Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Ιστορικό άρθρο για την επίσκεψη του Σοφ. Βενιζέλου στη Μόσχα το 1960


Ο Σοφοκλής Βενιζέλος στη Μόσχα
ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΙΖΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Η επίσκεψη του αρχηγού των Φιλελευθέρων Σοφοκλή Βενιζέλου στη Σοβιετική Ενωση, τον Ιούνιο του 1960, εντασσόταν σε αλληλοσυμπληρούμενες ροπές της διεθνούς και της ελληνικής πολιτικής.
Η αναζήτηση της ύφεσης στις σχέσεις των δύο συνασπισμών που αναμετρούνταν στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι στη στρατηγική εξίσωση συνυπολογίζονταν και τα πυρηνικά οπλοστάσια των Υπερδυνάμεων και της Βρετανίας, συνιστούσε προτεραιότητα των εμπλεκομένων κυβερνήσεων. Ηδη το 1959 ο συντηρητικός πρωθυπουργός της Βρετανίας και αναμφισβήτητα ατλαντιστής Harold Macmillan επισκεπτόταν τη Μόσχα σε αναζήτηση σημείων προσέγγισης με τη Σοβιετική ηγεσία.
Στο επίπεδο της ελληνικής πολιτικής, η πολυδιασπασμένη κεντρώα αντιπολίτευση, ηττημένη στις εκλογές του 1958, απειλείτο με συντριβή μεταξύ της κυβερνώσας Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενωσης (ΕΡΕ) του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) που, προς γενική έκπληξη, είχε αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση. Στο πλαίσιο αυτό μερίδα της αστικής πολιτικής ηγεσίας εκτιμούσε ότι η ύφεση είχε σημασία όχι μόνο στο πεδίο των σχέσεων των δύο συνασπισμών αλλά και ειδικό ενδιαφέρον για την ελληνική εξωτερική αλλά και εσωτερική πολιτική. Από μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινής γνώμης και της αστικής πολιτικής ηγεσίας, ιδίως από τον αρχηγό των Φιλελευθέρων Σοφοκλή Βενιζέλο αλλά και τον προερχόμενο από τη Δεξιά αρχηγό των Προοδευτικών Σπύρο Μαρκεζίνη, ο προσανατολισμός των κυβερνήσεων Καραμανλή θεωρείτο μονόπλευρα ατλαντικός.
Η διευθέτηση του Κυπριακού στη βάση της ανεξαρτησίας της μεγαλονήσου τον Φεβρουάριο του 1959 θεωρείτο ότι συνιστούσε απαράδεκτη απεμπόληση της αυτοδιάθεσης, δηλαδή της ένωσης. Προσετίθετο ότι αυτή οφειλόταν στην προτεραιότητα που είχαν λάβει τα ατλαντικά συμφέροντα, στη στάθμιση των οποίων εκτιμάτο ιδιαίτερα η στρατηγική αξία της Τουρκίας, έναντι των ελληνικών. Υπήρχε ταυτόχρονα μια ισχυρή εσωτερική όψη που συνέδεε στη σκέψη τους την οξύτητα του Ψυχρού Πολέμου με τη συντηρητική κυριαρχία στην ελληνική πολιτική ήδη από την επικράτηση του Ελληνικού Συναγερμού του στρατάρχη Παπάγου το 1952. Η διεθνής όξυνση, πιστευόταν, αντικατοπτριζόταν στην πόλωση στο εσωτερικό της χώρας μεταξύ της Δεξιάς, που λάμβανε τον χαρακτήρα του αυθεντικού εκφραστή του αντικομμουνισμού, και της κομμουνιστικής αριστεράς, την οποία εκπροσωπούσε η ΕΔΑ, καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας είχε τεθεί εκτός νόμου το 1947. Η ενίσχυση των τάσεων της ύφεσης στη διεθνή πολιτική αναμενόταν ότι θα επέτρεπε τη χαλάρωση της πόλωσης στο εσωτερικό της χώρας και θα επέτρεπε στον κεντρώο χώρο να εκφράσει τη δυσαρέσκεια από μια πολιτική νομισματικής σταθερότητας που έθετε μεν τη βάση της ανάπτυξης αλλά ταυτόχρονα δεν ικανοποιούσε, ακόμα τουλάχιστον, το αίτημα της ανόδου του βιοτικού επιπέδου. Τέλος, υπήρχε η ελπίδα ότι η ελληνική γεωργική παραγωγή την οποία δεν απορροφούσαν οι δυτικές αγορές, θα μπορούσε να απορροφηθεί από τη Σοβιετική Ενωση και τον Ανατολικό συνασπισμό εάν βελτιώνονταν οι σχέσεις της Αθήνας με τη Μόσχα.
