Μία κηδεία και μία δίκη
Του Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Οταν η Θάτσερ, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, έσωζε την πατρίδα της από τα πανίσχυρα συνδικάτα, την ίδια εποχή ο Aκης –μαζί με άλλους, βέβαια– κατέστρεφε τη δική του.
Με την πρώτη ματιά, λοιπόν, η κηδεία της Αγγλίδας η οποία ως πρωθυπουργός σφράγισε την πολιτική ζωή του τόπου της και η δίκη του Beau Brummell της εγχωρίου πασοκαρίας είναι δύο γεγονότα τα οποία δεν δείχνουν να έχουν σχέση. Εντούτοις, έχουν. Eχουν, στον βαθμό κατά τον οποίον ο καθένας τους υπήρξε σύμβολο μιας εποχής ψευδαισθήσεων για ένα διόλου ασήμαντο τμήμα της κοινωνίας του τόπου του.
Το 1982, την ημέρα που οι Βρετανοί πληροφορήθηκαν τη νίκη τους στον πόλεμο των Φώκλαντ, η Θάτσερ εμφανίσθηκε για να χαιρετίσει το πλήθος, που είχε συγκεντρωθεί έξω από την πρωθυπουργική κατοικία της οδού Ντάουνιγκ και πανηγύριζε. «Η Μεγάλη Βρετανία είναι και πάλι μεγάλη», τους είπε. Επρόκειτο, φυσικά, για έναν ισχυρισμό όλως εξωπραγματικό – τα Φώκλαντ ήσαν μια κουτσουλιά στον Ν. Ατλαντικό. Αργότερα στην ίδια δεκαετία, είναι αλήθεια ότι, χάρη στην προσωπικότητα της Θάτσερ, στην ισχύ των πεποιθήσεών της και στη φιλία με τον Ρέιγκαν, ο ρόλος της Βρετανίας στην τελική ήττα του κομμουνισμού ήταν σημαντικός. Ομως, η συμβολή της Βρετανίας δεν ήταν καθόλου μικρότερη από εκείνη της τότε Δυτικής Γερμανίας, η οποία είχε στηρίξει εξίσου την πολιτική του Ρέιγκαν. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η αναθέρμανση της «ειδικής σχέσης» με τις ΗΠΑ ξεθώριασε και η Βρετανία επανήλθε στην αναλογούσα προς την πραγματική ισχύ της θέση, δηλαδή εκτός προσκηνίου της διεθνούς πολιτικής.
Η Θάτσερ ήταν πολύ σοβαρή, ώστε εκείνη τη στιγμή του θριάμβου, έξω από τον αριθμό 10 της οδού Ντάουνινγκ, να πιστεύει πράγματι ότι η Βρετανία είχε γίνει ξανά «Μεγάλη». Oμως, θα ήθελε πολύ να το πιστεύει, γιατί ανήκε στη γενιά που είχε περάσει την εφηβεία της μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα τελευταία χρόνια της εποχής όπου η Βρετανία είχε υπάρξει μεγάλη ήταν η νεότητά της και, όπως πολλοί σύγχρονοί της, κουβαλούσε και αυτή μέσα της τη νοσταλγία του ενδόξου παρελθόντος της αυτοκρατορίας. Η επίδραση εκείνης της περιόδου στη διαμόρφωση των πεποιθήσεών της έθεσε και τα όρια των δυνατοτήτων της στη διεθνή πολιτική. Το μεγαλύτερο σφάλμα της στο πεδίο αυτό εντοπίζεται στην ευρωπαϊκή πολιτική της και, κατά κύριο λόγο, οφείλεται στην ανεδαφική αντίληψή της για τους Γερμανούς: αντίληψη βγαλμένη κατευθείαν από τα χρόνια του πολέμου.
