Τα πολιτικά αίτια της ήττας του 1922
ΣΠΥΡΙΔΩΝ Γ. ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
H ήττα της Ελλάδας στη Μικρά Ασία δεν ωφείλετο τόσο σε στρατιωτικά όσο σε πολιτικά αίτια. Το καλοκαίρι του 1922 διατηρείτο μια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο αντιπάλων στο μέτωπο της Ανατολίας.
Οι Ελληνες στρατιώτες όμως είχαν αποκαρδιωθεί μετά την εκστρατεία στον Σαγγάριο, που δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα (δηλ. δεν συνέτριψε τον «μουσταφακεμαλικό» στρατό). Περισσότερο αποκαρδιωτικό ήταν όμως το γεγονός ότι οι ελληνικές νίκες, όσο θριαμβευτικές και αν ήταν (μέσα στο 1921), δεν έφεραν τα ανάλογα πολιτικά και διπλωματικά αποτελέσματα (δηλ. δεν αναγνωρίζονταν από τις νικήτριες σύμμαχες δυνάμεις της Αντάντ, που καθόριζαν τότε τις τύχες του κόσμου). Η αχίλλειος πτέρνα της Ελλάδας ήταν ότι από τον Νοέμβριο του 1920 και εξής πολεμούσε χωρίς την πολιτική κάλυψη των Συμμάχων. Η μεταστροφή των Συμμάχων συντελέστηκε μετά την επαναφορά του Κωνσταντίνου στο θρόνο. Η παλινόρθωση του εξόριστου μονάρχη παρέσχε μια πρώτης τάξεως αφορμή στις Δυνάμεις να απαγκιστρωθούν από τις δεσμεύσεις τους προς την Ελλάδα και να επιζητήσουν την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών.
Η αλλαγή πολιτικής της Αντάντ δεν επήλθε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά υπήρξε σαφής προειδοποίηση προς τη νέα ελληνική κυβέρνηση Δ. Ράλλη (που είχε προκύψει από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920) με δύο διαδοχικές διακοινώσεις την προπαραμονή και ανήμερα του δημοψηφίσματος για το δυναστικό. Το φιλοκωνσταντινικό, όμως, ρεύμα που είχε δημιουργήσει προεκλογικά η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις είχε γίνει πια (μετεκλογικά) τόσο μεγάλο, που ούτε η ίδια δεν είχε πλέον (ακόμη κι αν ήθελε, αναλογιζόμενη τις βαρύτατες συνέπειες των πράξεών της) τη δυνατότητα να το αναχαιτίσει.
Βεβαίως, η απώλεια της πολιτικής στήριξης της Αντάντ δεν ήταν αποτέλεσμα ενός και μοναδικού ατοπήματος, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δύο διαμετρικά αντίθετων αντιλήψεων (του Βενιζέλου και των αντιπάλων του, που μόλις είχαν αναρριχηθεί εκ νέου στην εξουσία) για την εξωτερική πολιτική και τη διεθνή θέση της χώρας, δύο αντιλήψεων οι οποίες είχαν προϊστορία. Η προσεκτική ανάγνωση των πολιτικών συζητήσεων και εξελίξεων εκείνων των ημερών αναδεικνύει το περιεχόμενο αυτών των αντιλήψεων. Εν προκειμένω, η εφημερίδα «Εμπρός» (που είχε κάνει μεταστροφή προς τον βενιζελισμό) επισήμανε την παραμονή του δημοψηφίσματος ότι η (πρώτη) διακοίνωση «των Τριών Συμμάχων» διέλυε «τας πλάνας» και έθετε τη χώρα «απέναντι τρομερού διλήμματος: ή να προχωρήσωμεν εις το δημοψήφισμα και να παρακούσωμεν τας Δυνάμεις, με την πλήρη βεβαιότητα ότι θα ίδωμεν αμέσως χανομένην διά την Ελλάδα την Μικράν Ασίαν και την Θράκην, ή να σταματήσωμεν αμέσως αναβάλλοντες το δημοψήφισμα τούτο επ’ αόριστον». Και αναρωτήθηκε: «Δεν εννοεί άραγε [η Κυβέρνησις] ότι μεταξύ των τριών Δυνάμεων αίτινες μας επέδωσαν την διακοίνωσιν, αι δύο εξ αυτών [σ.σ. η Γαλλία και η Ιταλία] ζητούν αφορμήν προς αναθεώρησιν της συνθήκης των Σεβρών, ήτις αποτελεί τον προσφιλέστερον σκοπόν τής εν Ανατολή πολιτικής των; Τι θα συμβή εν Ελλάδι εάν συνεπεία του δημοψηφίσματος τούτου απολέσωμεν την Μικράν Ασίαν και την Θράκην και ο λαός περιέλθη εις απόγνωσιν;».
