Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Αποκαλυπτικό άρθρο για τις 6 ημέρες που έκριναν την τύχη της Ελλάδας


Εξι ημέρες που έκριναν την τύχη της Ελλάδας
Επιμέλεια: ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΚΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΙΚΑΣ
Αγνωστες πτυχές των κρίσιμων Συνόδων Κορυφής για το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, αλλά και των διεργασιών που έλαβαν χώρα τις ημέρες πριν και στο ενδιάμεσο των συνόδων, έρχονται στη δημοσιότητα. Συνομιλίες μεταξύ των ηγετών, τηλεφωνικές επικοινωνίες, παρεμβάσεις ισχυρών «παικτών» για να βρεθεί η χρυσή τομή στα καυτά ζητήματα και άλλες λεπτομέρειες βλέπουν για πρώτη φορά το φως, μέσα από πολυσέλιδη αναφορά του Eurocomment και του Peter Ludlow. Οπως αναφέρεται εκεί, αν και το «σκληρό πόκερ» εκτυλίχθηκε μεταξύ 4 προσώπων κατά τη Σύνοδο Κορυφής της 12ης Ιουλίου, αυτοί δεν ήταν οι μοναδικοί «παίκτες». Ο Ελληνας πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, η καγκελάριος της Γερμανίας Αγκελα Μέρκελ, ο Γάλλος πρόεδρος Φρ. Ολάντ και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντ. Τουσκ ήταν οι προσωπικότητες που καθόρισαν τις τελικές αποφάσεις.
Αποφάσεις, όμως, που είχαν προετοιμαστεί σε μεγάλο βαθμό από το Eurogroup –υπό την προεδρία του κ. Γ. Ντάισελμπλουμ– ενώ είχαν βασιστεί στις προτάσεις που είχε κάνει ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ. Καταλυτική ήταν και η παρουσία του Ελληνα υπουργού Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτου, που εκτός από το Eurogroup ήταν παρών και στις «συναντήσεις των 4», προσπαθώντας να οργανώσει το τεχνικό κομμάτι των διαπραγματεύσεων.
Οπως αποκαλύπτει το Eurocomment του Peter Ludlow, στο ενδιάμεσο των δύο Συνόδων Κορυφής έλαβε χώρα ένα έντονο διπλωματικό παιχνίδι. Η Γαλλία ανέλαβε ενεργό ρόλο για να στοιχειοθετήσει τα επιχειρήματα γύρω από την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Την ίδια ώρα, το Βερολίνο διαμόρφωνε τις λεπτομέρειες για το «Σχέδιο Β», που προέβλεπε την επί της ουσίας αποχώρηση της χώρας από την Ευρωζώνη μέσω ενός «διαλείμματος». Η Κομισιόν φέρεται να λειτούργησε υπέρ του «Σχεδίου Α», ενώ οι μηχανισμοί του Eurogroup και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) φαίνεται να τήρησαν στάση αναμονής.
Εντονο είναι και το παρασκήνιο γύρω από τον ρόλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) στο νέο πρόγραμμα της Ελλάδας. Η Αθήνα ήταν σαφές από την αρχή ότι δεν ήθελε το Ταμείο. Το ίδιο σαφές, όμως, ήταν και από την πλευρά κυρίως της Γερμανίας ότι δεν συζητούσε νέο πρόγραμμα χωρίς το ΔΝΤ. Ακολουθεί μια αναλυτική περίληψη των αποκαλύψεων του Eurocomment.
Τελεσίγραφο και άμεση απειλή στις 7 Ιουλίου
Η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωζώνης στις 7 Ιουλίου είχε τελείως διαφορετικό χαρακτήρα από όσες είχαν προηγηθεί: αποτελούσε την «τελευταία ευκαιρία» της Ελλάδας να διασώσει τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ κατέστησε σαφές στον Ελληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και στους υπόλοιπους ηγέτες ότι αντικείμενο της συνόδου ήταν να ληφθεί η πολιτική απόφαση για την κατάρτιση ενός τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής για την Ελλάδα. Το χρονικό περιθώριο που δόθηκε στον κ. Τσίπρα ήταν πέντε ημέρες και για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωζώνης κατέστη σαφές ότι, σε περίπτωση μη συμφωνίας, η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει, το τραπεζικό της σύστημα θα καταρρεύσει και θα ακολουθήσει πιθανώς η έξοδος από την Ευρωζώνη.