Είναι ενδεικτικό της απλοϊκής προσέγγισής της στο θέμα της γερμανικής ενοποίησης ότι, όταν προσκάλεσε μια ομάδα επιφανών ιστορικών στην εξοχική πρωθυπουργική κατοικία, για ένα ιδιωτικό σεμινάριο στη γερμανική Ιστορία, τους έθεσε ερωτήσεις παιδαριώδεις, όπως λ.χ. ποια είναι τα χαρακτηριστικά των Γερμανών ως φυλής και αν η Γερμανία μετά την ενοποίηση θα εκδηλώσει τάση διεκδίκησης των ανατολικών εδαφών της που μετά τον πόλεμο παραχωρήθηκαν στην Πολωνία. Με τέτοιο υπόβαθρο, ήταν επόμενο να αποτύχει η κατ’ ιδίαν συνάντηση, την οποία η ίδια επεδίωξε με τον Χέλμουτ Κολ, την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών τους. Ο Κολ, που είχε εμφανισθεί με δερμάτινο σορτσάκι (lederhoden...), έπειτα από λίγο επικαλέσθηκε επαγγελματικό ραντεβού (πάντα με το δερμάτινο σορτσάκι...) για να εξαφανισθεί. Λίγο αργότερα, οι συνεργάτες της Θάτσερ τον είδαν μόνο του να καταβροχθίζει μια τούρτα σε ένα ζαχαροπλαστείο. Ετσι, όμως, η Θάτσερ έχασε την ευκαιρία να πνίξει το ευρώ προτού γεννηθεί. Διότι ο Κολ και οι Γερμανοί δεν το ήθελαν, όμως ο Γερμανός ηγέτης το παραχώρησε όταν ο Μιττεράν του προσέφερε ως αντάλλαγμα τη γαλλική συναίνεση στη γερμανική ενοποίηση.
Η αείμνηστος ήταν η τελευταία όσων κυβέρνησαν μεταπολεμικά τη Βρετανία και μπορούσαν ενίοτε να συντηρούν την ψευδαίσθηση του χαμένου μεγαλείου – και, για τον λόγο αυτόν, ει μη τι άλλο, άξιζε απολύτως το τελετουργικό της κηδείας της. Ο Ακης, ο «άρχοντας» (κατ’ εξοχήν πασοκική ορολογία), τον οποίον είδαμε χθες να κάθεται στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, σε έναν διαφορετικό κόσμο, τον δικό μας, ήταν και αυτός ο τελευταίος εκπρόσωπος της ψευδαίσθησης ενός άλλου τύπου μεγαλείου. Η «ντροπή του ΠΑΣΟΚ», κατά δήλωσιν της κυρίας Φώφης, ήταν –όχι προ πολλού– το καμάρι και το απόλυτο έμβλημα του ΠΑΣΟΚ. Ηταν το αισθητικό σύμβολο μιας ολόκληρης (αλίμονο, σύντομης) εποχής. Κάτι στον τρόπο του, η αρμονία στην ανωτερότητα του ύφους και την επιδεικτική γενναιοδωρία των χειρονομιών, έκανε πολλούς που τον έβλεπαν και αφελώς πίστευαν στις πολιτικές που εκπροσωπούσε αυτός και το κόμμα του να νιώθουν ότι έρχονται καλύτερες μέρες. Η λεβέντικη, κιμπάρικη αισθητική του Aκη απενοχοποιούσε την ανέμελη αισιοδοξία και το χαρούμενο «έεελα τώρα, μωρέ!».
Εκτός του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, ουδείς άλλος ενσάρκωσε καλύτερα το πνεύμα της ώριμης –μετά το 1981– Μεταπολίτευσης: τον γρήγορο πλουτισμό, την απελευθέρωση από θεσμούς και κανόνες, την αίσθηση ότι όλα γίνονται σε αυτή τη ζωή και κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει. Η απόλαυση των ευεργετημάτων της ευημερίας που έφερε η Μεταπολίτευση και την οποία συμβόλισε ο Aκης ήταν πραγματική· όχι όμως και η ίδια η ευημερία. Αυτή ήταν πλασματική: δανεική από το μέλλον, που τώρα είναι το παρόν μας. Δεν ήταν πραγματική κατάκτηση, εσωτερικευμένη διαδικασία. Συνέβη ξαφνικά, μαγικά και εμείς πιστέψαμε ότι θα κρατήσει για πάντα. Αυτός είναι και ο λόγος που σήμερα βλέπουμε έναν Aκη να συμπεριφέρεται ως περίπου ημίτρελος απέναντι στην κατάστασή του και, από την άλλη πλευρά, όλοι εμείς ακόμη δεν μπορούμε να χωνέψουμε τι σημαίνει και τι επιπτώσεις έχει να δανείζεσαι μόνο και μόνο για να περνάς καλά. Σε τελευταία ανάλυση, η διαφορά είναι ελάχιστη...