Στην αντίπερα όχθη, το «Σκριπ», συμπλέοντας με τον λαϊκό χείμαρρο υπέρ του Κωνσταντίνου, διαβεβαίωσε καθησυχαστικά τον ελληνικό λαό ότι οι σχετικές αρνητικές ενδείξεις από το διεθνές στερέωμα «ουδεμίαν δύνανται να γεννήσωσιν εν Ελλάδι ανησυχίαν» και έστειλε προς το εξωτερικό την απάντηση ότι «το κέρδος θα είνε γενικόν» (δηλ. αμοιβαίο) από τη συνέχιση της ελληνογαλλικής και της ελληνοαγγλικής συμμαχίας. Και έρριψε εκ παραλλήλου την ευθύνη γι’ αυτήν τη μεταστροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής στον Βενιζέλο, ο οποίος είχε «πείση τους Συμμάχους ότι μόνος αυτός ενσάρκωνε τας εθνικάς διεκδικήσεις της Ελλάδος αλλά και την δυνατότητα της προσαρμογής αυτών προς μεγάλα συμμαχικά συμφέροντα εν τη Ανατολή». Ωστόσο, τα πράγματα ήσαν ιδιαιτέρως σοβαρά και ανησυχητικά. Οι επανειλημμένες δηλώσεις του νέου πρωθυπουργού Δ. Ράλλη (4 και 14 Νοεμβρίου), «εκ παραδόσεως φιλοανταντικού», ότι η κυβέρνησή του «παν άλλο ή εχθρικώς διατεθειμένη είνε κατά της Αντάντ» και ως εκ τούτου θα εξακολουθούσε «την αυτήν πολιτικήν» με την προκάτοχό της, «απέναντι ιδίως των Συμμάχων Δυνάμεων», εκπληρώνοντας «εντελώς πάσας τας αναληφθείσας υποχρεώσεις» έναντι της κυβέρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας, δεν ήσαν ικανές από μόνες τους να συγκινήσουν και να αναστρέψουν τη μεταστροφή της ανταντικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα. Το ίδιο ατελέσφορη στάθηκε και η γραπτή απάντηση της νέας κυβέρνησης στις δύο διακοινώσεις των Συμμάχων (της 20ής και της 22ας Νοεμβρίου), ότι όσον αφορά τις ενστάσεις τους προς το πρόσωπο του Κωνσταντίνου επρόκειτο περί «λυπηρών παρεξηγήσεων».
Δεν υπάρχει ασφαλώς ουδεμία αμφιβολία ότι η παλινόρθωση του Κωνσταντίνου συνιστούσε πρόφαση και όχι την ουσιαστική αιτία για τη μεταστροφή των νικητών του πολέμου έναντι της Ελλάδας: ο Μουσταφά Κεμάλ δεν είχε υπάρξει λιγότερο εχθρός των Συμμάχων κατά τον Μεγάλο Πόλεμο ούτε οι επίστρατοι του Κωνσταντίνου είχαν φονεύσει περισσότερους Γάλλους στρατιώτες από ό,τι οι Νεότουρκοι και οι Μουσταφακεμαλικοί. Η αγνόηση, όμως, αυτής της αδυσώπητης διεθνούς πραγματικότητας και των σκληρών κανόνων της διεθνούς πολιτικής (της «θηριομαχίας», όπως τη χαρακτηρίζει ουσιαστικά ο Βεντήρης - βλ. παρακάτω) ήταν το εγκληματικό λάθος των πολιτικών αντιπάλων του Βενιζέλου και της πλειοψηφίας των εκλογέων της 1ης Νοεμβρίου. Ελαθε έτσι της προσοχής των ψηφοφόρων ότι η Συνθήκη των Σεβρών ήταν προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο του Βενιζέλου κι επομένως η επικύρωσή της από τα συμμαχικά κοινοβούλια και η εφαρμογή της εξαρτάτο από την πολιτική επιβίωση του Κρητός ηγέτη. Οι δραματικές προειδοποιήσεις του ηγέτη των Φιλελευθέρων τόσο από το βήμα της Βουλής όσο και κατά τις τελευταίες προεκλογικές ομιλίες του, ότι τυχόν επαναφορά του Κωνσταντίνου θα συνεπέφερε τον κίνδυνο κατάλυσης των Συνθηκών των Σεβρών και του Νεϊγύ και συνεπώς «θα κατεστρέφετο η Ελλάς», δεν στάθηκαν επαρκείς για να μεταπείσουν τους εκλογείς. Επιπλέον, η παρατήρηση του Raymond Poincaré (κορυφαίου Γάλλου πολιτικού της εποχής, πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Δημοκρατίας το διάστημα 1912-22) στη «Revue des Deux Mondes» (1 Σεπτεμβρίου 1920) ότι η Συνθήκη των Σεβρών ήταν εύθραυστη σαν ένα «ραγισμένο βάζο» το οποίο κανείς δεν έπρεπε να αγγίξει, πέρασε εντελώς απαρατήρητη στην Ελλάδα. Η πρόταση του Δ. Ράλλη για ανάθεση της διεθνούς εκπροσώπησης της χώρας (στην επικείμενη Διάσκεψη του Λονδίνου) στον Βενιζέλο (για την οποία ο Ράλλης εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από την πρωθυπουργία στις 22 Ιανουαρίου) ήλθε πολύ αργά για να αλλάξει την τροπή των διεθνών πραγμάτων.