Η Σύνοδος Κορυφής δεν διήρκεσε πολύ, ωστόσο η συζήτηση που διεξήχθη ήταν βαθύτατα πολιτική και κατά διαστήματα έντονη. Ο κ. Τουσκ ξεκίνησε τη συζήτηση επισημαίνοντας στους ηγέτες την κρισιμότητα της κατάστασης και το γεγονός ότι όλοι έχουν ευθύνη για το διαφαινόμενο αδιέξοδο. «Εχουμε στη διάθεσή μας μόλις μερικές ημέρες ώστε να αποτρέψουμε μια καταστροφή για την Ελλάδα και να αντιμετωπίσουμε μια απειλή για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης», προειδοποίησε ο κ. Τουσκ τους ηγέτες της Ευρωζώνης. Η πρώτη παρέμβαση του κ. Τσίπρα είχε ήρεμο χαρακτήρα και συνέβαλε στην επίτευξη καλού κλίματος. Ο Ελληνας πρωθυπουργός είπε στους ομολόγους του ότι επιθυμεί την επίτευξη συμφωνίας και ότι το «όχι» στο δημοψήφισμα δεν αποτελούσε «όχι» στο ευρώ. Αντιθέτως, αποτελούσε μήνυμα των προσδοκιών και των κακουχιών που είχε υποστεί ο ελληνικός λαός. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Τσίπρας δεν ανέφερε καν το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι ήταν άσκοπο να το θέσει ως προϋπόθεση για την επίτευξη συμφωνίας, διότι κανείς δεν θα το δεχόταν. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι παρενέβη στη συζήτηση εξηγώντας ότι η ελληνική οικονομία επιδεινώνεται ραγδαία μετά την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος και ότι για την ΕΚΤ η Ελλάδα θα παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης μέχρις ότου αποφασίσουν διαφορετικά οι πολιτικοί ηγέτες. Ωστόσο ο κ. Ντράγκι κάλεσε τους ηγέτες να καθορίσουν τη θέση τους αμέσως, διότι η ΕΚΤ είχε εξαντλήσει κάθε περιθώριο κίνησης που διέθετε.
Αρκετοί ηγέτες της Ευρωζώνης παραπονέθηκαν στον κ. Τσίπρα ότι η διενέργεια του δημοψηφίσματος καθιστά πολύ δυσκολότερη την έγκριση ενός τρίτου προγράμματος από τα Κοινοβούλιά τους. Ιδιαίτερα επικριτική στάση τήρησαν οι ηγέτες των υπόλοιπων χωρών που είχαν εφαρμόσει Μνημόνιο. Το ζήτημα της εμπιστοσύνης ανέκυπτε ξανά και ξανά, με τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ να εκφωνεί έναν ιδιαίτερα φορτισμένο λόγο κατηγορώντας τον κ. Τσίπρα ότι «ενήργησες μονομερώς. Δεν ακούς. Δεν είμαστε τρομοκράτες». Ιδιαίτερα δηκτικός ήταν ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, λέγοντας ότι «έχουμε διαθέσει πάρα πολύ χρόνο για την Ελλάδα, πρέπει να έχουμε στη διάθεσή μας ένα πλήρες πρόγραμμα». Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ, ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ και άλλοι ηγέτες ήταν περισσότερο μετρημένοι, αλλά το μήνυμά τους ήταν αδιαπραγμάτευτο: «Είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε μια πρόταση, αλλά θα πρέπει να είναι αξιόπιστη».
Το κύριο συμπέρασμα της πρώτης Συνόδου Κορυφής ήταν ότι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ δεν ήταν πια θεωρητικά πιθανή, αλλά άμεση απειλή. Το δεύτερο συμπέρασμα ήταν ότι αποκλείεται να υπάρξει «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, ωστόσο θα μπορούσαν να εξεταστούν άλλες μέθοδοι όταν συμφωνηθεί το νέο πρόγραμμα.
