Ο «άγνωστος πόλεμος» Κούρδων και τζιχαντιστών
Reuters, London Review of Books
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Για την κοινή γνώμη της Δύσης, ο αγώνας των Κούρδων της Συρίας εναντίον των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους αντιπροσωπεύει την αναμέτρηση του πολιτισμού με τη βαρβαρότητα.
Οι κουρδικές πολιτοφυλακές YPG, ένοπλο τμήμα του κόμματος PYD, προέρχονται από μια κοσμική, δημοκρατική δύναμη, η οποία έχει αναδειχθεί στον πιο αξιόμαχο σύμμαχο των Αμερικανών εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, στο συριακό μέτωπο, ενώ ταυτόχρονα αντιμάχεται τον απολυταρχισμό του καθεστώτος Ασαντ. Οι επιτυχίες των Κούρδων εναντίον των τζιχαντιστών, το τελευταίο δεκαπενθήμερο, με αποκορύφωμα την κατάληψη της πόλης Τελ Αμπιάντ ενίσχυσε τον διεθνή θαυμασμό για τους Κούρδους μαχητές, τον οποίο έθρεψε η πεισματική και τελικά νικηφόρα αντίστασή τους σε μια ανελέητη πολιορκία τεσσάρων μηνών, στην πόλη Κομπάνι, πάνω στα τουρκικά σύνορα, τον περασμένο χειμώνα.
Ωστόσο, ο διεθνούς φήμης δημοσιογράφος και συγγραφέας Πάτρικ Κόκμπερν, ένας από τους καλύτερους πολεμικούς ανταποκριτές στη Μέση Ανατολή και από τους πιο βαθείς γνώστες του Ισλαμικού Κράτους, σκιαγραφεί μια πιο σύνθετη εικόνα των πραγμάτων, με εκτενές άρθρο του στο περιοδικό London Review of Books. «Σε πείσμα των διαβεβαιώσεων του PYD και των καλών προθέσεων των ηγετών του, η σύγκρουση στη βορειοανατολική Συρία εμφανίζει πολλά χαρακτηριστικά εθνοτικού πολέμου», γράφει ο Κόκμπερν και επεξηγεί: «Οι Κούρδοι εκδιώκουν σουνίτες Αραβες, τους οποίους κατηγορούν ότι συνεργάζονται με το Ισλαμικό Κράτος. Οσοι Αραβες φεύγουν μόνοι τους από τις περιοχές που απελευθερώνουν οι Κούρδοι, θεωρούνται αυτομάτως συνεργάτες του εχθρού και όσοι μένουν, βαρύνονται με την υποψία ότι ανήκουν σε μυστικούς πυρήνες που δρουν στα μετόπισθεν. Οι Κούρδοι ισχυρίζονται ότι οι πρόγονοί τους ζούσαν σ’ αυτές τις περιοχές εδώ και 20.000 χρόνια και ότι οι Αραβες ήρθαν εδώ πρόσφατα ως έποικοι, χάρη στην πολιτική εξαραβισμού της περιοχής που εφάρμοσε το κυβερνών κόμμα της Συρίας, Μπάαθ».
Τον περασμένο χειμώνα, Κούρδοι άμαχοι εγκατέλειπαν μαζικά το πολιορκημένο Κομπάνι και αναζητούσαν άσυλο στην Τουρκία. Τώρα, η ροή των προσφύγων έχει αντιστραφεί: περίπου 23.000 Αραβες και Τουρκμένιοι εγκατέλειψαν το τελευταίο δεκαπενθήμερο το Τελ Αμπιάντ και τα γύρω χωριά και αναζήτησαν ασφάλεια στην Τουρκία, καθώς προήλαυναν οι Κούρδοι. Η Αγκυρα ξεσήκωσε ολόκληρη εκστρατεία, μιλώντας (καθ’ υπερβολήν) για πογκρόμ εναντίον των Αράβων και των Τουρκμενίων από τους Κούρδους «τρομοκράτες», απειλώντας μάλιστα με στρατιωτική επέμβαση στον συριακό Βορρά. Μια επέμβαση, η οποία, θεωρητικά τουλάχιστον, θα στρεφόταν τόσο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, όσο και εναντίον των Κούρδων.
