Από τη Λισαβόνα στο Δουβλίνο: Αναζητώντας τον επόμενο ΣΥΡΙΖΑ
By Renaud Lambert and Γιάννης Χρυσοβέργης (μετάφραση)
(Πηγή : http://monde-diplomatique.gr)
Στην αντιπαράθεσή της με το Βερολίνο, η Αθήνα αναζητεί υποστηρικτές. Η εκλογή του Αλέξη Τσίπρα βοήθησε, άραγε, και πόσο τους δυνητικούς συμμάχους του στην Ευρώπη;
Σε ένα πράγμα συμφωνούν ο νέος Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, και οι συνομιλητές του στις Βρυξέλλες: η Ελλάδα μοιάζει με ένα ντόμινο σε ασταθή ισορροπία. Η προοπτική κατάρρευσής της έκανε μέχρι πρόσφατα τους δεύτερους να βλέπουν εικόνες χρηματοπιστωτικής καταστροφής. Από τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου, ένα άλλο σενάριο επιμόλυνσης τους τρομάζει: η εξάπλωση της ιδέας ότι η λιτότητα δεν είναι αποτελεσματική. Αυτό ακριβώς που ελπίζει η Αθήνα.
Ποιο θα είναι λοιπόν το επόμενο ζήτημα που θα προκύψει; Πολύ σύντομα τα βλέμματα στράφηκαν προς τις χώρες που οι χρηματοπιστωτικές αγορές είχαν συνδέσει κομψά με την Ελλάδα για να φτιάξουν το αγγλικό ακρωνύμιο PIGS (γουρούνια) (1): την Ισπανία του Podemos πρώτη και καλύτερη, αλλά επίσης και την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, δυο χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που, όπως και η Ελλάδα, έγιναν αντικείμενο σχεδίων «διάσωσης», μέσω των οποίων τους επιβλήθηκαν προγράμματα προσαρμογής. Δυο χώρες στις οποίες σύντομα θα γίνουν βουλευτικές εκλογές (2).
Αν πιστέψει κανείς τη Δεξιά, που κυβερνάει και τις δύο χώρες, ούτε η Λισαβόνα ούτε το Δουβλίνο θα επωφελούνταν από μια χαλάρωση των πολιτικών των Βρυξελλών. «Δεν είμαστε Ελλάδα!», επαναλαμβάνει αυτάρεσκα ο Μάικλ Νούναν, ο Ιρλανδός υπουργός Οικονομικών, που σκέφτεται ακόμα και να «παραγάγει μπλουζάκια με αυτό το μήνυμα»(3).
Το 2014, η Ιρλανδία κατέγραψε την ισχυρότερη ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (+ 4,8%) και η Πορτογαλία ετοιμάζεται, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι, να «δρέψει τα πολιτικά οφέλη των πολιτικών που έθεσε σε εφαρμογή τα τελευταία χρόνια» (4). «Οι Έλληνες θα έπρεπε να παραδειγματιστούν από την Ιρλανδία», προτείνει ο Ιρλανδός πρωθυπουργός, Έντα Κέννυ. «Άλλωστε, είμαστε οι καλύτεροι μαθητές» (5). Τίτλο τον οποίο διεκδικεί επίσης και η Πορτογαλία, σύμφωνα με τη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ: η εφημερίδα «El País» αναφέρει ότι θα επωφελούνταν της συνόδου των υπουργών Οικονομικών της 16ης Φεβρουαρίου για να αντιπαραβάλει τον Πορτογάλο «καλό μαθητή» με το ελληνικό «καρκίνωμα» (17 Φεβρουαρίου 2015).
Κατά τον Πορτογάλο πρωθυπουργό, Πέντρο Πάσσος Κοέλιο, η Λισαβόνα απέδειξε ότι «η συμβατική απάντηση στην κρίση λειτουργεί» (6). «Μέσα σε λίγα χρόνια, η χώρα μας έκανε ένα άλμα προς τα πίσω», εξηγεί αντιθέτως ο οικονομολόγος Ρικάρντο Πάες Μαμέντε. «Η παραγωγή πλούτου έχει υποχωρήσει στο επίπεδο που ήταν προ δεκαετίας· η απασχόληση στο προ εικοσαετίας επίπεδο· οι επενδύσεις που προετοιμάζουν τη μελλοντική ανάπτυξη, στα προ τριακονταετίας επίπεδα. Κατά συνέπεια, η μετανάστευση στο εξωτερικό είναι συγκρίσιμη με την προ τεσσαρακονταετίας, στην εποχή της δικτατορίας του Σαλαζάρ [1973-1974]».
Η εκτόξευση προς το παρελθόν είναι εμφανής στο μετρό της Λισαβόνας. Οι ντόπιοι συνωστίζονται στο κομμάτι της αποβάθρας που αντιστοιχεί στα πρώτα βαγόνια του τρένου, αφήνοντας το υπόλοιπο στη διάθεση των τουριστών. Η συμπεριφορά τους εξηγείται όταν φθάνει ο συρμός: έχει μόνο τα μισά από τα βαγόνια που χωράει ο σταθμός, πράγμα που επιβάλλει στους παραθεριστές έναν αγώνα ταχύτητας προκειμένου να κατορθώσουν να επιβιβαστούν. «Το μέτρο αποσκοπεί στην εξοικονόμηση ενέργειας», εξηγεί ο Πάες Μαμέντε απογοητευμένος. «Είναι ένα από τα δείγματα της λιτότητας».