Η στάση του Βενιζέλου
Αυτή η πεισματική άρνηση της διεθνούς πραγματικότητας από τις μετανοεμβριανές κυβερνήσεις (δηλωτική της εσωστρέφειας και του επαρχιωτισμού που διέκριναν παγίως την αντιβενιζελική παράταξη) αποτέλεσε βαθιά ρήξη με τη φιλοσοφία του Βενιζέλου ως προς τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής. Ο Κρης ηγέτης είχε αφομοιώσει πλήρως τα πολιτικά διδάγματα του 1897 και ήταν πεπεισμένος ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να αναμετρηθεί πολεμικά με την Τουρκία (έναν ανυπερθέτως υπέρτερο αντίπαλο) δίχως συμμάχους. Οπως σχολιάζει ο ερμηνευτής της σκέψης του (Γεώργιος Βεντήρης) το 1931, «όσον εν τούτοις και αν εγίνετο ισχυρά, η Ελλάς δεν ηδύνατο να μονομαχήση με την Τουρκία». Τόσο το 1912 και το 1913 (με τις αλλεπάλληλες, την ελληνοβουλγαρική και την ελληνοσερβική, συμμαχίες) όσο και το 1914-15, όταν η χώρα επρόκειτο να εμπλακεί σε έναν νέο ελληνοτουρκικό -αλλά και παγκόσμιο συνάμα αυτήν τη φορά- πόλεμο, ο Βενιζέλος θεωρούσε ως sine qua non προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση ενός τέτοιου άνισου πολέμου την ένταξη της Ελλάδας σε ένα σύστημα διεθνών συμμαχιών. Ο ιστορικός ηγέτης των Φιλελευθέρων αντιλαμβανόταν πλήρως ότι μια πολεμική νίκη δεν είναι το μονοδιάστατο αποτέλεσμα της στρατιωτικής ισχύος και των αριθμών, αλλά δυναμικός συνδυασμός πολλαπλών παραγόντων (συν τοις άλλοις ορθών πολιτικο-διπλωματικών επιλογών, γεωστρατηγικών ισορροπιών και εξωτερικών ερεισμάτων και συμμαχιών). Εκεί έγκειτο και η θεμελιώδης διαφωνία του με το Γενικό Επιτελείο το 1915: ο Βενιζέλος εξέταζε το Μικρασιατικό Ζήτημα με σφαιρικό τρόπο, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στις πολιτικές παραμέτρους, ενώ ο Ι. Μεταξάς το έκρινε με αμιγώς στρατιωτικά κριτήρια και με βάση το χειρότερο δυνατό σενάριο (της εισόδου δηλ. της Βουλγαρίας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο). Ο Γ. Βεντήρης καταδεικνύει ότι ο Βενιζέλος ακολουθούσε την «αρχή των συμμαχιών» σε αντίθεση με τους αντιπάλους του, οι οποίοι εφάρμοζαν «σύστημα μονώσεως» και, επικαλούμενοι τα ιστορικά δίκαια του Ελληνισμού, δεν έκαμναν συμβιβασμούς «με τα άλλα κράτη του Αίμου, σλαυικά ή όχι».