Ο δεύτερος εχθρός
Στην πραγματικότητα, είναι ο δεύτερος εχθρός που αξιολογείται ως μείζων απειλή από την κυβέρνηση Ερντογάν - Νταβούτογλου: οι πρόσφατες επιτυχίες των Κούρδων μαχητών καθιστούν ολοένα και πιο ρεαλιστικό τον στόχο ενοποίησης των τριών κουρδικών καντονίων, στο βόρειο τμήμα της Συρίας, που αποκαλείται από τους Κούρδους «Ροτζάβα», δηλαδή Δυτικό Κουρδιστάν. Πραγματικός εφιάλτης για την Αγκυρα, μια παρόμοια εξέλιξη θα σήμαινε τη δημιουργία μιας δεύτερης, ντε φάκτο κουρδικής οντότητας, πλάι στο Ιρακινό Κουρδιστάν, μαγνήτη αλυτρωτισμού και για τους Κούρδους της Τουρκίας.
Παρά τις πρόσφατες επιτυχίες των Κούρδων στη Συρία και την απελευθέρωση της πόλης Τικρίτ από τον κυβερνητικό στρατό και τις σιιτικές πολιτοφυλακές στο γειτονικό Ιράκ, το Ισλαμικό Κράτος κάθε άλλο παρά φαίνεται να χάνει τον πόλεμο, ένα χρόνο μετά την ανακήρυξη «χαλιφάτου» από τον ηγέτη του, Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, στις 29 Ιουνίου, στη Μοσούλη, τη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη του Ιράκ. Η κατάληψη της πόλης Ραμάντι, πρωτεύουσας της σουνιτικής επαρχίας Ανμπάρ στο Ιράκ, όπως και της ιστορικής πόλης Παλμύρα, στη Συρία, μαρτυρούν το σθένος και την αυξανόμενη επιχειρησιακή ικανότητα των τζιχαντιστών.
Ενα από τα ισχυρά όπλα του Ισλαμικού Κράτους, όπως αναφέρει ρεπορτάζ του πρακτορείου Reuters, είναι οι επίλεκτες «ομάδες κρούσεως». Στα αραβικά αποκαλούνται «ινγκεμασιγιούν», δηλαδή «αυτοί που εμβαπτίζονται ολοκληρωτικά». Στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από ξένους (εκτός Ιράκ και Συρίας) φανατικούς, που ζώνονται με εκρηκτικά, σχηματίζουν ομάδες αυτοκτονίας και επιφέρουν το πρώτο πλήγμα σε οχυρές θέσεις του αντιπάλου, δίνοντας την ευκαιρία στον «τακτικό στρατό» του Ισλαμικού Κράτους να εξαπολύσει την κυρίως επίθεσή του, με το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Τίποτα δεν δείχνει ότι οι εφεδρείες του «χαλιφάτου» βρίσκονται σε φάση εξάντλησης.
Σενάρια περί στρατιωτικής επέμβασης
Αντιδράσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας και ανησυχία στην Ουάσιγκτον προκάλεσε η διαρροή σεναρίων στον τουρκικό Τύπο περί πιθανής στρατιωτικής επέμβασης της Τουρκίας στη βόρεια Συρία. Σύμφωνα με τα σχετικά ρεπορτάζ, το θέμα συζητήθηκε σε συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, υπό την προεδρία του Ταγίπ Ερντογάν, όπου γίνεται λόγος για μια σύντομη επέμβαση με στόχο τη θωράκιση των τουρκικών συνόρων μέσω της δημιουργίας ουδέτερης ζώνης στις κατά κύριο λόγο κουρδικές παραμεθόριες περιοχές. Την περασμένη εβδομάδα, ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ, στρατηγός Τζον Αλεν, ο οποίος έχει αναλάβει ρόλο συντονιστή των Δυτικών και αραβικών δυνάμεων που μάχονται το Ισλαμικό Κράτος, ταξίδεψε στην Αγκυρα, όπου είχε εντατικές διαβουλεύσεις με την τουρκική ηγεσία για τα σχέδια στρατιωτικής επέμβασης. Ο Αμερικανός στρατηγός συνοδευόταν από την υφυπουργό Αμυνας Κριστίν Γουόρμουθ και στρατιωτικούς αξιωματούχους. Στο εσωτερικό της Τουρκίας, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, που αναδείχθηκε δεύτερο στις εκλογές της 7ης Ιουνίου, εξέφρασε την αντίθεσή του στο ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης, χαρακτηρίζοντάς την «τυχοδιωκτισμό». Οξύτατη, όσο και αναμενόμενη, ήταν η αντίδραση του φιλοκουρδικού κόμματος HDP, που αποτέλεσε την έκπληξη των πρόσφατων εκλογών, καθώς εκτοξεύθηκε στο 13% των ψήφων. Αλλά και το γενικό επιτελείο των ενόπλων δυνάμεων εμφανίζεται άκρως επιφυλακτικό έναντι των σεναρίων για επέμβαση. AFP, A.P.