Η αυξανόμενη γεωπολιτική σημασία της Κεντρικής Ασίας
Προκλήσεις ασφάλειας και πολιτικές αντιπαλότητες
By Ιωάννα Ζυγά
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Το 1997, ο Zbigniew Brzezinsky έγραφε ότι η Ευρασία αποτελεί το κλειδί για την παγκόσμια κυριαρχία.
Στην καρδιά της, βρίσκεται η Κεντρική Ασία, μία περιοχή στην οποία συνέβησαν τεκτονικές γεωπολιτικές αλλαγές μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και η οποία σε διάστημα δύο δεκαετιών μετατράπηκε από έναν χώρο που είχε βυθιστεί σε τέλμα σε μία περιοχή όπου το διακύβευμα της διεθνούς κοινότητας είναι πλέον στρατηγικό.
Αν και κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων της μετάβασης τους, το Καζακστάν, το Κιργιστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν, και το Τουρκμενιστάν δεν κατείχαν σημαντική θέση στις εξωτερικές προτεραιότητες της Δύσης, σταδιακά η περιοχή άρχισε να προσελκύει το ενδιαφέρον εξωτερικών παικτών και κυρίως της Αμερικής, της Ρωσίας, της Κίνας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην συγκεκριμένη εξέλιξη συνετέλεσαν κυρίως ο ενεργειακός της πλούτος, αλλά και μιας σειρά διασυνοριακών απειλών που πηγάζουν από την περιοχή, όπως η τρομοκρατία, η εξάπλωση όπλων μαζικής καταστροφής, και η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.
Εν συνεχεία, τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, και η συνακόλουθη αρχή του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, (war on terror), κατέδειξαν την στρατηγική σημασία της Κεντρικής Ασίας. Το Αφγανιστάν αποτέλεσε το κύριο μέτωπο του αγώνα κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας και δεδομένης της γεωστρατηγικής τους θέσης, οι πέντε κεντρο-αασιατικές δημοκρατίες αναδείχθηκαν σε καθοριστικής σημασίας παράγοντες για την επιτυχία των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Διεθνούς Δύναμης για την Υποστήριξη της Ασφάλειας (International Security Assistance Force, ISAF) που τελεί υπό την διοίκηση του ΝΑΤΟ. Πιο συγκεκριμένα, η περιοχή αποτελεί σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο για την μεταφορά προμηθειών στα συμμαχικά στρατεύματα μέσω της συμμετοχής τους στο Βόρειο Δίκτυο Διανομής (Northern Distribution Network-NDN), και την διέλευση στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, και φιλοξενεί στρατιωτικές βάσεις των νατοϊκών συμμάχων.
H επικείμενη απόσυρση των στρατευμάτων του ΝΑΤΟ από το Αφγανιστάν μέχρι το 2014 συνετέλεσε στο να επανέλθει η Κεντρική Ασία και πάλι σε περίοπτη θέση στην ατζέντα της διεθνούς κοινότητας για δύο λόγους: πρώτον, η ανακοίνωση χωρών που μετέχουν στην ISAF ότι θα αποσύρουν τα στρατεύματα τους νωρίτερα από το συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες «εκ των έσω» επιθέσεις μελών του Αφγανικού στρατού σε συμμαχικά στρατεύματα και τα συνεχή περιστατικά βίας δίνουν λαβή για προβληματισμό αναφορικά με το κατά πόσο εν τέλει η αφγανική κυβέρνηση και οι δυνάμεις ασφαλείας της θα είναι ικανές να αναλάβουν την κύρια ευθύνη για να διατηρήσουν την σταθερότητα στην χώρα χωρίς την παρουσία ξένων δυνάμεων. Για παράδειγμα, η Olga Oliker, Αναπληρώτρια Διευθύντρια του Κέντρου Διεθνούς Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής της RAND Corporation, υπογραμμίζει ότι «στην καλύτερη περίπτωση, όπου η βοήθεια από την διεθνή κοινότητα θα είναι διαθέσιμη επιτρέποντας στην αφγανική κυβέρνηση να διατηρήσει τις δυνάμεις ασφαλείας της, κάτι το οποίο από μόνη της δεν δύναται να κάνει, η κατάσταση στο Αφγανιστάν θα μπορούσε να μοιάζει πολύ με το τι συνέβη όταν οι Σοβιετικοί έφυγαν το 1989 και συνέχισαν να υποστηρίζουν το αφγανικό καθεστώς: το καθεστώς παρέμεινε στη θέση του και έθεσε υπό τον έλεγχο του μεγάλο μέρος, αλλά όχι ολόκληρη την χώρα. Οι μάχες συνεχίστηκαν, όπως και ο κυβερνητικός έλεγχος μέρους της χώρας». Αναμφισβήτητα, αν το χειρότερο σενάριο επαληθευόταν, θα υπήρχαν συνέπειες από πλευράς ασφάλειας καθώς ένα ασταθές Αφγανιστάν θα είχε την δυναμική να εντείνει τις ήδη υπάρχουσες πηγές αστάθειας στη Κεντρική Ασία. Δεύτερον, η μείωση της παρουσίας των Αμερικανικών δυνάμεων και των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην περιοχή αποτελεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για την επαναχάραξη της πολιτικής που εφαρμόζουν οι ξένες δυνάμεις στην Κεντρική Ασία. Το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ έχει ανακοινώσει ότι μετά το πέρας της ISAF θα διατηρήσει ένα σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση των αφγανικών ενόπλων δυνάμεων χωρίς να έχει δώσει πληροφορίες αναφορικά με την σύνθεση ή τον αριθμό των στρατευμάτων που θα παραμείνουν στην χώρα, συμβάλλει στο να υπάρχει μια ασάφεια αναφορικά με τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις μετά το 2014, ενώ οι εντάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που ανταγωνίζονται στην περιοχή έχουν ήδη ξεκινήσει.
ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΥΡΣΗΣ: ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Αναμφίβολα, τo Aφγανιστάν κατέχει σημαντική θέση στην ατζέντα ασφαλείας των κυβερνήσεων των χωρών της Κεντρικής Ασίας, δεδομένης της γεωγραφικής τους εγγύτητας με αυτό, αλλά και των οικονομικών, πολιτικών και ιστορικών δεσμών που διατηρούν με την Καμπούλ. Οι ηγεσίες των χωρών αυτών φοβούνται την πιθανή δημιουργία ενός «κενού ασφαλείας» στο Αφγανιστάν το οποίο, όπως υποστηρίζουν θα εξαπλωθεί στις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες και θα αφήσει την περιοχή ευάλωτη σε κρούσματα βίας, θα μεγεθύνει το πρόβλημα διακίνησης ναρκωτικών και θα συμβάλλει στην εξάπλωση του πολιτικού Ισλάμ. Η έκδηλη ανησυχία των κεντρο-ασιατικών κρατών υποδεικνύεται και από το γεγονός ότι το Αφγανιστάν κατείχε κεντρική θέση στις συνομιλίες των χωρών που συμμετέχουν στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization, SCO) στην διάρκεια της τελευταίας συνόδου του στο Πεκίνο, στην οποία μάλιστα τα μόνιμα μέλη του Οργανισμού συμφώνησαν να δώσουν καθεστώς κράτους - παρατηρητή στο Αφγανιστάν. Ακόμα, κατά την τελευταία συνεδρίαση του Συμβουλίου του Οργανισμού για την Συλλογική Ασφάλεια (Collective Security Treaty Organization, CSTO), τα κράτη μέλη του χαρακτήρισαν το Αφγανιστάν «ζώνη αστάθειας» και «πηγή διάδοσης ιδεών του ριζοσπαστικού Ισλάμ».
Η πραγματικότητα είναι ότι ιστορικά, τα αυταρχικά καθεστώτα της Κεντρικής Ασίας χρησιμοποιούν έντεχνα το χαρτί της ισλαμική απειλής ώστε να δικαιολογήσουν την σκληρή διακυβέρνηση τους και να κερδίσουν την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας. Η Oliker παρατηρεί ότι «οι φόβοι που εκφράζουν είναι εν μέρει κυνικοί, καθώς γνωρίζουν ότι η στάση τους ελκύει την προσοχή της διεθνούς κοινότητας». Πράγματι, τα κεντρο-ασιατικά κράτη φαίνεται να χρησιμοποιούν την απειλή της διάχυσης της κρίσης από το Αφγανιστάν και της διείσδυσης των τρομοκρατών και του ριζοσπαστικού Ισλάμ στις χώρες τους ώστε να αντλήσουν εγγυήσεις ασφαλείας από τις εξωτερικές δυνάμεις που εμπλέκονται στην Κεντρική Ασία. Για παράδειγμα, κύκλοι στις Βρυξέλλες υπογραμμίζουν ότι τα καθεστώτα αυτά έχουν σφυρηλατήσει την αντίληψη ότι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θα μεριμνήσουν για την ασφάλεια τους. Σίγουρα, οι δυνάμεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ παίζουν έναν σχετικά σταθεροποιητικό ρόλο στην περιοχή. Οι συμμαχικές δυνάμεις καταβάλλουν σημαντικά χρηματικά ποσά στα κράτη της Κεντρικής Ασίας για το Βόρειο Δίκτυο Διανομής, μέσω του οποίου πραγματοποιείται η διέλευση στρατευμάτων και προμηθειών στο Αφγανιστάν.
To 2012, για παράδειγμα, τα τέλη διέλευσης ανήλθαν σε πάνω από 500 εκατ. δολάρια. Ακόμα, η παρουσία της Δύσης στην Κεντρική Ασία επιτρέπει στα καθεστώτα της Κεντρικής Ασίας να ελίσσονται μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, αποσπώντας και σημαντικά οικονομικά οφέλη. Η Μόσχα, επιδιώκοντας να εξουδετερώσει την δυτική επιρροή στην περιοχή, ετοιμάζει νέο πακέτο βοήθειας άνω του ενός δισ. δολαρίων για το Κιργιστάν και 200 εκατ. δολαρίων για το Τατζικιστάν. Επίσης, η Κίνα δεσμεύτηκε στα τέλη του προηγούμενου έτους να παρέχει δάνεια ύψους 10 δισ. δολαρίων στα κράτη μέλη του SCΟ. Τα χρήματα αυτά, τα οποία λαμβάνουν τα καθεστώτα των κεντρο- ασιατικών χωρών, τα χρησιμοποιούν ώστε να ενισχύσουν την θέση τους στο εσωτερικό των χωρών τους. Παράλληλα, οι ένοπλες δυνάμεις των χωρών αυτών επωφελούνται και μέσω των ασκήσεων που διοργανώνονται στο πλαίσιο τόσο του ΝΑΤΟ όσο και του SCO. Η αποχώρηση, λοιπόν, της ISAF και η ασάφεια αναφορικά με την παρουσία της Αμερικής και του ΝΑΤΟ μετά το 2014 σε συνδυασμό με τη στροφή των ΗΠΑ στην Ασία, διεγείρει το αίσθημα ότι η Δύση όχι μόνο θα μειώσει την οικονομική της βοήθεια στα κράτη της Κεντρικής Ασίας αλλά και την προσοχή της στην περιοχή, αφήνοντάς τα χωρίς στρατηγικά περιθώρια ελιγμών. Ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά τονίζει η Heidi Reisinger, ερευνήτρια για την Κεντρική Ασία του NATO Defense College, «αντί τα κράτη αυτά να βλέπουν την απόσυρση του υλικού και εξοπλισμού των δυνάμεων της ISAF μέσω της Κεντρικής Ασίας ως μια ευκαιρία στρατηγικής σημασίας για να θεμελιώσουν την συνεργασία τους με τις χώρες του ΝΑΤΟ, τα βραχυπρόθεσμα οφέλη φαίνεται να είναι σε πρώτο πλάνο για τις κυβερνήσεις της Κεντρικής Ασίας».
