Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Πολύ καλός Τ. Θεοδωρόπουλος για το μίσος για τα αρχαία ελληνικά


Το μίσος για τα αρχαία
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο​​ποτε στο πολιτικό κουβεντολόι –αυτό που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται διακυβέρνηση– πέφτει η μέση εκπαίδευση, θα σκάσει μύτη η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής.
Μεταξύ τυρού και αχλαδίου εννοείται, αφού όταν μιλάμε για «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» παρ’ ημίν εννοούμε τον τρόπο των απολυτηρίων και εισαγωγικών εξετάσεων, τη διάρκεια των διαλειμμάτων, τα μισθολόγια και τα επιδόματα, τις οργανικές θέσεις και τα ωράρια. Λογικόν. Την εκπαιδευτική πολιτική την καθορίζουν οι συνδικαλιστές, μια μικρή μερίδα αδρανών εκπαιδευτικών που επαγγέλλονται τους προστάτες όσων δραστηριοποιούνται στην τάξη. Οι υπουργοί και οι παρατρεχάμενοι σύμβουλοι απλώς κάνουν τους τροχονόμους. Οποτε όμως η συζήτηση ξεγλιστράει στο περιεχόμενο, από τη δεκαετία του ογδόντα έως σήμερα, στόχος είναι τα περίφημα «αρχαία». Οχι τόσο πολλά αρχαία, όχι άλλα αρχαία, καθόλου αρχαία. Επιτέλους, μας μπάφιασαν με τα αρχαία.
Λέγεται ότι όταν ο Γεώργιος των Παπανδρέου ο μικρός είχε συναντήσει τον Εμμανουήλ Κριαρά για να του προτείνει να τον τοποθετήσει στην τελευταία, τιμητική, θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, εκείνος του είχε ζητήσει να φροντίσει ώστε να καταργηθεί η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών. Σημειωτέον ότι ο καθ’ όλα αξιοσέβαστος γλωσσολόγος είχε ξεπεράσει τότε τα εκατό. Τι είχε να φοβηθεί και τι προσδοκούσε από την κατάργηση της διδασκαλίας τους; Ο δημοτικιστής φοβόταν τη γλωσσική σύγχυση με την επάρατο καθαρεύουσα; Ή μήπως ευαγγελιζόταν την απελευθέρωση των τρυφερών βλαστών μας από την τυραννία της δοτικής και του απαρεμφάτου;
Το μίσος για τα αρχαία δεν ευδοκιμεί μόνο στα μέρη μας. Φύεται σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια, μαζί με το μίσος για τα λατινικά. Αυτό το δεύτερο εμάς δεν μας απασχολεί για τον απλούστατο λόγο ότι η διδασκαλία της λατινικής παρ’ ημίν υπήρξε πάντα προσχηματική. Η εθνική μας υπερηφάνεια δεν επέτρεπε την ενασχόληση με τους Λατίνους. Τους αντιμετωπίζαμε ως υποδεέστερους μιμητές της δικής μας πρωτοτυπίας, η οποία μας ανήκε κληρονομικώ δικαίω. Γιατί να χάνει το Γαλλάκι τόσες ώρες για να μάθει να αποκρυπτογραφεί τις δύο νεκρές γλώσσες τη στιγμή που η γνώση του σύγχρονου κόσμου διαθέτει πλούτο τον οποίον για να αξιοποιήσεις πρέπει να αφομοιώσεις άπειρες πληροφορίες;
Εκεί, βέβαια, η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών συνδέεται με όλη τη διάρθρωση της εκπαίδευσης στην πολυπολιτισμική κοινωνία. Αν ρόλος της εκπαίδευσης είναι και η αφομοίωση όσων προέρχονται από άλλους πολιτισμούς στις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και αν θεωρήσουμε ότι μέσα στις αξίες αυτές συγκαταλέγονται αυτές οι δύο γλώσσες, τότε τι θα κάνουμε; Θα διδάσκουμε στο Αφγανάκι ή το Πακιστανάκι τα γερουνδιακά του Κικέρωνα και τα ακροβατικά του Ευριπίδη; Θα τα τρελάνουμε και θα τα στείλουμε πακέτο στον ιμάμη της γειτονιάς. Αυτόν τουλάχιστον τον καταλαβαίνουν. Οπότε, προκειμένου να μη δημιουργήσουμε ανισότητες στο πολυπολιτισμικό σχολείο, ας αποφασίσουμε επιτέλους ότι τα πρωτότυπα δεν αποτελούν αξίες της καλλιέργειάς μας, ας τα διδάσκουμε από μετάφραση για να τελειώνουμε. Και όσοι θέλουν ας τα πάρουν ως μαθήματα κατ’ επιλογήν. Σχηματικά αυτή είναι η κυρίαρχη άποψη.
