Η φούσκα του δυτικού χρέους
Του Πάσχου Μανδραβέλη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Στον πρόλογο του βιβλίου του «Μπούμερανγκ», ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μάικλ Λιούις περιγράφει τη ζωή ενός ιδιόρρυθμου χρηματιστή, ονόματι Κάιλ Μπας. Ο εν λόγω διαχειριστής του hedge fund «Hayman Capital» είχε κάνει περιουσία ποντάροντας το 2005 στην κατάρρευση των στεγαστικών δανείων.
Το 2008, όταν πρωτοσυναντήθηκε με τον Μάικλ Λιούις, αγόραζε συμβόλαια εξασφάλισης κινδύνου (CDS) Ελλάδας, Ιρλανδίας, Ιταλίας, Ελβετίας, Πορτογαλίας και Ισπανίας. Η επενδυτική του φιλοσοφία ήταν απλή: «Από το 2002 [...] ό,τι έδινε την εντύπωση οικονομικής μεγέθυνσης ήταν στην πραγματικότητα μια δραστηριότητα τροφοδοτούμενη από δανεικά που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορούσαν να εξοφλήσουν: με βάση πρόχειρους υπολογισμούς, το παγκόσμιο χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, είχε υπερδιπλασιαστεί από το 2002 και μετά, φτάνοντας από τα 84 τρισεκατομμύρια στα 195 τρισεκατομμύρια δολάρια. “Δεν έχει σημειωθεί ποτέ στην παγκόσμια ιστορία τέτοια συσσώρευση χρέους”, έλεγε ο Μπας. Το επικίνδυνο ήταν ότι οι μεγάλες τράπεζες που είχαν χορηγήσει μεγάλο μέρος αυτών των πιστώσεων δεν αντιμετωπίζονταν πια ως ιδιωτικές επιχειρήσεις αλλά ως προέκταση των κατά τόπους κυβερνήσεων, οι οποίες σε περίπτωση κρίσης, σίγουρα θα τις ενέτασσαν σε σχέδια διάσωσης».
Πριν ποντάρει στα CDS, ο Κάιλ Μπας έκανε έρευνα για το μέγεθος του τραπεζικού τομέα κάθε χώρας, ο οποίος, κατά την άποψή του τότε, θα διασωζόταν από τα κράτη: «Το πρώτο που προσπαθήσαμε να καταλάβουμε ήταν πόσο μεγάλα ήταν τα τραπεζικά συστήματα, ιδίως σε σχέση με τα κρατικά έσοδα. Κάναμε γύρω στους τέσσερις μήνες να συγκεντρώσουμε τα στοιχεία. Κανένας δεν τα είχε...».
Εκπληκτικά αποτελέσματα
Η άθροιση των μεγεθών, συνεχίζει ο Μάικλ Λιούις, έδωσε εκπληκτικά αποτελέσματα: «Η Ιρλανδία, λόγου χάρη, με τα μεγάλα και συνεχώς αυξανόμενα ετήσια ελλείμματα, είχε συσσωρεύσει χρέη πάνω από 25 φορές μεγαλύτερα από τα ετήσια φορολογικά της έσοδα. Η Ισπανία και η Γαλλία είχαν συσσωρεύσει χρέη υπερδεκαπλάσια από τα ετήσια έσοδά τους». Μόνο στις ΗΠΑ, θα συμπληρώσει αργότερα ο Ζακ Αταλί, «ενώ το ΑΕΠ πολλαπλασιάστηκε επί 8,75 σε ονομαστική αξία μεταξύ 1975 και 2007, το ιδιωτικό χρέος εικοσαπλασιάστηκε και το δημόσιο τριπλασιάστηκε» («Παγκόσμια κατάρρευση σε 10 χρόνια;» εκδ. Παπαδόπουλος).
Από το 2008, που ο Κάιλ Μπας σκέφτηκε να ποντάρει στην κατάρρευση και υγιών δημοσιονομικώς χωρών (ακόμη και της Ελβετίας!), κύλησαν πολλοί υπολογισμοί στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική χρεοκοπία, επειδή ήταν του Δημόσιου, συσκότισε για λίγο τα πράγματα. Το 2010 ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Γκόρντον Μπράουν υπολόγιζε ότι «την εποχή της κρίσης, το παγκόσμιο απόθεμα των κύριων χρηματοπιστωτικών προϊόντων έφτασε τα 140 τρισ. δολάρια, αριθμός διπλάσιος από το συνολικό μέγεθος της παγκόσμιας οικονομίας» («Πέρα από το κραχ», εκδ. Πεδίο).
Αυτή η φούσκα των εικονικών αξιών που βρίσκονται στις τράπεζες δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη. Η πρώτη αντίδραση των κυβερνήσεων είναι να μεταφέρουν το ιδιωτικό χρέος στις πλάτες των μελλοντικών φορολογουμένων. «Οπως στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών», γράφει ο Αταλί, «οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσφέρουν στις τράπεζές τους που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες τεράστιους δημοσιονομικούς πόρους, τους οποίους στην πραγματικότητα δεν διαθέτουν: 2,1% του ΑΕΠ σε ρευστότητα, 2,7% σε κεφάλαια, 20,5% σε εγγυήσεις. Συνέπεια αυτού είναι, σε λιγότερο από δύο έτη, από το 2009 έως το 2010 να αυξηθεί το δημόσιο χρέος στην Ευρώπη κατά 14,5 μονάδες του ΑΕΠ ― γεγονός πρωτοφανές».
Απαισιοδοξία
Ο Αταλί είναι συγκρατημένα απαισιόδοξος. «Η κατάρρευση της Δύσης», γράφει, «αποτελεί βάσιμο σενάριο, το οποίο δεν αναμένουν οι σύγχρονοί μας, όπως ακριβώς δεν ανέμεναν και την κατάρρευση της Βενετίας, της Γένοβας ή της Μαδρίτης οι άνθρωποι της εποχής εκείνης... Συναντάμε πάντα το ίδιο μοτίβο: όταν αναδύεται μια νέα δεσπόζουσα δύναμη, δανείζει στις κυρίαρχες δυνάμεις προτού τις αντικαταστήσει». Σύμφωνα με τον Γκόρντον Μπράουν, «η Κίνα και το Χονγκ Κονγκ τώρα διατηρούν το 27% (3 τρισ. δολάρια) των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων, σε σύγκριση με το 19% μόλις πριν από ένα χρόνο (2009)».
Κανείς δεν ξέρει ένα ασφαλές μονοπάτι για να ξεφουσκώσει το χρέος της Δύσης. Στις ΗΠΑ τυπώνουν χρήμα, κάτι που μοιάζει να λειτουργεί όσο το αμερικανικό νόμισμα λειτουργεί ως παγκόσμιο αποθεματικό. Στην Ευρώπη δοκιμάζονται διάφορα, πέρα από την προσπάθεια (διά της λιτότητας) να μην υπάρχουν ελλείμματα που παράγουν επιπλέον χρέος. Το «κούρεμα» των ομολόγων, ο φόρος των καταθέσεων σε τράπεζες που έχουν υπερδιογκωθεί και κινδυνεύουν να καταρρεύσουν είναι κάποια μέτρα που μπορεί να έχουν αποτέλεσμα. Μπορεί όμως κι όχι. Ο ιδιόρρυθμος χρηματιστής του Τέξας Κάιλ Μπας υπολόγιζε το 2008 ότι το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους θα έφτανε το 70%, δηλαδή «για κάθε ποντάρισμα 1.100 δολαρίων, θα απέφερε 700.000 δολάρια». Τελικά η πρώτη φάση του κουρέματος ήταν 53%. Οχι άσχημα για εκείνον...
Το 2011 ο Μάικλ Λιούις επισκέφθηκε πάλι τον Κάιλ Μπας στο Ντάλας του Τέξας, ο οποίος είχε γίνει Κροίσος ποντάροντας στη χρεοκοπία των άλλων. Περίμενε την κατάρρευση. «Είχε αγοράσει», γράφει ο Μάικλ Λιούις, «με την περιουσία που είχε βγάλει από την κρίση των subrime, κάτι σαν οχυρό: ένα αγροτόσπιτο 3.700 τ.μ. Σε ένα κτήμα χιλιάδων στρεμμάτων στου διαόλου τη μάνα, με δική του παροχή ύδρευσης και ένα οπλοστάσιο αποτελούμενο από αρκετά αυτόματα όπλα, τουφέκια ελεύθερου σκοπευτή και μικρά εκρηκτικά για να εξοπλίσουν ένα τάγμα... Εξακολουθούσε να έχει στην κατοχή του ράβδους χρυσού και πλατίνας η αξία των οποίων είχε διπλασιαστεί από το 2008, αλλά αναζητούσε διαρκώς σίγουρα μέσα αποθήκευσης πλούτου ως προστασία ενάντια στην επερχόμενη, όπως θεωρεί δεδομένο, υποτίμηση του επίσημου νομίσματος. Πεντάρες λόγου χάρη. “Το μέταλλο που περιέχεται σε ένα κέρμα των πέντε σεντς αξίζει 6,8 σεντς”, είπε, “το ήξερες;... Μόλις αγόρασα κέρματα των 5 σεντς αξίας ενός εκατομμυρίου δολαρίων, 20 εκατ. πεντάρες”».
«Πώς αγοράζεις 20 εκατ. πεντάρες;», τον ρώτησε ο Μάικλ Λιούις.
«Για να λέμε την αλήθεια, είναι πολύ δύσκολο». Τις παρήγγειλε στην τράπεζά του. «Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) είχε απορία: “Τι τις θες όλες αυτές τις πεντάρες;”. Και τους απάντησα: “Απλώς μ’ αρέσουν οι πεντάρες”».