Δυσεύρετο είναι το σθένος
Χρήστος Γιανναράς
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Η εμπειρία βεβαιώνει ότι τα κόμματα στο ελλαδικό κράτος δεν είχαν ποτέ ώς τώρα ιδεολογικές διαφορές. Χρησιμοποιούσαν πάντοτε εισαγόμενη συνθηματολογία, λεκτικά σχήματα δάνειων ιδεολογημάτων (που είχαν γεννηθεί από άλλες κοινωνίες για τις δικές τους εκεί ανάγκες).
Στην Ελλάδα τα κόμματα χρησιμοποιούσαν την ιδεολογική ρητορική μόνο ως πρόσχημα, μόνο με τη λογική του εντυπωσιασμού, λογική του ξιπασμένου επαρχιώτη.
Ποιες διαφορές πολιτικής πρακτικής απηχούσαν ώς τώρα στον τόπο μας ετικέτες όπως: «σοσιαλισμός», «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός», «κεντροδεξιά», «κεντροαριστερά», «δημοκρατικός σοσιαλισμός» και άλλα ανάλογα ηχηρά παρόμοια; Οσα κόμματα γεύτηκαν ώς τώρα την εξουσία αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση (ή συμμετέχοντας), απέβλεπαν σε ένα και αποκλειστικό στόχο: Να αποκτήσουν μέρισμα από το πελατειακό κράτος ή να στήσουν δικό τους πελατειακό κράτος ή προγεφυρώματα πελατειακού κράτους.
Είναι τόσο αρράγιστα κατεστημένη αυτή η πραγματικότητα στην Ελλάδα, ώστε το ενδεχόμενο πολιτικής αλλαγής να μη συναρτάται με την ανάληψη της εξουσίας από κόμμα καινούργιο, αδοκίμαστο, με άφθορα και ταλαντούχα στελέχη, όχι. Πολιτική αλλαγή θα υπάρξει, μόνο αν προκύψει κυβέρνηση αποφασισμένη (και προετοιμασμένη) να εξαλείψει επιθετικά (να πατάξει) το πελατειακό κράτος: Να καταλύσει τις παγιωμένες πρακτικές ανταλλακτικής χρήσης της ψήφου, παραχώρησης της ψήφου έναντι χαριστικών ωφελημάτων του ψηφοφόρου – κυρίως έναντι διορισμού του στο Δημόσιο.
Φυσικά και αρκεί ένα και μόνο, αυτονόητο μέτρο, για να κατορθωθεί η κατάλυση του πελατειακού κράτους: Να καταστεί νομοθετικά αδύνατη η οποιουδήποτε τύπου υπαλληλική σχέση με το Δημόσιο, οποιουδήποτε τύπου διορισμός σε κοινωνικό λειτούργημα, χωρίς κρίση και συγκριτική αξιολόγηση από κάποιο ΑΣΕΠ. Να οριστεί στο Σύνταγμα ο αριθμός των επιτελικών θέσεων, στις οποίες ο εκάστοτε πρωθυπουργός να μπορεί να τοποθετεί, στη διάρκεια της θητείας του, συνεργάτες του επιτελείς για την εφαρμογή του ψηφισμένου από τον λαό κυβερνητικού προγράμματος.
Με το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα μοιάζει να ανασχηματίζεται: Τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν, για σαράντα ολόκληρα χρόνια, με την ίδια, απολύτως ίδια πολιτική, περνάνε στο ιστορικό περιθώριο, υπόδικα για τον εφιάλτη της καταστροφής που ζει η χώρα. Θα απαιτηθεί αναπότρεπτα να λογοδοτήσουν, έστω και μόνο για τον εξωφρενικό υπερδανεισμό του κράτους. Αλλά και για τα κατά συρροήν εγκλήματα καταλήστευσης του κοινωνικού χρήματος στη «διαπλοκή» τους με την πανίσχυρη αχρειότητα εργοληπτών και προμηθευτών του Δημοσίου, όπως και για τον παρασιτισμό χρυσοκάνθαρων «ειδικών συμβούλων», αετονύχηδων παραδούχων της κομματικής καμαρίλας, επιφανών της «λίστας Λαγκάρντ» ή της «λίστας Τσοχατζόπουλου».
