Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Απολαυστικός Στ. Κασιμάτης περί Βαγγέλα, Κουράκη, Μητρόπουλο κλπ


Με τον Βαγγέλα και βλέπουμε
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Τ​​ην προσεχή Παρασκευή η Νέα Δημοκρατία αποφασίζει αν θα πορευθεί με αρχηγό τον μεταβατικό Βαγγέλη ―γνωστόν και ως Βαγγέλα― Μεϊμαράκη για το διάστημα των επομένων, ας πούμε, δέκα μηνών ή αν θα προχωρήσει στην εκλογή νέου αρχηγού, χωρίς υποψηφιότητα Μεϊμαράκη.
Για να ξεκινήσω με ένα μειονέκτημα του μεταβατικού αρχηγού, από τα υπουργεία που πέρασε ο Μεϊμαράκης δεν άφησε τη φήμη του εργασιομανούς. Εντούτοις, θα ήταν άδικο αν τον χαρακτήριζε κάποιος εκ φύσεως οκνηρό, διότι οι επιδόσεις του στη δουλειά εξαρτώνται από τις προτιμήσεις του. Ο Μεϊμαράκης ήταν πάντα κομματικό στέλεχος, όχι κυβερνητικό. Απέδιδε σε ρόλους κομματικούς, ενώ στους κυβερνητικούς άφηνε στελέχη της εμπιστοσύνης του να κάνουν τη δουλειά. Αυτή η κλίση του τον καθιστά κατάλληλο για τη θέση του αρχηγού, με ορίζοντα 10-12 μηνών, διότι σημαίνει ότι ξέρει πάρα πολύ καλά το κόμμα και τον κόσμο του. Ενα το κρατούμενο, λοιπόν.
Πολιτικά, η προέλευση του Μεϊμαράκη είναι αμιγώς κεντροδεξιά. Ο πατέρας του ήταν βουλευτής της Ενώσεως Κέντρου και ο ίδιος διακρίθηκε στο αρχικό στάδιο της καριέρας του ως Μητσοτακικός. (Θυμίζω ότι ήταν ίσως το γνωστότερο από τα λεγόμενα «Ντοράκια», γύρω στο 1990.) Ξεχώρισε για πρώτη φορά, όταν ο Κώστας Μητσοτάκης τού ανέθεσε να καθαρίσει τη νεολαία του κόμματος από το ακροδεξιό σύστημα του Β. Μιχαλολιάκου. Παρ’ όλα αυτά, κινήθηκε πάντοτε με σύνεση, χωρίς φανατισμούς και υπερβολές, και, γι’ αυτό, στην πορεία της κομματικής σταδιοδρομίας του μιλούσε πάντα με όλους και είχε γέφυρες με όλες τις πλευρές. Το δεύτερο κρατούμενο, επομένως, είναι ότι ο Μεϊμαράκης είναι δυνάμει ενωτικός.
Ο Μεϊμαράκης δεν είναι διανοούμενος· στην πραγματικότητα, είναι κάθε άλλο παρά αυτό, μολονότι διετέλεσε και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κων. Καραμανλής. Αυτό όμως είναι τεράστιο πλεονέκτημα σε μια χώρα που παράγει περισσότερη διανόηση (και μπουρδολογία ―στην Ελλάδα τα δύο είδη επικαλύπτονται) από όση μπορεί να καταναλώσει. Αντιθέτως, ο Μεϊμαράκης διαθέτει αυτό που λέμε «κοινό νου» και το οποίο ειδικά στην πολιτική δεν είναι καθόλου κοινό. Ο κοινός νους, εν αντιθέσει με το κατ’ εξοχήν αριστερό «όραμα», είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της συντηρητικής ιδεολογίας, όπως και του λαϊκού χαρακτήρα που είχε ανέκαθεν η Δεξιά στην Ελλάδα. Τρίτο κρατούμενο, λοιπόν, ο κοινός νους.
Και φθάνουμε στο πολυτιμότερο, υπό τις παρούσες συνθήκες, χαρακτηριστικό του Μεϊμαράκη, που είναι η λαϊκότητά του ―εξ ου και το προσωνύμιο «Βαγγέλας». Με το γνησίως λαϊκό στυλ του, ο Μεϊμαράκης μπορεί να απευθυνθεί στους πολλούς με μεγαλύτερη ευκολία, εν σχέσει με άλλους διεκδικητές της αρχηγίας. Αυτό δεν προεξοφλεί, βέβαια, ότι θα τους πείσει· τουλάχιστον όμως δεν έχει να υπερβεί το εμπόδιο μιας ανωτερότητας, πραγματικής ή φαντασιακής, για να τους προσεγγίσει.
