Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Ιστορικό άρθρο για την αντιπαράθεση Μεταξά - Μουσολίνι μέσω ομιλιών


Αντιπαράθεση Μεταξά και Μουσολίνι
Δύο ομιλίες ενός δημόσιου πολεμικού «διαλόγου» τον Νοέμβριο του 1940
Του Μιχάλη Ν. Κατσιγερα
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Στις 18 Νοεμβρίου 1940, την 22η ημέρα του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Μπενίτο Μουσολίνι εκφώνησε στη Ρώμη λόγο του οποίου ένα τμήμα αναφερόταν στην επίθεση κατά της Ελλάδας.
Ο Ιωάννης Μεταξάς του απάντησε από ραδιοφώνου τέσσερις ημέρες μετά, στις 22 του μηνός.
Ο Μουσολίνι μίλησε ενώπιον των περιφερειακών ιεραρχών - στελεχών του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος στη μεγάλη αίθουσα του Παλάτσο Βενέτσια, ενώ το πλήθος των αλαλαζόντων οπαδών ήταν συγκεντρωμένο έξω στην πλατεία. Η υποδοχή του έγινε με όλες τις φανφάρες του φασιστικού τελετουργικού. Επρόκειτο για επίδειξη ισχύος του κόμματος έναντι του άλλου πόλου της τότε ιταλικής εξουσίας, δηλαδή της βασιλικής αυλής και του στρατιωτικού και οικονομικού κατεστημένου που κατά το μάλλον ή ήττον προτιμούσαν η χώρα τους να βρισκόταν, και σε αυτόν τον δεύτερο -ακόμα ευρωπαϊκό- πόλεμο, στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας και όχι της Γερμανίας. Η 18η Νοεμβρίου ήταν η επέτειος της επιβολής από την Κοινωνία των Εθνών των κατά της Ιταλίας οικονομικών κυρώσεων το 1935, εξαιτίας του πολέμου της κατά της Αιθιοπίας, οι οποίες όμως είχαν αρθεί την επόμενη χρονιά. Η ανάμνησή τους ωστόσο ενίσχυε ένα πιθανό κλίμα εθνικής συσπείρωσης που είχε ανάγκη το καθεστώς. Και εκείνες τις ημέρες το είχε ανάγκη πολύ περισσότερο ο ίδιος ο Μουσολίνι, ο οποίος, κατέχοντας τις αρμοδιότητες του πολεμικού αρχηγού, δεχόταν όλο το βάρος της καθόλου ευνοϊκής για τα ιταλικά όπλα τροπής του πολέμου, και όχι μόνο στα βουνά της Ηπείρου όπου η ελληνική αντεπίθεση είχε αρχίσει από τις 4 Νοεμβρίου να απωθεί τις ιταλικές δυνάμεις, αρχικά από τα ελληνικά εδάφη, και στη συνέχεια μέσα στην Αλβανία. Στις 11 Νοεμβρίου το βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό και η RAF κατάφεραν ισχυρά καταστρεπτικά κτυπήματα στον ιταλικό στόλο μέσα στη βάση του Τάραντα και στο στενό του Οτραντο. Ο Μουσολίνι έπρεπε να απολογηθεί. Μίλησε λοιπόν πάνω στα προαναφερθέντα αρνητικά για την Ιταλία γεγονότα.
Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του πολέμου κατά της Ελλάδας, η απολογία του απευθυνόταν εμμέσως προς τον έτερο πόλο της ιταλικής εξουσίας, αλλά και στον έτερο πόλο του Αξονα, τη Γερμανία. Αναφέρθηκε στις τραχείες οροσειρές της Ηπείρου οι οποίες «δεν είναι κατάλληλοι διά τον αστραπιαίον πόλεμον που ηξίουν οι αδιόρθωτοι πιστοί της στρατηγικής με τα επί καρφίδος μικράς σημαίας εις τους χάρτας», κατηγορώντας έτσι, χωρίς να τον αναφέρει, τον στρατηγό Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, ο οποίος ήταν, από το 1934, θεωρητικός του αστραπιαίου πολέμου και είχε αναλάβει να εφαρμόσει τη θεωρία του στον πόλεμο κατά της Ελλάδας, αλλά η αποτυχία του ανάγκασε τον Μουσολίνι να τον εκδιώξει στις 9 Νοεμβρίου και στη θέση του να τοποθετήσει τον Ουμπάλντο Σοντού. Η παραπάνω αναφορά του, όπου έλεγε δηλαδή σιωπηρώς ότι εκεί στην Ηπειρο δεν μπορούσε να υπάρξει επιτυχία κατά τον τύπο του γερμανικού blitzkrieg στην εκστρατεία κατά της Γαλλίας, είχε ως αποδέκτη και τον ίδιο τον Χίτλερ, ο οποίος ακριβώς εκείνη την ημέρα, στις 18 Νοεμβρίου, είχε καλέσει τον Γκαλεάτσο Τσιάνο για να του εκφράσει τις ανησυχίες του σχετικά με την έκβαση του κατά της Ελλάδας ιταλικού εγχειρήματος που η διαφαινόμενη αποτυχία του προσέβαλε το στρατιωτικό κύρος του Αξονα.
Για την ίδια την Ελλάδα και τους Ελληνες ο Μουσολίνι δεν είχε παρά χολή. Υποσχέθηκε, κατά τρόπο απόλυτο και κατηγορηματικό στους ακροατές του: «θα τσακίσωμεν τα πλευρά της Ελλάδος». Σαν τάχα η ιταλική μπότα στον χάρτη να κινείται ανατολικά και να κτυπά τα δυτικά ελληνικά παράλια. Η φράση του «spezzeremo le reni alla Grecia» παρέμεινε έκτοτε παροιμιώδης στη γλώσσα του Δάντη για να χαρακτηρίζουν ειρωνικά οι Ιταλοί κάθε έπαρση, όπως παλιά εκείνη του γκλοριόζου στρατιωτικού του Πλαύτου.
Ο Μουσολίνι ισχυρίστηκε ότι οι Ελληνες «μισούν την Ιταλίαν όπως κανείς άλλος λαός» και εμμέσως εγκάλεσε τους σύγχρονούς του Ιταλούς φίλους της κλασικής εποχής για την προς την Ελλάδα αγάπη τους. (Να ήταν άραγε ανάμεσά τους και ο πατέρας του έως θανάτου φανατικού φασίστα υπουργού του Λαϊκής Κουλτούρας Αλεσάντρο Παβολίνι, ο λαμπρός ανατολιστής Πάολο Εμίλιο Παβολίνι που μελετούσε βυζαντινά κείμενα και είχε υποδείξει ιταλικές πηγές του «Ερωτόκριτού» μας;). Με τα περί μίσους των Ελλήνων ο Μουσολίνι, δηλαδή ο επιτιθέμενος, προσπάθησε να κατασκευάσει στη συνείδηση των συμπατριωτών του (ανεπιτυχώς όπως απεδείχθη στην Κατοχή) έναν εχθρό, τη δεχόμενη την επίθεση Ελλάδα. Γι’ αυτό και διατείνεται πως δεν καταλαβαίνει τους φιλέλληνες Ιταλούς οι οποίοι πολέμησαν για την Ελλάδα, τον Ανίμπαλε Σανταρόζα που έπεσε στη Σφακτηρία το 1825 και τον συντοπίτη του (από το Φορλί) τον Αντόνιο Φράττι που σκοτώθηκε στον Δομοκό το 1897.
Η απάντηση του Μεταξά ήταν καλά μελετημένη. Εξαιρετική ήταν και η συγκυρία: Την προηγουμένη οι ελληνικές δυνάμεις είχαν καταλάβει την Κορυτσά. Ετσι ο Μεταξάς, αφού του επέστρεφε τον χαρακτηρισμό «ύπουλος» επικέντρωσε την πολεμική του στον ίδιο τον Μουσολίνι, ο οποίος από πολιτικής απόψεως, με τη διαφαινόμενη αποτυχία του στην Ελλάδα, είχε αρχίσει να καθίσταται ο αδύναμος κρίκος του ιταλικού πλέγματος εξουσίας. Δεν ανέφερε την Ιταλία παρά μόνο ως φασιστική και όταν έκανε λόγο για την άλλη πλευρά χρησιμοποιούσε τον αφηρημένο όρο των στρατιωτικών ανακοινωθέντων: «ο εχθρός». Πουθενά δεν κατηγόρησε τους Ιταλούς. Αντιθέτως, τόνισε ότι «η Ελλάς δεν λησμονεί ούτε τον Σανταρόζαν, ούτε τον Φράττι, ούτε τον [Ριτσιότι] Γαριβάλδην [...] οι οποίοι έχυσαν υπέρ αυτής το αίμα των, [...].» Μάλιστα, διαβλέποντας την αποπομπή του Μουσολίνι, όταν πλέον η πλάστιγγα του πολέμου θα έγερνε υπέρ της Αγγλίας και της Ελλάδας, τόνισε ότι ο ιταλικός λαός «θα εκκαθαρίσει ημέραν τινά τους λογαριασμούς του με τον δικτάτορά του». Οπως και έγινε και μάλιστα κατά τρόπο τραγικό.
Μπενίτο Moυσολίνι
«Θα τσακίσωμεν τα πλευρά της Ελλάδος»
« [...] Αφού εκάμαμεν υπομονήν επί μακρόν, αφηρέσαμεν το προσωπείον από μίαν χώραν εγγυημένην από την Μεγάλην Βρεταννίαν, από ένα ύπουλον εχθρόν: την Ελλάδα. Ητο ένας λογαριασμός που επερίμενε την εξόφλησίν του. Πρέπει να είπω ένα πράγμα που θα ξενίσει μερικούς Ιταλούς φίλους της κλασσικής εποχής, αλλά καθυστερημένους διά την ιδικήν μας: Οι Ελληνες μισούν την Ιταλίαν όπως κανείς άλλος λαός. Το μίσος αυτό είναι εκ πρώτης όψεως ανεξήγητον, είναι όμως γενικόν, βαθύ, άσβεστον εις όλας τας τάξεις, εις τα χωριά, εις τα άνω, εις τα κάτω, παντού. Το διατί είναι μυστήριον. Ισως διότι ο Σανταρόζα εκίνησε από την πατρίδα του, το Πεδεμόντιον, διά να μεταβεί να αποθάνη ηρωϊκά εις την Σφακτηρίαν διά την Ελλάδα. Ισως διότι ένας γαριβαλδινός από το Φορλί, ο Αντώνιος Φράττι, επανέλαβε την αυτήν χειρονομίαν υπερόχου απλοϊκότητος μετά εβδομήντα έτη, πίπτων εις Δομοκόν. Μυστήριον, αλλά το γεγονός υπάρχει. Επί του μίσους αυτού, που δύναται να χαρακτηρισθεί γελοίον, εβασίσθη η ελληνική πολιτική των τελευταίων ετών. Η πολιτική της πλήρους συνενοχής με την Αγγλίαν. Δεν είναι δυνατόν να είναι άλλως, αφού ο Βασιλεύς είναι Αγγλος, η πολιτική τάξις αγγλική, και η μπόρσα υπό αμφοτέρας της τας εννοίας [χρηματιστήριο και πορτοφόλι] αγγλική. Η καταφανής και πολύμορφος αυτή αύτη συνενοχή, την οποίαν εν καιρώ θα αποδείξωμεν ακαταμαχήτως, ήτο πράξις συνεχούς έχθρας κατά της Ιταλίας. Από έγγραφα ανακαλυφθέντα από το γερμανικόν επιτελείον εις Γαλλίαν εμφαίνεται ότι από του Μαΐου η Ελλάς είχε προσφέρει εις τους Αγγλογάλλους όλας τας αεροναυτικάς της βάσεις.
Επρεπε να τεθεί τέρμα εις αυτήν την κατάστασιν. Οπερ και εγένετο την 28ην Οκτωβρίου, όταν τα στρατεύματά μας διέβησαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Αι τραχείαι οροσειραί της Ηπείρου και αι λασπώδεις χαράδραι της δεν είναι κατάλληλοι διά τον αστραπιαίον πόλεμον που ηξίουν οι αδιόρθωτοι πιστοί της στρατηγικής με τα επί καρφίδος μικράς σημαίας εις τους χάρτας. Καμμία πράξις, κανείς λόγος ιδικός μου ή της κυβερνήσεως ή οιουδήποτε άλλου υπευθύνου παράγοντος δεν είχεν εξαγγείλει τοιούτον αστραπιαίον πόλεμον. Δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπον να διαψεύσω όλας τας πληροφορίας της ελληνικής προπαγάνδας και των αγγλικών μεγαφώνων της.
Η περίφημος αυτή μεραρχία αλπινιστών Τζούλια, που είχε δήθεν τεραστίας απωλείας, που δήθεν ετράπη εις φυγήν και δήθεν συνετρίβη από τους Ελληνας... εδέχθη την επίσκεψιν του στρατηγού Σοντού, ο οποίος μετά την επίσκεψίν του, μου ετηλεγράφησε τα εξής την 12 Νοεμβρίου: “Επεσκέφθην σήμερον την πρωίαν την μεραρχίαν αλπινιστών Τζούλια. Πρέπει να σας υπογραμμίσω, Ντούτσε, την λαμπράν εντύπωσιν που απεκόμισα από την θαυμασίαν αυτήν μονάδα, στερεωτέραν και πλέον υπερήφανον παρά ποτέ, με τους γρανιτώδεις αλπινιστάς της."
Ενθυμείται κανείς από σας, σύντροφοι, τον ανέκδοτον λόγον μου εις Εμπολι κατά Ιούλιον του 1935, προ του αιθιοπικού πολέμου; Είχα είπει ότι θα ετσακίζαμεν τα πλευρά του Νεγκούς [Χαϊλέ Σελασιέ]. Τώρα, με την ίδιαν απόλυτον βεβαιότητα, ε π α ν α λ α μ β ά ν ω α π ό λ υ τ ο ν, σας λέγω ότι θα τσακίσωμεν τα πλευρά της Ελλάδος. Εις δύο ή εις δώδεκα μήνας, αδιάφορον. Ο πόλεμος μόλις ήρχισεν. Εχομεν άνδρας και μέσα επαρκή διά να εξουθενώσωμεν κάθε ελληνικήν αντίστασιν. Η αγγλική βοήθεια δεν θα δυνηθεί να εμποδίσει την πραγμάτωσιν της σταθεράς αυτής αποφάσεως ούτε να σώσει τους Ελληνας από την καταστροφήν που ηθέλησαν και απεδείχθησαν άξιοι να υποστούν. Το να σκεφθεί κανείς διαφορετικά ή να αμφιβάλει θα εσήμαινεν ότι δεν με γνωρίζει. Απαξ ξεκινήσω, δεν σταματώ πλέον μέχρι τέλους. Το απέδειξα ήδη και ό,τι και αν συμβεί, θα το αποδείξω και πάλιν. Τους 372 νεκρούς, τους 1.082 τραυματίας, τους 650 εξαφανισθέντας κατά την διάρκειαν των πρώτων δώδεκα ημερών του αγώνος εις το ηπειρωτικόν μέτωπον, θα τους εκδικηθώμεν. [...]»
Ιωάννης Mεταξάς
«Η απάντησις του Στρατού μας θα του μείνει αλησμόνητος»
«Προ 26 ημερών ύπουλος και δόλιος εχθρός μας επετέθη χωρίς καμμίαν αφορμήν και με μόνον σκοπόν να μας αφαιρέσει ό,τι πολυτιμότερον έχομεν και ό,τι δίδει αξίαν εις την ζωήν μας, δηλαδή την ελευθερίαν μας, την εθνικήν μας ανεξαρτησίαν και την τιμήν μας. Ολη η Ελλάς ηγέρθη ως ένας άνθρωπος ηνωμένη εις ένα αδιάσπαστον σύνολον και εις την πρόσκλησιν του Βασιλέως έδραμεν εις τα όπλα. Σκληροί αγώνες ήρχισαν ευθύς εξ αρχής και το πρώτον βάρος έπεσεν εις τον Στρατόν της Ηπείρου, του οποίου η σθεναρά αντίστασις εκάλυψε την επιστράτευσιν και την συγκέντρωσιν των Πολεμικών μας Δυνάμεων. Εκτοτε και εφ’ όσον συνεκεντρούτο ο Στρατός και μετά την συγκέντρωσιν αυτού ήρχισαν και αι νίκαι η μία μετά την άλλην. Στρατός, Αεροπορία και Ναυτικόν συνηγωνίζοντο και ημιλλώντο εις πράξεις ανδρείας, αι οποίαι θα δοξάζουν εσαεί το ελληνικόν όνομα. Διά τούτο εκ μέρους ολοκλήρου του έθνους εκφράζω την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην του προς τον θρυλικόν Στρατόν, την ηρωικήν Αεροπορίαν μας και το αδάμαστον Ναυτικόν μας διά τας ενδόξους σελίδας, τας οποίας προσθέτουν εις την τρισχιλιετή ιστορίαν μας, καθώς επίσης αποτίω φόρον θαυμασμού προς τους κατοίκους των πόλεων και των χωρίων της Ελλάδος, οι οποίοι με θάρρος και γενναιοψυχίαν υπέστησαν τους βομβαρδισμούς του εχθρού.
Είμαι προσέτι βέβαιος, ότι ερμηνεύω την κοινήν επιθυμίαν εκφράζων την ευγνωμοσύνην του Ελληνικού Εθνους προς τους γενναίους συμμάχους μας τους Αγγλους διά την ολόψυχον βοήθειαν την οποίαν δίδουν εις τον αγώνα μας και ιδίως διά τα κατορθώματα του απαραμίλλου Ναυτικού των και της περιφήμου Αεροπορίας των.
Ο αγών από 10 ημερών έλαβε την μεγαλυτέραν αυτού έντασιν εις τον τομέα της Δυτικής Μακεδονίας και τα πέριξ, όπου η μάχη υπήρξε σκληρά και αδιάκοπος καθ’ όλας τας ημέρας, καταλήξασα μετά την πτώσιν του ορεινού προμαχώνος της Μόροβας εις την κατάληψιν της Κορυτσάς σήμερον, και εις την φυγήν του εχθρού εφ’ όλου του μετώπου της Δυτικής Mακεδονίας και της Ηπείρου.
Οταν ο Ιταλός δικτάτωρ απήγγειλε τον τελευταίον αυτού λόγον, τον τόσον γεμάτον από χολήν και οργήν εναντίον της Ελλάδος, δεν εφαντάζετο βέβαια ότι ο Ελληνικός Στρατός θα του έδινε τόσον ταχείαν απάντησιν. Μετά τοιαύτην απάντησιν, η οποία θα του μείνει αλησμόνητος, δεν χρειάζονται πολλά λόγια δικά μου. Μόνον ολίγα έχω να προσθέσω. Η Ελλάς δεν λησμονεί ούτε τον Σανταρόζαν, ούτε τον Φράττι, ούτε τον Γαριβάλδην, ούτε τόσους και τόσους άλλους Ιταλούς οι οποίοι έχυσαν το αίμα των, όπως δεν λησμονεί και τόσους και τόσους Ελληνας οι οποίοι έχυσαν το αίμα των υπέρ της αγωνιζομένης διά την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν της κατά τον παρελθόντα αιώνα Ιταλίας. Οι Ιταλοί οι αγωνισθέντες υπέρ ημών κατά τους εθνικούς μας αγώνας θα μας είναι πάντοτε διπλά προσφιλείς και διά το αίμα το οποίον έχυσαν και διότι εάν έζων σήμερον θα ήσαν οι καταδιωκόμενοι και αποδιοπομπαίοι τράγοι του φασισμού, όστις δεν είναι δυνατόν να ανεχθή ποτέ εις τους κόλπους του ανθρώπους αγωνιζομένους διά τα μεγάλα και υψηλά ιδανικά διά τα οποία ηγωνίσθησαν εκείνοι άλλοτε και ημείς αγωνιζόμεθα σήμερον. Θέλω να προσθέσω ακόμη και το εξής: Ο κ. Μουσολίνι, απορών διότι η θέλησίς του να υποδουλώσει την Ελλάδα προεκάλεσε κατ’ αυτού το μίσος του ελληνικού λαού, έθεσεν ως σκοπόν του πολέμου της φασιστικής Ιταλίας την εξόντωσιν της Ελλάδος. Τον διαβεβαιούμεν ότι έχομεν λάβει την απόφασιν να μη εξοντωθώμεν και να ζήσωμεν ως έθνος ελεύθερον και ανεξάρτητον, και θα ζήσωμεν, και μαζί με τους Αγγλους συμμάχους μας θα υπερισχύσωμεν. Ποίαι θα είναι αι συνέπειαι της τοιαύτης επικρατήσεώς μας διά την Ιταλίαν ας το κρίνει ο ιταλικός λαός όταν θα εκκαθαρίσει ημέραν τινά τους λογαριασμούς του με τον δικτάτορά του. [...]».