Το ζήτημα της πείνας
Πώς θα δοθεί ένα τέλος στον παγκόσμιο υποσιτισμό
Homi Kharas και John W. McArthur
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Την περασμένη εβδομάδα, κατά την 41η σύνοδό τους, οι χώρες του G7 ανέλαβαν μια ασυνήθιστα συγκεκριμένη δέσμευση: Να δώσουν ένα τέλος στην πείνα και τον υποσιτισμό για 500 εκατομμύρια άτομα μέχρι το 2030.
Πληροφορίες εκ των έσω υπονοούν ότι ο συγκεκριμένος στόχος αποτελούσε προσωπική προτεραιότητα της Άνγκελα Μέρκελ, της περιβόητης επιστημονικής Γερμανίδας καγκελαρίου που ήταν και οικοδεσπότης της εκδήλωσης. Ωστόσο, παρά την προσοχή για την παγκόσμια πείνα που δίνεται από την υψηλού επιπέδου πολιτική, κάτι που σίγουρα αποτελεί θετικό βήμα, η δέσμευση του G7 εξακολουθεί να είναι ημιτελής.
Κατ’ αρχήν, ο στόχος των 500 εκατομμυρίων είναι πολύ χαμηλός. Σύμφωνα με την αναφορά για την Κατάσταση της Παγκόσμιας Επισιτιστικής Ανασφάλειας του 2015, το έντυπο των Ηνωμένων Εθνών που παρακολουθεί την παγκόσμια πείνα, υπάρχουν περίπου 795 εκατομμύρια πεινασμένοι άνθρωποι στον κόσμο. Είναι ασαφές το γιατί το G7 απέκλεισε 295 εκατομμύρια από την δέσμευσή του, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι ίδιες χώρες βρίσκονται στην μέση της διαπραγμάτευσης για έναν συνδεδεμένο με τον ΟΗΕ «στόχο αειφόρου ανάπτυξης» για την εξάλειψη της πείνας μέχρι το 2030. Ο παγκόσμιος αυτός στόχος στηρίζεται στην ιδέα ότι κανείς δεν πρέπει να εγκαταλείπεται, σίγουρα όχι 295 εκατομμύρια άνθρωποι. Ίσως το G7 υπολογίζει ότι το κενό θα καλυφθεί από άλλες προηγμένες οικονομίες. Αλλά η ασάφεια αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ευρύτερου προβλήματος που επηρεάζει τις παγκόσμιες προσπάθειες που αφορούν την πείνα σήμερα: Οι στόχοι υπάρχουν χωρίς να συνοδεύονται από πρακτικές στρατηγικές για τον τρόπο επίτευξής τους.
Αυτό δεν ίσχυε πάντα. Το 2009, στην σύνοδο κορυφής της L'Aquila, το G8 έκανε μια σημαντική δέσμευση της τάξεως των 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων ώστε να συμβάλει στην επίτευξη της παγκόσμιας επισιτιστικής ασφάλειας. Αλλά η παγκόσμια κόπωση περί δεσμεύσεων και οι ανάμικτες επιδόσεις της συνέχισης των κυβερνήσεων-δωρητών έκανε την L'Aquila την τελευταία από μια σειρά υψηλού προφίλ συλλογικών δεσμεύσεων χορηγών για την παγκόσμια ανάπτυξη κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 2000.
ΠΡΟΟΔΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΙΔΕΣ
Η κλίμακα της τρέχουσας παγκόσμιας πρόκλησης πλαισιώθηκε στην πρόσφατη αναφορά για την «Κατάσταση της Παγκόσμιας Επισιτιστικής Ανασφάλειας», η οποία πανηγύρισε την πρόοδο του αναπτυσσόμενου κόσμου όσον αφορά την μείωση του αριθμού των ανθρώπων που ζούσαν σε καθεστώς πείνας μεταξύ του 1990 και του 2015. Το καλό είναι ότι το ποσοστό του αναπτυσσόμενου κόσμου που υποφέρει από υποσιτισμό έχει μειωθεί σχεδόν κατά το ήμισυ, από περίπου 23% το 1990 σε 13% σήμερα. Αλλά το κακό είναι ότι ο πραγματικός αριθμός των ανθρώπων που πεινούν σε αυτές τις χώρες έχει μειωθεί μόνο λίγο, από 990 σε 780 εκατομμύρια κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Το πιο θλιβερό είναι ότι τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των ανθρώπων που πεινούν στην υποσαχάρια Αφρική αυξάνεται κατά περίπου τρία εκατομμύρια ετησίως, αθροιστικά αυξημένος από σχεδόν 175 εκατομμύρια το 1990 σε 220 εκατομμύρια σήμερα.