«Η κρίση αποδείχτηκε τόσο βίαιη», συνεχίζει, διότι στη χώρα του, «αντίθετα από την Ελλάδα ή την Ιρλανδία, ξεκίνησε από την αρχή του 21ου αιώνα». Με άλλα λόγια, η κρίση του ευρώ μετέτρεψε μια παρατεταμένη διολίσθηση σε πλήρη εκτροχιασμό.
Αν τη ρίξεις από αρκετά ψηλά, ακόμα και μια ψόφια γάτα αναπηδάει
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Πορτογαλία διακρίνεται για τις περικοπές στα κοινωνικά της προγράμματα μεταξύ 2011 και 2013, τις πιο δραστικές στη Γηραιά Ήπειρο. Επίσης, η χώρα έκανε θαύματα στον τομέα του «εργασιακού κόστους»: μεταξύ του 2006 και του 2012, μας εξηγεί ο πολιτικός αναλυτής Αντρέ Φρέιρε, συγγραφέας μιας μελέτης με αυτό το θέμα (7), «ο αριθμός των μισθωτών που αμείβονται με το βασικό μισθό αυξήθηκε από τους 133.000 στους 400.000, σε ένα ενεργό πληθυσμό περίπου πέντε εκατομμυρίων». Περίπου 30% είναι χωρίς εργασία (8). Αλλά η κυβέρνηση δεν προτίθεται να εγκαταλείψει έναν τόσο σωστό δρόμο, προς μεγάλη ικανοποίηση της «Jornal de Negócios». Η οικονομική αυτή εφημερίδα πανηγύριζε πρόσφατα επειδή η Λισαβόνα είχε καταγράψει στο τρίτο τρίμηνο του 2014 «τη μεγαλύτερη μείωση του εργατικού κόστους στην Ευρωπαϊκή Ένωση» (20 Μαρτίου 2015).
«Και όμως, όπως και στην Ελλάδα, το χρέος συνεχίζει να αυξάνεται» αναστενάζει ο Πάες Μαμέντε. Από 96,2% του ΑΕΠ το 2010, εκτοξεύθηκε στο 128,9% το 2014. Ένα τέτοιο βάρος οδηγεί στη δέσμευση του 4,5% του συνόλου του πλούτου που παράγεται κάθε χρόνο μόνο για την αποπληρωμή τόκων, δηλαδή περισσότερα από όσα πληρώνει η Ελλάδα, όπου, χάρη στο πρόγραμμα διάσωσης, τα επιτόκια είναι πιο χαμηλά… Μια πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Πορτογαλία δε θα μπορέσει να τηρήσει τις προδιαγραφές των συνθηκών (9) για τον προϋπολογισμό, οι οποίες προβλέπουν επιστροφή του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος κατώτερο του 60% του ΑΕΠ. «Αντίθετα από όσα ισχυρίζεται η κυβέρνηση, η θεραπεία δεν πετυχαίνει», καταλήγει ο οικονομολόγος.
Μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει τη Λισαβόνα στην επιδίωξη να διαπραγματευτεί μια χαλάρωση των συνθηκών, ενδεχομένως μια αναδιάρθρωση του χρέους της: με δυο λόγια, να υποστηρίξει την προσπάθεια της Αθήνας. Αλλά όχι, πρέπει να πάμε ακόμα πιο μακριά, απαντά αντιθέτως ο Πορτογάλος πρωθυπουργός, για τον οποίο, «οι μεταρρυθμίσεις των δημοσίων δαπανών και της οικονομίας συνιστούν έναν νέο τρόπο ζωής, που πρέπει πλέον να υιοθετηθεί στο διηνεκές (10)».
Σύμφωνα με τον Τομ Μακ Ντόουνελλ, οικονομολόγο στο Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Νέβιν (NERI) (11), η πρόσφατη ανάκαμψη της Ιρλανδίας, την οποία πανηγύρισε ένα μέρος του διεθνούς Τύπου, που πάντα θέλγονταν από το «ιρλανδικό μοντέλο» (12), έχει «μεγάλη δόση υπερβολής»: «Είναι γεγονός ότι τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η πτώση ήταν πολύ έντονη», σχολιάζει πριν εκμυστηρευτεί: «Αν την πετάξεις από το κατάλληλο ύψος, ακόμα και μια ψόφια γάτα αναπηδά». Το ΑΕΠ έπεσε 12% μεταξύ 2008 και 2010 και «η χώρα έχασε το ένα έβδομο των θέσεων εργασίας της. Και οι νέες θέσεις που δημιουργήθηκαν είναι γενικά κακοπληρωμένες, μερικής απασχόλησης και σχεδόν όλες στην πρωτεύουσα».
