Γη για την επίτευξη ειρήνης στην Κολομβία
Το κλειδί για τον τερματισμό του πολέμου της Μπογκοτά με τον FARC
Oliver Kaplan και Michael Albertus
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Ακόμη και ενώ τα κολομβιανά στρατεύματα πολεμούν εναντίον των ανταρτών των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC) στην ζούγκλα, οι διαπραγματευτές από τις δύο πλευρές έχουν κάνει πρόοδο στις ειρηνευτικές συνομιλίες στην Αβάνα.
Τα θέματα της ατζέντας περιλαμβάνουν την συμμετοχή του FARC στην πολιτική διαδικασία της χώρας, την διακίνηση ναρκωτικών και την αποπληρωμή των αποζημιώσεων από την κυβέρνηση για τα θύματα της αναγκαστικής μετατόπισης κατά την διάρκεια της ένοπλης σύγκρουσης. Για μερικούς μήνες τώρα, όμως, οι αξιωματούχοι της Κολομβίας και οι εκπρόσωποι των FARC έχουν εστιάσει κυρίως στην αγροτική μεταρρύθμιση ως το κλειδί για την αποκατάσταση της τεράστιας οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας της Κολομβίας - μια βασική κινητήρια δύναμη της σύγκρουσης.
Ένα ενθαρρυντικό σημάδι αποτελεί το γεγονός ότι τα δύο μέρη αναμένεται να ανακοινώσουν το περίγραμμα μιας προκαταρκτικής συμφωνίας σε θέματα γης αυτό τον μήνα. Όμως, για να οδηγήσει αυτή η συμφωνία σε μια διαρκή ειρήνη, οι δύο πλευρές θα πρέπει να κοιτάξουν τα παραδείγματα προηγούμενων διαπραγματεύσεων στην Γουατεμάλα και το Ελ Σαλβαδόρ και να επικεντρωθούν τόσο στην εφαρμογή όσο και στο περιεχόμενο της ίδιας της συμφωνίας.
Προχωρώντας στις συνομιλίες, η θέση του FARC για την γη ήταν λιγότερο επαναστατική από όσο παλαιότερα. Προηγουμένως, είχε υποστηρίξει την κατάσχεση όλων των latifundios (των λατιφούντιων, δηλαδή των μεγάλων αγροκτημάτων) και την διανομή τους στους φτωχούς. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, επέμεινε στην προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και στην εκμηχανοποίηση της γεωργίας για την αύξηση της παραγωγής τροφίμων, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ανταγωνισμού για τους μικρούς αγρότες. Αν και οι λεκτικές επιθέσεις του FARC σε αυτό που αποκαλεί «ολιγαρχία» συνεχίζονται, η οργάνωση έχει περιορίσει τις απαιτήσεις της μόνο σε εκείνα τα latifundios που είναι αντιπαραγωγικά. Και αυτά τα αιτήματα ουσιαστικά συμπίπτουν με τους νέους αγροτικούς αναπτυξιακούς νόμους που έχει προτείνει το κολομβιανό Υπουργείο Γεωργίας.
Θεωρητικά, λοιπόν, ο FARC και η κυβέρνηση της Κολομβίας δεν απέχουν πολύ. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο, ότι η ειρήνη είναι εξασφαλισμένη. Υπάρχουν μερικά πραγματικά σημεία τριβής. Εκεί που ο FARC αντιτίθεται στις ξένες επενδύσεις στην ύπαιθρο, η κυβέρνηση βλέπει τις ξένες επενδύσεις ως έναν τρόπο για να αξιοποιήσει την επιτυχία της Συμφωνίας Ελευθέρων Συναλλαγών που υπεγράφη πρόσφατα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να βοηθήσει στην ανάπτυξη του γεωργικού τομέα της Κολομβίας. Αλλά ο FARC ανησυχεί ότι η ξένη συμμετοχή σε γεωργικές επιχειρήσεις και εξορυκτικές βιομηχανίες θα οδηγήσει στην εκμετάλλευση και τον εκτοπισμό των αγροτών. Η κυβέρνηση προέβαλε αντιρρήσεις, υποστηρίζοντας ότι οι ξένες επενδύσεις είναι εκτός των παραμέτρων της τρέχουσας ατζέντας των διαπραγματεύσεων. Σε αντάλλαγμα, ο FARC επισήμανε την πρόθεσή του να προστατεύσει και να επεκτείνει τις ειδικές περιοχές που είναι γνωστές ως «αποθεματικές ζώνες αγροτών», ένα πρόγραμμα που η κυβέρνηση είχε αρχικά δημιουργήσει για την υποστήριξη των κολεκτίβων, δηλαδή των συνεταιρικών αγροκτημάτων, αλλά είναι πλέον διστακτική στο να επεκταθούν με τον φόβο ότι οι εν λόγω χώροι θα γίνουν ακυβέρνητοι.
Ο FARC έχει δίκιο να θέτει τα θέματα των ξένων επενδύσεων και των «αποθεμάτων των αγροτών» τώρα: Η έρευνά μας δείχνει ότι κατά το παρελθόν, οι τμηματικές, ελλιπείς μεταρρυθμίσεις για την γη έχουν κάνει τις συγκρούσεις χειρότερες, όχι καλύτερες. Στην δεκαετία του 1960, για παράδειγμα, η πόλη της Saravena στην βορειοανατολική επαρχία της Arauca αποικήθηκε από αγρότες από άλλες τοποθεσίες, ως μέρος του κυβερνητικού σχεδίου Arauca # 1. Πάνω από 200.000 εκτάρια αποδόθηκαν με τίτλους ως οικόπεδα για τους εποίκους αυτούς, οι οποίοι έλαβαν επίσης σπόρους και άλλα αντικείμενα που θα ενίσχυαν την παραγωγικότητά τους, καθώς και δημόσια αγαθά, όπως ασφαλτοστρωμένους δρόμους για να μεταφέρουν τα προϊόντα τους στην αγορά. Αλλά, οι μεταρρυθμίσεις βάλτωσαν την δεκαετία του 1990, όταν ο διαχειριστής της γης της περιοχής έχασε την υποστήριξη των εθνικών κυβερνήσεων. Το αδιέξοδο απογοήτευσε τις οργανώσεις των αγροτών και οδήγησε σε ευρύτερη σύγκρουση στην Saravena και στις κοντινές κοινότητες.
Τα προβλήματα εφαρμογής δεν υπάρχουν μόνο στην Saravena. Ένα πρόσφατο ρεπορτάζ στο Semana, ένα εβδομαδιαίο περιοδικό της Κολομβίας, απεικόνισε την υπηρεσία αγροτικής μεταρρύθμισης της Κολομβίας, την INCODER, ως τυλιγμένη με έναν ζουρλομανδύα. Η INCODER έχει ένα μεγάλο όγκο ανεπίλυτων διαφορών γης, πολλές από τις οποίες αφορούν υποθέσεις με αγρότες εναντίον μεγάλων γαιοκτημόνων και εγκληματικών ομάδων. Ο οργανισμός συγκρούστηκε με άλλα Υπουργεία, τοπικούς δικαστές και πολιτικούς, οι οποίοι μερικές φορές απέτυχαν να συνεργαστούν για την επίλυση των διαφορών γης. Κατά καιρούς, για παράδειγμα, έθεσαν σε εφαρμογή άχρηστα ή ακόμη και παράνομα διοικητικά εμπόδια, όπως την κατάθεση των αρχικών πωλητηρίων εγγράφων. Το ρεπορτάζ στο Semana, εύστοχα τόνισε την πεποίθηση πολλών Κολομβιανών ότι τα θεσμικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή κάθε συμφωνίας για τη μεταρρύθμιση της γης θα αποτύχουν να την υλοποιήσουν.
Πώς, λοιπόν, μπορούν και οι δύο πλευρές να συμφωνήσουν να δοθεί στους μικρούς αγρότες πρόσβασης στην γη, ενώ θα επιτρέπουν ταυτόχρονα υπεύθυνες και δίκαιες ξένες επενδύσεις; Παραδείγματα από άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής που προέκυψαν από εμφύλιες συγκρούσεις εξαιτίας θεμάτων γης προσφέρουν κατευθυντήριες γραμμές.