Αν πρόκειται ο κόσμος να δώσει ένα τέλος στην πείνα μέχρι το 2030, θα χρειαστεί η πρόοδος να είναι πολύ, πολύ ταχύτερη. Κατά τα τελευταία 25 χρόνια, οι παγκόσμιες προσπάθειες τερμάτισαν την πείνα για περίπου 8 εκατομμύρια ανθρώπους τον χρόνο. Κατά τα επόμενα 15 χρόνια, είναι απαραίτητο ο ρυθμός μείωσης να ανέλθει στα 55 εκατομμύρια ετησίως. Στην Αφρική, αυτό θα σημαίνει εξάλειψη της πείνας για τον ίδιο αριθμό ανθρώπων σε 15 χρόνια, όπως έγινε στην Ασία τα τελευταία 25 χρόνια.
Πρόκειται για τολμηρούς και φιλόδοξους στόχους. Γίνονται δε ακόμα πιο δύσκολοι, γιατί ο στόχος της εξάλειψη της πείνας είναι ποιοτικά διαφορετικός από τον στόχο της μείωσης της πείνας κατά το ήμισυ. Η τελευταία προσέγγιση επιτρέπει στις χώρες με καλύτερες επιδόσεις να αντισταθμίσουν εκείνες που υστερούν. Αλλά η εξάλειψη της πείνας απαιτεί πρόοδο σε κάθε περιοχή, χωρίς εξαίρεση. Και παρ’ όλο που η πείνα συχνά μετριέται με την παρακολούθηση της θερμιδικής ανεπάρκειας, το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Ο υποσιτισμός, συμπεριλαμβανομένων των ελλείψεων μικροθρεπτικών συστατικών, είναι εξίσου ολέθριος και συχνά κρυφός. Οι ελλείψεις αυτές θα μπορούσαν να ανακόψουν την ανάπτυξη των παιδιών, να αναστέλλουν την μακροπρόθεσμη γνωστική τους πρόοδο και να προκαλέσουν μόνιμη αναπτυξιακή βλάβη.
Στην αντιμετώπιση της συγκεκριμένης παγκόσμιας πρόκλησης, η Λατινική Αμερική μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης, καθώς είναι η μοναδική αναπτυσσόμενη περιοχή που μείωσε στο μισό τόσο τον μερικό όσο και τον απόλυτο αριθμό των ανθρώπων που ζουν σε καθεστώς πείνας τα τελευταία 25 χρόνια. Στην Βραζιλία, την μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, η εξάλειψη της πείνας αποτέλεσε την βασική προεκλογική υπόσχεση του πρώην προέδρου, Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, στις εκλογές του 2002. Το εθνικό του πρόγραμμα «Μηδενική Πείνα» ήταν πολύπλευρο, άντεξε στον χρόνο και καθοδηγείτο από την επιστήμη. Η κυβέρνηση δημιούργησε το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης για την αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών των μικροκαλλιεργητών και των ακτημόνων αγροτών που επλήγησαν περισσότερο από την πείνα. Η χώρα επεδίωξε και εδαφική μεταρρύθμιση, παράλληλα με τα μέτρα για την αύξηση της παραγωγικότητας της γεωργίας. Το γεγονός ότι δόθηκε προτεραιότητα στην επιστήμη και την τεχνολογία βοήθησε στην αύξηση της απόδοσης των οικογενειακών αγροτών. Όταν αυτοί οι αγρότες παράγουν και πωλούν σε μεγάλες αγορές της πόλης και όχι μόνο, μπορούν να αντέξουν οικονομικά να θρέψουν τις οικογένειές τους, δίνοντάς τους μια πιο ισορροπημένη διατροφή και μειώνοντας τον υποσιτισμό.
Το σημαντικότερο είναι ότι η Βραζιλία δεν αύξησε απλώς την παραγωγή τροφίμων. Βελτίωσε επίσης και την πρόσβαση στα τρόφιμα. Τα μεγάλης κλίμακας προγράμματα μεταφοράς χρημάτων επέτρεψαν ακόμα και σε φτωχά νοικοκυριά να αγοράσουν αρκετά τρόφιμα για να ζήσουν. Εξαρτώντας τις μεταφορές [χρημάτων] από τον εμβολιασμό και την εκπαίδευση των παιδιών, το πρόγραμμα βοήθησε επίσης στον τερματισμό της διαγενεακής μεταβίβασης της πείνας.
Ο πρόεδρος της Βραζιλίας, Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα (Α), κρατά πανό που αναγράφει, «Λούλα, η Βραζιλία βρίσκεται σε πόλεμο, αλλά κατά της πείνας», στο Sao Bernardo do Campo, τον Μάρτιο του 2003. JOSE PATRICIOS / COURTESY REUTERS
Τα βασικά στοιχεία της επιτυχίας της Βραζιλίας μπορούν να εφαρμοστούν και αλλού. Αλλά κάτι τέτοιο απαιτεί την αναγνώριση ότι η πείνα, μαζί με τις αιτίες και τα σχετικά με αυτήν, εξακολουθεί να μετριέται και να ορίζεται με λάθος τρόπο. Ο κόσμος χρειάζεται πολύ καλύτερα εργαλεία αξιολόγησης για να εντοπιστούν τα κενά της πολιτικής, να υπάρξει αποτελεσματική αντιστοίχιση των πόρων προς τις ανάγκες και να στοχεύσουν οι επενδύσεις εκεί όπου μπορούν να επιτύχουν περισσότερο.
Για τον μεγάλο αριθμό των πεινασμένων οικογενειών που ασχολούνται με μικροκαλλιέργειες, η αύξηση της γεωργικής παραγωγικότητας είναι απαραίτητη για την αύξηση των εισοδημάτων και την βελτίωση των διατροφικών επιλογών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε κάποιον βαθμό μέσα από την ενίσχυση της πρόσβασης σε εισροές, όπως σπόροι, λιπάσματα και συστήματα άρδευσης. Η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και πρακτικών καλλιέργειας που βασίζονται στην έρευνα θα μπορούσε επίσης να αυξήσει την παραγωγή. Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, αυτό που χρειάζονται οι πεινασμένες οικογένειες είναι σταθερά εισοδήματα. Μερικές χρειάζονται καταναλωτική στήριξη, έτσι ώστε να μην αναγκαστούν να πουλήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία όταν βρεθούν μπροστά σε προβλήματα, είτε υπό την μορφή έκτακτων υγειονομικών αναγκών είτε αναφορικά με την αποτυχία σε μια καλλιέργεια. Τα προγράμματα που επικεντρώνονται σε παιδιά και βρέφη χρειάζονται βοήθεια για να διασφαλίσουν ότι τα παιδιά έχουν τις νοητικές και μη νοητικές δεξιότητες ώστε να γίνουν παραγωγικοί ενήλικες.
Σε γενικές γραμμές, η εξάλειψη της πείνας απαιτεί περισσότερες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στην αγροτική ανάπτυξη, περισσότερη τοπική επιστημονική έρευνα αναφορικά με τα οικογενειακά αγροκτήματα, πολιτικές που αυξάνουν την αποτελεσματικότητα των αγορών τροφίμων, πιο ολοκληρωμένες αλυσίδες εφοδιασμού για τους μικρούς παραγωγούς, βελτιωμένα δίκτυα ασφαλείας για πληθυσμούς υψηλού κινδύνου, καλύτερες μετεωρολογικές προβλέψεις, καθώς και προγράμματα για τον περιορισμό της απώλειας και της σπατάλης τροφίμων. Οι κυβερνήσεις δεν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στην πρόκληση αυτή μόνες τους. Πρέπει να συνεργαστούν με τις επιχειρήσεις και την κοινωνία των πολιτών για την εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων που θα έχουν σαφείς στόχους επιτυχίας. Νέα κρατικά επενδυτικά προγράμματα, όπως το Grow Africa και το Grow Asia, τα οποία εμπλέκουν κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμούς, τον ιδιωτικό τομέα και ενώσεις αγροτών, είναι από αυτήν την άποψη πολλά υποσχόμενα.
Σε ποιες περιοχές είναι πιο ανεξέλεγκτη η πείνα; Σε χώρες που εμπλέκονται σε πολεμικές συγκρούσεις, όπου η πρόοδος είναι εγγενώς αργή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι μικροκαλλιεργητές δεν επενδύουν στην γη τους, οι αγορές είναι κατακερματισμένες, οι τιμές είναι ασταθείς, ενώ είναι περιορισμένη η πρόσβαση σε κρίσιμα μέσα παραγωγής. Σε άλλες περιπτώσεις, η σύγκρουση έρχεται ως συνέπεια της πείνας. Απελπισμένοι άνθρωποι μετακινούνται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η κλιματική αλλαγή, η ξηρασία, ή η αποδόμηση του περιβάλλοντος τους εμποδίζει να θρέψουν τις οικογένειές τους. Από εκείνους που παραμένουν στις θέσεις τους, τα γυναικοκρατούμενα νοικοκυριά τείνουν να υποκύπτουν περισσότερο στην πείνα. Πρόκειται για μια από τις πολλές ευάλωτες ομάδες που υποφέρουν περισσότερο όταν οι τιμές των τροφίμων ανεβαίνουν.
Ένα παιδί περιμένει στην αγκαλιά της μητέρας του για θεραπεία υποσιτισμού στην Ουγκάντα, τον Μάιο του 2008. JAMES AKENA / COURTESY REUTERS
Είναι δελεαστικό να συμπεράνει κανείς ότι το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Μπορεί η Αφρική, για παράδειγμα, να έχει πραγματικά ελπίδες ότι θα μιμηθεί ή και θα ξεπεράσει τον ρυθμό προόδου της Ασίας, μιας από τις πιο δυναμικές οικονομικά περιοχές παγκοσμίως; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα πρέπει να είναι θετική. Αρκετές χώρες έχουν δει ήδη σημαντικά άλματα στην γεωργική παραγωγικότητα. Υπάρχει, επίσης, η ελπίδα ειρήνευσης στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, στην βορειοανατολική Νιγηρία και στην Σομαλία. Ακόμη και στην περίπτωση που η σύγκρουση εμείνει, μπορούν και πρέπει να αναπτυχθούν νέα προγράμματα που θα επικεντρώνονται στα δίχτυα ασφάλειας και ανάκαμψης παράλληλα με πιο έντονες προσπάθειες για την επίτευξη ειρήνης και προσωπικής ασφάλειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες των άλλων χωρών παρέχουν έναν οδικό χάρτη για το τι πρέπει να γίνει.
Το πιο σημαντικό είναι ίσως το γεγονός ότι τα προγράμματα για την αντιμετώπιση της πείνας πρέπει να συνεχιστούν, ακόμα και όταν η αναγκαιότητα για την αντιμετώπιση της πείνας φαίνεται λιγότερο επείγουσα. Η παγκόσμια δράση έχει την τάση να εντείνεται όταν κάποια απότομη αύξηση των τιμών στα τρόφιμα ωθήσει το θέμα στην πολιτική ημερήσια διάταξη. Η αύξηση των τιμών των τροφίμων το 1973, για παράδειγμα, αποτέλεσε αφορμή για την δημιουργία νέων διεθνών οργανισμών, όπως το Διεθνές Ταμείο για την Αγροτική Ανάπτυξη, αν και αυτές οι προσπάθειες δεν έφτασαν ποτέ στην κλίμακα που απαιτείται για τον τερματισμό της πείνας. Η αύξηση των τιμών το 2008 ήταν που οδήγησε στις δεσμεύσεις της L’Aquila από το G8, καθώς και εκείνες του G20 αργότερα το ίδιο έτος. Και στις δύο περιπτώσεις, η επακόλουθη μείωση των τιμών των τροφίμων έφερε ως αποτέλεσμα την μείωση στην πολιτική δέσμευση και την ανεπάρκεια των πόρων.
Για τις χώρες που δέχονται βοήθεια, το αποτέλεσμα είναι η ύπαρξη σημαντικής μεταβλητότητας στην διεθνή στήριξη για την γεωργία. Ένα μέρος της επιτυχίας της Βραζιλίας προέρχεται από το γεγονός ότι μπορούσε να αξιοποιήσει τους ίδιους της τους πόρους για να εξαλείψει την πείνα και δεν χρειάστηκε να βασίζεται σε εξωτερική στήριξη. Λίγες είναι οι φτωχότερες χώρες που μπορούν να κάνουν το ίδιο. Αν πρόκειται να δώσουν όλες τους ένα τέλος στην πείνα μέχρι το 2030, πρέπει να υπάρξει μια σοβαρή παγκόσμια και εθνική δέσμευση ώστε να γίνουν οι απαραίτητες μακροπρόθεσμες επενδύσεις.
Η σύνοδος κορυφής του G7 επιφέρει μια ευπρόσδεκτη ανανέωση της προσοχής για την συγκεκριμένη πρόκληση. Αλλά η κατακλείδα είναι ότι η επίτευξη ενός παγκόσμιου στόχου μηδενισμού της πείνας μέχρι το 2030 αφορά κάτι περισσότερο από την παροχή υποσχέσεων και δεσμεύσεων. Απαιτεί μια πολύ βαθύτερη εδραίωση της διεθνούς προσπάθειας.
(Στην φωτογραφία : Ένα αγόρι τρώει πίτα roti σε μια φτωχογειτονιά του Μουμπάι, τον Φεβρουάριο του 2009. Η Ινδία κατατάσσεται στην 94η θέση στον παγκόσμιο δείκτη πείνας μεταξύ 119 χωρών. ARKO DATTA / COURTESY REUTERS)