Είναι, εντούτοις, γεγονός ότι το 2014, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ιρλανδίας προκαλεί τη ζήλεια του Παρισιού, της Λισαβόνας και της Αθήνας. Δεν πιστοποιεί, τελικά, την άποψη ότι «η αποφασιστικότητα στις μεταρρυθμίσεις» ανταμείβεται, όπως έγραψε το αμερικανικό περιοδικό «Newsweek» (16 Μαρτίου 2015); Όχι ακριβώς, απαντάει ο Πάες Μαμέντε: «Η διαφορά μεταξύ της Πορτογαλίας, της Ελλάδας και της Ιρλανδίας είναι ότι οι δύο πρώτες αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής οικονομίας· η Ιρλανδία, είναι μέρος της αμερικανικής».
Με την κατάργηση των τελωνιακών δασμών στο πλαίσιο της ΕΟΚ, το 1986, οι αμερικανικές επιχειρήσεις αναζήτησαν τρόπο να επωφεληθούν των ίδιων πλεονεκτημάτων με τις επιχειρήσεις της Γηραιάς Ηπείρου. Η Ιρλανδία τούς το επέτρεψε. Τους προσέφερε επιπλέον ένα αγγλόφωνο και μορφωμένο εργατικό δυναμικό, καθώς και προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Ο Μακ Ντόουνελλ, στο γραφείο του στο Δουβλίνο, συνοψίζει: «Η Ιρλανδία παρουσιάζει από τη μια πλευρά μια οικονομία παρεμφερή με αυτή της Πορτογαλίας, η οποία δεν εμφανίζει καλύτερα αποτελέσματα. Κι από την άλλη, μια οικονομία που έχει έρθει φυτευτή από τις ΗΠΑ, και η οποία χαρακτηρίζεται από θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας». Κι ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σε στασιμότητα, η Ουάσιγκτον κατέγραψε μια άνοδο 2,4% το 2014, που παρέσυρε και το σμαραγδένιο νησί.
Η λιτότητα δεν είχε καμιά επίπτωση στον αμερικανικό θύλακα· συγκλόνισε όμως την υπόλοιπη κοινωνία. Τον περασμένο Οκτώβριο, ο πρόεδρος της Ένωσης Νοσοκομειακών Γιατρών, Δρ. Τζέραρντ Κρόττυ, κατήγγειλε, «τις σημαντικές περικοπές στους προϋπολογισμούς της υγείας», που προκάλεσαν, κατά τη γνώμη του, «αύξηση της θνησιμότητας ασθενών σε λίστες αναμονής για εισαγωγή σε νοσοκομείο» (13). Η ανάπτυξη των συμβάσεων «μηδενικών ωρών», που υποχρεώνουν τον εργαζόμενο να είναι στη διάθεση του εργοδότη του οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, για ελάχιστη εγγυημένη απασχόληση δεκαπέντε ωρών εβδομαδιαίως, και η αύξηση των θέσεων εργασίας μερικής απασχόλησης, οδήγησαν το ένα έκτο των μισθωτών κάτω από το όριο της φτώχειας. Και, μολονότι σε κάποιες πλούσιες συνοικίες της πρωτεύουσας γίνεται λόγος για την επιστροφή του «Κελτικού Τίγρη», ο βρυχηθμός του δεν ακούγεται στην υπόλοιπη χώρα.
Εντούτοις, αντίθετα με το βάρος του ελληνικού και του πορτογαλικού χρέους, το ιρλανδικό ελαττώνεται, κυρίως χάρη στο σφρίγος της οικονομικής ανάπτυξης. Σε αυτόν τον τομέα, η χώρα πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεταξύ του 2013 και του 2014: μια μείωση της τάξης του 9,4%, για να φθάσει στο 114,8% του ΑΕΠ. «Όμως, οι επιδόσεις του ιρλανδικού ΑΕΠ είναι απατηλές», συνεχίζει ο Μακ Ντόουνελλ. «Είναι τέτοιο το βάρος των πολυεθνικών και τα επαναπατριζόμενα κέρδη τόσο σημαντικά, που το ΑΕΠ υπερτιμά την πραγματική παραγωγή πλούτου».