Αυτά τα στοιχεία της προσωπικότητας του Μεϊμαράκη διαπιστώνονται και στην αμεσότητα της σχέσης του με τον Τύπο. Οσο δυσάρεστο ή άδικο και αν είναι κάτι που έγραψες για το πρόσωπό του, ο Μεϊμαράκης μπορεί από μέσα του να σε σκυλοβρίζει, ωστόσο θα σου τηλεφωνήσει, θα σου εξηγήσει ήρεμα αλλά με σταθερότητα τη δική του πλευρά και το θέμα έχει λήξει, είτε ο συνομιλητής του έχει μεταπεισθεί είτε όχι. (Μου έχει συμβεί μαζί του τουλάχιστον τέσσερις φορές έως τώρα και, βάσει της πείρας μου τουλάχιστον, αυτού του είδους η ευθύτητα από πλευράς ενός πολιτικού δεν είναι ο κανόνας στον χώρο...)
Εν όψει, λοιπόν, της περιόδου αβεβαιότητας που έχουμε μπροστά μας, με όλους τους κινδύνους να μένουν ακόμη ανοικτοί, ο Μεϊμαράκης προβάλλει ως η ενδεδειγμένη συντηρητική λύση, δηλαδή ως η καλύτερη λύση, έστω και αν η μετάβαση στη νέα εποχή διαρκέσει κατά τι περισσότερο από όσο μπορούμε να φαντασθούμε. Αν μάλιστα αληθεύει αυτό που ακούγεται, δηλαδή ότι σκοπεύει να εγκαταλείψει τα γραφεία της Συγγρού και να εγκαταστήσει το αρχηγείο της Ν.Δ. στο ιστορικό κτίριο της Ρηγίλλης, τότε μπορούμε να ελπίζουμε βασίμως ότι έχει συναίσθηση των απαιτήσεων, αλλά και των ορίων, της αποστολής του.
Προσοχή το μαλλί!
Πληροφορούμαι ότι ο αειθαλής Τάσος Κουράκης, της ατίθασης αλογοουράς και της φαλλοκεντρικής ποιήσεως, είναι πολύ στενοχωρημένος με όσα δημοσιεύονται στον Τύπο ―και ειδικά στην «Καθημερινή»― όσον αφορά τις κάκιστες σχέσεις του με τον προϊστάμενό του υπουργό. Απευθύνομαι, λοιπόν, σε όσους στενοχωρούν τον ποιητή-υπουργό (ξέρεις εσύ, Απόστολε...) να παύσουν, διότι όσο συνεχίζουν αυτό το βιολί τίθεται σε κίνδυνο ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει ο υπουργός: το χρώμα της κόμης του. Διότι είναι γνωστό από σωρεία επιστημονικών δημοσιεύσεων ότι το χρόνιο στρες στους άνδρες είναι ο βασικός παράγων που εμποδίζει τη σωστή εφαρμογή της βαφής των μαλλιών, καθώς και το επιθυμητό αποτέλεσμα στην απόχρωση. Λίγο μέτρο, λοιπόν, για να μην τον δούμε καμιά μέρα με κομοδινί...
Η μπαρούφα της χρονιάς
Ολον αυτό τον καιρό που η χώρα παρέπαιε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, εγώ, απτόητος, σημείωνα στο μπλοκάκι μου τις απίθανες μπαρούφες που εκτοξεύονταν πανταχόθεν. Τώρα, που κάπως ηρεμήσαμε, έφθασε η ώρα του απολογισμού. Μετά από σχολαστική εξέταση των υποψηφιοτήτων κατά το Σαββατοκύριακο που πέρασε, η κριτική επιτροπή, αποτελούμενη από εμένα, κατέληξε ότι το βραβείο για την μπαρούφα της χρονιάς απονέμεται στον σοφολογιότατο αντιπρόεδρο της Βουλής, Αλέξη Μητρόπουλο, ο οποίος, λίγο πριν από την κρίσιμη 13η Ιουλίου, ερωτηθείς αν είχε προβλέψει τη ρήξη, εκστόμισε το ανεπανάληπτο: «Την είχα προβλέψει στο βιβλίο που γράφω τώρα». Το επίζηλο βραβείο του είναι ένα γεύμα μαζί μου, στο Abreuvoir. Τον λογαριασμό θα τον πληρώσει εκείνος και, βεβαίως, θα καθόμαστε σε διαφορετικά τραπέζια, για να μη γίνω ρεζίλι...


(Στην φωτογραφία : Δεν ξέρω εσείς, αλλά εγώ όταν βλέπω τον Κατρούγκαλο να χαμογελά ξαφνικά έχω μια δυσάρεστη αίσθηση, όπως όταν νιώθεις τα χέρια σου λερωμένα από μια κολλώδη, ελαιώδη ουσία...)