Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Άρθρο για τον αλβανικό εθνικισμό


Ο αλβανικός εθνικισμός
Από τον Μιχάλη Έρνεστ
Η πρόσφατη (Μάιος 2015) αιματηρή συμπλοκή στο Κουμάνοβο, στον βορρά της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ), όπου δυνάμεις της αστυνομίας των Σκοπίων και Αλβανοί εξτρεμιστές συγκρούονταν για ώρες, δημιουργεί προβληματισμό για νέα αποσταθεροποίηση στα Βαλκάνια, τα οποία αποτελούν θέατρο εθνικοχωροταξικών αντιπαραθέσεων από την εποχή της δημιουργίας εθνικών κρατών, μετά τη σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα.

Λίγες ημέρες μετά τα γεγονότα στο Κουμάνοβο, ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα προέβη σε διπλωματική διακοίνωση για την ελληνική θάλασσα στο Ιόνιο και την υφαλοκρηπίδα. Η διαφαινόμενη σκλήρυνση της στάσης της αλβανικής πλευράς αποτελεί την αναμενόμενη συνέχεια της πολιτικής που έχει υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια η αλβανική ηγεσία.
Πηγαίνοντας πίσω, στα μέσα του 2012, ο Σαλί Μπερίσα περιέγραψε το όραμα της Μεγάλης Αλβανίας, από το Πρέσεβο στην Πρέβεζα και από το Τέτοβο και τα Σκόπια στην Πρίστινα. Στα τέλη του 2013, ο Έντι Ράμα συναντήθηκε με τον Χάσι Θάτσι του Κοσσυφοπεδίου, για την πρώτη σύνοδο κορυφής των επικεφαλής της Μεγάλης Αλβανίας.
Θρυαλλίδα για την ανάφλεξη στις περιοχές όπου πλειοψηφεί το αλβανικό στοιχείο ήταν η σύγκρουση στην αυτόνομη επαρχία της Σερβίας, Κόσοβο, κατά την περίοδο 1998-1999 όταν η αλβανική εθνικιστική ιδεολογία του UCK (Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου) αναγέννησε το όνειρο για τη «Μεγάλη Αλβανία» η οποία θα περιλάμβανε, πέραν του υπάρχοντος αλβανικού κράτους, το Κόσοβο, τις περιοχές της βόρειας και δυτικής ΠΓΔΜ όπου πλειοψηφούν οι Αλβανοί, την κοιλάδα του Πρέσεβο στη νότια Σερβία, καθώς και περιοχές του Μαυροβουνίου όπου υπάρχει αλβανικός πληθυσμός.
Οι πολιτικές αναλύσεις οδηγούνται στη συνηγορία της υπόθεσης ότι αυτό που συμβαίνει στην ΠΓΔΜ είναι «απλώς» συνέχιση της εξαγωγής των γεγονότων του Κοσσυφοπεδίου των ετών 1998-1999. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι έχει προσχεδιαστεί από την πολιτική ηγεσία του UCK, ώστε η ΠΓΔΜ να είναι η επόμενη χώρα των Βαλκανίων που θα βίωσει το «σύνδρομο» του Κοσόβου, που ολοκληρώθηκε με επιτυχία από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του, τον Φεβρουάριο του 2008. Η σειρά του προβλεπτικού συλλογισμού προσθέτει το Μαυροβούνιο ως την τρίτη χώρα της Βαλκανικής που θα «μολυνθεί» από τη διαδικασία της… Kosov-isation.