Η υποτιθέμενη βιωσιμότητα του ιρλανδικού χρέους εξηγείται άλλωστε από μια σειρά ταχυδακτυλουργίες, για τις οποίες αναρωτιέται κανείς πώς δεν προκάλεσαν την αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Μην μπορώντας να δανειστεί από τις αγορές για να χρηματοδοτήσει τις ευρισκόμενες στα όρια της χρεοκοπίας τράπεζές του, το Δουβλίνο αποφάσισε, το 2010, να εκδώσει τίτλους αναγνώρισης χρέους, που είχαν ως σκοπό να επιτρέψουν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αντλήσουν ρευστότητα από την Κεντρική Ιρλανδική Τράπεζα. Το συνολικό ποσό ανήλθε σε 31 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή το 20% περίπου του ΑΕΠ. «Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για κόψιμο χρήματος», συνοψίζει ο Μακ Ντόουνελλ. «Η Κεντρική Τράπεζα δημιούργησε απλούστατα 31 δισεκατομμύρια ευρώ σε μια οθόνη υπολογιστή». Πρακτική που είναι παράνομη στην ευρωζώνη…
«Είναι σίγουρο ότι η ΕΚΤ δε χάρηκε», μας εκμυστηρεύεται ο Ντόμινικ Χέιννιγκαν, βουλευτής του Εργατικού Κόμματος (κεντροαριστερού), που κυβερνάει τη χώρα μαζί με το Φίνε Γκάελ (δεξιό). «Όμως, εκείνη την εποχή είχαμε αποφασίσει να εγγυηθούμε τα χρέη των τραπεζών μας υπό την πίεση των Βρυξελλών». Τον Ιανουάριο του 2010, ο τότε διευθυντής της ΕΚΤ Ζαν-Κλωντ Τρισέ είχε καλέσει τον τότε υπουργό Οικονομικών της Ιρλανδίας και του είχε ζητήσει «να σώσει τις τράπεζες με κάθε τίμημα». «Κατά κάποιον τρόπο», συνεχίζει ο Χέιννιγκαν, «η Ιρλανδία δέχτηκε να θυσιαστεί για χάρη της υπόλοιπης Ευρώπης. Αυτό άξιζε ένα χεράκι βοήθειας». Το είδος της βοήθειας που, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν αξίζει η Ελλάδα το 2015.
Η ΕΚΤ περιμένει, ωστόσο, από την Ιρλανδία να τακτοποιήσει την εκκρεμότητά της· το Δουβλίνο προτιμάει να καθυστερήσει τη λύση του προβλήματος όσο το δυνατόν περισσότερο. Γιατί, λοιπόν, κάτω από αυτές τις περιστάσεις, να μην ενώσει τη φωνή του με αυτή της Αθήνας για να διεκδικήσει περισσότερη χαλάρωση από μέρους των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης; «Από φόβο», απαντάει ο Σον Κάιν, βουλευτής του Φίνε Γκάελ, «μήπως και κάποια άλλη χώρα τύχει καλύτερης μεταχείρισης, τη στιγμή που οι Ιρλανδοί υπέστησαν μια σκληρή λιτότητα». Με άλλα λόγια: καλύτερα να αναλάβει το ρίσκο να δει τη δική του κατάσταση να χειροτερεύει, παρά να δει την Αθήνα να αποδεικνύει πόσο άχρηστη είναι η λιτότητα και το ελληνικό ντόμινο να συμπαρασύρει το ιρλανδικό…
Στους κύκλους της Αριστεράς που αντιτίθενται στη λιτότητα, οι αναλύσεις διαφέρουν, φυσικά. Στην Ιρλανδία, το πλέον συγγενικό κόμμα στο ΣΥΡΙΖΑ ονομάζεται Σινν Φέιν, η πρώην πολιτική πτέρυγα του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA). «Η νίκη του Τσίπρα ήταν θετική για εμάς», δηλώνει η Μάιρεαντ Φάρελλ , δημοτική σύμβουλος του Σινν Φέιν στην πόλη Γκάλγουεϊ. «Απέδειξε ότι κόμματα που αντιτίθενται στη λιτότητα, μπορούν να έρθουν στην εξουσία στην Ευρώπη».
Όπως και η Ελλάδα, η Ιρλανδία υφίσταται από την έναρξη της κρίσης της ευρωζώνης, μια αποσύνθεση του πολιτικού σκηνικού της. «Από το 1932 μέχρι το 2002, τα δυο δίδυμα κόμματα της Δεξιάς, το Φίνε Γκάελ και το Φιάννα Φαίιλ, συγκέντρωναν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση το 75% των ψήφων», υπενθυμίζει ο κοινωνιολόγος Κλέραν Άλλεν. «Το Εργατικό Κόμμα από την πλευρά του συγκέντρωνε περίπου το 10% των ψήφων. Για περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, η Ιρλανδία λειτούργησε με δυόμισι κόμματα. Αυτό φαίνεται ότι έχει τελειώσει». Το κόμμα που επωφελήθηκε κυρίως από αυτή την ανατροπή είναι το Σινν Φέιν, που έχει γίνει ένα από τα πιο δημοφιλή στην Ιρλανδία, με μια έντονη ενίσχυση το 2011 (από 4 έδρες πήρε 14 έδρες στις εκλογές του 2011, σε ένα Κοινοβούλιο με 166 έδρες). Τον περασμένο Μάρτιο, η πρόθεση ψήφου προς το κόμμα φλέρταρε με το 25%, μια κατάσταση που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πριν από το ξέσπασμα της κρίσης.
Πιο κοντά στην Ελλάδα από ό,τι στην Ιρλανδία, σε δημογραφικό επίπεδο, η Πορτογαλία διαφοροποιείται σε πολιτικό επίπεδο. Εδώ δεν υπάρχει ανάλογη εξασθένηση των δύο μεγάλων κομμάτων: η «ριζοσπαστική» αριστερά δεν μοιάζει –προς το παρόν– να είναι σε θέση να πάρει την εξουσία. Και αυτό, για δύο βασικούς λόγους. Από τη μια, το παράδειγμα του Ποδέμος, στη γειτονική χώρα, οδήγησε σε πλήθος πρωτοβουλιών με στόχο να μιμηθούν τη «συνταγή». Ξεχνώντας, μερικές φορές, το βασικό συστατικό: το κοινωνικό κίνημα της 15ης του Μάη, αντίστοιχο του οποίου δεν υπήρξε στην Πορτογαλία. Ο καθένας κάνει εκκλήσεις για ενότητα… δημιουργώντας το δικό του κόμμα. Δίπλα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας (ΚΚΠ, που ιδρύθηκε το 1923) και του Μπλοκ της Αριστεράς (τον παραδοσιακό σύμμαχο του ΣΥΡΙΖΑ που ιδρύθηκε το 1999), η πορτογαλική Αριστερά περιλαμβάνει πλέον το Tempo de Avancar (14) (που ιδρύθηκε το 2014) του Agir (15) και του Juntos Podemos (16) (και τα δύο ιδρύθηκαν το 2015). Οι επίδοξοι μιμητές του Τσίπρα διαγκωνίζονται· κανείς δεν απειλεί πραγματικά τις Βρυξέλλες.
«Να δεχτούμε τη λιτότητα. Όχι όμως σε διπλή δόση»
Εδώ ένα δεύτερο φαινόμενο ενισχύει την εναλλαγή των παραδοσιακών κομμάτων: η αποφασιστικότητα της Δεξιάς να κάνει «περισσότερα από όσα ζητάει η τρόικα», όπως ανακοίνωσε ο Πάσσος Κοέλιο το βράδυ της νίκης του στις βουλευτικές εκλογές του 2011. Είναι γεγονός ότι, όπως και το γαλλικό ομόλογό του, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Πορτογαλίας (ΣΚΠ) (17) έχει κάνει περισσότερα από άλλα κόμματα σε θέματα απορρύθμισης της οικονομίας και ιδιωτικοποιήσεων· είναι γεγονός, ότι ο σοσιαλιστής ηγέτης, Ζοζέ Σόκρατες, που είναι πλέον στη φυλακή κατηγορούμενος για διαφθορά, υπέγραψε τη συμφωνία με την «τρόικα» που έθεσε σε εφαρμογή ο διάδοχός του. Ωστόσο, ο Ζοζέ Βιέιρα ντα Σίλβα, σοσιαλιστής πρώην υπουργός, δεν έχει εντελώς άδικο όταν κατηγορεί όσους τον επικρίνουν εξ αριστερών ότι δεν είναι δίκαιοι: όχι, το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν θα εφάρμοζε την «ίδια πολιτική» με αυτή του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (ΣΔΚ) του Πάσσος Κοέλιο (που δεν έχει τίποτα το σοσιαλδημοκρατικό). Το πρόγραμμα των «σοσιαλιστών»; «Λιτότητα, ναι. Αλλά όχι σε διπλή δόση», τονίζει ο Βιέιρα ντα Σίλβα… Είναι αμφίβολο το πόσο μπορεί να κινητοποιήσει μια τέτοια φιλοδοξία. Φαίνεται, όμως, πως είναι επαρκής για να διατηρεί την ελπίδα μιας «ρήξης» σε σημαντικό αριθμό εκλογέων, επιτρέποντας ταυτόχρονα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα να ισχυρίζεται ότι δεν είναι ούτε ένα ΠΑΣΟΚ σε αποσύνθεση, ούτε ΣΥΡΙΖΑ, το πρόγραμμα του οποίου είναι υπερβολικά «εξτρεμιστικό» κατά τη γνώμη του.
Για τις πολιτικές δυνάμεις στα αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το ελληνικό παράδειγμα γέννησε ελπίδες: ένα «διαφορετικό» κόμμα στην εξουσία για να εφαρμόσει μια «διαφορετική» πολιτική. Όμως, οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο βάλθηκαν να περιπλέξουν τα πράγματα: μπορεί ο Τσίπρας να κατόρθωσε να έρθει στην εξουσία, όμως η Γερμανίδα καγκελάριος δεν έχει πρόθεση να τον αφήσει να ασκήσει την πολιτική για την οποία εξελέγη.
«Όλα κρίνονται στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Και ομολογώ ότι είμαι ανήσυχος», παραδέχεται ο Οκτάβιο Τεξέιρα, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας, που οι δημοσκοπήσεις φέρνουν στο 10% των ψήφων στις επόμενες εκλογές. «Αν ο Τσίπρας επιβάλει την άποψή του, προφανώς αυτό θα είναι θετικό για τις δυνάμεις που αντιτίθενται στη λιτότητα. Αν όμως συνθηκολογήσει ή αν κάνει πολλές υποχωρήσεις, τότε η Ευρώπη θα έχει αποδείξει ότι δεν υπάρχει άλλη εφικτή πολιτική. Για εμάς, αυτό θα είναι καταστροφικό».
