Ο μύθος της πανίσχυρης Γερμανίας
Το Βερολίνο δεν είναι τόσο δυνατό όσο νομίζετε
Parke Nicholson
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Τον Ιούνιο, το G-7 θα συναντηθεί σε ένα πολυτελές κάστρο κοντά στο υψηλότερο βουνό της Γερμανίας, το Zugspitze. Χτίστηκε αρχικά, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του οικοδεσπότη, για έναν «εγωκεντρικό ζηλωτή» που προσπάθησε να προσηλυτίσει τους Εβραίους στον Χριστιανισμό.
Το Schloss Elmau έκτοτε έχει γίνει σπα και πολιτιστικό κέντρο, αλλά η αγέρωχη τοποθεσία φαίνεται κάπως σαν μια κατάλληλη αντανάκλαση της φουσκωμένης συζήτησης τα τελευταία χρόνια σχετικά με τον ρόλο της Γερμανίας στον κόσμο.
Πολλοί παρατηρητές έσπευσαν να διακηρύξουν την άνοδο της Γερμανίας στο προσκήνιο. Ο Αμερικανός ακαδημαϊκός Walter Russell Mead πρόσφατα κατέταξε την Γερμανία ως το δεύτερο πιο ισχυρό μέλος του G-7 [1]. Μια έρευνα από το βρετανικό περιοδικό Monocle, όρισε ότι η «ήπια ισχύς» της Γερμανίας ανταγωνίζεται εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών [2]. Πιο πρόσφατα, η μετάβαση της Γερμανίας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ώθησε τον αρθρογράφο Tom Friedman να επαινέσει την χώρα ως την πρώτη «πράσινη υπερδύναμη» στον κόσμο [3].
Είναι πράγματι μια καλή στιγμή να είναι κάποιος γερμανόφιλος. Η χώρα παραμένει η μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης και εξάγει τώρα τόσα πολλά αγαθά όσα και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το Βερολίνο έχει παίξει τον καθοριστικό ρόλο στην διαχείριση της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, καθώς και στην κρίση ασφαλείας της με την Ρωσία. Η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Γερμανίας είναι επίσης ο βασιλεύοντας παγκόσμιος πρωταθλητής (δεν είναι μικρό θέμα στις περισσότερες χώρες εκτός της Βορείου Αμερικής). Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ θεωρείται ως ο κορυφαίος σε επιδόσεις δημοκρατικός ηγέτης [4] στον κόσμο.
Μια εικόνα ποδοσφαιριστή προβάλλεται σε έναν τοίχο με γκράφιτι και συνθήματα οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας της Ντόρτμουντ, στις 13 Ιουνίου, 2006. ANDREA COMAS / REUTERS
Ωστόσο, η πρόσφατη επιτυχία της Γερμανίας έχει οδηγήσει σε μη ρεαλιστικές προσδοκίες για την ισχύ της. Οι δυνατοί οικονομικοί δεσμοί της με την Ρωσία και την Κίνα έχουν κάνει ελάχιστα για να εμποδίσουν την στροφή στον αυταρχισμό και την στρατιωτική αυτοπεποίθηση των χωρών αυτών. Η ενεργειακή μετάβασή της προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Energiewende) έχει παραμείνει δημοφιλής εγχωρίως, αλλά από μόνη της δεν έχει μεταμορφώσει ριζικά τις διεθνείς αγορές ενέργειας ούτε έπεισε άλλες χώρες να εγκαταλείψουν την πυρηνική ενέργεια. Ούτε μπορεί η Γερμανία να διαμορφώσει πραγματικά, πόσω μάλλον να προστατεύσει, ανοικτές αγορές για τα προϊόντα της, χωρίς την ραχοκοκαλιά της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης.
Η ΠΙΟ ΗΠΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Η Γερμανία έχει διακριθεί για δεκαετίες στην ανάπτυξη της ήπιας δύναμής της. Είναι γνωστή για τα πολυτελή αυτοκίνητά της, τα χημικά προϊόντα, και τα υψηλής τεχνολογίας μηχανήματα. Αλλά οι πιο «ήπιες» εξαγωγές -όπως η προσέγγισή της όσον αφορά την εκπαίδευση, την ενέργεια, την χρηματοδότηση, το δίκαιο και την επιστημονική έρευνα- έχουν επίσης κερδίσει οπαδούς. Η χρηματοδότηση για πολιτιστικές, ακαδημαϊκές και τεχνικές ανταλλαγές ενισχύει την δημοτικότητά της και συμπληρώνει επίσης τα γερμανικά εμπορικά συμφέροντα.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων, η χώρα έχει δημιουργήσει ένα ευρύ φάσμα επίσημων συζητήσεων με χώρες εκτός Ευρώπης. Εκτός από τις «ειδικές σχέσεις» της με το Ισραήλ, την Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία κοίταξε πέρα από το G-7 για την δημιουργία εννέα λεγόμενων στρατηγικών συνεργασιών με άλλες ισχυρές οικονομίες (Αυστραλία, Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ινδονησία, Ρωσία, Νότια Αφρική, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Βιετνάμ).
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, αναφέρθηκε στο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό της Γερμανίας το 2013 στην ομιλία του για την «Κατάσταση του Έθνους» [State of the Union address]. Ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping επαίνεσε εμμέσως την Γερμανία πέρσι επειδή βοήθησε την χώρα του να μειώσει το χάσμα ποιότητας μεταξύ του «Made in Germany» και του «Made in China». Σε μια πρόσφατη συνάντηση του Αμερικανικού Ινστιτούτου Σύγχρονης Γερμανικών Σπουδών [American Institute for Contemporary German Studies] στη Νέα Υόρκη, ο πρώην πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ρόμπερτ Ζέλικ, [5] δήλωσε ότι η Γερμανία είναι «στο όριο της υποστήριξης ιδεών για το μέλλον του κόσμου».
Η Γερμανία έχει κατά συνέπεια πετύχει σε μεγάλο βαθμό την ενίσχυση της διεθνούς εικόνας της ως καλόπιστης και ικανής χώρας, αλλά είναι δύσκολο να δούμε πώς η ήπια δύναμή της έχει οδηγήσει σε πραγματικά αποτελέσματα. Κατ’ αρχήν, όλη αυτή η συναλλαγή δεν έχει αυξήσει αναγκαστικά το ενδιαφέρον για την γλώσσα της χώρας ή τον πολιτισμό της -κατά τα τελευταία 15 χρόνια (από το 2000) υπήρξε μια πτώση 25% στον αριθμό των γερμανόφωνων μαθητών [6] σε όλο τον κόσμο.
Πιο σοβαρά, το πιο πρόσφατο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης δηλώνει τον σχετικά μεγάλο στόχο της προσαρμογής της υπάρχουσας παγκόσμιας τάξης στα συμφέροντα των νέων Gestaltungsmächte [7] (διαμορφωτικών δυνάμεων). Ο διάλογος με αυτές τις περιφερειακές δυνάμεις θα τις πείσει τελικά για τις ευρωπαϊκές αξίες, για να «ποθήσουν μια αίσθηση Ordnung [ευταξίας]», και θα οδηγήσει σε σύγκλιση συμφερόντων.
Ωστόσο, η στρατηγική λέει λίγα για το πώς θα πείσει φορείς (πόσω μάλλον να αναγκάσει την συμμετοχή τους) με περιορισμένο ενδιαφέρον για την καθοδηγούμενη από τη Δύση τάξη. Ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα φαίνονται ιδιαίτερα πρόθυμες να υποστηρίξουν τα προσεκτικά δομημένα όργανα και τους κανόνες που έχουν καθιερωθεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ειδικά όταν οι κανόνες αυτοί έρχονται σε σύγκρουση με τα περιφερειακά τους συμφέροντα. Τα κράτη της Μέσης Ανατολής είναι κολλημένα στις δικές τους εσωτερικές συγκρούσεις και στην διατήρηση μιας περιφερειακής ισορροπίας ισχύος. Σε αυτά τα πλαίσια, οι διεθνείς θεσμοί πρέπει να αναδιαμορφώνονται συνεχώς για να ανταποκριθούν στις νέες πραγματικότητες.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας φεύγουν μετά την συνέντευξη Τύπου μετά τις συνομιλίες τους στην καγκελαρία του Βερολίνου, στις 23 Μαρτίου 2015. HANNIBAL HANSCHKE / REUTERS
Η Γερμανία έχει κατά διαστήματα προτείνει την μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών μαζί με την Βραζιλία και την Ινδία, αλλά υποχωρεί όταν διακινδυνεύει ανταγωνισμούς με τις δυνάμεις που διαθέτουν βέτο. Η Μέρκελ καταδίκασε τις ρωσικές ενέργειες στην Κριμαία ως «εγκληματικές» και τιμώρησε την Κίνα για το ότι δεν διακανόνισε μέσω διεθνούς διαιτησίας τις διεκδικήσεις της στις θάλασσες γύρω από τα σύνορά της, αλλά σε γενικές γραμμές προτιμά το status quo στις ευρύτερες διμερείς σχέσεις της με τις δύο χώρες. Η επιρροή της χώρας είναι ισχυρότερη στην Ευρώπη, αλλά ακόμα και εκεί μπορεί να βρεθεί ανίκανη να αποτρέψει την Ελλάδα ή το Ηνωμένο Βασίλειο να φύγουν από την ΕΕ.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΧΥΣ
Οι εξηγήσεις για την γερμανική εξωτερική πολιτική ποικίλουν. Μια κυνική άποψη θα πρότεινε ότι οι Γερμανοί ηγέτες είναι δεσμευμένοι στα επιχειρηματικά λόμπι της χώρας, τα οποία θα τους οδηγήσουν απλώς στο να υποκύψουν στις προτιμήσεις [8] των σημαντικών εξαγωγικών αγορών. Η αυτο-αντίληψη της χώρας ως «επικεφαλής διαμεσολαβητή της Ευρώπης» σημαίνει επίσης ότι προσπαθεί να θεωρείται ως ότι δεν κυριαρχεί στα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ (αλλά ρωτήστε έναν Έλληνα για το πόσο πετυχημένη είναι η Γερμανία από αυτή την άποψη). Φυσικά, η Γερμανία προστατεύει τα εμπορικά συμφέροντά της και προτιμά «να ηγείται από το κέντρο» [9], αλλά η επιφυλακτικότητά της στην αντιμετώπιση των κρίσεων αντικατοπτρίζει μια ηγεσία που είναι απλά ανέτοιμη να αναλάβει τους κινδύνους που απαιτούνται για την αντιμετώπισή τους.
Δεδομένων των δυσκολιών στην ιεράρχηση των κρίσεων σε ένα χαοτικό διεθνές περιβάλλον και των περιορισμών της παραδοσιακής γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι η ηγεσία επιστρέφει σε μια αντιδραστική στάση. Πέρσι, σε μια πολυσυζητημένη ομιλία του, ο πρόεδρος Joachim Gauck προσπάθησε να εξηγήσει στους συμπατριώτες του γιατί η στάση στο περιθώριο [10] της παγκόσμιας κρίσης θα πρέπει να είναι μια «εξαίρεση» και μια προεπιλογή:
«Ας μην κάνουμε έτσι τα στραβά μάτια, να μην τρέξουμε από τις απειλές, αλλά αντ’ αυτού να σταθούμε σταθερά, να μην ξεχνάμε, μην αμελούμε ή προδίδουμε τις οικουμενικές αξίες, αλλά αντίθετα να υποστηρίζουμε αυτές τις αξίες μαζί με τους φίλους και τους συνεργάτες μας. Ας φανούμε ότι ζούμε σύμφωνα με αυτές, ας τις υπερασπιστούμε».
Ομιλίες από άλλους στο γερμανικό υπουργικό συμβούλιο, ωστόσο, έχουν εστιάσει περισσότερο στην απλή συγκατάβαση του «τι περιμένουν οι άλλοι από εμάς» παρά στον καθορισμό των προτεραιοτήτων της χώρας. Η Μέρκελ έχει χαρακτηριστικά αφήσει άλλους να μιλούν και, ακόμα και μετά από μια δεκαετία στην εξουσία, δεν έχει εκφωνήσει μια ομιλία ευρείας εξωτερικής πολιτικής. Παρά το γεγονός ότι η Μέρκελ μπορεί να αναλάβει τον ρόλο του συνομιλητή της Δύσης με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, είναι πιθανό να περιμένει να δει αν το κοινό θα δεχτεί πολύ περισσότερα.