Αυτή η στρατηγική του Βενιζέλου ήταν ευθεία συνάρτηση της ρεαλιστικής αντίληψής του για τις διεθνείς σχέσεις. Μετά την εκλογική του ήττα το 1920, ο Βενιζέλος δήλωσε (με αρκετή δόση υπερβολής), την παραμονή της αναχώρησής του από την Ελλάδα, ενώπιον των συνεργατών του (και παρουσία της Π. Σ. Δέλτα): «Εγώ δεν υπολόγισα ποτέ στις δυνάμεις του στρατού μας για να κρατήσωμε τα σύνορά μας, αλλά στις συμμαχίες και στα γενικά ευρωπαϊκά συμφέροντα. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου θα διαλύση τις συμμαχίες».
Οι αντίπαλοί του δεν διέθεταν την ίδια αντίληψη (ή μάλλον την ικανότητα και το χάρισμα της αντίληψης) για τα εξωτερικά πράγματα. Ο Βενιζέλος (με αρκετή δόση ειρωνείας) προσδιόρισε τον πυρήνα της σκέψης των αντιπάλων του με τη λέξη «αυτοτέλεια». Η «αυτοτέλεια» εισήλθε στην πολιτική αντιπαράθεση την 21η Σεπτεμβρίου 1915, όταν ο Δ. Γούναρης εξέφρασε, από το βήμα της Βουλής, την «έντονον διαμαρτυρίαν» του για την αποβίβαση αγγλογαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, η οποία συνιστούσε προσβολή «κατά της χώρας, κατά της ανεξαρτησίας αυτής, κατά της αυτοτελείας αυτής»· οι Δ. Ράλλης και Γ. Θεοτόκης διαμαρτυρήθηκαν ομοίως για τον κόλαφο που έλαβε «η εθνική ανεξαρτησία και η κυριαρχία του [ελληνικού] Κράτους». Μάλιστα, η παρέλευση μιας πενταετίας από το 1915 δεν ωρίμασε πολιτικά την αντιβενιζελική παράταξη. Την 20ή Μαΐου 1920 το Συμβούλιο της Συνεργαζομένης Αντιπολιτεύσεως εξέδωσε «ανακοίνωσιν», όπου δηλώνετο ότι ο υπ’ αριθμόν 1 «από κοινού επιδιωκόμενος πολιτικός σκοπός» της Αντιπολιτεύσεως «υποχρεωτικώς» περιελάμβανε «την βεβαίωσιν της απολύτου από διεθνούς απόψεως ανεξαρτησίας και αυτοτελείας του Κράτους και την αποκατάστασιν της απολύτου επιβολής της εθνικής κυριαρχίας εν τη ρυθμίσει των εσωτερικών αυτού πραγμάτων». Ο Βεντήρης χαρακτηρίζει εύστοχα την εξωτερική πολιτική των αντιπάλων του Βενιζέλου ωσάν «περίπου την κίνησιν της στρουθοκαμήλου, ήτις βυθίζει την κεφαλήν της εις την άμμον διά να μη βλέπη τα θηρία».
Δυσοίωνες διαπιστώσεις
Ο ιστορικός ηγέτης των Φιλελευθέρων (αυτοεξόριστος πλέον μετά την 1η Νοεμβρίου) διέβλεψε αμέσως τις ολέθριες συνέπειες από την πεισματική άρνηση της διεθνούς πραγματικότητας. Σε επιστολή του προς τον Π. Δαγκλή, πέντε ημέρες μετά τη διενέργεια του δημοψηφίσματος (Νίκαια, 27 Νοεμβρίου/10 Δεκεμβρίου 1920), ο Βενιζέλος διεκτραγώδησε το γεγονός ότι «ατυχώς ούτε αυτή η διακοίνωσις των Δυνάμεων ήνοιξε τους οφθαλμούς της Κυβερνήσεως όπως προλάβη την διενέργειαν του δημοψηφίσματος» και προέβλεψε με ακρίβεια:
«[…] αι καταστροφαί θα επακολουθήσουν αμέσως. Η Μικρασιατική Ελλάς θα σβήση και ευτυχείς θα είμεθα εάν τουλάχιστον η περιφέρεια της Σμύρνης λάβη μορφήν τινα διεθνή διά ν’ αποσοβηθή ο κίνδυνος ο άφευκτος της εξοντώσεως του εν αυτή ημίσεος περίπου εκατομμυρίου ομογενών, όστις θα επακολουθήση την τυχόν επαναφοράν εν αυτή της τουρκικής διοικήσεως».