Αρκεί η αποφασιστικότητα της Αθήνας να μην την οδηγήσει στον αποκλεισμό της από την ευρωζώνη. Ένα σενάριο που φοβάται το Σινν Φέιν. «Αν η Ελλάδα βγει από την ευρωζώνη», εξηγεί ο Εοΐν Ο’ Μπρόιν, ένα από τα ηγετικά στελέχη του κόμματος, «η Δεξιά θα τρίβει τα χέρια της: ‘’Ψηφίστε Σινν Φέιν να δείτε τι θα πάθετε’’». Ενώ μέχρι τις αρχές Μαρτίου ο ιστορικός ηγέτης του εθνικιστικού κόμματος Τζέρρυ Άνταμς, όπου βρισκόταν κι όπου στεκόταν υπενθύμιζε την «αδελφική σχέση», που ενώνει το Σινν Φέιν με το ΣΥΡΙΖΑ, ο Ο’ Μπρόιν παραδέχεται ότι, «εδώ και λίγο καιρό είμαστε πιο διακριτικοί στις αναφορές σε αυτή τη σχέση».
Πέρα από το ρόλο της ως συνδέσμου μεταξύ της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής αγοράς, το Δουβλίνο επωφελείται αυτού που ο οικονομολόγος Μακ Ντόουνελλ αποκαλεί «εξόχως επονείδιστη» νομοθεσία. Φόρος επί των επιχειρήσεων 12,5% (τη στιγμή που ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2014 ήταν 25,9%), πλήθος παραθύρων που επιτρέπουν τη φοροαποφυγή: πλέον η Ιρλανδία έχει ξεπεράσει τις Βερμούδες στον κατάλογο των σημαντικότερων φορολογικών παραδείσων του πλανήτη. «Συμπεριφερόμαστε εγωιστικά, αντλώντας εισοδήματα που έπρεπε να βρίσκονται στα ταμεία άλλων κρατών», συνοψίζει ο Μακ Ντόουνελλ. Προς το παρόν, η Ιρλανδία επωφελείται από το ευρώ. Ή, για την ακρίβεια, οι πιο προνομιούχοι Ιρλανδοί.
«Το Σινν Φέιν αντιτάχθηκε στην ένταξη της Ιρλανδίας στην ευρωζώνη», επισημαίνει ο Ο’ Μπρόιν. «Όμως η έξοδος από αυτήν θα είχε υπερβολικό κόστος. Δεν έχουμε καμιά αυταπάτη για το πολιτικό πρόγραμμα της ευρωζώνης, όμως επιθυμούμε να τη μετασχηματίσουν εκ των ένδον». Ωστόσο, σε αυτό το θέμα, όπως και σε άλλα, το κόμμα –που επικαλείται τη σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατική παράδοση– είναι πολύ προσεκτικό. «Οι περιορισμοί των προϋπολογισμών είναι παράλογοι: από οικονομική άποψη δε στέκουν», επιμένει ο Ο’ Μπρόιν. Πρέπει λοιπόν να τεθούν σε επαναδιαπραγμάτευση; «Είμαστε υπέρ της αναθεώρησης των συνθηκών, όμως η Ιρλανδία είναι μια από τις πλέον περιφερειακές χώρες της Ένωσης. Στα μάτια της Επιτροπής δεν έχουμε καμιά υπόσταση. Στόχος μας είναι να γίνουμε ένας αξιόπιστος σύμμαχος στις χώρες του κέντρου –όπως η Γαλλία– που ενδεχομένως θα ζητούσαν κάποια στιγμή περισσότερη ευελιξία». Πρέπει αναμφίβολα να οπλιστούμε με υπομονή…
Για την ώρα, το Σινν Φέιν προτείνει να βρεθεί μια δυνατότητα ελιγμών στο πλαίσιο των συνθηκών, χωρίς να τροποποιηθεί το φορολογικό καθεστώς της Ιρλανδίας. Το σχέδιό του για τις επερχόμενες εκλογές; «Ένα πρόγραμμα που να μην πλήττει την οικονομική ασφάλεια όσων τη διαθέτουν, αλλά που να δημιουργεί θέσεις εργασίας», εξηγεί ο Ο’ Μπρόιν. Με δυο λόγια, ένα σχέδιο «κοινωνικά δίκαιο, οικονομικά αξιόπιστο και φορολογικά υπεύθυνο», που δεν αποκλείει το ενδεχόμενο συμμαχίας με ένα κόμμα της Δεξιάς, εφ’ όσον το Σινν Φέιν θα είναι ο κύριος κυβερνητικός εταίρος. «Μερικοί θα πουν ότι είμαστε μετρημένοι. Ίσως να είναι αλήθεια. Όμως, το πρόβλημα για την Αριστερά είναι ότι πρέπει να κερδίσει τις εκλογές…».