Μία παρένθεση. Υπάρχει η άποψη ότι τα λεγόμενα κλασικά γράμματα πέρασαν στη Δύση μέσω των Αράβων. Πολύ ωραία. Και ο Αβικένας μελέτησε τον Πλάτωνα και ο Αβερρόης τον Αριστοτέλη. Με μία διαφορά: οι Αραβες πήραν τις επιστήμες και τη φιλοσοφία των Ελλήνων, αλλά αγνόησαν τους Τραγικούς και τον Φειδία. Για την Ευρώπη δεν υπάρχει κλασική αρχαιότητα χωρίς την τέχνη και τους Τραγικούς. Οι Αραβες δεν είχαν επαφή με τα πρωτότυπα κείμενα. Υπήρξαν μεταφράσεις τις οποίες διάβαζαν και σχολίαζαν, όμως η καλλιέργεια της επαφής με το πρωτότυπο είναι καθαρά ευρωπαϊκή υπόθεση. Ξεκινάει από τη Ρώμη, περνάει από το Βυζάντιο και τον Μεσαίωνα και φτάνει ώς τα τέλη του εικοστού αιώνα. Μην ξεχνάμε τον ρόλο που έπαιξε η πώληση των χειρογράφων από τον Βησσαρίωνα στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας. Στο ευρωπαϊκό σχολείο έως χθες η φυσική ή τα μαθηματικά έδιναν την επιστημονική επάρκεια, όμως οι κλασικές σπουδές, κυρίως οι δύο νεκρές γλώσσες, ήσαν τα κύτταρα της γενικής παιδείας, της καλλιέργειας, του πολιτισμού. Θα επανέλθω όμως σε επόμενο σημείωμά μου.
Και τώρα πίσω στα δικά μας. Γιατί μισούμε εμείς οι σύγχρονοι Ελληνες τα αρχαία ελληνικά; Γιατί θεωρούμε πως η κατάργηση της διδασκαλίας τους είναι μέτρο «προόδου» για την εκπαίδευση; Την ίδια στιγμή, βέβαια, που θεωρούμε ότι εμείς επινοήσαμε τη δημοκρατία και είμαστε υπερήφανοι για τον Παρθενώνα; Υπάρχει πάντως η διαπλοκή της προοδευτικής σκέψης και εκπαίδευσης με την ιδεολογία της ήσσονος προσπαθείας. Και σε αντίθεση με την υπερηφάνεια για τον Παρθενώνα, η τριβή με τα αρχαία ελληνικά απαιτεί κόπο και το χειρότερο, το απεχθέστερον όλων για τη δημοκρατική Ελλάδα, πειθαρχία και συγκέντρωση.
Γιατί δεν βρήκαμε ύστερα από διακόσια χρόνια έναν δικόν μας τρόπο να τα διδάσκουμε και να τα μαθαίνουμε; Γιατί τα ταυτίζουμε με τον εθνικισμό και τα παραδίδουμε στους νεαντερτάλιους Ελληναράδες που τα κακοποιούν; Οσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο πείθομαι πως ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουμε την αρχαία ελληνική γλώσσα είναι αρμοδιότητα κάποιου εθνικού ψυχαναλυτή, ο οποίος πρέπει να σκαλίσει τα απωθημένα του συλλογικού μας ασυνείδητου. Να ξεθάψει τους θαμμένους εκεί ψυχαναγκασμούς και να αναδείξει το πρόβλημα. Η σχέση μας με την ελληνική αρχαιότητα, η οποία στήριξε τη σύγχρονη ύπαρξή μας, κινείται ανάμεσα στην εξιδανίκευση και την απόλυτη απόρριψη. Φοβόμαστε να την εκλογικεύσουμε.