Τρεις γόρδιοι δεσμοί για τρεις+δύο παίκτες
Η δεύτερη Σύνοδος Κορυφής των ηγετών της Ευρωζώνης στις 12 Ιουλίου ξεκίνησε με τους ηγέτες να συζητούν εξαρχής τα συμπεράσματα στα οποία είχαν καταλήξει λίγο νωρίτερα οι υπουργοί Οικονομικών. Στην κρισιμότερη, μέχρι σήμερα, Σύνοδο Κορυφής στην ιστορία της Ευρωζώνης δεν συζητήθηκε ποτέ το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, διότι άπαντες οι ηγέτες ήταν πεπεισμένοι ότι η Ελλάδα είχε τη βούληση και την ικανότητα να παραμείνει στο ευρώ.
Μέρκελ, Ολάντ και Τσίπρας κυριάρχησαν σε αυτή την ιστορική σύνοδο που διήρκεσε 17 ώρες, εκ των οποίων οι 10 αφιερώθηκαν σε κατ’ ιδίαν συσκέψεις μεταξύ των τριών πρωταγωνιστών, του προέδρου Τουσκ και του Ελληνα υπουργού Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτου. Μόνο οι Μέρκελ, Ολάντ και Τσίπρας μίλησαν επί μακρόν και περισσότερες από μία φορές στη διάρκεια της συνόδου, αν και κάθε ένας από τους 16 υπόλοιπους ηγέτες είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί. Σε τρεις ξεχωριστές κατ’ ιδίαν συσκέψεις οι ηγέτες Γερμανίας, Γαλλίας και Ελλάδας με τη συνδρομή του κ. Τουσκ προσπάθησαν να επιλύσουν όχι έναν, αλλά τρεις γόρδιους δεσμούς που δεν είχαν καταφέρει να λύσουν οι υπουργοί Οικονομικών: το θέμα των νόμων που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από τον Ιανουάριο και μετά, τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο νέο πρόγραμμα και το θέμα του Ταμείου Ιδιωτικοποιήσεων.
Οι ψηφισμένοι νόμοι
Στη διάρκεια των δύο πρώτων κατ’ ιδίαν συσκέψεων, από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 8 το βράδυ και από τις 11.30 μ.μ. μέχρι τις 4 π.μ., ο Ελληνας πρωθυπουργός αρνήθηκε να ανατρέψει τους νόμους που είχε ήδη ψηφίσει η κυβέρνηση και τους οποίους θεωρούσαν οι εταίροι ότι είναι αντίθετοι με το πνεύμα και τους στόχους του προγράμματος. Τελικά, η λύση βρέθηκε τα ξημερώματα, με τους Μέρκελ και Ολάντ να δέχονται να εξαιρεθούν τα μέτρα που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Το δεύτερο αγκάθι ήταν η συμμετοχή του ΔΝΤ στο νέο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής και στη χρηματοδότησή του.
Το τρίτο αγκάθι ήταν η ίδρυση του Ταμείου Ιδιωτικοποιήσεων που είχε προτείνει ο κ. Σόιμπλε, η έδρα του και για ποιο σκοπό θα χρησιμοποιηθούν τα 50 δισ. ευρώ που υποτίθεται ότι θα συγκεντρώσει. Αυτή ήταν η πλέον πολύωρη «μάχη» απ’ όλες. Πέρα από τις ιδιωτικοποιήσεις αυτές καθαυτές, που δεν ενθουσίασαν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το πρώτο μεγάλο πρόβλημα ήταν η μεταφορά των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων στο Ινστιτούτο για την Ανάπτυξη στο Λουξεμβούργο με πρόεδρο τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Μέρκελ, Ολάντ και Τσίπρας συμφώνησαν στην πρώτη κατ’ ιδίαν συνάντησή τους ότι το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων θα έχει έδρα την Ελλάδα και θα το διαχειρίζονται οι ελληνικές αρχές υπό την επίβλεψη των εταίρων. Πού θα πήγαιναν τα χρήματα του Ταμείου αποδείχθηκε ακόμη πιο δύσκολο σημείο.
Η σχετική συζήτηση διήρκεσε περισσότερες από τρεις ώρες και κατά διαστήματα ήταν έντονη. Ο κ. Τσίπρας επέμενε ότι κάποιο τμήμα των 50 δισ. ευρώ θα έπρεπε να επενδυθεί στην Ελλάδα ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη. Μέρκελ και Ολάντ επέμεναν ότι τα περισσότερα χρήματα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ώστε να αποπληρωθεί το νέο δάνειο του ESM και να μειωθεί το δημόσιο χρέος.