Σε κάθε περίπτωση, η Κεντρική Ασία δεν είναι ένας παράδεισος σταθερότητας, αλλά μια περιοχή η οποία είναι ήδη ασταθής και αντιμέτωπη με πολυάριθμες εσωτερικές προκλήσεις ασφάλειας. Αρχικά, οι χώρες της περιοχής κυβερνώνται από σκιώδεις και διεφθαρμένες ελίτ. Με την εξαίρεση του Κιργιστάν που φαίνεται να είναι το πλέον φιλελεύθερο από τα πέντε κράτη της Κεντρικής Ασίας, η πλειοψηφία των υπολοίπων βρίσκονται υπό την ηγεσία δικτατόρων που αναρριχήθηκαν στην εξουσία από τα πρώτα ακόμα χρόνια της ανεξαρτησίας των χωρών αυτών. Οι αυταρχικές αυτές ηγεσίες, που φιγουράρουν μεταξύ των πλέον καταπιεστικών καθεστώτων παγκοσμίως σύμφωνα με το Freedom House, καταστέλλουν την αντιπολίτευση και κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους ώστε να παραμείνουν στην εξουσία. Συνεπακόλουθα, δεδομένου ότι με τις πρακτικές τους έχουν εξοντώσει την κοσμική αντιπολίτευση, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι σε περίπτωση θανάτου των δικτατόρων της Κεντρικής Ασίας (μάλλον την κύρια αιτία για αλλαγή ηγεσίας), ο επόμενος ηγέτης δεν θα προέρχεται από ισλαμικούς κύκλους. Εν ολίγοις, οι χώρες αυτές τελούν υπό καθεστώς πολιτικής παράλυσης και η αλλαγή καθεστώτων, με ειρηνικό ή βίαιο τρόπο μπορεί να λάβει χώρα ανά πάσα στιγμή.
Επίσης, η περιοχή μαστίζεται από ένα τοξικό μείγμα κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων. Και τα πέντε κράτη βρίσκονται σε περίοπτη θέση στους δείκτες ανεργίας, φτώχειας και κοινωνικής εξαθλίωσης, ενώ η μαζική κοινωνική καταστολή, το αυταρχικό κράτος δικαίου, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας του λόγου πρέπει επίσης να προστεθούν στην λίστα των εσωτερικών προβλημάτων της Κεντρικής Ασίας.
Οι εθνοτικές συγκρούσεις, οι οποίες οφείλονται στην αυθαίρετη διαίρεση των συνόρων της Κεντρικής Ασίας επί περιόδου Σοβιετικής Ένωσης, και τα ενδεχόμενα κύματα οικονομικών και πολιτικών μεταναστών εν μέσω τέτοιων συγκρούσεων, αποτελούν επίσης σημαντική πηγή αστάθειας. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι προηγούμενα περιστατικά κατέδειξαν με τον πιο περίτρανο τρόπο την αδυναμία των κυβερνήσεων να επιβάλλουν την τάξη. Για παράδειγμα, κατά την διάρκεια των βίαιων συγκρούσεων στο Oς του Κιργιστάν το 2010 μεταξύ Κιργίζιων και Ουζμπέκων, η Μπισκέκ (πρωτεύουσα της Κιργιζίας ή Κιργιστάν) αδυνατώντας να δώσει τέλος στις βιαιοπραγίες, ζήτησε από τη Μόσχα να παρέμβει στρατιωτικά, για να λάβει ως απάντηση την αδιαφορία της τελευταίας. Η Reisinger, σημειώνει ότι «αν και δεν είναι εύκολο να αξιολογήσουμε τις δυνατότητες του τομέα ασφάλειας των κρατών αυτών, θα έχουν δυσκολίες να αντιμετωπίσουν τις συγκεκριμένες απειλές στην περιοχή».
Τέλος, οι συμμορίες οργανωμένου εγκλήματος και οι οργανώσεις ισλαμιστών, ιδιαίτερα δεδομένης της αποδεδειγμένης διαπλοκής των δύο, επιτείνουν την αστάθεια. Αναμφίβολα, οι προαναφερθείσες συνθήκες δύνανται να πυροδοτήσουν κλιμάκωση των εντάσεων τόσο σε εγχώριο όσο και σε διακρατικό επίπεδο και αποτελούν γόνιμο έδαφος για να ευδοκιμήσει το ριζοσπαστικό Ισλάμ. Όπως τονίζει ο Jan Techau, Διευθυντής του γραφείου του Carnegie Endowment for International Peace στις Βρυξέλλες, «η μετάβαση των κρατών αυτών είναι επισφαλής και η αστάθεια που τα χαρακτηρίζει θα μπορούσε να τα μετατρέψει σε αποτυχημένα κράτη που ενδεχομένως να λειτουργήσουν ως ασφαλείς παράδεισοι και πόλος έλξης για ισλαμιστές εξτρεμιστές».
Το μεγάλο πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι ανεξάρτητα από το αν οι ηγεσίες της περιοχής υπερεκτιμούν τον εξωτερικό κίνδυνο της διάχυσης της σύγκρουσης στο Αφγανιστάν σκόπιμα είτε είναι πράγματι πεπεισμένες ότι θα υπάρξει διάχυση βίας στις χώρες τους, η αντίληψη που έχουν διαμορφώσει για το γεωστρατηγικό τοπίο μετά το 2014 θα επηρεάσει αποφασιστικά τους στρατηγικούς τους υπολογισμούς αναφορικά με την διαμόρφωση των σχέσεων τους με τους εξωτερικούς παίκτες που μάχονται για επιρροή στην σκακιέρα της Κεντρικής Ασίας. Φυσικά, οι εξωτερικοί παίκτες θα εκμεταλλευτούν τις ανάγκες των κρατών για εγγυήσεις ασφάλειας για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα.
Ο καθηγητής Frederick Starr του Πανεπιστημίου Johns Hopkins και Διευθυντής του Ινστιτούτου για την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο του ίδιου πανεπιστημίου, τονίζει ότι «η κύρια πρόκληση ασφαλείας στην Κεντρική Ασία μετά το 2014 δεν είναι το πολιτικό Ισλάμ, αλλά το γεγονός ότι η Ρωσία θα έχει το πεδίο ελεύθερο και θα καταβάλλει ενεργές προσπάθειες να υπονομεύσει την ανεξαρτησία των κρατών της Κεντρικής Ασίας». Προκειμένου να εξυπηρετήσει αυτό το σκοπό, η Μόσχα «θα χρησιμοποιήσει την πρόφαση του εξτρεμιστικού Ισλάμ ως δικαιολογία για τον ακτιβισμό της». Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η Ρωσία έχει ήδη αρχίσει να ασκεί πιέσεις για ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας της στην περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, από το 2010 προσπαθεί ενεργά να υπογράψει νέα συμφωνία φύλαξης συνόρων με το Τατζικιστάν. Υπενθυμίζεται ότι τα Ρωσικά στρατεύματα που προηγουμένως εκτελούσαν χρέη συνοριοφυλάκων στα 1.400 χλμ. συνόρων μεταξύ Τατζικιστάν και Αφγανιστάν μετέφεραν τον έλεγχο των συνόρων στις αρχές του Τατζικιστάν το 2005. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι η Ρωσία ανανέωσε ήδη τη συμφωνία για την παραμονή των στρατευμάτων της στο Κιργιστάν για 30 ακόμα έτη. Ο απώτερος στόχος της Μόσχας θα είναι, σύμφωνα με τον καθηγητή Starr, «να καταστήσει εκ νέου τα σύνορα των πρώην Σοβιετικών δημοκρατιών αμυντική περίμετρο για την Ρωσία».
To γεγονός ότι η μείωση της παρουσίας των δυνάμεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ θα συμβάλλει στην ενίσχυση του ανταγωνισμού αντανακλάται επίσης και στο γεγονός ότι, ενώ επί του παρόντος η Ουάσιγκτον διαπραγματεύεται για να διατηρήσει την στρατιωτική παρουσία της στο Μανάς του Κιργιστάν, η Μόσχα διακηρύττει ότι θα βοηθήσει την Μπισκέκ να μετατρέψει την βάση σε πολιτική εγκατάσταση μετά το 2014. Ποιά είναι τα στρατηγικά συμφέροντα που προωθούν οι μεγάλες δυνάμεις στην σκακιέρα της Κεντρικής Ασίας και τι περιθώρια υπάρχουν για την χάραξη νέας πολιτικής;
ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ
Η δραστηριότητα των ξένων δυνάμεων στην Κεντρική Ασία, με εξέχουσες τις Ρωσία, ΗΠΑ, Κίνα και Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι τέτοια που ορισμένοι μελετητές κάνουν λόγο για ένα νέο «Μεγάλο Παιχνίδι», αναφερόμενοι στην αντιπαλότητα μεταξύ της τσαρικής Ρωσίας και της Βρετανικής αυτοκρατορίας, αμφότερες οι οποίες ανταγωνίζονταν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στην Κεντρική Ασία σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, όπου τα κέρδη της μίας μεταφράζονταν σε απώλειες για την άλλη. Ωστόσο, σε αντίθεση με το παιχνίδι στον 19ο αιώνα, σήμερα οι παίκτες στην στρατηγική σκακιέρα της Κεντρικής Ασίας όχι μόνο είναι πολυάριθμοι, αλλά περιλαμβάνουν και τις ίδιες τις χώρες της Κεντρικής Ασίας.
Οι τελευταίες παίζουν το δικό τους παιχνίδι εκμεταλλευόμενες τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες που διαμορφώθηκαν μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και το ενδιαφέρον που δείχνουν προς αυτές οι εξωτερικές δυνάμεις με στόχο να καθιερώσουν την ισχύ τους εγχωρίως, να κερδίσουν την ανοχή της διεθνούς κοινότητας απέναντι στον αυταρχισμό τους, και να σπάσουν το μονοπώλιο της ρωσικής επιρροής στις πρώην Σοβιετικές χώρες. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Τασκένδη (Ουζμπεκιστάν) εξοβέλισε χωρίς δεύτερη σκέψη το 2005 τις ΗΠΑ από την επιχειρησιακή βάση που διατηρούσαν στο Khanabad, όταν η αμερικανική κυβέρνηση άσκησε δριμεία κριτική κατά του καθεστώτος Καρίμοβ μετά την αιματηρή καταστολή των επεισοδίων στην Αντιζάν. Ενδεικτικό είναι και το παράδειγμα της Μπισκέκ, η οποία απέσπασε ένα δάνειο 2 δισ. δολαρίων από την Μόσχα αφού ξεκίνησε να εκτοξεύει απειλές για το κλείσιμο της αμερικανικής βάσης στο Μανάς, αλλά εν τέλει επέτρεψε στην Ουάσιγκτον να χρησιμοποιήσει την βάση αφού οι δύο πλευρές συμφώνησαν μια αύξηση στο μίσθωμα που η τελευταία καταβάλλει από 17.4 εκατ. δολάρια σε 60 εκατ. δολάρια ετησίως. Μάλιστα, το Κιργιστάν συναίνεσε στην απρόσκοπτη λειτουργία της βάσης παραβλέποντας σχετικό ψήφισμα του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, το οποίο καλούσε τις νατοϊκές δυνάμεις να ορίσουν χρονοδιάγραμμα για την παρουσία τους στα εδάφη των κρατών μελών του Οργανισμού.
Η ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ «ΕΓΓΥΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ» ΤΗΣ
Συγκριτικά με τις άλλες δυνάμεις που εμπλέκονται στην Κεντρική Ασία, η Ρωσία είναι αυτή που έχει ένα σχετικό γεωστρατηγικό προβάδισμα λόγω του σοβιετικού της παρελθόντος, και των πολιτικών, πολιτισμικών, και οικονομικών δεσμών που διατηρεί με τις χώρες της περιοχής. Ταυτόχρονα, για τους ίδιους λόγους, η Ρωσία είναι αυτή που επηρεάζεται από τις εξελίξεις στην περιοχή περισσότερο από κάθε άλλη δύναμη που δραστηριοποιείται στην Κεντρική Ασία. Για την Μόσχα, η Κεντρική Ασία αποτελεί μια παραδοσιακή σφαίρα επιρροής, και, μάλιστα, κατά την διάρκεια ακόμα της πρώτης προεδρικής του θητείας, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε δημοσίως καταστήσει σαφή την πρόθεσή του η Ρωσία να ανακτήσει την κυριαρχία της στα πάλαι ποτέ εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης, στο λεγόμενο Εγγύς Εξωτερικό της.
Η Κεντρική Ασία είναι στρατηγικής σημασίας για την Ρωσία για τους εξής λόγους: αρχικά, η περιοχή είναι πλούσια σε ενεργειακούς πόρους. Ο έλεγχος τόσο της παραγωγής όσο και των οδών διαμετακόμισης των υδρογονανθράκων των χωρών αυτών αποτελεί σημαντικό πυλώνα της ενεργειακής πολιτικής που εφαρμόζει η Μόσχα. Μάλιστα, τα αποθέματα φυσικού αερίου του Τουρκμενιστάν είναι κριτικής σημασίας για τον ρωσικό ενεργειακό κολοσσό Gazprom, ο οποίος χρησιμοποιεί το φτηνό τουρκμένικο φυσικό αέριο για να ικανοποιήσει τις εγχώριες ανάγκες της Ρωσίας σε φυσικό αέριο και να εξάγει το ρωσικό φυσικό αέριο σε υψηλότερες τιμές στις ευρωπαϊκές αγορές. Για τους παραπάνω λόγους, η Μόσχα έχει επενδύσει σημαντικά και κατέχει μεγάλο μερίδιο των ενεργειακών υποδομών των χωρών αυτών. Δεύτερον, με καθαρά γεωπολιτικούς όρους, η Κεντρική Ασία χρησιμεύει ως μια ουδέτερη ζώνη (buffer zone), μία περίμετρο ασφαλείας κατά των πηγών αστάθειας στα νότια σύνορα της, η οποία μπορεί να προέλθει από χώρες όπως το Αφγανιστάν ή το Πακιστάν. Τρίτον, η Κεντρική Ασία αποτελεί τον μεγαλύτερο δίαυλο μεταφοράς ναρκωτικών στην Ρωσική επικράτεια, και αποτελεί εύκολο στόχο Ισλαμιστών, οι οποίοι μπορούν να εισέλθουν στην Ρωσία που βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με αυτονομιστές και με υποστηρικτές του πολιτικού Ισλάμ στις Δημοκρατίες της Ιγκουσετίας, της Τσετσενίας και του Νταγκεστάν στον Βόρειο Καύκασο. Τέλος, η Ρωσία διατηρεί σειρά στρατιωτικών εγκαταστάσεων στο Κιργιστάν, το Καζακστάν και το Τατζικιστάν, όπου οι 6.000 στρατιώτες που επανδρώνουν την στρατιωτική βάση «201» αποτελούν την μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας εκτός συνόρων.
Στην προσπάθεια της να επαναφέρει τον ηγεμονικό ρόλο της στη περιοχή, η Μόσχα προωθεί μία σειρά περιφερειακών πρωτοβουλιών, όπως ο Οργανισμός Συλλογικής Ασφάλειας, η Ευρασιατική Συμμαχία, η Ευρασιατική Οικονομική Κοινότητα και η τελωνειακή ένωση Ρωσίας, Καζακστάν και Λευκορωσίας στην οποία προσπαθεί να εντάξει και το Κιργιστάν και το Τατζικιστάν. Παρά τις προσπάθειες της, η επιρροή της Μόσχας φθίνει με την εμπλοκή και νέων ισχυρών παικτών στην Κεντρική Ασία, ιδιαίτερα της Κίνας. Ο συνδυασμός της οικονομικής δύναμης του Πεκίνου και της πρακτικής της μη ανάμειξής του στα «του οίκου» των κυβερνήσεων της Κεντρικής Ασίας, το καθιστά πιο ελκυστικό εταίρο από την Ρωσία και τις νεο-ιμπεριαλιστικές της προθέσεις, αλλά και από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η πολιτική των οποίων συνδέεται με την προώθηση μιας ατζέντας δυτικών αξιών.
Πρέπει, λοιπόν, να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο αυτό, ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ουσιαστικά δεν πρόκειται για έναν στρατηγικό άξονα συνεργασίας μεταξύ του κινεζικού δράκου και της ρωσικής αρκούδας, αλλά για μια ρεαλιστική συνεργασία συμφέροντος που στόχο έχει να λειτουργήσει ως μέσο εξισορρόπησης της Δυτικής παρουσίας και επιρροής στη περιοχή. Το γεγονός ότι η Μόσχα δεν συμβιβάζεται με την νέα δυναμική ισχύος στην μετα-Σοβιετική Κεντρική Ασία, αντικατοπτρίζεται στην σθεναρή αντίθεση της στην προοπτική μόνιμης παρουσίας Δυτικών στρατευμάτων στην περιοχή, θέση η οποία θεσμοθετήθηκε με απόφαση του Οργανισμού Συλλογικής Ασφάλειας που προβλέπει ότι απαιτείται ομόφωνη απόφαση των μελών του Οργανισμού για την μελλοντική στάθμευση στρατιωτικών βάσεων σε έδαφος κράτους μέλους του Οργανισμού.
Ο ΣΥΝΕΧΩΣ ΕΝΙΣΧΥΟΜΕΝΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ
Η πολιτική της Κίνας στην Κεντρική Ασία καθοδηγείται από οικονομικά και δη ενεργειακά συμφέροντα, και ανησυχίες στον τομέα της ασφάλειας. Για τη Κίνα, η Κεντρική Ασία είναι απαραίτητη πηγή ενέργειας και διαφοροποίησης των ενεργειακών της πηγών που προέρχονται κυρίως από την Μέση Ανατολή. Η χώρα έχει ήδη υπογράψει ενεργειακές συμφωνίες με το Τουρκμενιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν ενώ έχει επενδύσει μαζικά σε έργα υποδομών, όπως αγωγοί, δρόμοι και σιδηροδρομικές γραμμές που συνδέουν την Κίνα με την Κεντρική Ασία. Μια άλλη κινητήρια δύναμη για το αυξανόμενο ενδιαφέρον της Κίνας για την Κεντρική Ασία είναι η μουσουλμανική επαρχία της, Ξινγιάνγκ, η οποία συνορεύει με το Καζακστάν, το Κιργιστάν και το Tατζικιστάν και στην οποία οι εξάρσεις βίας από τους καταπιεσμένους Ουιγούρους και η καταστολή τους από τις κινεζικές Αρχές αποτελούν συχνό φαινόμενο.
Για την Κίνα, η συνεργασία των καθεστώτων της Κεντρικής Ασίας είναι απαραίτητη όχι μόνο για καταπνίξει πιθανές εξεγέρσεις των Ουιγούρων αλλά και να αποσπάσει εγγυήσεις ότι τα καθεστώτα δεν θα υποστηρίξουν πιθανές αποσχιστικές τάσεις των μειονοτήτων της. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που οι αρχές των χωρών της Κεντρικής Ασίας έχουν παραδώσει στις κινεζικές Αρχές άτομα που η Κίνα έχει χαρακτηρίσει ως «εξτρεμιστικά ισλαμιστικά στοιχεία», υποκινούμενη από πολιτικούς σχεδιασμούς. Οι ποσότητες ναρκωτικών που διέρχονται στην Κίνα από την Κεντρική Ασία αποτελούν ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα για το Πεκίνο.
Γενικότερα, λοιπόν, μια σταθερή Κεντρική Ασία σημαίνει μια σημαντική αγορά για τα κινεζικά προϊόντα από οικονομικής πλευράς, και σταθερότητα στα σύνορά της από πλευράς ασφάλειας. Ο φόβος της Κίνας ότι ισλαμιστές εξτρεμιστές στην Κεντρική Ασία θα συνεργαστούν με τους Ουιγούρους σεπαρατιστές την ωθεί στο να επενδύει μαζικά στην περιοχή, ενώ έχει αναδειχτεί και σε σημαντικό πάροχο αναπτυξιακής βοήθειας. To Πεκίνο θεσμοθέτησε αυτή του την πολιτική για την Κεντρική Ασία μέσω του SCO, σκοπός του οποίου είναι να πολεμήσει τα αποκαλούμενα «τρία κακά»: εξτρεμισμό, τρομοκρατία και ναρκωτικά. Στην πράξη, όμως, ο Οργανισμός αποτελεί ένα γεωπολιτικό εργαλείο για την υπονόμευση της αμερικανικής επιρροής στην Κεντρική Ασία και την διατήρηση του status quo.
Η κινεζική ηγεσία φοβάται ότι η Ουάσιγκτον επιδίδεται σε μια στρατηγική περικύκλωσης και απομόνωσης του Πεκίνου δεδομένης της συνεργασίας της Ουάσινγκτον με το Τόκιο και το Νέο Δελχί στην Ασία, αλλά και λόγω της τοποθεσίας της βάσης των ΗΠΑ στον Κιργιστάν σε σχετική εγγύτητα από τα σύνορα Κιργιστάν-Κίνας. Φαίνεται ότι το Πεκίνο σταδιακά εδραιώνει την ισχύ του εκμεταλλευόμενο την οικονομική του δύναμη στην Κεντρική Ασία, σε μια περίοδο που η σημασία της Αμερικής ως πηγής εσόδων μειώνεται όσο πλησιάζουμε το 2014 και μετά. Αυτό είναι μία ιδιαίτερα ανησυχητική εξέλιξη, καθώς σε αντίθεση με τα χρήματα και τις επενδύσεις της Δύσης, οι κινεζικές χρηματικές εισροές στην Κεντρική Ασία δεν συνοδεύονται από τον όρο της αιρεσιμότητας, συνεπώς, οι κυβερνήσεις δεν έχουν απολύτως κανένα κίνητρο να προβούν σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.
ΑΜΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ
Πριν το 2001, η Κεντρική Ασία δεν αποτελούσε υψηλή προτεραιότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Την επαύριον της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στα νέα ανεξάρτητα κράτη της περιοχής είχε στόχο να διευκολύνει την οικονομική και δημοκρατική μετάβασή τους και να αντιμετωπίσει παράλληλα μία σειρά από διασυνοριακές απειλές, όπως η εξάπλωση των όπλων μαζικής καταστροφής (που τα νέα κράτη κληρονόμησαν από την Σοβιετική Ένωση), η τρομοκρατία, η διακίνηση ναρκωτικών και ο εξτρεμισμός. Η διευκόλυνση της ροής των ενεργειακών αποθεμάτων της Κεντρικής Ασίας στις δυτικές αγορές, και η αποτροπή της Ρωσίας από το να επιβάλλει την βούλησή της στην «πίσω αυλή» της, αποτέλεσαν επίσης συνιστώσες της Αμερικανικής στρατηγικής στην Κεντρική Ασία.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου η σημασία της περιοχής για την Ουάσιγκτον εκτοξεύτηκε απότομα στο πλαίσιο της κλιμακούμενης στρατιωτικής επιχείρησής της στο Αφγανιστάν, καθώς, δεδομένης της στρατηγικής τους θέσης, όλα τα κράτη προσέφεραν την υποστήριξή τους στην Επιχείρηση Διαρκής Ελευθερία (Operation Enduring Freedom) και στις δυνάμεις της νατοϊκής ISAF, αλλά και την πολιτική τους στήριξη στην κυβέρνηση Καρζάι. Ο ακρογωνιαίος λίθος της αμερικανικής πολιτικής της Ουάσινγκτον μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα έχει ως κύριο στόχο την διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών της Κεντρικής Ασίας με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ. Μάλιστα, ο τομέας της ασφάλειας φάνηκε να μονοπωλεί την ατζέντα της Ουάσιγκτον σε βαθμό που κατηγορήθηκε ότι θυσίασε την προώθηση των δημοκρατικών αξιών εις βάρος των στρατηγικών σχεδιασμών στον τομέα της ασφάλειας. Η σημασία της Κεντρικής Ασίας για την επιχείρηση στο Αφγανιστάν αντικατοπτρίζεται και στο ότι οι ΗΠΑ δεν υλοποιούν ανεξάρτητη πολιτική για την Κεντρική Ασία, αλλά, για τους υπολογισμούς τους, βλέπουν την Κεντρική Ασία ως μέρος ενός συνόλου που αποτελείται από την Νότια και την Κεντρική Ασία και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ βλέπουν τις χώρες αυτές ως ένα ενιαίο γεωγραφικό σύνολο αντανακλάται και στην νέα στρατηγική με τίτλο New Silk Road που παρουσίασε το 2011 η τότε υπουργός Εξωτερικών Χίλαρυ Κλίντον, και η οποία ουσιαστικά πρεσβεύει ότι η μακροχρόνια σταθερότητα στο Αφγανιστάν εξαρτάται από την οικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρη την περιοχή συμπεριλαμβανομένης της Κεντρικής Ασίας και του Πακιστάν. Την παραμονή της αποχώρησης των μάχιμων στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, εκτιμάται ότι η σημασία της Κεντρικής Ασίας ναι μεν θα μειωθεί, ωστόσο η Αμερική θα εξακολουθήσει να έχει στρατηγικά συμφέροντα στο Αφγανιστάν και άρα η Κεντρική Ασία θα συνεχίζει να είναι σημαντική περιοχή για την Ουάσιγκτον. Ήδη, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για την Κεντρική Ασία και την Νότια Ασία, Robert Blake, επισκέφτηκε το Κιργιστάν για να συζητήσει με την ηγεσία της χώρας την πιθανή ανανέωση της χρήσης της βάσης στο Μανάς και μετά το 2014.
Η Ε.Ε. ΠΑΙΚΤΗΣ ΜΕΣΑΙΟΥ ΒΕΛΗΝΕΚΟΥΣ
Το ενδιαφέρον της Ένωσης για την Κεντρική Ασία, καθοδηγείται κυρίως από οικονομικά και δη ενεργειακά συμφέροντα και όχι από στρατηγικούς σχεδιασμούς για ενίσχυση της επιρροής της Ένωσης στην Κεντρική Ασία. Οι ενεργειακές κρίσεις μεταξύ της Ε.Ε και της Ρωσίας μετά το 2006 κατέδειξαν την σημασία των ενεργειακών πόρων της Κεντρικής Ασίας για την μείωση της ενεργειακής εξάρτησης των μελών της ΕΕ από την Ρωσία. Στο πλαίσιο αυτό, οι Βρυξέλλες προωθούν μεταξύ άλλων την κατασκευή του αγωγού Ναμπούκο που θα μεταφέρει φυσικό πετρέλαιο από το Ιράκ, το Τουρκμενιστάν, το Ιράκ και την Αίγυπτο στην Ευρωπαϊκή αγορά.
Πολιτικό βάρος στην περιοχή δόθηκε το 2007 όταν τo Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε την πρώτη ευρωπαϊκή στρατηγική για την Κεντρική Ασία με τίτλο «Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κεντρική Ασία: Στρατηγική για μια νέα Συνεργασία». Ωστόσο, όπως τονίζει ο καθηγητής Starr, οι κυβερνήσεις της Κεντρικής Ασίας «δεν έχουν καταλάβει ακόμα αν η Στρατηγική είναι καθαρά εθιμοτυπική ή έχει ουσιαστική σημασία». Πράγματι, στην πράξη, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας παίκτης μεσαίου βεληνεκούς στην περιοχή.
Ποιοί είναι, όμως, οι λόγοι που δεν επιτρέπουν στην ΕΕ μία ισχυρότερη παρουσία στη Κεντρική Ασία; Πρώτον, η ισχύς της περιορίζεται αυτόματα, γιατί η ΕΕ δε μπορεί να παίξει το κύριο χαρτί της, την πιθανότητα ένταξης στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Επιπρόσθετα, όπως τονίζει ο Jos Boonstra, Διευθυντής του EU- Central Asia Monitoring, «η ΕΕ προβάλλει ήπια ισχύ και δεν διαθέτει την ικανότητα και την πολιτική βούληση να αποτελέσει παράγοντα σκληρής ασφάλειας. Μόνο τα προγράμματα BOMCA και CADAP που αφορούν στον έλεγχο των συνόρων και της καταπολέμησης του εμπορίου ναρκωτικών αντίστοιχα, επικεντρώνονται άμεσα στην ασφάλεια, ενώ η πλειονότητα των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στην περιοχή ενσωματώνει μόνο έμμεσα στόχους της ΕΕ στον τομέα της ασφάλειας». Συνεπώς, τα κράτη της Κεντρικής Ασίας δεν θα πλησιάσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση για εγγυήσεις ασφαλείας. Επίσης, υπάρχει έλλειψη πολιτικής βούλησης στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για ενίσχυση της ευρωπαϊκής παρουσίας στην περιοχή, και ο λόγος είναι διττός: πρώτον, η ΕΕ δεν επηρεάζεται άμεσα από τις εξελίξεις στην περιοχή όπως π.χ. η Ρωσία και η Κίνα, και δεύτερον, όπως υπογραμμίζει ο Jan Techau «δεν γνωρίζουμε πολλά για αυτό το μέρος και συνεπώς παραβλέπουμε την στρατηγική του σημασία». Ενδεικτικό είναι το ότι τα διάφορα προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας ανέρχονται στα 321 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2011-2013, ποσό που, όπως σημειώνει ο Boonstra, «είναι σχετικά μικρό σε σύγκριση με ποσά που λαμβάνουν άλλες χώρες στην ευρωπαϊκή γειτονιά ή το Αφγανιστάν». Ακόμα, υπάρχουν γενικές διαφωνίες μεταξύ των κρατών μελών αναφορικά με το επίπεδο φιλοδοξίας της Ένωσης για τον ρόλο που θα πρέπει να διαδραματίσει στην διεθνή σκηνή σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Υπάρχουν, λοιπόν, κράτη εντός των κόλπων της EE που θεωρούν ότι αρμόδιο για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις ασφάλειας στην περιοχή είναι το ΝΑΤΟ και όχι η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με την πολιτική της ΕΕ στο επίπεδο των 27, σε εθνικό επίπεδο, η Γερμανία δείχνει αυξημένο ενδιαφέρον για την Κεντρική Ασία. Το Βερολίνο ακολουθεί μία ρεαλιστική πολιτική, προωθεί το εμπόριο και διατηρεί βάση στην πόλη Τερμέζ του Ουζμπεκιστάν. Μάλιστα, το Βερολίνο διατήρησε την βάση του ακόμα και εν μέσω της διπλωματικής κρίσης μεταξύ Τασκένδης από την μία πλευρά, και Βρυξελλών και Ουάσιγκτον από την άλλη, μετά τα γεγονότα στην Αντιτζάν και αφού η Τασκένδη απαίτησε από την Ουάσιγκτον να εγκαταλείψει την δική της βάση. Tο Βερολίνο, ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από την στρατηγική της ΕΕ για την Κεντρική Ασία, η οποία υιοθετήθηκε επί Γερμανικής Προεδρίας.