Η απόφαση μεγάλου μέρους της διεθνούς κοινότητας να αναγνωρίσει την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου (παρά το γεγονός ότι δεν είχε αντίστοιχο δικαίωμα από το Σύνταγμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας: αυτό το είχαν οι έξι ομόσπονδες δημοκρατίες, δηλαδή Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Σερβία, ΠΓΔΜ) δημιούργησε ελπίδες σε μέρος του αλβανικού στοιχείου ότι μπορεί να ανατρέψει το status quo, να επιτύχει ανάλογη απόσχιση από την ΠΓΔΜ και τελικά να ενωθεί σε ενιαία κρατική οντότητα με τους υπόλοιπους αλβανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής, γύρω από την Αλβανία (σε μια αναβίωση της Μεγάλης Αλβανίας που δημιουργήθηκε από τον Μουσολίνι το 1941, η οποία ήταν γνωστή ως puppet state, δηλαδή κράτος-μαριονέτα). Σημαντικό ρόλο έπαιξε η προσωρινή διαμονή το 1999 στη FYROM δεκάδων χιλιάδων Αλβανών του Κοσόβου, ως προσφύγων, που παρόξυνε τις σχέσεις μεταξύ του σλαβομακεδονικού και του αλβανόφωνου στοιχείου.
Στην ΠΓΔΜ πλειοψηφική εθνότητα είναι οι Σλαβομακεδόνες (64,2% των πολιτών), μικρό σλαβικό έθνος συγγενές κυρίως με τους Βούλγαρους και δευτερευόντως με τους Σέρβους. Το μέγεθος της αλβανικής μειονότητας ανέρχεται στο 25,2% του συνόλου του πληθυσμού. Με τη συμφωνία της Οχρίδας (2001), οι αλβανόφωνοι πέτυχαν να καθιερωθεί η γλώσσα τους ως δεύτερη επίσημη στους δήμους όπου έχουν ισχυρή παρουσία, ενώ αποφάσεις οι οποίες τους αφορούν απαιτούν στη Βουλή και πλειοψηφία των βουλευτών των αλβανικών μειονοτικών κομμάτων. Η κυβέρνηση Γκρούεφσκι θεωρεί ότι τα εμπόδια που έχουν τεθεί στην πορεία της FYROM προς διεθνείς οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, κυρίως από την Ελλάδα λόγω του ζητήματος της ονομασίας, ενισχύουν τις φυγόκεντρες τάσεις και τις αποσχιστικές εντάσεις στο εσωτερικό της χώρας του. Ωστόσο πολλοί αλβανόφωνοι θεωρούν την εθνικιστική γραμμή των Σκοπίων που προσπαθούν να συνδέσουν τη σημερινή ταυτότητά τους με την αρχαία Μακεδονία ως προσπάθεια περιθωριοποίησής τους από το εθνικό αφήγημα, ενώ αντιτίθενται και στην υιοθέτηση σύνθετου ονόματος με εθνοτικό προσδιορισμό (Σλαβομακεδονία), καθώς κάτι τέτοιο θα μείωνε τις (αυτονομιστικές) προσδοκίες ως δεύτερης μεγαλύτερης εθνότητας.
Επειδή η Αλβανία και η ΠΓΔΜ ανήκουν στο χώρο στρατηγικού ενδιαφέροντος και άμεσης οικονομικής ελληνικής επιρροής, η επίλυση διμερών ζητημάτων μεσο-μακροπρόθεσμα αποτελεί κεντρική επιδίωξη. Αν και καλό είναι να αποφεύγονται δηλώσεις και ενέργειες που δυναμιτίζουν χωρίς όφελος τις διμερείς σχέσεις, χρήσιμη θα ήταν μια διακριτική υπενθύμιση ότι η άνευ όρων στήριξη της ευρωπαϊκής πορείας της Αλβανίας από την Ελλάδα δεν θα πρέπει να θεωρείται a priori δεδομένη. Οι συνομιλίες για μελλοντική αναγνώριση του Κοσόβου μπορεί να διευκολυνθούν με την επίλυση γενικότερων ελληνο-αλβανικών θεμάτων, αλλά και έμμεσα με το ζήτημα της ονομασίας (της ΠΓΔΜ). Η Ελλάδα μπορεί να ετοιμάσει ένα πακέτο κινήτρων, ώστε στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας να αντιμετωπιστούν διάφορα ζητήματα και να συνεργαστεί με τις μετριοπαθείς σταθεροποιητικές δυνάμεις για τη διαχείριση του «αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού» στα Βαλκάνια.

*Ο Μιχάλης Έρνεστ είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών