Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

Πολύ καλός Αλ.Παπαχελάς να μάθουμε να ακούμε πραγματικά


Να μάθουμε να ακούμε πραγματικά
ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Σ​​ε εμάς τους δημοσιογράφους, ιδιαίτερα τους Ελληνες, μας αρέσει να μιλάμε. Πολύ. Είναι σημαντικό, όμως, να μάθουμε και να ακούμε. Πρόκειται για κάτι που έχουν ανακαλύψει, με βίαιο τρόπο, τα μέσα ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο.
Ο πρόεδρος των «Νιου Γιορκ Τάιμς», Μαρκ Τόμσον, σε πρόσφατη συζήτηση εδώ στην Αθήνα, εξηγούσε το πώς η αμερικανική ελίτ αιφνιδιάστηκε από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ακριβώς επειδή δεν «άκουγε» αρκετά. Εγκλωβισμένη σε μία γυάλα ανθρώπων που έχουν τα ίδια γούστα και παρόμοιες πεποιθήσεις, δεν έπιασε εγκαίρως τις τεκτονικές αλλαγές στις διαθέσεις της αμερικανικής κοινής γνώμης. Συνέβη και στην Ελλάδα, είναι η αλήθεια, την πρώτη περίοδο της κρίσης και αυτό μεταφράστηκε στη διάρρηξη της σχέσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και τα μέσα ενημέρωσης.
Το να ακούς είναι, βέβαια, διαφορετικό από το να χαϊδεύεις αυτιά, να παριστάνεις δηλαδή ότι ακούς και καταλαβαίνεις τον πόνο του άλλου για καθαρά εμπορικούς λόγους. Βρέθηκαν πολλοί πλασιέ της οργής όλα αυτά τα χρόνια, που καβάλησαν το τυφλό κύμα της αγανάκτησης.
Υπάρχει όμως και ένα μοιραίο λάθος που μπορεί να κάνει μία «ελίτ», αυτό που απέβη καταστροφικό για τη Χίλαρι Κλίντον. Να απορρίπτεις συλλήβδην, ως κάτι ενοχλητικό ή γραφικό, τον τρόπο σκέψης και αντίδρασης των πολιτών που πιστεύουν σε έναν Τραμπ ή σε κάποια θεωρία συνωμοσίας. Το ακούμε συχνά γύρω μας: «Αυτή η χώρα δεν σώζεται», «με τέτοια μυαλά πώς να αλλάξει η χώρα...». Η Χίλαρι λοιδορούσε, για παράδειγμα, τους ψηφοφόρους του Τραμπ, τους οποίους δεν μπορούσε η ίδια να καταλάβει. Το πλήρωσε.
Στα δικά μας, υπάρχει αυτή την εποχή μία μάχη ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες, που έχει εκδηλωθεί σχηματικά με την κόντρα Βeat - Λυμπερόπουλου για τα ταξί. Είναι πολύ εύκολο να απορρίψεις τις απόψεις και το στυλ του βετεράνου συνδικαλιστή. Ο τρόπος του εκφράζει, όμως, την αγωνία εκατοντάδων ανθρώπων που καταλαβαίνουν ότι ανήκουν στο χθες, αλλά το αύριο τους προκαλεί μόνον άγχος. Κανείς δεν τους έχει εξηγήσει πώς μπορούν, όντας εξαντλημένοι από την κρίση και συνηθισμένοι σε έναν τρόπο δουλειάς, να προσαρμοσθούν στο αύριο. Νιώθουν ότι απειλούνται και ότι τους περιμένει ένας «Καιάδας», γιατί απλώς δεν αντέχουν να περάσουν «απέναντι». Κάποιοι τους υπόσχονται ότι μπορεί να αναστήσουν το χθες και να τους προστατεύσουν, γνωρίζοντας ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Κανείς δεν τους μιλάει από την άλλη πλευρά. Και το κυριότερο; Κανείς δεν τους ακούει.