Πραξικόπημα στη Συρία
ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΟΥΣΣΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Το πραξικόπημα της 23ης Φεβρουαρίου 1966 ήταν μέρος μιας σειράς επεμβάσεων του στρατού και ειδικά του μπααθικού βραχίονα στις συριακές ένοπλες που διαμόρφωναν την πολιτική και κοινωνική ζωή της Συρίας σε όλη τη δεκαετία του 1960.
Περίπου ένα πραξικόπημα κάθε χρόνο ήταν το αποτέλεσμα των εσωτερικών ανακατατάξεων μεταξύ των νασερικών και των μπααθικών δυνάμεων της χώρας. Αυτό που ξεχωρίζει το πραξικόπημα της 23ης Φεβρουαρίου είναι η πλήρης κυριαρχία του στρατιωτικού βραχίονα έναντι όλων των άλλων οργάνων του Μπάαθ, η κοινωνική νίκη των αγροτικών και μεσαίων στρωμάτων της υπαίθρου έναντι αυτών των μεγάλων πόλεων και ειδικά της Δαμασκού και τέλος η δυναμική είσοδος των μειονοτήτων, ιδιαίτερα των Αλαουιτών (ενός συγκρητιστικού κλάδου του σιιτικού ισλάμ) στον πυρήνα της εξουσίας. Τα στοιχεία αυτά προετοίμασαν σε μεγάλο βαθμό την έλευση στην εξουσία του Χαφέζ αλ-Ασαντ, το 1970.
Η ιδεολογία του συριακού Μπάαθ
Το Κόμμα της Αραβικής Σοσιαλιστικής Αναγέννησης, όπως είναι το πλήρες όνομα του Μπάαθ, δημιουργήθηκε το 1953 από τη συνένωση του κινήματος της Αραβικής Αναγέννησης των Μισέλ Αφλάκ και Σαλάχ αλ-Μπιτάρ και του Αραβικού Σοσιαλιστικού κόμματος του Ακράμ αλ-Χαουράνι. Το κίνημα των Αφλάκ και αλ-Μπιτάρ, το οποίο αποτελούσε τον κύριο κορμό της ένωσης αυτής, είχε συγκροτηθεί το 1947 και ήταν πλήρως οργανωμένο με παρακλάδια και εκτός Συρίας. Υπήρχε μάλιστα ως κύκλος διανοουμένων-ακτιβιστών από το 1941. Οι δημιουργοί του ήταν καθηγητές μέσης εκπαίδευσης που είχαν σπουδάσει στη Γαλλία και εκπροσωπούσαν την κατώτερη μεσαία τάξη των μεγάλων αστικών κέντρων.
Η ιδεολογία του Μπάαθ χαρακτηρίζεται από τα αντι-ιμπεριαλιστικά και αντι-αποικιακά πολιτικά ρεύματα που κυριαρχούν σε ολόκληρο τον Τρίτο Κόσμο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950. Εχοντας την εμπειρία της αποτίναξης του γαλλικού αποικιακού ελέγχου, το Μπάαθ κηρύττει το τέλος του «φεουδαλικού» ελέγχου της κοινωνίας, εννοώντας τους μεγάλους γαιοκτήμονες και τις προνεωτερικές μορφές κληρονομικού κοινωνικού ελέγχου των προκρίτων και των επικεφαλής των φυλών. Σε περιφερειακό επίπεδο το Μπάαθ θεωρεί ότι η κατάτμηση του αραβικού κόσμου σε πολλά κράτη αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο οι ιμπεριαλιστικές και αποικιοκρατικές δυνάμεις ελέγχουν τους λαούς της περιοχής και η αραβική ενότητα αποτελεί βασικό σκοπό του κινήματος.
Το Μπάαθ καταφέρνει να κινητοποιήσει μεγάλο μέρος των μεσαίων αστικών στρωμάτων και της αγροτιάς, αλλά, το πιο σημαντικό, να αποκτήσει μεγάλη επιρροή στον συριακό στρατό που μεγεθύνεται ραγδαία μετά τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948. Η ταπεινωτική ήττα των Αράβων σε αυτόν τον πόλεμο θα αποτελέσει την κρισιμότερη δοκιμασία για τις κοινωνικοπολιτικές ελίτ που είχαν κυριαρχήσει στην περίοδο του ευρωπαϊκού ελέγχου στην Αίγυπτο, στη Συρία και στο Ιράκ. Με αφετηρία τη νασερική Αίγυπτο, το 1952, οι παραδοσιακές, γαιοκτημονικές κυρίως, ελίτ χάνουν την εξουσία στη Συρία και στο Ιράκ. Ο Νάσερ αποτελεί για τα παναραβικά κινήματα και για το Μπάαθ την ενσάρκωση της δυνατότητας για παναραβική ενότητα. Το Μπάαθ θα συνηγορήσει στη δημιουργία, το 1958, της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας μεταξύ Αιγύπτου και Συρίας και δεν θα διστάσει μάλιστα να αυτοδιαλυθεί, όταν ο Νάσερ έθεσε ως προϋπόθεση για την ένωση τη διάλυση των συριακών κομμάτων και την αποχώρηση του στρατού από την πολιτική.