Οι απόψεις των δύο πλευρών κατά τις συνομιλίες
Αυτό ήταν το πολιτικό πλαίσιο των ελληνο-σοβιετικών σχέσεων όταν ο Βενιζέλος, δεκατέσσερις μήνες μετά τον Μαρκεζίνη, έφθανε στη Μόσχα τον Ιούνιο του 1960 και συναντούσε αρχικά τον πρώτο αντιπρόεδρο της σοβιετικής κυβέρνησης, και αργότερα πρωθυπουργό, Αλεξέι Κοσίγκιν. Από εκεί ο αρχηγός των Φιλελευθέρων μεταφερόταν στην Κριμαία για να συναντήσει τον ίδιο τον Σοβιετικό ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ.
Στις συνομιλίες του ο Βενιζέλος τόνισε ότι εξακολουθούσε να είναι δεσμευμένος στη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ατλαντική Συμμαχία και εξέφρασε την αποδοκιμασία του για την προσφυγή των Ελλήνων κομμουνιστών στην ένοπλη επιλογή κατά τη δεκαετία του 1940. Θεώρησε ικανοποιητική τη θέση του Σοβιετικού ηγέτη, ο οποίος δεν αμφισβήτησε την ιδεολογική ταυτότητα της Μόσχας με το ΚΚΕ, αλλά διαβεβαίωσε ότι δεν απέβλεπε σε επιβολή κυβέρνησης της σοβιετικής επιλογής στην Ελλάδα αλλά στην ανάπτυξη φιλικών σχέσεων με την Αθήνα. Μεγάλο μέρος των συζητήσεων απορρόφησε η επίκαιρη τότε υπόθεση της κατάρριψης αμερικανικού κατασκοπευτικού αεροπλάνου εντός του σοβιετικού εναερίου χώρου, κάτι που είχε οδηγήσει στο ναυάγιο της συνδιάσκεψης στο Παρίσι. Το επεισόδιο αναδείκνυε μια πτυχή του Ψυχρού Πολέμου, των καλυμμένων αμερικανικών επιχειρήσεων, που είχε τη δεδομένη στιγμή προπαγανδιστική αξία για τους Σοβιετικούς. Ο Βενιζέλος έδειχνε κατανόηση για τη σοβιετική επιχειρηματολογία που επέρριπτε την ευθύνη του ναυαγίου των συνομιλιών και της όξυνσης στους Αμερικανούς και τόνιζε την ανάγκη οι επιχειρήσεις που αναλαμβάνονταν από αμερικανικές βάσεις στο έδαφος συμμαχικών χωρών να ελέγχονται από τις κυβερνήσεις των τελευταίων. Εδειχνε επίσης ενδιαφέρον για τη ρουμανική πρόταση σύγκλησης διαβαλκανικής διάσκεψης με θέμα την απύραυλη Βαλκανική.
Από την άλλη πλευρά, η επιχειρηματολογία του Χρουστσόφ είχε έντονη προπαγανδιστική διάσταση ιδίως στο οικονομικό σκέλος της. Η Μόσχα, τόνιζε, μπορούσε να βοηθήσει την Ελλάδα απορροφώντας όλη τη γεωργική της παραγωγή και χορηγώντας βοήθεια για την ανάπτυξη της βιομηχανίας της. Αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί από την πλευρά των Αμερικανών και των Βρετανών, οι οποίοι απέβλεπαν στο κέρδος και συνεπώς, σε αντίθεση με μια σοσιαλιστική χώρα όπως η Σοβιετική Ενωση, δεν ήθελαν να αποκτήσουν ανταγωνιστές. Ταυτόχρονα όμως ο Χρουστσόφ έθετε και την πολιτική προϋπόθεση: Η Σοβιετική Ενωση μπορούσε να κάνει μόνο χειρονομίες καλής θέλησης προς την Ελλάδα όσο αυτή παρέμενε στο ΝΑΤΟ και διατηρούσε στο έδαφός της αμερικανικές βάσεις τις οποίες ο Βενιζέλος χαρακτήριζε διευκολύνσεις του ΝΑΤΟ.
