Το «Όχι» του ιστορικού αναλφαβητισμού
Αριστείδης Χατζής
(Πηγή : http://www.protagon.gr)
Μεταξύ των πολλών θυμάτων της καιροσκοπικής, ανεύθυνης αλλά και πολιτικά ανήθικης απόφασης της κυβέρνησης να προκηρύξει δημοψήφισμα πάνω σε ανύπαρκτη πρόταση, με θεσμικά απαράδεκτες συνθήκες και με την οικονομία να καταρρέει, είναι και η ελληνική ιστορία.
Η ταύτιση του ελληναράδικου «όχι» με το ιστορικό ελληνικό ΟΧΙ του 1940 αλλά και με άλλες κορυφαίες στιγμές της ελληνικής ιστορίας ήταν ταυτόχρονα τραγική και γελοία. Αυτό το ιστορικό καραγκιοζιλίκι που θα είδατε να κρέμεται στο Facebook και τα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι αποκαλυπτικό. Υπήρχε βέβαια και πριν ως ιστορικός σκουπιδότοπος στο διαδίκτυο. Ιστοσελίδες, ιστότοποι και σελίδες του Facebook γεμάτοι ψεκασμένη ιστορία. Χώροι ηλεκτρονικής συνάθροισης ανθρώπων λειτουργικά αναλφάβητων, επιρρεπών στη συνωμοσιολογία, λούμπεν απ’ όλες τις απόψεις.
Όμως τις τελευταίες ημέρες αυτό το ίζημα ανέβηκε στον αφρό και περιέλουσε ακόμα και ανθρώπους (ιδιαίτερα νέους ανθρώπους!) που δυστυχώς δεν έχουν αντιστάσεις γιατί το έλλειμμά τους σε γνώσεις, αναλυτική σκέψη και κριτική ικανότητα είναι μεγάλο. Περικεφαλαίες, όπλα, αντάρτες, σπαρτιάτες, σουλιώτες και μακεδονομάχοι σε ένα κιτς υπερθέαμα ιστορικού αναλφαβητισμού.
Αυτό καταρχήν αποτελεί μια ζοφερή ένδειξη της ποιότητας εκπαίδευσης που παρέχεται σε όλες τις βαθμίδες – όχι φυσικά μόνο στο μάθημα της Ιστορίας. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε, είναι η εθνική μας ιδεολογία. Αντιγράφω εδώ την περιγραφή αυτής της εθνικής ιδεολογίας από παλαιότερο άρθρο μου στα Νέα:
«Αυτή η ιδεολογία είναι βαθιά αντιδραστική: ανορθολογισμός, αντι-διαφωτισμός, αντι-δυτικισμός, μισαλλοδοξία, ξενοφοβία, εθνικισμός, ρατσισμός, σχετικοποίηση της βίας, απέχθεια και φόβος απέναντι στην ανοικτή κοινωνία, την ελεύθερη αγορά, τον εκσυγχρονισμό και τις μεταρρυθμίσεις, τεχνοφοβία, πατερναλισμός, ηθικισμός και συνωμοσιολογία. Αυτή η εθνική ιδεολογία αναπαράγεται από το εκπαιδευτικό σύστημα και έχει υιοθετηθεί επιλεκτικά από όλα τα πολιτικά κόμματα, δεξιά και αριστερά.»
Η αποτυχία μας (όλων όσων ασχολούμαστε με την εκπαίδευση) είναι τρανταχτή. Οι νέες Ελληνίδες και οι νέοι Έλληνες πολίτες δεν γνωρίζουν, για παράδειγμα, πως ένα από τα πρώτα αιτήματα των Ελλήνων επαναστατών ήταν η ένταξή τους στην Ευρώπη: «θέλοντες να εξομοιωθώμεν με τους λοιπούς συναδέλφους μας Eυρωπαίους» γράφουν στην ιστορική «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος». Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό κείμενο που διαπνέεται από τα δημοκρατικά και φιλελεύθερα ιδεώδη του Διαφωτισμού, της αμερικανικής και της γαλλικής επανάστασης. Γράφτηκε κυρίως από μία ομάδα τεσσάρων φιλελεύθερων εκσυγχρονιστών διανοούμενων και πολιτικών. Από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον σημαντικότερο φορέα των φιλελεύθερων ιδεών κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης και πρώτο Έλληνα πρωθυπουργό, τον Αναστάσιο Πολυζωίδη, τον σημαντικότερο Έλληνα γνήσιο φιλελεύθερο διανοούμενο της περιόδου (και στενό συνεργάτη του Μαυροκορδάτου), τον ιδιόρρυθμο Θεόδωρο Νέγρη και τον Vincenzo Gallina, έναν καρμπονάρο, φιλελεύθερο νομικό, «επαγγελματία» επαναστάτη, που βρέθηκε στην Ελλάδα την κατάλληλη στιγμή.