Κατά την άποψη της Γκόλντμαν Σακς, το πράγμα παρατράβηξε: «Η επιτυχία του Σινν Φέιν συνιστά τη σημαντικότερη απειλή για την ανάπτυξη της Ιρλανδίας» (18). Η ιρλανδική ριζοσπαστική αριστερά –που ασκεί πίεση στους εθνικιστές μέσω του αγώνα ενάντια στη θέσπιση φόρου στο νερό – δυσκολεύεται να κατανοήσει την ανησυχία των τραπεζών επενδύσεων: το Σινν Φέιν δεν έθεσε σε εφαρμογή τα μέτρα λιτότητας στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου μοιράζεται την εξουσία με τους ενωτικούς (19) από τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998; Ο Ο’ Μπρόιν αντιτείνει: «Στον Βορρά η κυβέρνηση δεν είναι κυρίαρχη: το Λονδίνο επιβάλλει τα περισσότερα μέτρα κι εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε για να καθυστερήσουμε την εφαρμογή τους ή να τα τροποποιήσουμε». Μια κατάσταση κηδεμονίας που έχει παράξενες ομοιότητες με αυτήν στην οποία το χρέος και οι ευρωπαϊκές συνθήκες έχουν βυθίσει την πλειονότητα των μελών της ευρωζώνης. Όμως, ο Ο’ Μπρόιν απορρίπτει το επιχείρημα: «Είμαστε συνηθισμένοι στις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, όπως αυτές που αποκατέστησαν την ειρήνη στη Βόρεια Ιρλανδία. Ξέρουμε ότι θα χρειαστεί χρόνο».
Ντόμινο ή ραβδάκια του μικάδο;
Στην Ιρλανδία, επομένως, το πιο κοντινό στο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα δεν υιοθετεί μια μαχητική ρητορική. Τίποτα δε δείχνει ότι ο Τσίπρας μπορεί να ελπίζει σε κάτι παραπάνω από την Πορτογαλία, όπου το Σοσιαλιστικό Κόμμα δείχνει να είναι το φαβορί στις επόμενες εκλογές. Μάλιστα, η ηγεμονία του έπεισε τους ηγέτες κάποιων από τα νέα κόμματα που αντιτίθενται στη λιτότητα, να εξετάζουν τη συμμαχία μαζί του.
«Με τι στόχο;» Ρωτάει ο Φρανσίσκο Λόουσε, πρώην συντονιστής του Μπλοκ της Αριστεράς. «Να προσπαθήσουμε να διαπραγματευτούμε με τις Βρυξέλες, ελπίζοντας στην υποστήριξη του Παρισιού; Στον πορτογαλικό τύπο, η λέξη “Ολαντοποίηση” είναι συνώνυμο της “συνθηκολόγησης” (20). Είναι τρέλα! Το αποδεικνύει η ελληνική εμπειρία. Ξέρουμε πλέον πως η ευρωζώνη δε θα ανεχθεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Πώς μπορεί να φανταστεί κανείς ότι το πολιτικό ισοδύναμο ενός μετριοπαθούς ΠΑΣΟΚ θα κατορθώσει να πετύχει στην Πορτογαλία ό,τι δεν μπορεί να πετύχει ο ΣΥΡΙΖΑ; Η ιδέα να αλλάξουμε το Σοσιαλιστικό Κόμμα για να αλλάξει αυτό με τη σειρά του την Ευρώπη, είναι μια στρατηγική απελπισίας! Ο μόνος δρόμος –κι αυτό το απέδειξαν άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ και το Ποδέμος– είναι η ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατία: το ΠΑΣΟΚ, το Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ισπανίας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Πορτογαλίας». Από τη μια, ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατία· ρήξη με το ευρώ, από την άλλη. Ο Λόουσε, που όταν ηγούνταν του Μπλοκ της Αριστεράς είχε αντιπαρατεθεί έντονα με αυτή την αντίληψη, την έχει υιοθετήσει πλέον, διαπιστώνοντας ότι «δεν υπάρχει άλλη λύση».
«Το ευρώ αποδείχθηκε ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο για την καταστροφή του κράτους πρόνοιας», εξηγεί ο οικονομολόγος Πάες Μαμέντε. «Όταν η οικονομία είναι σε ύφεση, οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να εφαρμόσουν παρά μια μόνο πολιτική: την εσωτερική υποτίμηση μέσω της μείωσης των μισθών. Όταν ξαναρχίζει η ανάπτυξη, τίποτα δεν τις υποχρεώνει να τους αυξήσουν». Η πολιτική αυτή, καταλήγει, «καταδικάζει την περιοχή σε συνεχή αποπληθωρισμό, που δεν είναι βιώσιμος, ούτε οικονομικά, ούτε πολιτικά, ούτε κοινωνικά».
Η κατάσταση του Μπλοκ της Αριστεράς αναδεικνύει το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται οι δυνάμεις που είναι ενάντια στη λιτότητα, λίγους μήνες μετά τη νίκη του Τσίπρα. Δεδομένου ότι οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο αρνούνται τη διαπραγμάτευση, η καταγγελία των ευρωπαϊκών πολιτικών, του δικομματισμού ή της διαφθοράς δεν επαρκούν πλέον. Πρέπει πλέον να δοθεί απάντηση στο ερώτημα: μέχρι ποιο σημείο πρέπει να δοθεί η μάχη; Συμπεριλαμβάνει και την προετοιμασία για μια έξοδο από το ευρώ; Η προοπτική αυτή είναι λεπτή για την Πορτογαλία, όπου η Ευρώπη ενσαρκώνει και την επιστροφή στη Δημοκρατία, μετά τη μακρά περίοδο της δικτατορίας του καθεστώτος Σαλαζάρ, και μια πρόσβαση στον «πρώτο κόσμο».