Τα αδιέξοδα της δεκαετίας του ’60
Η ηγεμονική συμπεριφορά του Νάσερ στη διαχείριση της ένωσης οδήγησε τελικά στην κατάρρευσή της το 1961. Ο μπααθικός πυρήνας του συριακού στρατού αρνήθηκε να παραμείνει στο περιθώριο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Τόσο στα πολιτικά όργανα του Μπάαθ όσο και στον βραχίονά του στον στρατό (στρατιωτική επιτροπή) αναπτύχθηκαν αποκλίνοντα ρεύματα. Το νασερικό ρεύμα που επιθυμούσε την επανάληψη της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας. Το «αποσχιστικό» ρεύμα αποτελούνταν από εκείνους που δεν ήθελαν την επανάληψη του ενωτικού πειράματος με την Αίγυπτο. Ενα άλλο ρεύμα επηρεαζόταν από τις ιδέες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του αλ-Χαουράνι και ένα ακόμη συνέχιζε να υποστηρίζει το παναραβικό όραμα με μια ομοσπονδιακή όμως μορφή μεταξύ της μπααθικής Συρίας, του μπααθικού Ιράκ και της νασερικής Αιγύπτου. Από το 1963 και την πτώση της μπααθικής κυβέρνησης στο γειτονικό Ιράκ, η μπααθική ηγεσία της Δαμασκού βρέθηκε απομονωμένη στο αραβικό σύστημα ασφαλείας τόσο από το Ιράκ όσο και από τη νασερική Αίγυπτο.
Στο εσωτερικό ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, το Μπάαθ είχε καταφέρει ένα συντριπτικό χτύπημα στις παραδοσιακές γαιοκτημονικές ελίτ με την αγροτική μεταρρύθμιση. Η αναδιανομή της γης ενισχύθηκε μετά το πραξικόπημα του 1963, μειώνοντας ακόμη περισσότερο την έκταση που θα μπορούσε να κατέχει κάθε αγρότης. Επίσης εξασφάλιζε τους επίμορτους καλλιεργητές από αυθαίρετες εξώσεις και όριζε κατώτατα όρια μεριδίου, ενώ έδινε και το δικαίωμα οργάνωσης των επίμορτων καλλιεργητών και των αγρεργατών σε ενώσεις. Την ίδια στιγμή το Μπάαθ δεν έδειξε το ίδιο ριζοσπαστική διάθεση για αλλαγή των συνθηκών των εργατικών και μικρεμπορικών στρωμάτων των μεγάλων πόλεων, αφού δεν ακολούθησε τις επαγγελθείσες σοσιαλιστικές αλλαγές. Αυτή η καίρια κοινωνική μεταρρύθμιση αφενός αύξησε τη δύναμη του Μπάαθ στην αγροτιά και τα μεσαία στρώματα της υπαίθρου και αφετέρου έδινε σαφή πρωτοκαθεδρία στα προερχόμενα από την ύπαιθρο στελέχη εντός του κομματικού μηχανισμού. Στις εκλογές του 1961 οι υποψήφιοι του Μπάαθ έλαβαν 17% στις συνοικίες της κυρίως Δαμασκού, ενώ τα ποσοστά τους στην ενδοχώρα της και στις αγροτικές περιοχές έφτανε το 31,5% και το 49% αντίστοιχα.
Οι ομαδοποιήσεις και οι έντονες εσωτερικές διαμάχες
Η κυριαρχία της υπαίθρου είναι ανάγλυφη στην ανθρωπογεωγραφία των βασικών στελεχών του στρατιωτικού βραχίονα του Μπάαθ. Από το 1963 τις καίριες θέσεις στον στρατό κατέχουν Δρούζοι και αλαουίτες αξιωματικοί, δηλαδή προερχόμενοι από αγροτικές περιοχές.
Αλλά και όλοι σχεδόν οι σουνίτες ανώτατοι στρατιωτικοί που ανήκουν στο Μπάαθ προέρχονται από την ύπαιθρο ή από αγροτικούς πληθυσμούς που έχουν μετακινηθεί στα μεγάλα αστικά κέντρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο ταξίαρχος Αμίν αλ-Χάφεζ, που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο την περίοδο 1963-1966, προερχόταν από τα περίχωρα του Χαλεπίου όπου κατοικούσαν εσωτερικοί μετανάστες από τις αγροτικές περιοχές.
Οι εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των «αποσχιστικών», των σοσιαλιστών και των παναραβιστών ήταν περισσότερο έντονες ανάμεσα στους σουνίτες ανώτερους αξιωματικούς, οι οποίοι ήταν και η πλειονότητα στη στρατιωτική ιεραρχία, όπως άλλωστε και στον συριακό πληθυσμό. Αντιθέτως οι στρατιωτικοί που ανήκαν στην αλαουιτική κοινότητα επεδείκνυαν μια πολύ μεγαλύτερη συνοχή. Η συνοχή αυτή τους έδωσε τη δυνατότητα να ελέγχουν, μετά το 1963, την πανίσχυρη στρατιωτική επιτροπή του Μπάαθ. Ο συριακός στρατός είχε αυξηθεί ραγδαία στη δεκαετία του 1960. Η κοινότητα των αλαουιτών κατοικούσε σε ορεινές και φτωχές αγροτικές περιοχές με αποτέλεσμα οι νέοι να βλέπουν τον στρατό ως μια ασφαλή διέξοδο από την ακραία φτώχεια και την αδιαφορία των σουνιτικών γαιοκτημονικών ελίτ.
Επάνδρωναν τις τάξεις των αξιωματικών και κυρίως των κατώτερων βαθμίδων της στρατιωτικής ιεραρχίας. Ηταν περισσότερο η προνεωτερικού τύπου δομή της κοινότητάς τους και οι δεσμοί αλληλεγγύης και αφοσίωσης σε αυτήν που ένωναν του αλαουίτες αξιωματικούς και λιγότερο μια συνειδητή πολιτική συμφωνία. Το γεγονός ότι ήλεγχαν τη στρατιωτική επιτροπή του Μπάαθ τους έδινε τη δυνατότητα να δρουν και να διεκδικούν την εξουσία όχι ως μειονοτική εθνοθρησκευτική κοινότητα αλλά ως εκφραστές της «ορθοδοξίας» του μπααθικού κινήματος.
Η επίλυση των διαφορών με τα όπλα
Το πραξικόπημα του Φεβρουαρίου 1966 αποτύπωσε την υπεροχή των αλαουιτών στρατιωτικών και των «συμμάχων» τους στις ένοπλες δυνάμεις που ανήκαν στις μειονότητες των Δρούζων και των Ισμαηλιτών. Το πραξικόπημα πρόλαβε την προσπάθεια επανέναρξης των διαπραγματεύσεων για ένωση με τη νασερική Αίγυπτο. Στρατεύματα υπό τον Σαλίμ Χατούμ προέλασαν μέχρι την κατοικία του προέδρου Αμίν αλ-Χάφεζ όπου η φρουρά του πρόβαλε σθεναρή αντίσταση. Επειτα από ώρες σκληρής μάχης ο ισχυρός άνδρας του πραξικοπήματος, αλαουίτης Ιζάτ Τζαντίντ έδωσε εντολή να βομβαρδιστεί η προεδρική κατοικία και τότε ο αλ-Χάφεζ παραδόθηκε. Από τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος αυτού και μέλος της ηγετικής ομάδας που ανέλαβε την κυβέρνηση ήταν ο επίσης αλαουίτης Χάφεζ αλ-Ασαντ.
Το πραξικόπημα έβγαλε τη Συρία από την απομόνωση στο αραβικό περιφερειακό σύστημα και την κατέστησε ισότιμο συνομιλητή του Ιράκ και της Αιγύπτου. Κυρίως όμως, θα ξεκινούσε μια πολιτική και κοινωνική διαδικασία που θα παγιωνόταν από το πραξικόπημα του 1970 που θα έφερνε τον Χάφεζ αλ-Ασαντ στην εξουσία για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Η συμμαχία των αλαουιτών στρατιωτικών με τα αγροτικά και τα μεσαία στρώματα της υπαίθρου κάτω από την πολιτική-ιδεολογική ομπρέλα του μπααθικού κινήματος και το σιδερένιο χέρι του πατερναλιστικού κράτους θα ήταν η βάση της κυριαρχίας του Ασαντ. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, η προβληματική ενσωμάτωση της Συρίας στο παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο και η είσοδος της οικονομίας της αγοράς, σε συνδυασμό με την καλπάζουσα διαφθορά και την αλλαγή των περιφερειακών συσχετισμών θα διαρρήξει αυτήν τη συμμαχία και θα ανοίξει τον δρόμο για τη σημερινή τραγωδία στη Συρία.
* Ο κ. Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr.
(Στην φωτογραφία Ο Χαφέζ αλ-Ασαντ (δεξιά) ανέλαβε υπουργός Αμυνας στην κυβέρνηση που συγκροτήθηκε από τον στρατιωτικό βραχίονα του Μπάαθ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, συγκέντρωσε όλη την εξουσία στα χέρια του και ανέλαβε την προεδρία της Συρίας)