ΙΡΑΝ, ΠΑΚΙΣΤΑΝ, ΙΝΔΙΑ, ΤΟΥΡΚΙΑ: ΟΙ ΑΣΙΑΤΙΚΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ
Για να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα του γεωπολιτικού τοπίου στην Κεντρική Ασία, πρέπει να γίνει αναφορά και στις τέσσερις αυτές χώρες. Η Τουρκία διατηρεί ιστορικούς και πολιτισμικούς δεσμούς με τα τουρκόφωνα κράτη Καζακστάν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν και Κιργιστάν, ωστόσο η επιρροή της στην περιοχή είναι περιορισμένη. Το Ιράν επίσης διατηρεί ιστορικούς δεσμούς με την περιοχή και ιδιαίτερα με το Τατζικιστάν, με το οποίο μοιράζονται την ίδια γλώσσα. Η Τεχεράνη επιθυμεί ένα σταθερό Αφγανιστάν, ωστόσο δεν συμφωνεί με την αμερικανική παρουσία στην Κεντρική Ασία, την οποία βλέπει ως μέρος του σχεδίου της Ουάσιγκτον να την απομονώσει και να την περικυκλώσει. Αναφορικά με την επιρροή του Ιράν στην Κεντρική Ασία, «οι προοπτικές για την ανάπτυξη των σχέσεων με το Ιράν είναι περιορισμένες, αν δεν υπάρξει αλλαγή στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον, στο βαθμό που οι κυβερνήσεις της Κεντρικής Ασίας προσπαθούν να διατηρούν καλές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες», εκτιμά η Oliker. Το Πακιστάν από μέρους του επιθυμεί την σύσφιγξη των εμπορικών σχέσεων με τα κράτη της Κεντρικής Ασίας και έχει εκφράσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ενίσχυσης της συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα, ιδιαίτερα μέσω της κατασκευής του αγωγού ΤAPI, ο οποίος θα συνδέσει Τουρκμενιστάν, Αφγανιστάν, Πακιστάν και Ινδία. Ωστόσο, τα κράτη της Κεντρικής Ασίας είναι επιφυλακτικά καθώς βλέπουν το Πακιστάν ως μείζονα πηγή αστάθειας για την περιοχή λόγω της υποστήριξης της Ισλαμαμπάντ σε ισλαμικές ομάδες που δρουν στα πακιστανικά εδάφη, ενώ ακόμα περισσότερο φοβούνται την πιθανότητα οι Ταλιμπάν να ανακαταλάβουν το Αφγανιστάν με την υποστήριξη του Πακιστάν. Τέλος, η Ινδία είναι μάλλον αυτή που θα καταφέρει να ενισχύσει την παρουσία της στην περιοχή, καθώς το «μεγάλο μέγεθος της οικονομίας της θα της επιτρέψει να διαμορφώσει τις εξελίξεις στην Κεντρική Ασία», σύμφωνα με τον καθηγητή Starr.
TΟ 2014 ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Τα κράτη της Κεντρικής Ασίας δεν επιθυμούν να γίνουν πιόνια της Ρωσίας ή της Κίνας, οι οποίες δεν διαθέτουν είτε τα μέσα είτε την θέληση για να παρέχουν περιφερειακή ασφάλεια. Η Reisinger τονίζει, για παράδειγμα ότι η Κίνα επί του παρόντος αποτελεί σημαντικό παίκτη κυρίως στους τομείς της οικονομίας και του εμπορίου και λιγότερο σε στρατιωτικά ζητήματα και ζητήματα ασφάλειας, και επίσης, ο CSTO, στον οποίο κυριαρχεί η Ρωσία, δεν έχει την ικανότητα και πρωτίστως την συνοχή να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο.» Η Ρωσία ήδη σχεδιάζει τα βήματά της μετά το 2014 και η Κίνα ενισχύει την θέση της μέρα με την μέρα, ωστόσο το 2014 αποτελεί ευκαιρία για επαναχάραξη πολιτικής και για την Ευρω-ατλαντική κοινότητα. Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον πρέπει να εκμεταλλευτούν την επιθυμία των κυβερνήσεων της Κεντρικής Ασίας για εφαρμογή εξωτερικής πολιτικής πολλών διανυσμάτων, να συντονίσουν τις δράσεις τους και να εκμεταλλευτούν το κοινό οικονομικό τους εκτόπισμα.
Αν και η ΕΕ δεν δύναται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, μπορεί να ενώσει τις δυνάμεις της με την Αμερική. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να συνεργαστεί με το ΝΑΤΟ στον τομέα της μεταρρύθμισης των ενόπλων δυνάμεων των χωρών της Κεντρικής Ασίας. Ακόμα, Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον πρέπει να προωθήσουν την συνεργασία μεταξύ των ίδιων των κρατών, οι σχέσεις των οποίων πολλές φορές διέπονται από εντάσεις. Παράλληλα, θα πρέπει να βοηθήσουν τα κράτη αυτά να εναρμονίσουν τις πολιτικές τους για το Αφγανιστάν, το μέλλον του οποίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την Κεντρική Ασία.
Αν και η Ευρω-ατλαντική ατζέντα αξιών δεν συνάδει με την αντίστοιχη του σινο-ρωσικού άξονα, υπάρχουν επικαλυπτόμενα ενδιαφέροντα μεταξύ των δύο πλευρών στους τομείς της καταπολέμησης της διακίνησης ναρκωτικών, της άνθησης του οργανωμένου εγκλήματος και της εξάπλωσης του ριζοσπαστικού Ισλάμ, τομείς όπου οι δυνάμεις αυτές μπορούν να συνεργαστούν για να συνεισφέρουν στην σταθερότητα της Κεντρικής Ασίας, μέσω, για παράδειγμα, της πραγματοποίησης κοινών ασκήσεων για την καλύτερη φύλαξη και έλεγχο των συνόρων και ασκήσεων για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών.
Ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής της Ευρω-ατλαντικής κοινότητας θα πρέπει να είναι η προώθηση νέων οικονομικών ευκαιριών και δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Η οικονομική ανάπτυξη και η καταπολέμηση της φτώχειας είναι απαραίτητα βήματα για να καταπολεμηθεί η έφεση προς το πολιτικού Ισλάμ και το οργανωμένο έγκλημα.
Τέλος, έμφαση πρέπει να δοθεί στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ήταν δευτερεύουσα προτεραιότητα λόγω της σημασίας της Κεντρικής Ασίας για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, καθώς η Αραβική Άνοιξη κατέδειξε με τον πλέον περίτρανο τρόπο ότι οι καταπιεσμένες κοινωνίες αποτελούν ηφαίστειο που κάποια στιγμή θα εκραγεί με απρόβλεπτες συνέπειες.
* Η ΙΩΑΝΝΑ ΖΥΓΑ εργάζεται στη Υποεπιτροπή Ασφάλειας και Άμυνας της Γενικής Διεύθυνσης Εξωτερικών Πολιτικών της Ένωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Προηγουμένως εργάστηκε στη Διεύθυνση Συνεργασίας και Περιφερειακής Ασφάλειας του Διεθνούς Στρατιωτικού Επιτελείου του ΝΑΤΟ. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ρωσίας, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Ευρασίας του πανεπιστημίου Stanford.
Copyright © 2003-2013 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.