Μετά την ολοκλήρωση της Διάσκεψης του Λονδίνου και την αποτυχία των πρώτων επιχειρήσεων προς το Εσκί Σεχίρ, ο αυτοεξόριστος ηγέτης διαμήνυσε και πάλι (εμπιστευτικά) προς τον διάδοχό του στην κομματική ηγεσία (Μόντε Κάρλο, 20 Απριλίου/2 Μαΐου 1921) ότι «βαίνομεν εις αποτυχίαν και εν περιπτώσει ακόμη στρατιωτικής νίκης, εάν όπισθεν ημών δεν ευρίσκεται τουλάχιστον η Αγγλία». Ο Βενιζέλος δήλωσε ευθέως «απαισιόδοξος», διά τον λόγο ακριβώς ότι οι Ελληνες μάχονταν πλέον «διπλωματικώς απομονωμένοι»:
«Και αν ακόμη ήτο δυνατόν να καταλάβωμεν το Εσκή-Σεχήρ και το Αφιόν-Καραχισάρ, ουδέν θα κατωρθώνομεν. Εάν δε υποτεθή ότι εφθάναμεν και μέχρις Αγκύρας, η θέσις μας θα ήτο ακόμη δυσχερεστέρα και στρατιωτικώς, και οικονομικώς. Εφ’ όσον η απειλή ήτις συνώδευε την συνθήκην των Σεβρών περί εξώσεως των Τούρκων εκ Κωνσταντινουπόλεως έπαυσεν ισχύουσα και εφόσον οι Τούρκοι γνωρίζουν ότι είμεθα απομονωμένοι, δεν υπάρχει ουδέν μέσον ικανόν να πείση τους Τούρκους να υποκύψουν απέναντι μόνης της Ελλάδος. Ο πόλεμος θα παραταθή μέχρι πλήρους ημών εξαντλήσεως, ότε θα χάσωμεν και Σμύρνην και Θράκην».
Οι σκέψεις αυτές του Βενιζέλου βασίζονταν σε συγκροτημένη άποψη. Σε άλλες δύο επιστολές προς τον Δαγκλή (που χρονολογούνται από 3 Ιουλίου και 26 Αυγούστου 1921 αντίστοιχα), τις οποίες δημοσίευσε ο «Ελεύθερος Τύπος» τον Σεπτέμβριο του 1921, ο Βενιζέλος αντιδιέστειλε την «αυτοτελειακήν πολιτικήν» των διαδόχων του από την «αντιαυτοτελειακήν πολιτικήν» του ιδίου. Και αναρωτήθηκε: «Ητο δυνατόν να διανοηθώ εγώ την διεξαγωγήν πολέμου προς την Τουρκίαν χωρίς την συμμαχίαν των συμμάχων μας και δη εν αντιθέσει προς αυτούς;». Ο Βενιζέλος ήταν γι’ αυτό πεπεισμένος ότι η απώλεια της «Μικρασιατικής Ελλάδος» ήταν το «τίμημα» το οποίο θα πλήρωνε η χώρα, «διότι παρά την διακοίνωσιν των Δυνάμεων» οι αντίπαλοί του «επανέφερον τον Κωνσταντίνον»: «Την συνθήκην των Σεβρών ανέτρεψεν η επάνοδος του Κωνσταντίνου».Παρ’ όλη την αποσιώπηση των δικών του ευθυνών (που αφορούσαν στην ανάληψη μιας δυσέφικτης πολεμικής εκστρατείας παρά τις έντονες αντιρρήσεις του Γενικού Επιτελείου), οι παρατηρήσεις του Βενιζέλου για τη διπλωματική όψη του Μικρασιατικού Ζητήματος διακρίνονται για την ορθότητά τους. Πράγματι, μέχρι το τέλος του 1920 η κυβερνώσα παράταξη βαυκαλιζόταν με φρούδες ελπίδες ότι η Συνθήκη των Σεβρών θα διατηρείτο εν ισχύι και πως η Γαλλία θα συνέχιζε να επιδεικνύει αλληλεγγύη προς τη μαχόμενη Ελλάδα. Η διάψευση αυτών των ελπίδων (στη Διάσκεψη του Λονδίνου) οδήγησε σε αυτό που είχε προβλέψει ο Βενιζέλος: σε πολεμικό αγώνα «μέχρι πλήρους εξαντλήσεως».
(Στην φωτογραφία : Η αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, Μάιος 1919. Η άφιξη των ελληνικών δυνάμεων στην Ιωνία κατέστη εφικτή χάρη στις πολιτικές συμμαχιών του Ελευθερίου Βενιζέλου. Αρχείο υποναυάρχου Χρ. Ι. Σολιώτη, παραχώρηση του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού)