Οι κρυφές αδυναμίες των ισχυρών οικονομιών
Η Γερμανία έχει προβλήματα με τις τράπεζες, χαμηλή παραγωγικότητα στις υπηρεσίες και γηράσκοντα πληθυσμό
Του Κώστα Καρκαγιάννη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Τα προβλήματα των οικονομιών του ευρωπαϊκού Νότου έχουν πλέον γίνει γνωστά στα πέρατα της οικουμένης. Ωστόσο, και οι οικονομίες του ευρωπαϊκού Βορρά που απολαμβάνουν την υψηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση ΑΑΑ, όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Δανία, έχουν σοβαρά προβλήματα και αδυναμίες,
οι οποίες προς το παρόν παραβλέπονται επειδή οι επενδυτές έχουν επικεντρώσει την προσοχή τους στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Ιταλία και την Ισπανία. Καθώς η ύφεση που προκαλεί η συντονισμένη πολιτική λιτότητας που εφαρμόζει, κατ’ απαίτηση του Βερολίνου, σχεδόν το σύνολο της Ευρωζώνης αρχίζει να πλήττει και τις βόρειες χώρες, τα προβλήματά τους θ’ αποκαλυφθούν και θα ενταθούν. Μια τέτοια εξέλιξη το πιθανότερο είναι ότι θα οξύνει περαιτέρω τις ήδη τραυματισμένες σχέσεις ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου, διότι θα μειώσει και άλλο την περιορισμένη θέληση του «πυρήνα» να διευκολύνει την «περιφέρεια» να ξεπεράσει την κρίση χρέους.
Μόλις δέκα χρόνια πριν, ο «μεγάλος ασθενής» της Ευρωζώνης δεν ήταν άλλος από τη Γερμανία. Ακόμη και σήμερα, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης εξακολουθεί να έχει σημαντικά προβλήματα στον τραπεζικό τομέα, στον τομέα των υπηρεσιών αλλά και το πλέον έντονο πρόβλημα γήρανσης του πληθυσμού στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Από το 2008, όταν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση χτύπησε και την Ευρώπη, η γερμανική κυβέρνηση έχει εγκρίνει βοήθεια ύψους 646 δισ. ευρώ προς τις γερμανικές τράπεζες. Χωρίς να «κουρέψει» τους καταθέτες. Ακόμη και στην περίπτωση της Commerzbank, της δεύτερης μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας η οποία διασώθηκε το 2008-2009 με 18,2 δισ. ευρώ, η γερμανική κυβέρνηση δεν έπληξε ούτε τους μετόχους ούτε τους ομολογιούχους. Και η Deutsche Bank αντιμετωπίζει κατηγορίες για συμμετοχή στη χειραγώγηση του Libor, ενώ την προηγούμενη Πέμπτη η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank) άρχισε να ερευνά κατηγορίες, σύμφωνα με τις οποίες η μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα απέφυγε να αναφέρει την περίοδο 2007-2009 ζημιές ύψους μεταξύ 4 και 12 δισ. ευρώ από πιστωτικά παράγωγα.
Γενικότερα ο τραπεζικός τομέας της Γερμανίας δέχτηκε πολύ ισχυρό πλήγμα από τα αμερικανικά τοξικά ομόλογα στα οποία είχε επενδύσει, ενώ εξακολουθεί να διαθέτει ορισμένα μοναδικά χαρακτηριστικά. Στη Γερμανία υπάρχουν 432 αποταμιευτικές τράπεζες και 1.200 συνεταιριστικές, οι οποίες ανήκουν σε μεγάλο βαθμό στους τοπικούς δήμους. Οι αποταμιευτικές και συνεταιριστικές τράπεζες συνδέονται σε δίκτυα στα οποία δεσπόζουν οι επτά Landesbanken, δηλαδή κρατικές τράπεζες που ανήκουν στα ομόσπονδα γερμανικά κρατίδια και σε δήμους και ουσιαστικά παίζουν το ρόλο «κεντρικών» τραπεζών σε επίπεδο κρατιδίου. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των παραπάνω τραπεζών είναι ότι δραστηριοποιούνται μόνο στην περιφέρειά τους και επαίρονται ότι διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες και τις περίφημες μικρομεσαίες γερμανικές επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας. Για τους περισσότερους Γερμανούς, οι μικρές τοπικές τράπεζες συχνά είναι η πηγή φθηνών στεγαστικών δανείων ή επιχειρηματικών δανείων που πιθανότατα καμία άλλη εμπορική τράπεζα δεν θα έδινε. Ακόμη πιο σημαντικές είναι οι σχέσεις μεταξύ Γερμανών πολιτικών, των τοπικών τραπεζιτών και ψηφοφόρων. «Οι Landesbanke-πιθανότατα η μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική, τοξική, χωματερή στον κόσμο- ελέγχονται από τις κυβερνήσεις των γερμανικών κρατιδίων», έγραφε τον Μάιο του 2010 ο αρθρογράφος των Financial Times, Βόλφγκανγκ Μούντσαου. Ελάχιστες πληροφορίες έχουν δημοσιοποιηθεί σχετικά με τα προβλήματα συνολικά των Landesbanken, ωστόσο το 2009 η γερμανική τραπεζική εποπτική αρχή εκτιμούσε ότι στη χειρότερη περίπτωση οι ζημιές τους θα μπορούσαν να φτάσουν στο αστρονομικό ύψος των 800 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν στο 1/3 του γερμανικού ΑΕΠ. Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s, οικογένεια αποταμιευτικών, συνεταιριστικών και τραπεζών των κρατιδίων διαθέτει συνολικά περιουσιακά στοιχεία 1 τρισ. ευρώ, δηλαδή περισσότερα από τα περιουσιακά στοιχεία της μεγαλύτερης τράπεζας της Ευρωζώνης, της Deutsche Bank. Οι περίπου δύο χιλιάδες μικρές γερμανικές τράπεζες συγκεντρώνουν το 38% των τραπεζικών δανείων και το 37% των γερμανικών καταθέσεων. Ενδεικτικό της πολιτικής σημασίας, αλλά και των «σκελετών» που πιθανώς κρύβουν στα θησαυροφυλάκιά τους, είναι το γεγονός ότι στη σύνοδο κορυφής του περασμένου Οκτωβρίου, η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ εξασφάλισε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υπό τον νέο της ρόλο ως κεντρική εποπτική αρχή, δεν θα εποπτεύει άμεσα τις μικρές γερμανικές τράπεζες παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για τη γερμανική οικονομία (Ιούνιος 2012) «ο τραπεζικός τομέας παραμένει ευάλωτος σε εξωτερικά σοκ, εξαιτίας του υψηλού ποσοστού μόχλευσης, της εξάρτησής του από τη χονδρική χρηματοδότηση, τα χαμηλής ποιότητας κεφάλαια και τη χαμηλή κερδοφορία». Η Moody’s από το 2008 διατηρεί αρνητικές τις προοπτικές των γερμανικών τραπεζών, ενώ στην πιο πρόσφατη έκθεσή της (Οκτώβριος 2012) προειδοποιεί ότι οι γερμανικές τράπεζες παραμένουν από τις λιγότερο κερδοφόρες της Ευρώπης και ταυτόχρονα από τις πλέον ανεπαρκώς κεφαλαιοποιημένες, γεγονός που σημαίνει ότι μπορούν ν’ απορροφήσουν μόνο περιορισμένες ζημίες.
Σύμφωνα με τον Ντάνιελ Γκρος, διευθυντή του think tank CEPS στις Βρυξέλλες, ο τομέας των υπηρεσιών αποτελεί ένα ακόμη «αγκάθι» για τη γερμανική οικονομία δεδομένου ότι είναι υπερβολικά προστατευμένος και ευθύνεται για τη σχετικά χαμηλή παραγωγικότητα της Γερμανίας την τελευταία δεκαετία. Ενα τρίτο πρόβλημα της Γερμανίας είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, ήδη έχει τον πιο γηρασμένο πληθυσμό της Ε.Ε.27 με μέσο όρο ηλικίας τα 44,6 χρόνια (μέσος όρος Ε.Ε.27 41,2 ) και επιπλέον ο πληθυσμός της γερνάει με τον ταχύτερο ρυθμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Από το 2011 μέχρι μέχρι το 2060 προβλέπεται ότι ο πληθυσμός της Γερμανίας θα έχει συρρικνωθεί κατά 15,5 εκατ. στα 66,2 εκατ. κατοίκους, ενώ οι συνταξιούχοι που σήμερα αποτελούν το 31,2% του ενεργού πληθυσμού, το 2060 θα αποτελούν το 58,89%, δηλαδή σε τρεις εργαζόμενους θα αντιστοιχούν σχεδόν δύο συνταξιούχοι. Οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού γενικότερα στην οικονομία και ειδικότερα στα συνταξιοδοτικά συστήματα και στο σύστημα πρόνοιας θα είναι ιδιαίτερα αρνητικές.
Ευάλωτη η Φινλανδία σε εξωτερικές πιέσεις
Και η φινλανδική οικονομία ανήκει στο κλαμπ των ισχυρών της Ευρωζώνης, επωφελούμενη από την προσεκτική και ορθολογική πολιτική που ακολουθούν οι κυβερνήσεις της και με ισχυρό της χαρτί τις εξαγωγές. Ωστόσο, η φινλανδική οικονομία δέχτηκε ισχυρό πλήγμα την περίοδο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και το γεγονός ότι βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές την καθιστά ευάλωτη σε αρνητικές εξωτερικές εξελίξεις. «Αν και η Φινλανδία επωφελήθηκε στη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης δημοσίου χρέους από το καθεστώς ασφαλούς καταφυγίου το οποίο απολαμβάνει, η οικονομική της προοπτική υπόκειται σε αρνητικές πιέσεις», αναφέρει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην τελευταία του έκθεση για τη φινλανδική οικονομία τον Αύγουστο του 2012.
Εκτός από την έκθεση της φινλανδικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους και στη συντονισμένη λιτότητα που ακολουθεί η Ευρωζώνη, ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η γήρανση του πληθυσμού της, εξέλιξη που σημαίνει ότι μακροπρόθεσμα περιορίζονται οι δυνατότητες της φινλανδικής οικονομίας και τίθεται υπό αμφισβήτηση η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών της, επισημαίνει το ΔΝΤ. Προκειμένου ν’ αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, η Ουάσιγκτον προτείνει την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 63 έτη που είναι σήμερα και παράλληλα τη λήψη μέτρων ώστε ν’ αποθαρρύνεται η πρόωρη συνταξιοδότηση. Σε αντίθεση με τη Γερμανία και την Ολλανδία, το τραπεζικό σύστημα της Φινλανδίας βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση, εκτιμούν οι ειδικοί του ΔΝΤ. Μια άλλη απειλή που θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει το Ελσίνκι είναι η σταδιακή απώλεια ανταγωνιστικότητας που μοιραία οδηγεί σε απώλεια μεριδίου στις εξαγωγές. «Αν και η ανταγωνιστικότητα εξακολουθεί να είναι επαρκής, έχει περιοριστεί σε σημαντικό βαθμό και η Φινλανδία έχασε μερίδιο στις εξαγωγές στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας. Για πρώτη φορά εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες καταγράφηκε το 2011 μικρό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών», σύμφωνα με το ΔΝΤ. Τέλος, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος της χώρας παραμένει σε χαμηλό επίπεδο, ιδίως σε σύγκριση με την Ολλανδία, ωστόσο έχει αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Το ΔΝΤ συστήνει στην κυβέρνηση να μην επιτρέψει την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών, όχι όμως μέσω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού που θα μειώσουν την ιδιωτική κατανάλωση, αλλά μέσω της θέσπισης ορίου στο ποσό που δανείζουν οι τράπεζες για την απόκτηση ενός ακινήτου, σε σχέση με την αξία του ακινήτου.
Εντείνονται οι φόβοι για «φούσκα» στην αγορά ακινήτων της Ολλανδίας
Στη διάρκεια του 2012 η ολλανδική κυβέρνηση ανακάλυψε πόσο δύσκολο είναι να μειώνει το, ομολογουμένως σχετικά μικρό, δημοσιονομικό έλλειμμα εν μέσω ύφεσης, πρόκληση που οδήγησε στην κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού και στην προκήρυξη εκλογών τον περασμένο Σεπτέμβριο. Ο Μαρκ Ρούτε, ο οποίος επανεξελέγη πρωθυπουργός, είναι από τους σκληρότερους επικριτές των χωρών του Nότου και από τα λεγόμενα δημοσιονομικά «γεράκια» στην Ευρωζώνη.
Παραδεχόμενος στα τέλη του περασμένου Φεβρουαρίου ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας θα φτάσει το 3,3% του ΑΕΠ το 2013 και στο 3,4% το 2014, ο κ. Ρούτε ομολόγησε ότι «δεν μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος για το 2013». «Η κυβέρνηση θα εξετάσει ποια επιπλέον μέτρα χρειάζονται προκειμένου να πετύχουμε τον στόχο του 3% του 2014. Σημειωτέον, ότι η ολλανδική οικονομία συρρικνώθηκε «μόλις» 0,9% το 2012 και αναμένεται ν’ υποχωρήσει 0,6% εφέτος. Ωστόσο, τα νέα μέτρα λιτότητας ύψους 4 δισ. ευρώ που περιλαμβάνουν «πάγωμα» μισθών και αύξηση φόρων έχουν ήδη προκαλέσει την έντονη αντίδραση των εργατικών συνδικάτων. Ποια είναι όμως τα προβλήματα της ολλανδικής οικονομίας; Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη ανάλυση της Κομισιόν (Φεβρουάριος 2013) ο βασικός λόγος είναι η ισχυρή κάμψη των καθαρών εξαγωγών, χτύπημα ιδιαίτερα ισχυρό για την ολλανδική οικονομία, δεδομένου ότι παραδοσιακά διατηρεί από τα μεγαλύτερα εμπορικά πλεονάσματα στην Ευρώπη. Ενα δεύτερο χτύπημα προήλθε από την εσωτερική ζήτηση, η οποία συνέχισε τον καθοδικό της δρόμο, ενώ στο δ΄ τρίμηνο του 2012 η ιδιωτική κατανάλωση υποχωρούσε στο επίπεδο του 2003.
Τα μέτρα λιτότητας ύψους 16 δισ. ευρώ που είχε υιοθετήσει η ολλανδική κυβέρνηση το 2012 σίγουρα επέδρασαν αρνητικά, καθώς οι εταιρείες άρχισαν να απολύουν προσωπικό και οι πολίτες να περιορίζουν τα έξοδά τους. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχώρησε τον Φεβρουάριο στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1986, η ανεργία έχει αυξηθεί στο υψηλότερο επίπεδο από το 1995 (7,5%) και οι τιμές των ακινήτων υποχώρησαν τον Ιανουάριο κατά σχεδόν 10% (!) εντείνοντας τους φόβους για την ύπαρξη «φούσκας» στην ολλανδική αγορά ακινήτων, θέμα για το οποίο η Κομισιόν πραγματοποιεί έρευνα από τον περασμένο Νοέμβριο. Αλλωστε, ο προβληματικός τραπεζικός τομέας, ο οποίος ουσιαστικά διασώθηκε στο σύνολό του από την ολλανδική κυβέρνηση το 2008-2009, επανήλθε στο προσκήνιο με την κρατικοποίηση της SNS Reaal, της τέταρτης μεγαλύτερης ολλανδικής τράπεζας, την 1η Φεβρουαρίου («κουρεύτηκαν» μόνο οι ομολογιούχοι). Οι τιμές των ακινήτων στην Ολλανδία έχουν υποχωρήσει κατά 19% από το 2008, ενώ σύμφωνα με τη Fitch η πτώση θ’ αγγίξει το 25%. Οι χρεοκοπίες αυξήθηκαν το 2012 κατά 18% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ολλανδικής στατιστικής υπηρεσίας. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα χρέη του ιδιωτικού τομέα για ακίνητα είναι μεγαλύτερα από το 110% του ΑΕΠ και τα συνολικά χρέη του ιδιωτικού τομέα έφτασαν το γ΄ τρίμηνο του 2012 το 223% του ΑΕΠ, το πρόβλημα θα μπορούσε να λάβει εκρηκτικές διαστάσεις αν συνεχιστεί η ύφεση.