Προς το τέλος της διαπραγμάτευσης ο κ. Τσίπρας ζήτησε τη συμμετοχή ενός «ανώνυμου» τραπεζίτη στη διαπραγμάτευση σε ρόλο συμβούλου. Πολλοί ηγέτες ήταν σκεπτικοί για το κατά πόσο είναι εφικτό να επιτευχθεί ο στόχος των 50 δισ. ευρώ, ωστόσο ο κ. Τσίπρας θεώρησε ότι μπορεί να «πουλήσει» το σχέδιο και τελικά ολοκληρώθηκε η συμφωνία στις 8.40 το πρωί της 13ης Ιουλίου.
Σημείο τριβής η συμμετοχή του ΔΝΤ
Ενα από τα σημεία τριβής μεταξύ του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα και κυρίως της καγκελαρίου της Γερμανίας Αγκελα Μέρκελ, κατά τη διάρκεια της τελευταίας Συνόδου Κορυφής, ήταν και ο ρόλος που θα έχει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στο νέο πρόγραμμα. Η στάση της Γερμανίας ήταν εξαρχής ξεκάθαρη. Το Ταμείο θα πρέπει να είναι παρόν και να έχει ενεργό συμμετοχή στο νέο πρόγραμμα. Σε διαφορετική περίπτωση, η κ. Μέρκελ δεν θα συμφωνούσε στην έναρξη των διαδικασιών για το τρίτο Μνημόνιο.
Ωστόσο, η θέση του κ. Τσίπρα ήταν εξίσου γνωστή. Η Αθήνα όλο το προηγούμενο διάστημα προσπαθούσε να βρει τρόπο να απεμπλακεί από την επιτήρηση του ΔΝΤ. Μάλιστα, το βράδυ εκείνης της Κυριακής, το Μέγαρο Μαξίμου είχε ενημερώσει ότι ένα από τα ανοιχτά ζητήματα στη συζήτηση ήταν και ο ρόλος του ΔΝΤ. Ο βασικότερος λόγος για τον οποίο ο κ. Τσίπρας δεν ήθελε το ΔΝΤ στο νέο πρόγραμμα ήταν το δύσκολο του πολιτικού χειρισμού της παρουσίας του στο εσωτερικό της χώρας. Σύμφωνα, δε, με πληροφορίες, ο ρόλος του Ταμείου από εδώ και στο εξής αποτέλεσε και το βασικό θέμα τηλεφωνικής συνομιλίας με το επιτελείο του στην Αθήνα το πρωί εκείνης της Δευτέρας μεταξύ 4.15 έως και 5.30. Τελικά, η χρυσή τομή βρέθηκε μέσω του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Το καταστατικό του προβλέπει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στην κατάρτιση, εφαρμογή και επιτήρηση προγραμμάτων όπως αυτό που αιτούνταν η Αθήνα. Και για αυτό δεν θα αποτελούσε «φυσιολογική διαδικασία» το να ζητήσει η κυβέρνηση την εμπλοκή και του Ταμείου στο νέο πρόγραμμα. Κάτι που τελικά συνέβη, όπως προκύπτει και από το αποτέλεσμα της τελευταίας Συνόδου Κορυφής.
Ο ρόλος της Γαλλίας και μια επικίνδυνη αποστολή για τον Μπρουνό Μπεζάρ
Αν κάποιος αναζητεί τον παράγοντα που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του «Σχεδίου Α» αντί του «Σχεδίου Β» και της εξόδου της χώρας από το ευρώ, θα πρέπει να στρέψει την προσοχή του προς την πλευρά της Γαλλίας. Ο δρόμος είτε για το ένα σχέδιο είτε για το άλλο ήταν γνωστός. Το ποιος θα ακολουθηθεί ήταν καθαρά πολιτική απόφαση. Ομως, στην περίπτωση του «Σχεδίου Α» θα έπρεπε να γίνει πολύ συγκεκριμένη τεχνική προεργασία, που τους προηγούμενους πέντε μήνες δεν υπήρχε. Οπότε το θέμα μεταξύ των δύο Συνόδων Κορυφής ήταν το πώς θα μπορέσει η ελληνική κυβέρνηση να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο της τεχνικής προεργασίας με αξιόπιστο τρόπο, ώστε να μην ενεργοποιηθεί το «Σχέδιο Β».