Στην Γουατεμάλα, ένας βάρβαρος εμφύλιος πόλεμος που πυροδοτήθηκε από την άνιση κατανομή της γης σιγόβραζε για 30 χρόνια πριν τελικά να εισέλθει η Εθνική Επαναστατική Ένωση της Γουατεμάλας, μια οργάνωση-ομπρέλα που εκπροσωπεί τις τέσσερις ισχυρότερες ομάδες ανταρτών, σε διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση. Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία το 1996 μετά από μια δεκαετία μεσολαβήσεων του ΟΗΕ στις διαπραγματεύσεις. Οι ειρηνευτικές συμφωνίες προέβλεπαν ότι η γη πρέπει να εξυπηρετεί μια κοινωνική λειτουργία. Για το σκοπό αυτό, τα συμβαλλόμενα μέρη δημιούργησαν ένα κτηματομεσιτικό γραφείο, το Fontierras, το οποίο και θα εξασφάλιζε την πρόσβαση των φτωχών αγροτικών πληθυσμών στην γη και θα παρείχε τους επίσημους τίτλους γης στους νέους ιδιοκτήτες.
Σήμερα, το πρόγραμμα πρόσβασης στην γη της Γουατεμάλας παρέχει πιστώσεις και φτηνά δάνεια στους αγρότες ώστε να αγοράσουν γη. Το πρόγραμμα παρέχει επίσης επιδοτήσεις για τις αγροτικές κοινότητες έτσι ώστε να μπορέσουν να κεφαλαιοποιήσουν τα αγροκτήματά τους. Μεταξύ του 1998, οπότε ξεκίνησε το πρόγραμμα, και του 2010, συνολικά 94.251 εκτάρια γης μεταφέρθηκαν σε αγρότες. Και όταν προέκυψαν συγκρούσεις για την γη, το Υπουργείο Αγροτικών Υποθέσεων μεσολάβησε στις διαφορές και μέχρι που αγόρασε και γη για τις εκτοπισμένες αγροτικές κοινότητες. Αν και η Γουατεμάλα εξακολουθεί να πάσχει από την βία που οφείλεται στα καρτέλ των ναρκωτικών, δεν έχει διολισθήσει σε εμφύλιο πόλεμο. Και παρόλο που το Fontierras λαμβάνει λιγότερη χρηματοδότηση από όση χρειάζεται και βελτιώνει μόνο οριακά την ανισότητα, έχει συμβάλλει στην άμβλυνση ελαχιστοποιώντας τις κτηματικές διαφορές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την θρυαλλίδα για μια ευρύτερη σύγκρουση.
Η κτηματική μεταρρύθμιση έπαιξε έναν παρόμοιο ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο του Ελ Σαλβαδόρ, που μαινόταν για 12 χρόνια πριν μια διευθέτηση μετά από διαπραγματεύσεις τερματίσει την σύγκρουση το 1992. Ως μέρος της συμφωνίας, οι πρώην μαχητές και από τις δύο πλευρές, καθώς και οι πολίτες - υποστηρικτές της βασικής ομάδας ανταρτών της χώρας έλαβαν γη. Το πρόγραμμα μεταβίβασης της γης συνδύασε τις δυνάμεις της αγοράς με εκείνες της κυβέρνησης. Οι ιδιώτες ιδιοκτήτες και οι συνεταιρισμοί με πλεόνασμα εδαφών, πούλησαν οικειοθελώς οικόπεδα. Η εθνική Αγροτική Τράπεζα του Ελ Σαλβαδόρ λειτούργησε ως μεσίτης. Κατά την διάρκεια των πρώτων έξι χρόνων μετά τις ειρηνευτικές συμφωνίες, το 10% της γεωργικής γης της χώρας μεταφέρθηκε μέσω του προγράμματος στους αιτούντες. Μέχρι το 2000, υπήρχαν πάνω από 36.000 δικαιούχοι. Το πρόγραμμα ήταν μακριά από το να είναι τέλειο, αλλά τα επίπεδα της βίας στο Ελ Σαλβαδόρ είναι χαμηλότερα από όσο ήταν κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, και η βία πλέον συγκεντρώνεται στις αστικές περιοχές και όχι στην ύπαιθρο.
