Το ενεργειακό πόκερ Ελλάδας – Ρωσίας
Δρ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Το ενεργειακό θα βρεθεί ψηλά στην ατζέντα της επίσκεψης του κ. Τσίπρα στη Μόσχα. Στην κατεύθυνση αναζήτησης εργαλείων γεωπολιτικής ενδυνάμωσης και ανάπτυξης μιας ολοκληρωμένης ενεργειακής στρατηγικής, η αποσαφήνιση των σχεδιασμών της ρωσικής πλευράς αποτελεί ενδεδειγμένη κίνηση.
Τι επιδιώκει, όμως, στην παρούσα φάση το Κρεμλίνο; Κατά πρώτον, να εξουδετερώσει τον διαμετακομιστικό ρόλο της Ουκρανίας. Αντιμέτωπο με μία κυβέρνηση περιφρονητική προς τα συμφέροντά του, θέλει να απεμπλακεί από μία οιωνεί ομηρία, αποστερώντας από το Κίεβο τα προφανή οφέλη και τη συνακόλουθη διαπραγματευτική ισχύ, που εν πολλοίς ευθύνεται για την αδρανοποίηση των σχέσεων με την Ε.Ε.
Εν συνεχεία, είναι κρίσιμο να «προλάβει» ή έστω να μην υστερήσει χρονικά από δυνάμει ανταγωνιστικά έργα, όπως ο TAP. Με ορατή, αν και σε παρατεταμένη εκκρεμότητα, τη λύση για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η Τεχεράνη, ως ο μόνος ποσοτικά σοβαρός ανταγωνιστής της Μόσχας, πρέπει να αναχαιτιστεί εγκαίρως. Το πρόβλημα για τη Ρωσία εντοπίζεται στις Βρυξέλλες, που στοχεύουν εμφανώς στον απογαλακτισμό από αυτή, με την πρώτη να επιζητεί την εκ των έσω υπονόμευση, βασιζόμενη στη σχέση αλληλεξάρτησης που δεν μπορεί να ανατραπεί θεαματικά το προσεχές διάστημα. Ωστόσο, η εξώθηση στην ακύρωση του South Stream δημιούργησε νέα δεδομένα. Η Ρωσία με ένα μικρότερο σύστημα αγωγών από ό,τι ο South Stream προτίθεται να στείλει κατ’ αρχάς 32 δισ. κ.μ. αερίου στην Τουρκία. Από αυτά, σχεδόν τα μισά θα κατευθυνθούν στην εγχώρια κατανάλωση, ενισχύοντας τη θέση της Gazprom στη διψασμένη τουρκική αγορά, δεσμεύοντας συνάμα την Αγκυρα σε μία σχέση εξάρτησης, που στο μέλλον μπορεί να φανεί αρκούντως χρήσιμη.
Η Μόσχα, επίσης, επιθυμεί να εκμεταλλευθεί τις ιδιαιτερότητες της ΝΑ Ευρώπης, η οποία δεν διασυνδέεται με το διευρωπαϊκό δίκτυο, αγοράζει ακριβά ρωσικό αέριο, ενώ μέρος αυτής (τα δυτικά Βαλκάνια) θεωρούνται «παρθένα αγορά», στην οποία αποβλέπει και ο TAP. Σύντομα θα τεθεί το ερώτημα εάν θα τηρήσουμε ευλαβικά τη θέση σταδιακής αποκοπής του ενεργειακού ομφάλιου λώρου από τη Ρωσία ή θα κινηθούμε υπερβατικά, διεκδικώντας ρόλο στην πρόταση του Κρεμλίνου για διάνοιξη κόμβου στα ελληνοτουρκικά σύνορα προκειμένου να τροφοδοτηθεί μέρος της ευρωπαϊκής αγοράς. Μάλιστα, η Μόσχα ήδη δημιουργεί τις προϋποθέσεις υλοποίησης του πλάνου της με την κατασκευή διασυνδετηρίου μεταξύ FYROM και Σερβίας.
Οπου, πάντως, η Δύση δεν έχει απαντήσεις ή η πολιτική της στερείται ουσίας και προοπτικής, δεν πρέπει να εγκλωβιζόμαστε. Αντιθέτως, οφείλουμε να εδραιώνουμε συνεργασίες με στόχο τη διαφοροποίηση, η οποία, στην αλυσίδα ασφαλούς τροφοδοσίας, δεν αφορά μόνο τους προμηθευτές αλλά και τις οδεύσεις. Αλλωστε, η σχέση εταιρικής υπευθυνότητας οφείλει να είναι αμφίδρομη, με την υπόμνηση πως τυχόν αποστασιοποίηση από την κεντρική γραμμή Ε.Ε. - ΗΠΑ ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό τα εθνικά συμφέροντα αρκετών χωρών, και δη της «παραμελημένης» και αποκομμένης ΝΑ Ευρώπης των πολλών δοκιμαζόμενων οικονομιών. Χρειάζεται, συνεπώς, εκ μέρους των συμμάχων μας, διατύπωση ρεαλιστικών προτάσεων συγκριτικού πλεονεκτήματος, καθώς και έμπρακτες διαβεβαιώσεις για ουσιαστική ανάμειξή μας σε εναλλακτικά projects και ανάλογη υποστήριξη σε σχέδια ελληνικού ενδιαφέροντος.
Αν, εν τέλει, καταλήξουμε ότι ο Turkish Stream καθίσταται λειτουργικός και συμπληρωματικά επ’ ωφελεία μας, δεδομένων των εντεινόμενων ανταγωνισμών, θα απαιτηθεί σκληρή διαπραγμάτευση και κυρίως κατοχύρωση ενός ενδοευρωπαϊκού μετώπου ευνοϊκότερων συσχετισμών, ιδίως με τη συμμετοχή κρατών-μελών που πλήττονται από τη διακοπή του South Stream, στερούμενα προσώρας επιπλέον επιλογών. Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να πείσουν την Ε.Ε. για τη χρησιμότητα κατασκευής νέων υποδομών, όπως και να διασφαλίσουν τη χρηματοδότηση ενός έργου ρωσικών συμφερόντων αυτονόητης πολυπλοκότητας, με διάφορους κύκλους να αμφισβητούν το κατά πόσο εξυπηρετείται το ευρωπαϊκό συμφέρον – παρότι δεν πρόκειται για προμήθεια επιπλέον ποσοτήτων ρωσικού αερίου αλλά για παράκαμψη της «προβληματικής» Ουκρανίας. Ειδάλλως, έχει καταδειχθεί πλειστάκις ότι οι ευρωπαϊκές αρχές μπορούν, ερμηνεύοντας κατά το δοκούν το κοινοτικό δίκαιο/κεκτημένο, να θέτουν προσκόμματα, ακόμη και να μπλοκάρουν, ανεπιθύμητα σχέδια.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.