Μπορεί να χρειαστεί να περιμένει λίγο. Η πλειοψηφία του γερμανικού κοινού για πρώτη φορά ευνοεί μια «ανεξάρτητη προσέγγιση» [11] από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, εκτός από τις υψηλότερες δαπάνες σε εξωτερική βοήθεια, οι περισσότεροι προτιμούν να «συνεχίσουν να επιδεικνύουν αυτοσυγκράτηση [12]» στην αντιμετώπιση διεθνών κρίσεων, και υπάρχει μια βαθιά αμφιθυμία σχετικά με την χρήση στρατιωτικής βίας ή κυρώσεων. Αν και είναι αλήθεια ότι η Γερμανία εξακολουθεί να περιορίζεται από το παρελθόν της, η πρόσφατη επιτυχία της μπορεί να της έχει επίσης ενσταλάξει μια αίσθηση εφησυχασμού.
Για παράδειγμα, η Γερμανία συχνά ξεχωρίζει για τις πενιχρές της αμυντικές δαπάνες. Παρά το γεγονός ότι ο υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ανακοίνωσε πρόσφατα 6% αύξηση των αμυντικών δαπανών για τα επόμενα πέντε χρόνια, το μεγαλύτερο κομμάτι της θα δαπανηθεί σε αντικατάσταση γηράσκοντος εξοπλισμού και υποδομών, και οι συνολικές δαπάνες θα παραμείνουν μικρές σε σχέση με το μέγεθος της χώρας. Πιο απογοητευτική για τους Αμερικανούς παρατηρητές, ωστόσο, είναι η απροθυμία της κυβέρνησης να συζητήσει ανοιχτά τις προκλήσεις για την ασφάλεια και να δεσμευτεί για τον σχεδιασμό σχετικά με μελλοντικά απρόβλεπτα. Αυτό είναι περίεργο δεδομένου ότι η Γερμανία παρείχε την τρίτη μεγαλύτερη δύναμη στρατευμάτων στο Αφγανιστάν και αρκετά πάνω από 200.000 στρατιώτες σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές από το 1993.
Ομοίως, πριν από τις αποκαλύψεις του Edward Snowden και τον σάλο για την συλλογή δεδομένων από την [αμερικανική] Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (NSA), η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε ησύχως να μεταφέρει την Bundesnachrichtendienst (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών) από τα νυσταλέα περίχωρα της Βαυαρίας σε ένα λαμπερό συγκρότημα για 4.000 εργαζομένους κοντά στην Καγκελαρία στο Βερολίνο. Το κοινό εξακολουθεί να είναι θυμωμένο για την κατασκοπεία, αλλά οι ηγέτες της Γερμανίας φαίνεται να συνειδητοποίησαν καθυστερημένα την ανάγκη τους για καλύτερα «μάτια και αυτιά». Ένα νέο κτίριο κοντά στους πολιτικούς θα έχει λίγη σημασία αν δεν πάρουν στα σοβαρά τις Υπηρεσίες πληροφοριών ή δεν ασκήσουν την εποπτεία που χρειάζονται οι μυστικές υπηρεσίες.
Καλύτερη πληροφόρηση και πιο «έξυπνη» άμυνα δεν κάνουν πολλά, όμως, αν η ευθύνη για την εξωτερική πολιτική παραμένει διάσπαρτη μέσα σε όλη την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση έχει από καιρό βασιστεί στον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα σε ένα μειοψηφικό εταίρο [του πολιτικού] συνασπισμού στο Υπουργείο Εξωτερικών και μόνο μερικές δεκάδες άτομα που συντονίζουν τα θέματα εξωτερικής πολιτικής στην καγκελαρία. Αυτή η συναινετική δομή έχει ως στόχο να διασφαλίσει την μη κατάχρηση εξουσίας, αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει σε ολισθήματα πολιτικής για επίμαχα θέματα που κυμαίνονται από τις πωλήσεις όπλων προς τις αναπτυσσόμενες χώρες μέχρι την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και την χρήση του στρατού ως απάντηση σε διεθνείς κρίσεις.
Υπήρχαν ελπίδες ότι μια πρόσφατη αναθεώρηση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής [13] από τον ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SDP) [14] και υπουργό Εξωτερικών Frank -Walter Steinmeier θα αντιμετώπιζε αυτό το διαρθρωτικό έλλειμμα. Δυστυχώς, η ίδια η Μέρκελ δεν ασχολήθηκε βαθιά με το θέμα, το οποίο πρότεινε ούτως ή άλλως ελάχιστα περισσότερα από την μεταρρύθμιση μερικών λειτουργικών διαδικασιών. Είναι απίθανο ότι η Γερμανία θα αναπτύξει ποτέ το δικό της ισοδύναμο του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ, αλλά αντ’ αυτού το να στηρίζεται στην ad hoc διαχείριση κρίσεων θα αφήσει την χώρα να στέκεται στο περιθώριο.
ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΙΣΧΥΟΣ
Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, το καλύτερο που μπορεί να κάνει η Γερμανία είναι να ακολουθήσει τις συμβουλές του δικού της προέδρου, ο οποίος προκάλεσε τους συμπατριώτες του πέρσι να «κάνουν περισσότερα για να εγγυηθούν την ασφάλεια που οι άλλοι τους έχουν παράσχει επί δεκαετίες». Για την σύνοδο κορυφής της Ομάδας των 7, το Βερολίνο έχει ορίσει μια φιλόδοξη ατζέντα [15], με την ενεργειακή πολιτική και την πολιτική ασφάλειας στην κορυφή της λίστας λόγω της προσάρτηση της Κριμαίας και της χρήσης του πετρελαίου ως πολιτικό εργαλείο από την Ρωσία. Θα πρέπει να δείξει το πώς οι σύνοδοι κορυφής και οι διακηρύξεις μπορούν να μεταφραστούν σε δράση.
Πιο μακροπρόθεσμα, η Γερμανία πρέπει να αναγνωρίσει ότι δεν μπορεί πλέον απλά να παραμείνει μια δύναμη σύγκλησης και να βασίζεται στην πρωτοβουλία των άλλων «διαμορφωτικών δυνάμεων», την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Θα πρέπει να αναπτύσσει καλύτερα και να υπερασπίζεται δημόσια τα διεθνή συμφέροντά της. Το να προβληματίζεται με πραότητα σχετικά με τους περιορισμούς της, είναι μια δικαιολογία για να αποφεύγει τις ευθύνες και να προβαίνει σε συγκεκριμένες ενέργειες όταν αγνοούνται οι διεθνείς κανόνες. Εάν η Γερμανία θέλει να σφυρηλατήσει μια ισχυρότερη Ευρώπη και μια ειρηνική παγκόσμια τάξη πραγμάτων, πρέπει να αγνοήσει τον ενθουσιασμό για την ισχύ της και να σκεφθεί με περισσότερο θάρρος το πώς να την χρησιμοποιεί.
* Ο PARKE NICHOLSON είναι βασικός ερευνητικός συνεργάτης στο American Institute for Contemporary German Studies.
(Στην φωτογραφία : Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο αρχηγός του κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης CDU στέκονται μπροστά στο λεωφορείο της προεκλογικής εκστρατείας πριν από μια συνεδρίαση της ηγεσίας του CDU στο Βερολίνο, στις 16 Σεπτεμβρίου 2013. FABRIZIO BENSCH / REUTERS)
All rights reserved.
Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/germany/2015-06-01/myth-mighty-g...
Σύνδεσμοι:
[1] http://www.the-american-interest.com/2015/01/04/the-seven-great-powers/
[2] http://monocle.com/film/affairs/soft-power-survey-2014-15/
[3] http://www.nytimes.com/2015/05/06/opinion/thomas-friedman-germany-the-gr...
[4] http://ash.harvard.edu/files/survey-global-perceptions-international-lea...
[5] https://www.youtube.com/watch?v=I0LKGibTrus
[6] http://www.dw.de/growing-number-of-german-learners-worldwide/a-18397408
[7] https://www.auswaertiges-amt.de/cae/servlet/contentblob/608384/publicati...
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/western-europe/leaving-west-behind
[9] https://www.securityconference.de/fileadmin/MSC_/2015/Freitag/150206-201...
[10] http://www.bundespraesident.de/SharedDocs/Reden/EN/JoachimGauck/Reden/20...
[11] http://trends.gmfus.org/files/2012/09/Trends_2014_complete.pdf
[12] https://www.securityconference.de/en/discussion/munich-security-report/
[13] https://www.yumpu.com/en/document/view/37355057/review-2014-a-fresh-look...
[14] http://en.wikipedia.org/wiki/Social_Democratic_Party_of_Germany
[15] http://www.g7germany.de/Webs/G7/EN/G7-Gipfel_en/Agenda_en/agenda_node.ht...