Οι εμπειρίες από την Γουατεμάλα και το Ελ Σαλβαδόρ δείχνουν ότι οι μεταρρυθμίσεις που βασίζονται στην αγορά αποτελούν μια βιώσιμη επιλογή για την επίτευξη συναίνεσης μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών με οδηγό την απόκτηση γης. Παρά το γεγονός ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν εγγυώνται άμβλυνση των αγροτικών ανισοτήτων, οι προσεγγίσεις τους με βάση την ζήτηση βελτιώνουν τους πιο αποσταθεροποιητικούς παράγοντες των συγκρούσεων για την γη - δηλαδή, τις εκτεταμένες καταπατήσεις γης και τις ιδιοκτησιακές διαφορές. Οι ανεπάρκειες των μεταρρυθμίσεων της Γουατεμάλας και του Ελ Σαλβαδόρ είναι εξίσου διδακτικές. Χωρίς επαρκή παρακολούθηση, πόρους και μηχανισμούς για την επιβολή μιας συμφωνίας, οι μεταρρυθμίσεις για την γη είναι πιθανό να είναι ελλιπείς και να οδηγήσουν σε νέες συγκρούσεις. Έτσι, για να υπογράψει την συμφωνία ο FARC, η κολομβιανή κυβέρνηση θα πρέπει να τον πείσει ότι είναι έτοιμη και ικανή να εφαρμόσει πιστά οποιαδήποτε συμφωνία.
Για να διευκολυνθεί μια συμφωνία, η κυβέρνηση θα πρέπει να επιτρέψει στον FARC να σώσει τα προσχήματα. Θα πρέπει να τον αφήσει να λάβει εύσημα για τις προτάσεις, ακόμη και αν κάποιες από αυτές μπορεί να είναι ήδη μέρος των σχεδίων της ίδιας της κυβέρνησης. Αυτό θα βοηθήσει να κερδίσει την υποστήριξη μελών ομάδων ανταρτών που θα στηρίξουν την συμφωνία. Με την ίδια λογική, ο FARC θα πρέπει να μετριάσει τις εκκλήσεις του για «επαναστατική αγροτική μεταρρύθμιση» απλά σε «αγροτική μεταρρύθμιση». Αυτή η λεπτή αλλά σημαντική αλλαγή θα κάνει το αίτημα περισσότερο αποδεκτό από την κολομβιανή μεσαία τάξη και την ελίτ, οι οποίοι με τη σειρά τους επίσης θα στηρίξουν την συμφωνία.
Για να εξασφαλιστεί ότι οι υποσχέσεις της εφαρμογής μιας συμφωνίας είναι αξιόπιστες, πρέπει να παρέμβει η διεθνής κοινότητα. Η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Κούβα, ο Ισημερινός, η Βενεζουέλα, το Μεξικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία, η Νορβηγία, η Ισπανία, ο Οργανισμός των Αμερικανικών Κρατών, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Ηνωμένα Έθνη, έχουν όλοι ταχθεί υπέρ των διαπραγματεύσεων, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει οδικός σαφής χάρτης για το πώς θα μπορούσαν να συνεισφέρουν. Μια επιλογή είναι να αναπτύξουν έναν διεθνή μηχανισμό ελέγχου για την παρακολούθηση της προόδου σχετικά με την τιτλοφόρηση της γης, την απόδοση γης στα θύματα του αναγκαστικού εκτοπισμού και τις ενισχύσεις στον αγροτικό τομέα με την μορφή των γεωργικών εισροών, πιστώσεων και επενδύσεων σε υποδομές. Το σχέδιο θα μπορούσε να διαμορφωθεί σύμφωνα με τα υπάρχοντα προγράμματα ανάπτυξης και τις προσπάθειες για την επανένταξη των πρώην μαχητών στην κοινωνία. Ένα τέτοιο σύστημα ελέγχου θα βοηθήσει να κρατήσει την κυβέρνηση υπεύθυνη για την εφαρμογή των πολιτικών της γης στα μάτια τόσο του λαού της Κολομβίας όσο και της διεθνούς κοινότητας. Οι χορηγοί, εν τω μεταξύ, θα μπορούσαν να συνδυαστούν με τις επενδύσεις της ίδιας της κολομβιανής κυβέρνησης σε αγορές γης και δάνεια.
Μια διαρκής ειρήνη είναι εφικτή, αλλά μόνο αν η τελική συμφωνία μεταξύ κολομβιανής κυβέρνησης και FARC είναι αξιόπιστη και διαρκής. Δεν μπορεί να είναι επαναστατική, αλλά θα μπορούσε να είναι μεταρρυθμιστική.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139166/oliver-kaplan-and-michael-...
Συνδέσεις:
[1] http://jcr.sagepub.com/content/early/2012/06/25/0022002712446130.abstract