Νέα θέματα στον δημόσιο διάλογο
Τι απέμενε από την επίσκεψη αυτή; Από την πλευρά της Μόσχας επρόκειτο ασφαλώς για μία ακόμα επιτυχή άσκηση πολιτικής επικοινωνίας. Το πλαίσιο της εποχής πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη. Η Σοβιετική Ενωση ήταν ασφαλώς το αντίπαλο δέος για τον δυτικό κόσμο. Ενέπνεε σεβασμό όχι μόνο λόγω της συμμετοχής της στη συμμαχική νίκη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και λόγω των τεχνολογικών επιτεύξεών της. Η εικόνα της τότε δεν ήταν αυτή της χρεοκοπημένης υπερδύναμης αλλά ενός κολοσσού και ενός οικονομικού και κοινωνικού προτύπου εναλλακτικού προς το καπιταλιστικό σύστημα. Σήμερα, εκ των υστέρων, γνωρίζουμε ότι η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία δεν άνθεξε αυτό τον ανταγωνισμό, αλλά τότε το αποτέλεσμα έδειχνε ανοιχτό. Η σοβιετική οικονομία δεν επεδείκνυε ιδιαίτερη έφεση στην παραγωγή όλο και πιο εξειδικευμένων και παραλλαγμένων καταναλωτικών ειδών για ευρεία κατανάλωση, αλλά η ανάπτυξη της σοβιετικής βιομηχανικής ισχύος ήταν εντυπωσιακή. Η εκτόξευση του Σπούτνικ και η απόκτηση διηπειρωτικών πυραύλων είχε στρατηγικές αλλά και τεχνολογικές όψεις που είχαν ανησυχήσει τη Δύση. Ολα αυτά σταδιακά θα ετίθεντο στις πραγματικές τους διαστάσεις, αλλά τότε εντυπωσίαζαν τις μη κομμουνιστικές πολιτικές ηγεσίες και αυτό το κλίμα μετέφεραν ο ίδιος ο Βενιζέλος αλλά και οι ανταποκρίσεις της «Μακεδονίας», δημοσιογράφος της οποίας κάλυψε προνομιακά το ταξίδι του αρχηγού των Φιλελευθέρων στη Σοβιετική Ενωση.
Ο τελευταίος επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα έθετε και πάλι με έμφαση στον δημόσιο διάλογο τη συλλογιστική του σχετικά με την εσωτερική διάσταση των επαφών του. Η σοβιετική ηγεσία, τόνιζε, τον είχε διαβεβαιώσει ότι δεν απέβλεπε στην επικράτηση των κομμουνιστών. Αυτό σήμαινε ότι το ζήτημα της εξουσίας δεν είχε πλέον τον χαρακτήρα της ένοπλης αναμέτρησης που είχε τη δεκαετία του ’40. Ετσι, σε άρθρο του στο «Βήμα», τόνιζε ότι ήταν αναγκαία η νομιμοποίηση του ΚΚΕ ώστε να εκκαθαριστεί το πολιτικό τοπίο και να τεθούν οι ψηφοφόροι ενώπιον πραγματικών και όχι νόθων επιλογών. Η ύφεση στις διεθνείς σχέσεις θα έδινε επίσης περισσότερες επιλογές στην ελληνική εξωτερική πολιτική.
Η συλλογιστική αυτή δεν γινόταν κατ’ ανάγκη δεκτή από το σύνολο ή και την πλειοψηφία του κατακερματισμένου κεντρώου χώρου. Το πρόβλημα, σημείωνε η κεντρώα «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα, δεν ήταν αυτό που ο Βενιζέλος αποκαλούσε αντικομμουνιστική «ψύχωση», αλλά η έλλειψη ιδεολογικής και προγραμματικής σαφήνειας που θα διέκρινε το Κέντρο τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά. Χρειαζόταν ακόμα ενιαία κομματική οργάνωση και εκλογή μιας νέας ηγεσίας, η οποία θα εργαζόταν συστηματικά και μεθοδικά για την ανασύνταξη του κεντρώου χώρου. Από τον τόνο και την ουσία των επικρίσεων γινόταν σαφές ότι ο Βενιζέλος αν και δεν είχε ηγηθεί ποτέ του συνόλου του κεντρώου χώρου θεωρείτο τουλάχιστον συνυπεύθυνος για την έλλειψη κατεύθυνσης και τον κατακερματισμό του. Επίσης ότι παρά την καταγωγή του δεν αναγνωριζόταν ως ο «φυσικός ηγέτης» του χώρου. Ακόμα, συνήθως άρρητα, ανιχνευόταν σε σημαντική μερίδα του Κέντρου η αντίληψη ότι το άνοιγμα προς τη Σοβιετική Ενωση που προωθούσε ο Βενιζέλος ήταν ασύμβατο, τουλάχιστον στη φάση αυτή, με τον θεμελιώδη προσανατολισμό της Ελλάδας, στον οποίο είχαν συμβάλει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 και οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Κέντρου, προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον δυτικό κόσμο. Η πεποίθηση για την έλλειψη αποτελεσματικής ηγεσίας εκ μέρους του Σοφοκλή Βενιζέλου, η ανάδειξη της αυτονομίας του Κέντρου ως όρου για την ταυτότητά του και η πεποίθηση ότι τα ανοίγματα προς τη Μόσχα συνιστούσαν μια μάλλον πρόωρη και ασύμβατη πολιτική με τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας προς τη Δύση, θα αποτελούσαν στοιχεία που βάρυναν στην επικράτηση του Γεωργίου Παπανδρέου στον αγώνα για την ηγεσία της Ενωσης Κέντρου, η οποία θα συγκέντρωνε το σύνολο των δυνάμεων του χώρου τον Σεπτέμβριο του 1961.

* Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.


(Στην φωτογραφία : Ο Σοφοκλής Βενιζέλος (στη μέση αριστερά) και ο Σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ (στη μέση δεξιά) κατά τη συνάντησή τους στην Κριμαία)