Στρατηγική ή διεθνιστική πεποίθηση, το Μπλοκ της Αριστεράς εξηγεί ότι δεν εγκαταλείπει την ιδέα ενός «καλού ευρώ». Στριμωγμένο ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, που πλέον είναι ανοιχτά υπέρ της εξόδου από την ευρωζώνη, και στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, που δείχνει να πιστεύει σε μια αλλαγή της Ευρώπης υπό την ηγεσία του Προέδρου της Επιτροπής, Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ, υποχρεώνεται να υπερασπιστεί την άποψη μιας πραγματικής αντιπαράθεσης με τις Βρυξέλλες… διαπιστώνοντας ταυτόχρονα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πετσοκόψει πλέον τις διεκδικήσεις του. Ελάχιστοι προβλέπουν ένα καλό εκλογικό αποτέλεσμα του κόμματος.
Οι Βρυξέλλες φροντίζουν, ωστόσο, να αλλάξουν τη σχέση των Πορτογάλων με την Ένωση… «Οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας των τελευταίων χρόνων καταδικάζουν την Πορτογαλία σε αυτό που πάντα ήταν και είχε προσπαθήσει να μην είναι πλέον: ένας πάροχος φτηνού εργατικού δυναμικού», επισημαίνει η σοσιαλίστρια βουλευτής Ινές δε Μεντέιρος. «Η Ευρώπη ωθεί την Πορτογαλία να ξαναγίνει μια χώρα δευτερεύουσας σημασίας». Απαισιοδοξία της λογικής ή αισιοδοξία της βούλησης; «Πιστεύω ακόμα στην Ευρώπη… Αλλά γίνεται ολοένα δυσκολότερο. Δεν είναι δυνατό να συνεχίζουμε να λέμε στους ανθρώπους: ‘’Το μέλλον σας είναι να μην έχετε μέλλον’’».
Η Ευρώπη μοιάζει πλέον λιγότερο με ένα ντόμινο και περισσότερο με ραβδάκια του μικάδο, όπου ο κάθε παίκτης προσπαθεί να τραβήξει το δικό του ραβδάκι χωρίς να τον συμπαρασύρει το γενικευμένο χάος.
1.«IMF Country Report», No 15/21, Ουάσιγκτον, Ιανουάριος
2.«Barómetro das Crises No 13, Observatorio sobre Crises e Alternativas», Λισαβόνα, 26 Μαρτίου
3.André Freire, Marco Lisi, Ioannis Andreadis και José Manuel Leite Viegas (υπό τη διεύθυνση του), «Political representation in times of bailout: Evidence from Greece and Portugal», South European society and Politics, Λονδίνο, 2014.
4.Peter Wise, «Greek crisis opens Portuguese faultlines over future of eurozone», «Financial Times», Λονδίνο, 16 Φεβρουαρίου
5.Mark Paul, «Noonan still cheesy about those Greeks», «The Irish Times», Δουβλίνο, 6 Μαρτίου
6.Sérgio Anibal, «Draghi dá Portugal como exemplo de retoma europeia», «Público», Λισαβόνα, 24 Μαρτίου
7.Noonan: «We’re not Greece… put that on a t-shirt», «Independent», Δουβλίνο, 23 Ιουνίου
8.Μεταξύ 14ης Σεπτεμβρίου και 14ης Οκτωβρίου στην Πορτογαλία· μεταξύ Οκτωβρίου 2015 και Απριλίου 2016 στην Ιρλανδία.
9.Portugal, Ireland, Greece, Spain.
10.«Diario de Noticias», Λισαβόνα, 18 Μαρτίου
11.(Σ.τ.Μ.) Nevin Economic Research Institute, ίδρυμα οικονομικών ερευνών με έδρα το Δουβλίνο, που εργάζεται για την προώθηση εναλλακτικών προτάσεων και τη δημιουργία μιας κοινωνικά αλληλέγγυας οικονομίας. Είναι ένα από τα σχετιζόμενα με τα συνδικάτα κέντρα ερευνών.
12.Βλ. «Les quatre vies du modèle irlandais », «Le Monde diplomatique», Οκτώβριος
13.Martin Wall, «Patients “dying unnecessarily” waiting for hospital beds», «The Irish Times», 4 Οκτωβρίου
14.(Σ.τ.Μ.) Καιρός να προχωρήσουμε.
15.(Σ.τ.Μ.) Να Δράσουμε.
16.(Σ.τ.Μ.) Μαζί Μπορούμε.
17.Στην εξουσία από το 1983 ώς το 1985, από το 1995 ως το 2002 κι έπειτα από το 2005 ώς το 2011.
18.Colm Keena, «Rise of Sinn Fein represents main threat to growth, says economist», «The Irish Times», 18 Μαρτίου
19.(Σ.τ.Μ.) Ενωτικοί: γενική ονομασία των προτεσταντικών κομμάτων στη Βόρεια Ιρλανδία, που υπερασπίζονται την παραμονή της περιοχής στο Ηνωμένο Βασίλειο.
20.Bernardo Ferrão, «Passos e Tsipras. Cada qual com o seu ”conto de crianças”», «Espresso», Λισαβόνα, 28 Ιανουαρίου