Η Κομισιόν είχε ήδη καταθέσει τις προτάσεις της για την απεμπλοκή της κατάστασης. Η κυβέρνηση, όμως, είχε κάποιες διαφωνίες. Στο σημείο αυτό ήταν που παρενέβη η γαλλική κυβέρνηση, με τον πρόεδρο Ολάντ να αποφασίζει να συνδράμει την Ελλάδα με το πλέον υπεύθυνο πρόσωπο. Εναν υψηλά ιστάμενο αξιωματούχο του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών και δεξί χέρι του υπουργού Μ. Σαπέν, που χειρίζεται τα θέματα του Euroworking Group και του Eurogroup για λογαριασμό της Γαλλίας. Τον κ. Μπρουνό Μπεζάρ.
Το Βερολίνο δεν είδε με καλό μάτι την κίνηση αυτή. Η Γαλλία ήλπιζε στη συνδρομή και από το Euroworking Group, μέσω του επικεφαλής του Τ. Βίζερ, αλλά και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μέσω του κ. Μπ. Κερέ που χειρίζεται τα ζητήματα αυτά για λογαριασμό της κεντρικής τράπεζας. Κανένας, όμως, δεν αποδέχθηκε την πρόσκληση και ο κ. Μπεζάρ ανέλαβε το έργο της διαμόρφωσης του προγράμματος σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές (με επικεφαλής τον πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Γ. Χουλιαράκη, για τον οποίο πρόσωπα με γνώση των συζητήσεων ανέφεραν στη συνέχεια ότι «είναι ο μοναδικός άνθρωπος στην Ελλάδα που καταλαβαίνει τι συμβαίνει») και την Κομισιόν.
Δεδομένου του «επικίνδυνου» χαρακτήρα του εγχειρήματος –καθώς θα μπορούσε να αποτύχει και η Γαλλία να χρεωθεί την αστοχία και την ενεργοποίηση του «Σχεδίου Β»– η γαλλική κυβέρνηση κράτησε χαμηλούς τόνους. Μάλιστα, οι συσκέψεις και οι διαβουλεύσεις γίνονταν για αυτόν ακριβώς τον λόγο στα γραφεία της μόνιμης αντιπροσωπείας  της Γαλλίας στις Βρυξέλλες.
Μέσα σε λίγες ημέρες η λίστα με τις δράσεις που θα αναλάμβανε η ελληνική κυβέρνηση για να αποφευχθεί το «Σχέδιο Β» ήταν έτοιμη. Και σε μορφή αποδεχτή από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Πλέον η απόφαση είχε επιστρέψει στους ηγέτες των ευρωπαϊκών χωρών για τον δρόμο που θα ακολουθούσε η Ελλάδα.
Μια απόφαση καθόλου δεδομένη, καθώς την ώρα που η Γαλλία συνέδραμε στο έργο της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, το Βερολίνο διαμόρφωνε και τις τελευταίες λεπτομέρειες για το σχέδιο του «διαλείμματος» από τη Ζώνη του Ευρώ. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε, άλλωστε, ήταν εξαρχής υπέρμαχος της ιδέας του «στενού ευρώ» που θα χρησιμοποιούνταν από λίγες χώρες και τώρα είχε ανοίξει ένα παράθυρο για να πετύχει σε κάποιο βαθμό τον στόχο του.
Εκτός, όμως, από τον κ. Σόιμπλε, διεργασίες για το πώς θα μπορούσε να δρομολογηθεί η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, και κυρίως το πώς θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης, είχαν γίνει και από την Κομισιόν και από την ΕΚΤ. Μάλιστα, οι διεργασίες αυτές δεν είχαν ξεκινήσει από το σημείο μηδέν. Τόσο η Επιτροπή όσο και η ΕΚΤ ανέσυραν από τα συρτάρια τους τα αντίστοιχα σχέδια που είχαν καταρτίσει τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2012, ώστε να τα επικαιροποιήσουν λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της σημερινής εποχής. Φυσικά, όλα αυτά γίνονταν πίσω από κλειστές πόρτες και με απόλυτη μυστικότητα. Αλλά, όπως αναφέρουν στελέχη με γνώση των συζητήσεων, «όλοι όσοι έπρεπε να τα γνωρίζουν τα γνώριζαν».