Ο 19χρονος Πολυζωίδης όμως ήταν αυτός που επηρέασε καταλυτικά το τελικό κείμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελληνική Διακήρυξη μοιάζει τόσο πολύ με την Αμερικανική της 4ης Ιουλίου 1776. Ο Πολυζωίδης γνώριζε πολύ καλά την Αμερικανική όπως αποδεικνύεται από τη μετάφρασή της που είχε ετοιμάσει και δημοσίευσε δύο χρόνια αργότερα (το 1824) στο Μεσολόγγι. Τη συμπεριέλαβε σε έναν τόμο που περιείχε μεταξύ των άλλων αναλυτικές παρουσιάσεις των βρετανικών και αμερικανικών συνταγματικών θεσμών. Η έκδοση αυτή είχε σκοπό να επηρεάσει την κατάρτιση του τελικού ελληνικού συντάγματος - και πράγματι επηρέασε το τρίτο επαναστατικό σύνταγμα της Τροιζήνας, το πλέον φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα της εποχής του.
Πώς αυτοί οι «δυτικότροποι διανοούμενοι» κατόρθωσαν να ασκήσουν «δυσανάλογη επιρροή» και να εξασφαλίσουν ότι «το κυοφορούμενο κράτος θα ήταν εξοπλισμένο με τα χαρακτηριστικά του φιλελεύθερου συνταγματικού πολιτεύματος»; (όπως χαρακτηριστικά αναρωτιέται το 2002 ο Richard Clogg, Καθηγητής της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης). Έχουν γραφεί πάρα πολλά για το θέμα. Αν θέλει κάποια/ος να εμβαθύνει περισσότερο θα πρέπει να ξεκινήσει απαραιτήτως από το τρίτο κεφάλαιο του πολύτιμου βιβλίου του Νικηφόρου Διαμαντούρου Οι Απαρχές της Συγκρότησης Σύγχρονου Κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828 (ΜΙΕΤ, 2006). Ο Διαμαντούρος δίνει μια ενδιαφέρουσα απάντηση. Τα κατάφεραν γιατί ακολούθησαν «ταυτόχρονα μια πολιτική στραμμένη προς την ενίσχυση της θέσης τους μέσω της εκμετάλλευσης του εγχώριου συστήματος πελατειακών σχέσεων και συμμαχιών, και μια άλλη που πρόσβλεπε στην Ευρώπη, στην οποία ήθελαν να ανήκει η Ελλάδα και από την οποία ήξεραν ότι εξαρτιόταν η τελική ευόδωση των προσπαθειών τους.»
Πώς έφτασε λοιπόν να ταυτίζεται ένας θρυλικός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας που συγκλόνισε την Ευρώπη με την ελληναράδικη θρασύδειλη ψευτομαγκιά του φραπέ; Αυτή που οδήγησε σε τρεις εθνικές καταστροφές; Το 1897, το 1922 και το 1974.
Διότι στην Ελλάδα είχαμε την τύχη να έχουμε έναν μεγάλο εκσυγχρονιστή, τον Χαρίλαο Τρικούπη αλλά και την ατυχία να έχουμε ως αντίπαλό του έναν μεγάλο λαϊκιστή, τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Οι πολιτικοί απόγονοί τους συνεχίζουν να συγκρούονται και δυστυχώς οι δεύτεροι επικρατούν συχνότερα των πρώτων, παρά το γεγονός ότι η χώρα μας βρίσκεται στη σημερινή προνομιακή της θέση στην Ευρώπη διότι ο ελληνικός λαός μπόρεσε να εμπιστευθεί τους δύο μεγαλύτερους έλληνες πολιτικούς του 20ου αιώνα, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή – όμως και άλλους μικρότερους αλλά σημαντικούς. Το κοινό των εκσυγχρονιστών πολιτικών (παρά τις όποιες αδυναμίες και τα λάθη τους) ήταν πάντα η προσήλωση στην ευρωπαϊκή θέση της χώρας. Εξαιτίας τους η σύγχρονη Ελλάδα βρέθηκε σε μια θέση που ίσως δεν της άξιζε.
Στα λόγια του μεγαλύτερου Έλληνα πολιτικού όλων των εποχών, του Ελευθερίου Βενιζέλου, θα αφιερώσω τον επίλογο αυτού του άρθρου. Αποτελούν εθνική παρακαταθήκη:
«Δημαγωγούντες εκάστοτε τον ελληνικόν λαόν και καπηλευόμενοι τον πατριωτισμόν, διά να παραστήσωμεν εις αυτόν ότι είναι λαός περιούσιος [...] καταντήσαμεν να πείσωμεν αυτόν ότι εις τον αγώνα του πολιτισμού και εις τον αγώνα της προόδου και εις τον αγώνα της αμίλλης δεν έχει ανάγκην, όπως επικρατήση, να μεταχειρισθή τα ίδια όπλα τα οποία μεταχειρίζονται οι άλλοι λαοί. [...] Πάντα ταύτα κατορθώσαμεν να πείσωμεν τον λαόν ότι ήσαν περιττά. Συγχρόνως αφήσαμεν αυτόν να επαναπαύεται ότι, εάν του λείψουν όλα τα άλλα εφόδια, δύναται όμως, κρατών επάνω εις τον δίσκον της επαιτείας τας παρελθούσας δόξας του, να προσέρχεται εκάστοτε προς τους ισχυρούς εκείνους, οι οποίοι κατ’ άλλον τρόπον εργασθέντες εγένοντο ισχυροί, διά να ζητή υπέρ εαυτού ως επαιτείαν, επί τη βάσει των παλαιών περγαμηνών του, όπως υπερασπίζη τα δίκαιά του.»