Και τα δύο, για σαράντα χρόνια, «κόμματα εξουσίας», στην Ελλάδα, δημιουργήθηκαν για να υπηρετήσουν όχι κοινωνικές σκοποθεσίες, αλλά τις πολιτικές φιλοδοξίες των ιδρυτών τους – ήταν κόμματα «μιας χρήσεως», ιδιωτικής. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαν ίσως να επιβιώσουν ιστορικά, αν δεν ταύτιζαν εγκαίρως και αυτονοήτως (το ΠΑΣΟΚ εκ καταβολής) την πολιτική τους επιβίωση με τη δημιουργία και συντήρηση πελατειακού κράτους. Γι’ αυτό και, σήμερα, μετασχηματισμός του πολιτικού σκηνικού δεν είναι δυνατό να συντελεστεί με μόνη την περιθωριοποίηση των δύο υπόδικων για την καταστροφή κομμάτων. Γόνιμη και ελπιδοφόρα πολιτική αλλαγή θα προκύψει, μόνο αν το κόμμα που ανέβηκε τώρα για πρώτη φορά στην εξουσία, τολμήσει με συνέπεια την κατάλυση του πελατειακού κράτους.
Για να τολμηθεί τέτοιο εγχείρημα τα προαπαιτούμενα είναι δύο: Να μην υποκύψουν οι καινούργιοι πηδαλιούχοι του κράτους στη «γλύκα» της εξουσίας, δηλαδή στην ψυχαναγκαστική εξάρτηση από την επανεκλογή. Η επανεκλογή γίνεται τυφλή ανάγκη τόσο όσο και η αρρωστημένη εξάρτηση από την «πρέζα». Και δεύτερο προαπαιτούμενο: Να μην αφήσουν να αυτονομηθεί η άσκηση της πολιτικής από την έγνοια για την κοινωνική ανάγκη. Μια τέτοια αυτονόμηση είναι σύμπτωμα συχνότερο, όταν οι προωθημένοι σε θέσεις εξουσίας δεν είχαν ποτέ άλλη κοινωνική αναγνώριση και λογαριάζουν το αξίωμα μόνο σαν κοινωνική «άνοδο», πέρασμα από το τάβλι του καφενέ της γειτονιάς στο μπριτζ της «υψηλής κοινωνίας».
Μόνο η απεξάρτηση από την επανεκλογή και η έμπονη έγνοια για την κοινωνική ανάγκη γεννάνε το σθένος που απαιτεί η εξάλειψη του πελατειακού κράτους. Η πρακτική της εξάλειψης μοιάζει μάλλον απλή: αρκούν ελάχιστα νομοθετήματα στοιχειώδους πολιτικής ευφυΐας. Το δυσεύρετο είναι το σθένος. Γιατί το σθένος θέλει ανιδιοτέλεια, ελευθερία από τον πρωτογονισμό του εγωκεντρισμού – να βρίσκει ο άνθρωπος χαρά στην κοινωνική προσφορά. Και κατά τούτο η έγνοια για την κοινωνική ανάγκη διαφοροποιείται καισαρικά από τον λαϊκισμό. Αν κάποιες επαναπροσλήψεις στο Δημόσιο που εξαγγέλλει η καινούργια κυβέρνηση, ή η επανεξέταση ειδικών περιπτώσεων που πιθανώς αδικήθηκαν με τη νομοθετική συμπερίληψή τους στο σκάνδαλο των «αιώνιων φοιτητών», αν τέτοιες «πρόνοιες» αποδειχθούν επιβιώσεις του πασοκικού (πράσινου και γαλάζιου) λαϊκισμού, η αξιοπιστία του καινούργιου κυβερνητικού σχήματος θα έχει τρωθεί καίρια. Και τελεσίδικα.
Ανεξάρτητα από τις επιτυχίες ή και αποτυχίες της στην αναμέτρηση με τη ρεβανσιστική γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη, η καινούργια κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να γίνει ο καταλύτης για τη ρεαλιστική και σωτήρια «επανίδρυση» του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Αν εμμείνει με συνέπεια στην κατάλυση του πελατειακού κράτους. Αν αντισταθεί πεισματικά στον λαϊκισμό. Αν ξαναστήσει δημόσια διοίκηση. Αν αποκλείσει θεσμικά το γκρόσο κόλπο των «ειδικών συμβούλων» στα υπουργεία. Αν ελευθερώσει τον συνδικαλισμό, νομοθετικά, από τη δουλεία στα συμφέροντα των κομμάτων. Αν απολακτίσει τις κομματικές νεολαίες από τα πανεπιστήμια με τη δέουσα βδελυγμία. Αν οδηγήσει στη Δικαιοσύνη και τολμήσει να δημεύσει περιουσίες των λωποδυτών του κοινωνικού χρήματος «οσοδήποτε υψηλά» κι αν βρίσκονται. Αν βγάλει σε πλειστηριασμό τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες, όπως υποσχέθηκε. Αν η παρουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο των Παν. Νικολούδη και Νικ. Παρασκευόπουλου (τουλάχιστον αυτών) δεν αποδειχθεί τέχνασμα εντυπωσιασμού...
...τότε δεν θα μιλάμε για ελπίδα, θα την ψηλαφούμε.