Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Άρθρο του Σ. Καλεντερίδη πού θα οδηγήσει η δοκιμασία στις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ


Πού θα οδηγήσει η δοκιμασία στις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ
ΣΑΒΒΑΣ ΚΑΛΕΝΤΕΡΙΔΗΣ
(Πηγή : http://www.pontos-news.gr)
Η Τουρκία με την εμφάνιση της κρίσης στη Συρία στις αρχές του 2011 συμμετείχε σε αυτήν με την πλευρά των «επιτιθεμένων» δυνάμεων, δηλαδή των δυνάμεων εκείνων που είχαν ως στόχο την καταστροφή της χώρας και την ανατροπή του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ.
Μάλιστα η Τουρκία ήταν ο βασικός πυλώνας του όλου εγχειρήματος, στο οποίο κεντρικοί παίκτες ήταν –μεταξύ άλλων– οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Αγγλία, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ. Και ήταν κεντρικός πυλώνας γιατί το τουρκικό έδαφος φιλοξένησε την ηγεσία της λεγόμενης συριακής αντιπολίτευσης, καθώς και τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (ΕΣΣ).
Στο έδαφος της Τουρκίας εκπαιδεύτηκαν χιλιάδες στελέχη του ΕΣΣ, από την Τουρκία περνούσαν όπλα και πυρομαχικά όλα αυτά τα χρόνια.
Όταν η Ρωσία αποφάσισε να βάλει βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, αποτρέποντας τη στρατιωτική επέμβαση, τότε ισχυροποιήθηκε ο Άσαντ και άρχισε να φυλλοροεί ο λεγόμενος ΕΣΣ. Τότε εμφανίστηκε η αλ Νούσρα, η οποία άρχισε να προβάλλει ως απειλή και για τη Δύση.
Η επιμονή της Ρωσίας στην παραμονή του Άσαντ, και ο κίνδυνος γενικής αποσταθεροποίησης από την ενδεχόμενη επικράτηση της αλ Νούσρα στη Συρία και το σουνιτικό Ιράκ, ανάγκασαν την Ουάσιγκτον να τροποποιήσει την πολιτική της, να συνεργαστεί με τη Συρία και να μην επιμένει πλέον στην ανατροπή του Σύρου προέδρου.
Όταν η Τουρκία είδε τη στροφή της Ουάσιγκτον ένιωσε προδομένη, αφού από τη μία πολιτικά είχε επενδύσει τα πάντα στην ανατροπή του Άσαντ και στην ανάληψη της εξουσίας από σουντικά ανδρείκελα της Άγκυρας, και από την άλλη διαπίστωσε ότι είχαν «φυτρώσει» στο μαλακό της υπογάστριο τρία κουρδικά καντόνια που απειλούσαν την εθνική της ασφάλεια και ενότητα.
Τότε η Τουρκία αναγκάστηκε να καταστρώσει τη δική της «εθνική» πολιτική για να αντιμετωπίσει την αναβαθμισμένη κουρδική απειλή.
Η νέα πολιτική της Άγκυρας ήταν μονομερής υποστήριξη της αλ Νούσρα και του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους που ισχυροποιήθηκε στη Συρία την περίοδο 2013-14. Κεντρικοί στόχοι θεωρήθηκαν ο έλεγχος του Χαλεπίου και του Ιντλίμπ μέσω της αλ Νούσρα, και η καταστροφή των κουρδικών καντονιών μέσω του ΙΚ.
Όμως οι Κούρδοι εκτός από τα καντόνια είχαν δημιουργήσει και ένα στρατό που αριθμεί 60.000 αξιόμαχους άνδρες και γυναίκες που ήταν εξαιρετικά χρήσιμοι στις ΗΠΑ για επιχειρησιακούς αλλά και για γεωπολιτικούς λόγους· και εκεί άρχισαν να μεγαλώνουν τα αμερικανοτουρκικά προβλήματα.
Όταν οι Κούρδοι έφτασαν προ των πυλών της αλ Μπαμπ με τη βοήθεια της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ και ήταν έτοιμοι να ενώσουν τα καντόνια τους, η Τουρκία αναγκάστηκε να κάνει τη μεγαλύτερη ανατροπή στην εξωτερική της πολιτική από τότε που ιδρύθηκε το τουρκικό κράτος.
Εγκατέλειψε παλιούς και νέους φίλους –ήτοι τις ΗΠΑ, τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και το Ισλαμικό Κράτος–, και συντάχθηκε με τους χθεσινούς εχθρούς, δηλαδή τη Ρωσία, το Ιράν και τον ίδιο τον Άσαντ! Και όλα αυτά για να καταλάβει την αλ Μπαμπ και να αποτρέψει τη συνένωση των καντονιών και τη δημιουργία του λεγόμενου «Κουρδικού Διαδρόμου».
Στην αλ Μπαμπ η επιχείρηση της Τουρκίας έχει «κολλήσει» και ήδη έχει αυξηθεί στις 8.000 ο αριθμός των στρατιωτών που ετοιμάζονται να κάνουν γενική επίθεση για την κατάληψη της πόλης.
Εν τω μεταξύ είναι σε εξέλιξη συνομιλίες της Τουρκίας και των ΗΠΑ, με την πρώτη να εκβιάζει τη δεύτερη ακόμα και με το κλείσιμο της βάσης του Ιντζιρλίκ για να σταματήσει η συνεργασία και υποστήριξη των Δυνάμεων Λαϊκής Άμυνας (YPG) από τον αμερικανικό στρατό.
Να σημειωθεί ότι περισσότεροι από 30.000 μαχητές του YPG συμμετέχουν από κοινού με τις ΗΠΑ στην επιχείρηση περικύκλωσης της Ράκκα, της ντε φάκτο πρωτεύουσας των τζιχαντιστών, γεγονός που καθιστά αγεφύρωτο το χάσμα με την Τουρκία η οποία επιμένει ότι ο YPG είναι τρομοκρατική οργάνωση και δεν πρέπει η Ουάσιγκτον να συνεργάζεται μαζί του.
Τα πράγματα σοβαρεύουν, και δεδομένου ότι η Τουρκία απαιτεί από τις ΗΠΑ να τροποποιήσουν έναν μακροχρόνιο, «βαθύ και βαρύ» στρατηγικό σχεδιασμό αυτή η κρίση, σε περίπτωση που συνεχίσει να επιμένει η Τουρκία, μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην πορεία των σχέσεων των δυο χωρών.