Ενόψει ενός σκληρού φορολογικού πολέμου
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΚΑΓΙΑΝΝΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Η πιθανότητα ενός φορολογικού πολέμου, μεταξύ ΗΠΑ και Βρετανίας από τη μια πλευρά και Ευρωπαϊκής Ενωσης από την άλλη, ενισχύεται σημαντικά από την υπόσχεση του Ντόναλντ Τραμπ να μειώσει δραστικά την εταιρική φορολογία στο 15% και την απειλή της κ. Τερέζα Μέι να τη μειώσει ακόμη περισσότερο από το 17%, αν δεν αποσπάσει ικανοποιητική συμφωνία εξόδου από την Ε.Ε.
Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επανέλαβε πρόσφατα την προειδοποίηση προς τη Βρετανία να μην επιχειρήσει να μετατραπεί σε φορολογικό παράδεισο προκειμένου να προσελκύσει επιχειρήσεις. Μάλιστα, ο κ. Σόιμπλε δήλωσε ότι η Βρετανία δεν είναι «Νησιά Κέιμαν» και αν μια μεγάλη χώρα θέλει να έχει χαρακτηριστικά μικρής, τότε θα αποτύχει.
Την ίδια ώρα, το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι ένας τέτοιος «ανταγωνισμός προς τα κάτω» θα αποτελούσε μία από τις σοβαρότερες απειλές για την παγκόσμια οικονομία το 2017, ενώ και η Ε.Ε. εμφανίζεται θορυβημένη και ετοιμάζει αντίμετρα. Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα συνεχίζει απτόητη να εφαρμόζει πολιτική αύξησης των φορολογικών επιβαρύνσεων.
Και οι δύο πλευρές έχουν ισχυρά όπλα σε αυτόν τον «ανταγωνισμό προς τα κάτω». ΗΠΑ και Βρετανία δηλώνουν έτοιμες να μειώσουν δραστικά την εταιρική φορολογία και να απορρυθμίσουν το υπάρχον κανονιστικό πλαίσιο, ώστε να γίνουν ελκυστικοί προορισμοί για εταιρείες. Η Ευρωπαϊκή Ενωση μπορεί να απαντήσει αυξάνοντας τους δασμούς σε εισαγωγές, ενισχύοντας τη φορολογική διαφάνεια, απαιτώντας από τις εταιρείες να πληρώσουν ξεχωριστά φόρο σε κάθε κράτος και κάνοντας πιο αυστηρό το κανονιστικό πλαίσιο με το οποίο θα πρέπει να συμμορφώνονται όσοι θέλουν πρόσβαση στην τεράστια αγορά της. Τον περασμένο Σεπτέμβριο ο κ. Τραμπ είχε υποσχεθεί ότι θα μειώσει την εταιρική φορολογία στο 15% από το σχεδόν 39% που βρίσκεται σήμερα. Μετά την πρώτη εβδομάδα του κ. Τραμπ στον Λευκό Οίκο, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα πρέπει να ερμηνεύουμε τα λεγόμενά του όχι μόνο κυριολεκτικά, αλλά να τα λαμβάνουμε και σοβαρά υπ’ όψιν μας. Ηταν όμως οι δηλώσεις του Βρετανού υπουργού Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ, προ δύο εβδομάδων, τις οποίες υποστήριξε εν συνεχεία και η Βρετανή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, που προξένησαν αλγεινή εντύπωση στην Ευρώπη, διότι εκλήφθηκαν ως απειλή.
Ο κ. Χάμοντ είχε δηλώσει στη Welt, στις 15 Ιανουαρίου, ότι αν αποκλειστεί η Βρετανία από την κοινή ευρωπαϊκή αγορά (κάτι που αποτελεί βεβαιότητα με τα σημερινά δεδομένα), τότε «μπορεί να αναγκαστούμε να αλλάξουμε το οικονομικό μας μοντέλο και θα πρέπει να το αλλάξουμε ώστε να ανακτήσουμε ανταγωνιστικότητα. Και μπορείτε να είστε βέβαιοι πως θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί». Σήμερα, ο φορολογικός συντελεστής στη Βρετανία είναι στο 20%, ωστόσο η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι θα τον χαμηλώσει μέχρι το 17% το 2020. Το Λονδίνο απειλεί ότι θα τον μειώσει ακόμη περισσότερο και ότι θα προσελκύσει εταιρείες ακυρώνοντας πολλούς από τους υπάρχοντες κανονισμούς, ακόμη και για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση, όπου πολλά από τα μεγάλα κράτη-μέλη έχουν σχεδόν διπλάσιο φορολογικό συντελεστή σε σχέση με τη Βρετανία, έχει αρχίσει να ανησυχεί ολοένα και περισσότερο από το ενδεχόμενο να βρεθεί με έναν (ακόμη) φορολογικό παράδεισο ακριβώς δίπλα στα σύνορά της. Ωστόσο, διαθέτει αρκετά βέλη στη φαρέτρα της, ιδίως αν αποφασίσει να αντιμετωπίσει πιο σοβαρά το θέμα της εταιρικής φοροαποφυγής και η απειλή της Βρετανίας θα μπορούσε να αποτελέσει τον καταλύτη. Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ είχε δηλώσει στις 12 Ιανουαρίου (κατά ειρωνεία της τύχης από το Λουξεμβούργο) ότι το θέμα της εταιρικής φορολογίας «θα γίνει σημαντικότερο αν μιλάμε για χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, για παράδειγμα στη Βρετανία». «Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη εναρμόνιση», επισήμανε η κ. Μέρκελ. Ενα από τα μεγαλύτερα όπλα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η Ε.Ε. είναι η εφαρμογή της Κοινής Ενοποιημένης Εταιρικής Φορολογικής Βάσης (CCCTB). Το σχέδιο που έχει ετοιμάσει η Κομισιόν προβλέπει τη φορολόγηση των κερδών πολυεθνικών εταιρειών με βάση την πραγματική οικονομική δραστηριότητα σε κάθε χώρα.