη μυστηριώδη διαδικασία μέσα από την οποία οι αυτοκρατορίες αναδύονται και στη συνέχεια αποσυντίθενται. Οι νεο-αυτοκρατορικές προοπτικές της Τουρκίας μοιάζουν να ενισχύονται για πρώτη φορά εδώ και έναν αιώνα, με τους Τούρκους ηγέτες να μιλούν πλέον για μια νέα οθωμανική ηγεμονία στην περιοχή. Στον αντίποδα, ο μανδύας της εξουσίας των ΗΠΑ μοιάζει να ξεθωριάζει.
Οπως προειδοποίησε ένας Αραβας πολιτικός: «Η αξιοπιστία των ΗΠΑ αμφισβητείται σε αυτή τη μεριά του κόσμου». Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνούν ποτέ τα μέλη του Κογκρέσου –είπε– είναι ότι «η Αμερική παραμένει απαραίτητη». Οταν, ωστόσο, οι βουλευτές επιστρέφουν τα Σαββατοκύριακα στις περιφέρειές τους, αυτή η παραδοσιακή επίκληση στην παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ δεν είναι αυτό που ακούν.